ΔΣ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΕΚΚΕ
O τρόπος με τον οποίο επέλεξε η ηγεσία του ΥΠΔΒΜ να δρομολογήσει τη διαβούλευση σχετικά με το νέο νόμο για την Έρευνα υποτιμά τη διαδικασία και την ερευνητική κοινότητα και ακυρώνει κάθε προϋπόθεση ουσιαστικού διαλόγου. Τα κείμενα που δόθηκαν από το ΥΠΔΒΜ στις 4/1 και 5/1 προς διαβούλευση ως σχέδια νόμου με τίτλους «Έρευνα Τεχνολογική Ανάπτυξη και Καινοτομία» και «Αναδιάρθρωση Ερευνητικού Ιστού» δηλώνουν ότι φιλοδοξούν να προωθήσουν μια ευρεία μεταρρύθμιση στον χώρο της έρευνας. Με έκπληξη, όμως, διαπιστώνουμε ότι: α) τα κείμενα που δόθηκαν στη δημοσιότητα σε καμία περίπτωση δεν συνιστούν σχέδια νόμου, αλλά κείμενα γενικών θέσεων και προτάσεων, β) κατακερματίζεται ο διάλογος για την ερευνητική πολιτική και τη διάρθρωση του ερευνητικού ιστού τα οποία αποτελούν δύο στενά αλληλοσυνδεόμενα ζητήματα. Μέσα από μια προσχηματική διαδικασία «διαβούλευσης», η ηγεσία του ΥΠΔΒΜ αποφεύγει να δεσμευθεί επί της ουσίας για όσα προτίθεται να νομοθετήσει και αποπροσανατολίζει το διάλογο από μια συνολική θεώρηση των ζητημάτων της Έρευνας.
Οι συγχωνεύσεις ινστιτούτων είτε ανάμεσα σε ερευνητικά κέντρα είτε στο εσωτερικό των κέντρων προωθήθηκαν αρχικά ως μέρος της ευρύτερης μεταρρύθμισης και «εξορθολογισμού» του ερευνητικού ιστού. Από το κείμενο διαβούλευσης για την αναδιάρθρωση του Ερευνητικού Ιστού που δόθηκε προς συζήτηση στις 4/1, γίνεται πλέον σαφές ότι το βασικό κίνητρο των επιχειρούμενων συγχωνεύσεων είναι το δημοσιονομικό όφελος και όχι η μέριμνα για την ανάπτυξη έρευνας. Ως Σύλλογος Προσωπικού του ΕΚΚΕ διαφωνούμε με την προωθούμενη πολιτική των σαρωτικών συγχωνεύσεων. Ειδικά σε ό,τι αφορά στο Ερευνητικό Κέντρο στο οποίο εργαζόμαστε αντιτιθέμεθα στην αναιτιολόγητη και αντιεπιστημονική συγχώνευση των υφιστάμενων ινστιτούτων του Κέντρου σε ένα και μοναδικό με την ονομασία Ινστιτούτο Κοινωνικών Ερευνών.
Η εμμονή του Υπουργείου στις σαρωτικές συγχωνεύσεις:
α) Ακυρώνει τη δέσμευση του Υπουργείου ότι οι αποφάσεις που θα ληφθούν για το χώρο της έρευνας δεν θα πραγματοποιηθούν με μόνο γνώμονα τις ανάγκες της συγκυρίας της κρίσης θυσιάζοντας σημαντικές ερευνητικές δομές.
β) Αντιστρατεύεται την προώθηση της Αριστείας στον ερευνητικό ιστό, η οποία αποτελεί διακηρυγμένο στόχο του ίδιου του νέου νόμου για την έρευνα. Οι συγχωνεύσεις που προωθούνται καταργούν σε μεγάλο βαθμό τις εξειδικεύσεις, οι οποίες είναι αναπόσπαστο κομμάτι της έρευνας στο σύγχρονο κόσμο. Πώς θα διεκδικήσουν τα νέα ινστιτούτα Αριστεία σε επιστημονικές περιοχές τόσο ευρείες όπως «Φυσικές επιστήμες», «Κοινωνικές επιστήμες», «Γράμματα και Καλές Τέχνες»; Οι σαρωτικές συγχωνεύσεις μάς γυρίζουν στον επιστημονικό καταμερισμό εργασίας του 19ου αιώνα.
γ) Είναι άστοχη ακόμη και με βάση το κριτήριο της εξοικονόμησης πόρων. Το οικονομικό «όφελος» που θα αποφέρουν οι συγχωνεύσεις θα προκύψει από την κατάργηση των θέσεων των διευθυντών τους. Η ίδια, ωστόσο, εξοικονόμηση μπορεί να επιτευχθεί με την αλλαγή του καθεστώτος των διευθυντών αναθέτοντας τα καθήκοντα αυτά σε ερευνητές προερχόμενους από τα ίδια τα ΕΚ χωρίς επιπλέον αμοιβή.
Το περιορισμένο δημοσιονομικό όφελος και η ζημία στην ερευνητική δραστηριότητα από την κατάργηση των ινστιτούτων αναιρεί την επιχειρηματολογία του Υπουργείου. Συνεπώς, η συγχώνευση των ινστιτούτων, όπως επιχειρείται, θα πρέπει περισσότερο να αποδοθεί είτε σε προσωπικές πολιτικές στρατηγικές της ηγεσίας του Υπουργείου, η οποία θέλει να παρουσιάσει «έργο» μείωσης του δημοσίου τομέα, είτε σε σχέδιο μεσοπρόθεσμης συρρίκνωσης του ερευνητικού ιστού στο σύνολό του.
Ειδικά σε ό,τι αφορά στο ΕΚΚΕ είμαστε πλήρως αντίθετοι σε οποιαδήποτε συγχώνευση ινστιτούτων στο εσωτερικό του διότι:
α) Καταργείται η θεσμικά οργανωμένη κοινωνική έρευνα σε διακριτά επιστημονικά αντικείμενα. Το ΕΚΚΕ είναι το μοναδικό κέντρο κοινωνικών ερευνών στην Ελλάδα. Συνεπώς η συγχώνευση των ινστιτούτων του δεν συνιστά «εξορθολογισμό», άρση αλληλεπικαλύψεων μεταξύ ινστιτούτων με παρόμοιο αντικείμενο κ.λπ., αλλά απλώς συρρίκνωση των υφιστάμενων δομών κοινωνικής έρευνας στην Ελλάδα. Πώς είναι δυνατό η Πολιτεία, με πρόσχημα τον οικονομικό «εξορθολογισμό», να απεκδύεται του ρόλου της ως προς τη δημόσια προστασία της κοινωνικής έρευνας, ιδιαίτερα σε μια εποχή όξυνσης των κοινωνικών προβλημάτων και των ανισοτήτων; Ας σημειωθεί ότι ουδέποτε ενεργοποιήθηκαν, με ευθύνη της Πολιτείας, τα τρία από τα έξι Ινστιτούτα που προέβλεπε αρχικά ο οργανισμός λειτουργίας του ΕΚΚΕ (Π.Δ. 342, ΦΕΚ 3/10/86 αρ. 150) και η συνακόλουθη τροποποίησή του (ΦΕΚ 29/10/96, αρ. 264). Επιπλέον, η ακολουθούμενη πολιτική δραστικού περιορισμού προκήρυξης νέων θέσεων οδήγησε στη μείωση του ανθρώπινου δυναμικού του Κέντρου.
β) Τα υφιστάμενα ινστιτούτα αποτελούν το θεσμικό πλαίσιο συσσώρευσης ερευνητικής εμπειρίας, ερευνητικών υποδομών και συνεργασιών με ερευνητικούς και πανεπιστημιακούς φορείς στην Ελλάδα και το εξωτερικό σε αντικείμενα μείζονος σημασίας (πολιτική κοινωνιολογία, κοινωνική πολιτική, αστικός και αγροτικός χώρος) τα οποία θεραπεύει το Κέντρο εδώ και δεκαετίες. Η συγχώνευση, δηλαδή διάλυση, αυτών των ινστιτούτων θα πλήξει καίρια την ερευνητική φυσιογνωμία του Κέντρου, ακυρώνοντας μέρος της θεσμικής του υπόστασης με βάση την οποία μπορεί να διεκδικεί Αριστεία σε συγκεκριμένα ερευνητικά αντικείμενα. Θα πρέπει επιτέλους να ληφθεί υπόψη ότι οι κοινωνικές επιστήμες δεν αποτελούν ένα ενιαίο γνωσιακό επιστημονικό πεδίο, αλλά χαρακτηρίζονται εδώ και αιώνες από ένα εύρος επιστημονικών εξειδικεύσεων που ανάγονται στην πολυσύνθετη οικονομική πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα.
γ) Η συγχώνευση των τεσσάρων ινστιτούτων του ΕΚΚΕ σε ένα αποτελεί σοβαρή απειλή διάλυσης μακρόχρονων και καθόλα λειτουργικών δομών, και παράλληλα υπονομεύει την αυτονομία του Κέντρου κατά τη «λεγόμενη» απροσδιόριστη φάση της αναδιάρθρωσης του ερευνητικού ιστού. Αυτή η πολιτική συνιστά καίριο πλήγμα για την κοινωνική έρευνα στην Ελλάδα, ενώ ταυτόχρονα θέτει εν αμφιβόλω τα εργασιακά δικαιώματα των εργαζομένων στο Κέντρο.
Το Δ.Σ. του Συλλόγου Προσωπικού του ΕΚΚΕ
ΔΣ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΕΚΚΕ O τρόπος με τον οποίο επέλεξε η ηγεσία του ΥΠΔΒΜ να δρομολογήσει τη διαβούλευση σχετικά με το νέο νόμο για την Έρευνα υποτιμά τη διαδικασία και την ερευνητική κοινότητα και ακυρώνει κάθε προϋπόθεση ουσιαστικού διαλόγου. Τα κείμενα που δόθηκαν από το ΥΠΔΒΜ στις 4/1 και 5/1 προς διαβούλευση ως σχέδια νόμου με τίτλους «Έρευνα Τεχνολογική Ανάπτυξη και Καινοτομία» και «Αναδιάρθρωση Ερευνητικού Ιστού» δηλώνουν ότι φιλοδοξούν να προωθήσουν μια ευρεία μεταρρύθμιση στον χώρο της έρευνας. Με έκπληξη, όμως, διαπιστώνουμε ότι: α) τα κείμενα που δόθηκαν στη δημοσιότητα σε καμία περίπτωση δεν συνιστούν σχέδια νόμου, αλλά κείμενα γενικών θέσεων και προτάσεων, β) κατακερματίζεται ο διάλογος για την ερευνητική πολιτική και τη διάρθρωση του ερευνητικού ιστού τα οποία αποτελούν δύο στενά αλληλοσυνδεόμενα ζητήματα. Μέσα από μια προσχηματική διαδικασία «διαβούλευσης», η ηγεσία του ΥΠΔΒΜ αποφεύγει να δεσμευθεί επί της ουσίας για όσα προτίθεται να νομοθετήσει και αποπροσανατολίζει το διάλογο από μια συνολική θεώρηση των ζητημάτων της Έρευνας. Οι συγχωνεύσεις ινστιτούτων είτε ανάμεσα σε ερευνητικά κέντρα είτε στο εσωτερικό των κέντρων προωθήθηκαν αρχικά ως μέρος της ευρύτερης μεταρρύθμισης και «εξορθολογισμού» του ερευνητικού ιστού. Από το κείμενο διαβούλευσης για την αναδιάρθρωση του Ερευνητικού Ιστού που δόθηκε προς συζήτηση στις 4/1, γίνεται πλέον σαφές ότι το βασικό κίνητρο των επιχειρούμενων συγχωνεύσεων είναι το δημοσιονομικό όφελος και όχι η μέριμνα για την ανάπτυξη έρευνας. Ως Σύλλογος Προσωπικού του ΕΚΚΕ διαφωνούμε με την προωθούμενη πολιτική των σαρωτικών συγχωνεύσεων. Ειδικά σε ό,τι αφορά στο Ερευνητικό Κέντρο στο οποίο εργαζόμαστε αντιτιθέμεθα στην αναιτιολόγητη και αντιεπιστημονική συγχώνευση των υφιστάμενων ινστιτούτων του Κέντρου σε ένα και μοναδικό με την ονομασία Ινστιτούτο Κοινωνικών Ερευνών. Η εμμονή του Υπουργείου στις σαρωτικές συγχωνεύσεις: α) Ακυρώνει τη δέσμευση του Υπουργείου ότι οι αποφάσεις που θα ληφθούν για το χώρο της έρευνας δεν θα πραγματοποιηθούν με μόνο γνώμονα τις ανάγκες της συγκυρίας της κρίσης θυσιάζοντας σημαντικές ερευνητικές δομές. β) Αντιστρατεύεται την προώθηση της Αριστείας στον ερευνητικό ιστό, η οποία αποτελεί διακηρυγμένο στόχο του ίδιου του νέου νόμου για την έρευνα. Οι συγχωνεύσεις που προωθούνται καταργούν σε μεγάλο βαθμό τις εξειδικεύσεις, οι οποίες είναι αναπόσπαστο κομμάτι της έρευνας στο σύγχρονο κόσμο. Πώς θα διεκδικήσουν τα νέα ινστιτούτα Αριστεία σε επιστημονικές περιοχές τόσο ευρείες όπως «Φυσικές επιστήμες», «Κοινωνικές επιστήμες», «Γράμματα και Καλές Τέχνες»; Οι σαρωτικές συγχωνεύσεις μάς γυρίζουν στον επιστημονικό καταμερισμό εργασίας του 19ου αιώνα. γ) Είναι άστοχη ακόμη και με βάση το κριτήριο της εξοικονόμησης πόρων. Το οικονομικό «όφελος» που θα αποφέρουν οι συγχωνεύσεις θα προκύψει από την κατάργηση των θέσεων των διευθυντών τους. Η ίδια, ωστόσο, εξοικονόμηση μπορεί να επιτευχθεί με την αλλαγή του καθεστώτος των διευθυντών αναθέτοντας τα καθήκοντα αυτά σε ερευνητές προερχόμενους από τα ίδια τα ΕΚ χωρίς επιπλέον αμοιβή. Το περιορισμένο δημοσιονομικό όφελος και η ζημία στην ερευνητική δραστηριότητα από την κατάργηση των ινστιτούτων αναιρεί την επιχειρηματολογία του Υπουργείου. Συνεπώς, η συγχώνευση των ινστιτούτων, όπως επιχειρείται, θα πρέπει περισσότερο να αποδοθεί είτε σε προσωπικές πολιτικές στρατηγικές της ηγεσίας του Υπουργείου, η οποία θέλει να παρουσιάσει «έργο» μείωσης του δημοσίου τομέα, είτε σε σχέδιο μεσοπρόθεσμης συρρίκνωσης του ερευνητικού ιστού στο σύνολό του. Ειδικά σε ό,τι αφορά στο ΕΚΚΕ είμαστε πλήρως αντίθετοι σε οποιαδήποτε συγχώνευση ινστιτούτων στο εσωτερικό του διότι: α) Καταργείται η θεσμικά οργανωμένη κοινωνική έρευνα σε διακριτά επιστημονικά αντικείμενα. Το ΕΚΚΕ είναι το μοναδικό κέντρο κοινωνικών ερευνών στην Ελλάδα. Συνεπώς η συγχώνευση των ινστιτούτων του δεν συνιστά «εξορθολογισμό», άρση αλληλεπικαλύψεων μεταξύ ινστιτούτων με παρόμοιο αντικείμενο κ.λπ., αλλά απλώς συρρίκνωση των υφιστάμενων δομών κοινωνικής έρευνας στην Ελλάδα. Πώς είναι δυνατό η Πολιτεία, με πρόσχημα τον οικονομικό «εξορθολογισμό», να απεκδύεται του ρόλου της ως προς τη δημόσια προστασία της κοινωνικής έρευνας, ιδιαίτερα σε μια εποχή όξυνσης των κοινωνικών προβλημάτων και των ανισοτήτων; Ας σημειωθεί ότι ουδέποτε ενεργοποιήθηκαν, με ευθύνη της Πολιτείας, τα τρία από τα έξι Ινστιτούτα που προέβλεπε αρχικά ο οργανισμός λειτουργίας του ΕΚΚΕ (Π.Δ. 342, ΦΕΚ 3/10/86 αρ. 150) και η συνακόλουθη τροποποίησή του (ΦΕΚ 29/10/96, αρ. 264). Επιπλέον, η ακολουθούμενη πολιτική δραστικού περιορισμού προκήρυξης νέων θέσεων οδήγησε στη μείωση του ανθρώπινου δυναμικού του Κέντρου. β) Τα υφιστάμενα ινστιτούτα αποτελούν το θεσμικό πλαίσιο συσσώρευσης ερευνητικής εμπειρίας, ερευνητικών υποδομών και συνεργασιών με ερευνητικούς και πανεπιστημιακούς φορείς στην Ελλάδα και το εξωτερικό σε αντικείμενα μείζονος σημασίας (πολιτική κοινωνιολογία, κοινωνική πολιτική, αστικός και αγροτικός χώρος) τα οποία θεραπεύει το Κέντρο εδώ και δεκαετίες. Η συγχώνευση, δηλαδή διάλυση, αυτών των ινστιτούτων θα πλήξει καίρια την ερευνητική φυσιογνωμία του Κέντρου, ακυρώνοντας μέρος της θεσμικής του υπόστασης με βάση την οποία μπορεί να διεκδικεί Αριστεία σε συγκεκριμένα ερευνητικά αντικείμενα. Θα πρέπει επιτέλους να ληφθεί υπόψη ότι οι κοινωνικές επιστήμες δεν αποτελούν ένα ενιαίο γνωσιακό επιστημονικό πεδίο, αλλά χαρακτηρίζονται εδώ και αιώνες από ένα εύρος επιστημονικών εξειδικεύσεων που ανάγονται στην πολυσύνθετη οικονομική πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα. γ) Η συγχώνευση των τεσσάρων ινστιτούτων του ΕΚΚΕ σε ένα αποτελεί σοβαρή απειλή διάλυσης μακρόχρονων και καθόλα λειτουργικών δομών, και παράλληλα υπονομεύει την αυτονομία του Κέντρου κατά τη «λεγόμενη» απροσδιόριστη φάση της αναδιάρθρωσης του ερευνητικού ιστού. Αυτή η πολιτική συνιστά καίριο πλήγμα για την κοινωνική έρευνα στην Ελλάδα, ενώ ταυτόχρονα θέτει εν αμφιβόλω τα εργασιακά δικαιώματα των εργαζομένων στο Κέντρο. Το Δ.Σ. του Συλλόγου Προσωπικού του ΕΚΚΕ