Αρχική Έρευνα και Τεχνολογική Ανάπτυξη και ΚαινοτομίαΆρθρο 07: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΤΩΝ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΩΝ ΚΕΝΤΡΩΝΣχόλιο του χρήστη Σύλλογος Ερευνητικού Προσωπικού Ακαδημίας Αθηνών (ΣΕΠΑΑ) | 27 Ιανουαρίου 2012, 14:53
Υπουργείο Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Το άρθρο αυτό βρίσκει τον ΣΕΠΑΑ συνολικά αντίθετο. Η πρόβλεψη του νέου νόμου για χρηματοδότηση των ερευνητικών κέντρων μέσω «επιχορήγησης» η οποία θα καλύπτει μέρος μόνον των λειτουργικών τους εξόδων και η προτροπή για αναζήτηση εξωτερικών χρηματοδοτήσεων για να καλυφθούν ακόμα και τα βασικά έξοδα μισθοδοσίας, θα οδηγήσουν σε ένδεια και μαρασμό τα ερευνητικά κέντρα, ιδίως εκείνα που δραστηριοποιούνται στο χώρο της βασικής έρευνας, και δη των ανθρωπιστικών επιστημών, και δεν εμπλέκονται σε έργα εμπορικώς και οικονομικώς αξιοποιήσιμα. Πολλοί από τους «δείκτες αποδοτικότητας» που θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν επιπλέον χρηματοδότηση είναι σχεδόν ΑΔΥΝΑΤΟΝ να επιτευχθούν από τέτοια κέντρα (π.χ. διπλώματα ευρεσιτεχνίας, εταιρείες-τεχνοβλαστοί, παροχή υπηρεσιών). Επιπλέον, η άμεση εξάρτηση της βασικής έρευνας από εξωτερικές «χορηγίες» μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα αναφορικά με την αντικειμενικότητα και την ελευθερία της έρευνας, που σύμφωνα με το Σύνταγμα (άρθρο 16 παρ. 1) το κράτος είναι υποχρεωμένο να προστατεύει: το ΕΚ ή Ινστιτούτο θα είναι δέσμιο των επιθυμιών ή των παραγγελιών του εκάστοτε χρηματοδότη του. Ο ΣΕΠΑΑ πιστεύει ότι ο μόνος τρόπος να εξασφαλισθεί η ερευνητική δραστηριότητα των ΕΚ στο μέλλον είναι να υπάρξει πρόβλεψη ότι η μισθοδοσία του ερευνητικού προσωπικού τους καθώς και τα πάγια λειτουργικά έξοδα τους, επιβαρύνουν τον δημόσιο τακτικό Προϋπολογισμό ή/και τους ιδίους πόρους του οικείου δημοσίου φορέα. Άλλωστε είναι εντελώς αδικαιολόγητη, εντός ενός και αυτού δημοσίου φορέα ο οποίος λειτουργεί υπό μορφή ΝΠΔΔ, τα μεν έξοδα μισθοδοσίας του ερευνητικού προσωπικού, το οποίο έχει ήδη επανειλημμένως αξιολογηθεί από την Πολιτεία με υψηλότατους δείκτες παραγωγικότητας και διαθέτει εκ του νόμου τα πλέον υψηλά τυπικά προσόντα πρόσληψης και προαγωγικής εξέλιξης, καθώς και τα λειτουργικά έξοδα των ερευνητικών του κέντρων να καθορίζονται με βάση 4ετείς προγραμματικές συμφωνίες, ενώ αντιθέτως τα έξοδα μισθοδοσίας του διοικητικού προσωπικού και της εν γένει διοίκησής του να συνεχίζουν να καταβάλλονται μέσω του τακτικού προϋπολογισμού.