Σύλλογος Προσωπικού Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών (Σ. Π. -Ε.Ι.Ε)
Βασ. Κωνσταντίνου 48, 11635 Αθήνα
τηλ.2107273527 , e-mail speie@eie.gr
Αναγ.Αποφ.3740/75- Αρ. Γεν.5716-Ειδ.1622/76
Αθήνα, 27 Ιανουαρίου 2012
Απόψεις του ΣΠΕΙΕ για το Σχέδιο Νόμου
«Έρευνα Τεχνολογική Ανάπτυξη και Καινοτομία»
που έχει αναρτηθεί προς διαβούλευση
Ο ΣΠΕΙΕ εκτιμά ότι το σχέδιο νόμου «Έρευνα Τεχνολογική Ανάπτυξη και Καινοτομία» που αναρτήθηκε από το Υπουργείο Παιδείας Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων, πριν από λίγες ημέρες στην ανοικτή διαβούλευση χαρακτηρίζεται από γραφειοκρατικό, στενά διαχειριστικό πνεύμα και ασάφειες, δεν λαμβάνει υπόψη τις προτάσεις της ερευνητικής κοινότητας και δεν αντιμετωπίζει τα χρονίζοντα προβλήματα του ελληνικού ερευνητικού χώρου. Στο πλαίσιο αυτό αποδυναμώνονται και οι θετικές προτάσεις που περιλαμβάνονται στο νομοσχέδιο. Η διαχρονική αδυναμία της πολιτικής ηγεσίας να παρουσιάσει ένα φερέγγυο νομοσχέδιο, οι παλινδρομήσεις -με αποκορύφωμα την πρωτοτυπία της ψήφισης ενός νόμου το 2008, ο οποίος αμέσως μετά την ψήφισή του κρίθηκε ανεφάρμοστος- καθιστούν προτιμότερη λύση την επανασύνταξή του εξ αρχής, με βάση το δοκιμασμένο και αναθεωρούμενο επί 25 χρόνια 1514/85, προσαρμοσμένο στην εξυπηρέτηση των σημερινών αναγκών.
Εντούτοις, ο ΣΠΕΙΕ, με αφορμή το προς διαβούλευση σχέδιο νόμου -το οποίο σημειωτέον η ίδια η ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας απαξιώνει αφήνοντας να διαρρεύσει η πληροφορία ότι επίκειται άλλο αναλυτικότερο- θα ήθελε να εκφράσει τις απόψεις του, τόσο για το πνεύμα όσο και για ειδικότερες ρυθμίσεις του αφορούν το νομοθετικό πλαίσιο που διέπει τη λειτουργία των Ερευνητικών Ιδρυμάτων, ελπίζοντας πως θα ληφθούν υπόψη οι προτάσεις του.
Επί της αρχής
Δημόσιος χαρακτήρας
Βασικό στοιχείο του αναρτημένου σχεδίου νόμου είναι ότι δεν προσδιορίζει το χαρακτήρα των ερευνητικών ιδρυμάτων. Ο δημόσιος χαρακτήρας των ερευνητικών ιδρυμάτων, τα οποία καλούνται και υποχρεούνται να εξυπηρετούν το δημόσιο συμφέρον και να υπηρετούν τις ανάγκες της κοινωνίας, αποτελεί προϋπόθεση για την ύπαρξή τους. Το κράτος οφείλει να ανταποκρίνεται στη χρηματοδότηση των ερευνητικών φορέων. Η χρηματοδότηση, που θα καλύπτει τη μισθοδοσία του αποψιλωμένου ήδη τακτικού προσωπικού των Ερευνητικών Κέντρων και τη λειτουργία των βασικών τους εγκαταστάσεων δεν αποτελεί μόνο στοιχειώδη κρατική υποχρέωση, συνιστά ταυτόχρονα και βασικό εργαλείο αναπτυξιακής πολιτικής, καθώς οι θεσμοί αυτοί και οι άνθρωποι που τους στελεχώνουν καλούνται να διεκδικήσουν σημαντικούς πόρους από ευρωπαϊκούς, δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς, τους οποίους και θα διοχετεύσουν κατόπιν στην οικονομία ενισχύοντας την απασχόληση νέων επιστημόνων -που σήμερα εγκαταλείπουν μαζικά τη χώρα- με μεταπτυχιακούς ή μεταδιδακτορικούς τίτλους σπουδών. Οι πολιτικές ηγεσίες που είχαν μέχρι σήμερα την ευθύνη διακυβέρνησης και οδήγησαν στην κατάσταση που όλοι βιώνουμε, μολονότι στα λόγια εμφανίζονται να εξυμνούν την Έρευνα και την Τεχνολογία, στην πράξη εμποδίζουν το ερευνητικό δυναμικό του τόπου να επιτελέσει το έργο του. Η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας οφείλει να αφήσει τις μεγαλόστομες διακηρύξεις, να θωρακίσει το Δημόσιο χαρακτήρα των Ερευνητικών Ιδρυμάτων, να κατανοήσει επιτέλους ότι τα Ερευνητικά Ιδρύματα επιτελούν διαφορετικό έργο από τις ΔΕΚΟ, να ρυθμίσει το ζήτημα του ΦΠΑ που υπονομεύει τη λειτουργία τους, να πάψει να θεωρεί ότι Δημόσιοι οργανισμοί όπως το ΕΙΕ είναι μεγαλοϊδιοκτήτες που οφείλουν την καταβολή χιλιάδων Ευρώ ως φόρο ακίνητης περιουσίας (!).
Δημοκρατική λειτουργία
Το σχέδιο νόμου κυριαρχείται επίσης από τη λανθασμένη πεποίθηση ότι ο αυταρχισμός και η επιβολή ενισχύουν την παραγωγικότητα. Στο πνεύμα αυτό αντί το νομοσχέδιο να διευρύνει την συμμετοχή του ερευνητικού δυναμικού στη λήψη των αποφάσεων, να προωθήσει τη συν-ευθύνη και την παρουσία των ανθρώπων που γνωρίζουν το αντικείμενο στη λήψη των αποφάσεων, καταργεί τα ελάχιστα ψήγματα δημοκρατικής λειτουργίας που υπήρχαν μέχρι σήμερα. Η αντίληψη ότι το ερευνητικό, επιστημονικό δυναμικό της χώρας -ο μόνος Δημόσιος τομέας που αξιολογείται συστηματικά εδώ και δεκαετίες- έχει ανάγκη από κηδεμόνες για να κάνει τη δουλειά του, είναι τουλάχιστον παιδαριώδης.
Αν στη δεκαετία του 1980 μπορούσε να υποστηριχτεί προσχηματικά ότι οι ερευνητές δεν είχαν την κρίσιμη μάζα για να αυτοδιοικηθούν και να αναλάβουν την ευθύνη του οίκου τους, τώρα αυτά τα τυπικά προσκόμματα δεν υπάρχουν, αντίθετα μάλιστα φάνηκε η αποτυχία των «κηδεμόνων» της έρευνας που την διοικούν επί τρεις δεκαετίες.
Επί του πρακτέου
Όσον αφορά τις συγκεκριμένες ρυθμίσεις και προβλέψεις του σχεδίου νόμου ο ΣΠΕΙΕ παρατηρεί και προτείνει τα ακόλουθα:
Όργανα σχεδιασμού και εφαρμογής
- Δεν έχει νόημα η υπό τον Πρωθυπουργό Διυπουργική Επιτροπή για την Έρευνα και Τεχνολογία που προβλέπεται στο σχέδιο νόμου, αφού υπάρχει μεγάλος κίνδυνος ότι θα είναι απλώς «για το θεαθήναι», χωρίς ουσιαστικό έργο.
- Το Εθνικό Συμβούλιο Έρευνας Τεχνολογίας και Καινοτομίας ως συμβουλευτικό όργανο για την υλοποίηση της εθνικής πολιτικής δεν αρκεί να αποτελείται από εγνωσμένου κύρους επιστήμονες. Τα μέλη του ΕΣΕΤΕΚ θα έπρεπε να επιλέγονται με επιστημονική κρίση μετά από προκήρυξη, ενώ στην προτεινόμενη διάρθρωση των οργάνων σχεδιασμού και εφαρμογής θα ήταν καλό να αναβαθμιστούν τα ΤΕΣ, τα οποία θα έχουν αμεσότερη επαφή με την ερευνητική πραγματικότητα. Είναι προτιμότερο να στελεχώνονται με επιστήμονες που θα επιλέγει το ΕΣΕΤΕΚ μετά από προκήρυξη ώστε να μετέχουν πρόσωπα που ενδιαφέρονται να αφιερώσουν χρόνο και σκέψη στο σχεδιασμό της ερευνητικής πολιτικής.
- Η ΓΓΕΤ δεν έχει επιτελέσει μέχρι σήμερα το ρόλο που της αναλογεί. Η ΓΓΕΤ πρέπει να λειτουργεί ως όργανο υποστήριξης της Έρευνας και της δράσης των Ερευνητικών Ιδρυμάτων και όχι να μετατρέπεται σε αποκλειστικό διαχειριστή των χρηματοδοτήσεων και κριτή, χωρίς να διαθέτει το κατάλληλο επιστημονικό προσωπικό με τις αναγκαίες γνώσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο σχέδιο νόμου αναγράφεται ότι η ΓΓΕΤ έχει ως έργο την αξιολόγηση των ερευνητικών κέντρων. Με ποια κριτήρια και ποιο προσωπικό;
- Ο ορισμός εμπειρογνώμονα Έρευνας ανά υπουργείο θα μπορούσε να αποτελεί θετική πρόβλεψη υπό την προϋπόθεση ότι τα πρόσωπα που θα αναλάβουν το έργο θα επιλεγούν με αδιάβλητες διαδικασίες και θα τους δοθεί η δυνατότητα να διαδραματίσουν το ρόλο που προβλέπει το σχέδιο νόμου. Μια σημαντική αρμοδιότητα του εμπειρογνώμονα θα μπορούσε να είναι επίσης η σύνδεση των ευρωπαϊκών προγραμμάτων των επιμέρους Υπουργείων με ερευνητικές δράσεις. Η συνεργασία των Ερευνητικών Ιδρυμάτων με κρατικούς φορείς για την εξυπηρέτηση των αναγκών των τελευταίων οφείλει να καλλιεργηθεί και να αναπτυχθεί.
- Το σχέδιο νόμου δεν μνημονεύει τη Σύνοδο των Προέδρων των Ερευνητικών Ιδρυμάτων, το μόνο -άτυπο σήμερα- όργανο που έχει άμεση σχέση με την τρέχουσα ερευνητική πολιτική. Είναι αναγκαίο να θεσμοθετηθεί ο ρόλος του και να προβλεφθεί η συμμετοχή με δικαίωμα λόγου εκπροσώπου της ερευνητικής κοινότητας.
Στρατηγικό Πλαίσιο Έρευνας Καινοτομίας
- Η πρόβλεψη μακρόπνοου στρατηγικού σχεδίου έρευνας και καινοτομίας είναι ορθή υπό την προϋπόθεση ότι η προβλεπόμενη διάθεση εθνικών πόρων δεν θα περιορίζεται στο επίπεδο των ευχών και των διακηρύξεων, αλλά θα έχει πρακτικό αντίκρισμα, θα είναι δηλαδή ρεαλιστική και συνεπώς υλοποιήσιμη. Είναι αναγκαίο να προβλέπεται η διάθεση τμήματος των διαθέσιμων πόρων για την έρευνα στα ίδια τα Ερευνητικά Ινστιτούτα με βάση σχεδιασμό που θα προτείνεται από αυτά και κατόπιν θα αξιολογείται και θα εγκρίνεται από τα ΤΕΣ. Αυτό που συμβαίνει σήμερα δεν βοηθά αλλά διαλύει την ερευνητική διαδικασία: το σύνολο των διαθέσιμων πόρων διατίθεται μέσω δημόσιων προκηρύξεων όπου μετέχουν ποικιλώνυμοι φορείς. Αποτέλεσμα της πρακτικής αυτής είναι τα βασικά ερευνητικά ιδρύματα της χώρας να αδυνατούν να κάνουν στοιχειώδη, αξιόπιστο σχεδιασμό και να εξαρτώνται αποκλειστικά από την τύχη των ερευνητικών προτάσεων. Για να γίνει κατανοητός ο παραλογισμός της πρακτικής αυτής μπορεί να φανταστεί κανείς κάτι ανάλογο: το κράτος να πάψει να χρηματοδοτεί την Αρχαιολογική Υπηρεσία και να υποχρεώσει τις κατά τόπους Εφορείες Αρχαιοτήτων να αναζητούν πόρους για την εκτέλεση της αποστολής τους από προκηρύξεις έργων όπου θα συμμετέχουν Δήμοι, ιδιωτικά γραφεία μελετών, ξένες εταιρείες κλπ.
- Η δημιουργία εθνικού μητρώου υποδομών, αποθετηρίων της γνώσης και η πρόβλεψη δημοσιοποίησης των ερευνητικών πορισμάτων αποτελούν θετικές προβλέψεις. Προκαλεί πάντως εντύπωση η θεσμοθέτησή τους όταν ο νόμος αποφεύγει να διασφαλίσει ως δημόσιο αγαθό το ερευνητικό προϊόν.
- Το σημερινό πλαίσιο λειτουργίας των Κέντρων Έρευνας είναι δύσκαμπτο καθώς ουσιαστικά δεν επιτρέπει τις μετακινήσεις και τις λειτουργικές επαφές προσώπων και δράσεων. Επίσης βασικό πρόβλημα λειτουργίας των ΕΚ σήμερα είναι ο ουσιαστικός αποκλεισμός τους από τη διαδικασία εκπαίδευσης και αναπαραγωγής του επιστημονικού δυναμικού. Τα ΕΚ δεν έχουν τη δυνατότητα να παρέχουν επίσημα θεσμοθετημένες μεταπτυχιακές σπουδές με αποτέλεσμα να μην μετέχουν στη διαδικασία διαμόρφωσης του επιστημονικού δυναμικού της χώρας, παρά μόνο ευκαιριακά και μέσω προγραμμάτων που λειτουργούν χάρη σε εξωτερικές χρηματοδοτήσεις. Ο νέος νόμος για την έρευνα είναι αναγκαίο να αλλάξει ριζικά το τοπίο στον τομέα αυτό με την παροχή δυνατότητας δημιουργίας προγραμμάτων μεταπτυχιακών σπουδών (β΄ και γ΄ κύκλου) σε συνεργασία με ΑΕΙ ή αυτόνομα, με μεικτή συμμετοχή διδασκόντων και επιβλεπόντων από ΑΕΙ και ΕΚ, τα οποία δεν θα περιορίζονται σε συμβατικά μαθήματα αλλά θα εντάσσουν τους μεταπτυχιακούς φοιτητές στην ερευνητική διαδικασία. Με το σχέδιο νόμου προβλέπονται απλώς κάποιες δευτερεύουσες επουσιώδεις βελτιώσεις για τη λειτουργική ενοποίηση του χώρου της έρευνας και τη σύνδεση των ερευνητικών κέντρων με τα ΑΕΙ, παρακάμπτονται όμως τα βασικά ζητήματα.
Αξιολόγηση ερευνητικών κέντρων
- Το σχέδιο νόμου επαναλαμβάνει μετ’ επιτάσεως τον κοινό τόπο περί της αξίας της αξιολόγησης και εμμένει σε διάφορα διαδικαστικά ζητήματα. Δεν λαμβάνει όμως υπόψη του τον ουσιαστικό προβληματισμό που έχει αναπτυχθεί και αφορά τα κριτήρια αξιολόγησης, την επιλογή των κριτών, την ουσία της κρίσης και τις επιπτώσεις από αυτήν. Σχετικά με την ουσία της αξιολόγησης θα επαναλάβουμε όσα είχε υποστηρίξει σε προηγούμενη παρέμβαση ο ΣΠΕΙΕ:
«Η ερευνητική κοινότητα με πνεύμα ευθύνης αλλά και νηφαλιότητας και συνεργασίας στέκει αποφασιστικός αρωγός στην κατεύθυνση της δυναμικής αναπροσαρμογής/οριοθέτησης του ρόλου και του περιεχομένου της λειτουργίας της, με γνώμονα πάντα την εξωστρεφή επιστημονική πρωτοπορία και αριστεία στη διεθνή αρένα, αξιοποιώντας συνεχώς τη διεθνή εμπειρία και τα διεθνή πρότυπα. Εν τούτοις, αντιλαμβάνεται την αξιολόγηση σαν εργαλείο που συμβάλλει στην υπέρβαση αδιεξόδων και υποβοηθά την αυτανάπτυξη ή/και τον μετασχηματισμό της συλλογικής ερευνητικής προσπάθειας. Επιπλέον τόσο η ενότητα και διαφάνεια των κριτηρίων αξιολόγησης όσο και ορίων εφαρμογής της πρέπει να καλύπτουν το σύνολο της δημόσια χρηματοδοτούμενης ερευνητικής δραστηριότητας, συμπεριλαμβάνοντας τις ερευνητικές υποδομές/μονάδες εντός των ΑΕΙ /ΤΕΙ καθώς και τα μη-επιβλεπόμενα από τη ΓΓΕΤ ερευνητικά κέντρα, τουλάχιστον όσα υπάγονται στην ευρύτερη δικαιοδοσία του ΥΠΔΒΜ. Οι αξιολογήσεις πρέπει να αφορούν πρωτίστως όσους δεν έχουν ακόμη αξιολογηθεί και να εστιάζουν τόσο στην απελευθέρωση αναπτυξιακών δυνάμεων παγιδευμένων από χρόνιες οργανωτικές στρεβλώσεις όσο και στην αποδοτικότερη επίτευξη εθνικών προτεραιοτήτων ανά θεματική περιοχή.
Η σαφής διατύπωση/συζήτηση των κριτηρίων αξιολόγησης αποτελεί εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση της ίδιας της αξιολόγησης, ώστε να τηρείται όχι απλώς η διαφάνεια, αλλά να αναδεικνύεται και η επίτευξη των στρατηγικών επιλογών της πολιτείας που χρηματοδοτεί. Αυτό αποτελεί και στοιχειώδη ένδειξη κοινωνικής λογοδοσίας και διασφάλισης από την αυθαίρετη δράση, εξωθεσμικών κύκλων ή άλλων τινών ιδιοτελών συμφερόντων. Σε κάθε άλλη περίπτωση, η συζήτηση για την αξιολόγηση καταντά μια φραστική καραμέλα που υποκρύπτει έναν κενό περιεχομένου, τελετουργικό κανιβαλισμό με καταστρεπτικές συνέπειες για τη συνοχή του Ερευνητικού χώρου και τη δεοντολογικά εύρυθμη λειτουργία της. Ο εθνικός ερευνητικός χώρος αναπτύχθηκε ιστορικά σε ένα πλαίσιο ισχνής τακτικής χρηματοδότησης από την Πολιτεία, πράγμα που συνέβαλε τα μέγιστα στον απογαλακτισμό του, στο μεγαλύτερο μέρος του, από νοοτροπίες νομής και εξασφάλισης συγκριτικού πλεονεκτήματος μέσα από λογικές αλληλοϋπονόμευσης . Συνεπεία αυτού το οικοδόμημα της έρευνας στη χώρα μας λειτουργεί, απολύτως αποδοτικά σε σύγκριση και με τα διεθνή δεδομένα, μέσα από ένα φάσμα λεπτών ισορροπιών που προβλέπουν μια εντονότερη διαβούλευση και διαλεκτική δημοκρατική λειτουργία σχετικά με την παραγωγή του ερευνητικού αποτελέσματος, θέτοντας στο επίκεντρό τους την αξιοπρέπεια του ερευνητή.
Ο ΣΠΕΙΕ, προτείνει τα εξής: α) δημιουργία Επιτροπής Αξιολόγησης του Ινστιτούτου, αποτελούμενης από Έλληνες και ξένους επιστήμονες εγνωσμένου κύρους στο γνωστικό αντικείμενο που καλλιεργεί το Ινστιτούτο. β) Η Επιτροπή Αξιολόγησης θα επιλέγεται επί θητεία από το ΕΣΕΤ, θα συνεδριάζει τουλάχιστον σε ετήσια βάση, θα ενημερώνεται, θα εκφράζει άποψη για τον επιστημονικό προγραμματισμό και θα αξιολογεί το έργο του Ινστιτούτου. Με τον τρόπο αυτό θα εξασφαλιστεί η συστηματική και έγκυρη αξιολόγηση του Ινστιτούτου από εξωτερικούς κριτές, που θα έχουν ολοκληρωμένη εικόνα του παραγόμενου ερευνητικού έργου, σε αντίθεση με τη φευγαλέα εικόνα που παρέχουν ad hoc αξιολογήσεις, του τύπου που γνωρίσαμε έως σήμερα».
- Όσον αφορά την εσωτερική αξιολόγηση η εμπειρία από άλλους επιστημονικούς φορείς που έχει εφαρμοστεί είναι μάλλον αρνητική, καθώς μεταβάλλεται σε μία γραφειοκρατική ανούσια διαδικασία με πενιχρό αποτέλεσμα, ενώ αποτελεί χρονοβόρα διαδικασία, αιτία μεγάλης καθυστέρησης και αποσπά από το ουσιαστικό έργο των επιστημονικών φορέων.
Οργάνωση ερευνητικών κέντρων
- Είναι θετική ενέργεια η συγκρότηση λεπτομερών, ουσιαστικών εσωτερικών κανονισμών που θα καθορίζουν και θα διευθετούν τα της λειτουργίας των Κέντρων με βάση τις ιδιαίτερες ανάγκες του καθενός, ενισχύοντας την αυτονομία των Κέντρων.
- Καίριο είναι το ζήτημα της συγκρότησης του ΔΣ των ερευνητικών Κέντρων. Πιστεύουμε ότι πρέπει να διατηρηθεί η συμμετοχή των Διευθυντών των Ινστιτούτων, ιδιαίτερα μάλιστα μετά τις συγχωνεύσεις που θα οδηγήσουν σε γιγάντωσή τους. Ενδεχομένως η συμμετοχή 1-2 Διευθυντών Ερευνών θα επέτρεπαν μία πιο σφαιρική θεώρηση των πραγμάτων καθώς η ματιά των Διευθυντών αναπόφευκτα καθορίζεται από προσωπικά στοιχεία.
Αποτελεί απαράδεκτη και αντιδημοκρατική ενέργεια ο αποκλεισμός των εργαζομένων από το ΔΣ. Η συμμετοχή δύο εκπροσώπων (από τους ερευνητές και το τεχνικό/διοικητικό προσωπικό) στο ΔΣ του ΕΙΕ που εκλέγονται με καθολική ψηφοφορία, έχει αποδειχθεί πολύτιμη και λειτουργική, έχει εξασφαλίσει κλίμα σύμπνοιας και συνεργασίας, και έχει επιτρέψει τη διαφάνεια και τον έλεγχο των πεπραγμένων της Διοίκησης. Αντίθετα, παρότι είναι ανάγκη να βρεθούν δίαυλοι επικοινωνίας της έρευνας με την κοινωνία, είναι αμφίβολη η χρησιμότητα εξωτερικών μελών, τα οποία θα καλούνται σε πολύωρες συνεδριάσεις να αντιμετωπίσουν τα τρέχοντα διοικητικά και επιστημονικά θέματα των κέντρων. Σε κάθε περίπτωση η συμμετοχή στο ΔΣ πρέπει να παραμείνει χωρίς οικονομική αμοιβή, όπως ισχύει σήμερα.
- Η δημιουργία θέσης Γενικού Διευθυντή φέρεται να ελαφρύνει τον Πρόεδρο του ΔΣ από τα τρέχοντα διοικητικά ζητήματα. Παρόλα αυτά η συνύπαρξη των δύο προσώπων με επικαλυπτόμενες συχνά αρμοδιότητες ενδέχεται να δημιουργήσει προβλήματα. Επιπλέον η αποψίλωση του προέδρου από τις αρμοδιότητές του και η απουσία επιστημονικού ρόλου εντός του Κέντρου είναι πιθανόν να λειτουργήσει αποτρεπτικά στη διεκδίκηση της θέσης από επιστήμονες εγνωσμένου κύρους. Ο υπάρχων Διευθυντής Υποστήριξης, εάν επιλέγεται με αξιοκρατικές διαδικασίες και εξωτερική προκήρυξη είναι υπεραρκετός, και δεν δημιουργείται το πρόβλημα των δύο παράλληλων ή ανταγωνιστικών βουλήσεων. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να υπάρχει σαφής διαχωρισμός μεταξύ του επιστημονικού ρόλου του Προέδρου του ΔΣ και του διοικητικού ρόλου του Διευθυντή.
- Όσον αφορά τον Διευθυντή του Ινστιτούτου, η επιλογή της πολιτείας να προχωρήσει σε συγχωνεύσεις δημιουργεί νέα δεδομένα, καθώς ο Διευθυντής θα προΐσταται πλέον οργανισμών με διευρυμένο επιστημονικό αντικείμενο, του οποίου θα είναι αδύνατο να έχει πλήρη εποπτεία. Επομένως αποκτά ρόλο περισσότερο διοικητικό και συντονιστικό, εκπροσώπησης του Ινστιτούτου, στρατηγικού σχεδιασμού, προβολής και ανάπτυξης επιστημονικών σχέσεων κυρίως με το εξωτερικό και κατά κύριο λόγο αναζήτησης οικονομικών πόρων. Με αυτά τα δεδομένα, θέση Διευθυντή, η οποία πρέπει να περιορίζεται σε δύο θητείες, θεωρούμε ότι μπορούν να διεκδικούν Ερευνητές Α΄ Βαθμίδας ή Καθηγητές ΑΕΙ, οι οποίοι όμως κατά τη θητεία τους στο Ινστιτούτο θα είναι πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης σε αυτό και δεν θα μετέχουν σε εκπαιδευτικό ή διοικητικό έργο του Πανεπιστημίου προέλευσής τους. Το έργο που απαιτείται από το Διευθυντή Ινστιτούτου, ιδιαίτερα μετά τις συγχωνεύσεις, απαιτεί πλήρη απασχόληση και προσήλωση σε αυτό, είναι λοιπόν απαράδεκτο η Πολιτεία να ενθαρρύνει προσωπικές στρατηγικές που δεν έχουν καμία σχέση με την καλή λειτουργία των ερευνητικών θεσμών.
- Παρότι τα εσωτερικά ζητήματα των Ινστιτούτων ορίζονται από τον εσωτερικό τους κανονισμό πρέπει να προβλέπεται στο σχέδιο νόμου η δυνατότητα ύπαρξης τομέων με διακριτό επιστημονικό αντικείμενο και συντονιστή έναν εκ των πρωτοβάθμιων ερευνητών, ο οποίος θα επιλέγεται με διαδικασία επιστημονικής κρίσης, όπου θα μετέχουν και εξωτερικοί κριτές.
- Τα επιστημονικά συμβούλια με εξωτερικά πρόσωπα σε επίπεδο Ινστιτούτου δεν έχουν λόγο ύπαρξης. Αντίθετα χρήσιμα και λειτουργικά είναι εσωτερικά επιστημονικά συμβούλια αποτελούμενα από τους συντονιστές των τομέων και ερευνητές που θα προκύψουν από εκλογή μεταξύ του ερευνητικού προσωπικού. Τα επιστημονικά αυτά συμβούλια θα αντικαταστήσουν τα Επιστημονικά Γνωμοδοτικά Συμβούλια που λειτουργούσαν μέχρι σήμερα. Τα συμβούλια αυτά θα έχουν ουσιαστικό και αποφασιστικό ρόλο καθώς θα συνδιαλέγονται με το Διευθυντή σχετικά με τον επιστημονικό προγραμματισμό του Ινστιτούτου, την εξέλιξη των προγραμμάτων και την αναζήτηση πόρων για τη λειτουργία του.
Οικονομικά των ερευνητικών Κέντρων
- Η χρηματοδότηση από τον τακτικό προϋπολογισμό οφείλει να καλύπτει το σύνολο της μισθοδοσίας του τακτικού προσωπικού και των λειτουργικών εξόδων.
- Οι προγραμματικές συμφωνίες στις οποίες το σχέδιο νόμου αναθέτει ουσιαστικά τη χρηματοδότηση των ερευνητικών κέντρων περιγράφονται μέσα από μία σειρά γραφειοκρατικών ενεργειών, που για όποιον γνωρίζει τους ρυθμούς της ελληνικής διοίκησης είναι φανερό ότι είναι απίθανο να εφαρμοστούν με αξιοπιστία με αποτέλεσμα να δημιουργήσουν ένα ακόμη γραφειοκρατικό σκέλεθρο, για την τροφοδότηση του οποίου θα σπαταλώνται ώρες εργασίας χωρίς νόημα. Επιπλέον η διαδικασία που περιγράφεται εμπεριέχει μία σοβαρή αντίφαση καθώς οι προγραμματικές συμφωνίες σύμφωνα με το σχέδιο νόμου θα συντάσσονται σε επίπεδο Ερευνητικού Κέντρου, ενώ το επιστημονικό έργο διεξάγεται σε επίπεδο Ινστιτούτου. Το Κέντρο όμως είναι κυρίως ένας διοικητικός μηχανισμός ο οποίος δεν έχει δυνατότητα επιβολής ερευνητικής πολιτικής στα Ινστιτούτα, επιβράβευσης στα άριστα Ινστιτούτα του ή επιβολής κυρώσεων σε όσα υστερούν.
- Το ίδιο πρόβλημα υπάρχει και όσον αφορά τους δείκτες ποιότητας και επιτευγμάτων που προβλέπονται για την πρόσθετη χρηματοδότηση των Κέντρων. Εδώ υπάρχει το επιπλέον πρόβλημα ότι παρά τις συνεχείς εκκλήσεις της ερευνητικής κοινότητας η Πολιτεία δεν έχει δημιουργήσει ένα αξιόπιστο σύστημα μέτρησης των δεικτών με αποτέλεσμα οι υπάρχοντες συχνά να λειτουργούν παραμορφωτικά και άδικα, στις δε ανθρωπιστικές επιστήμες να είναι απολύτως αναξιόπιστοι.
- Τα αναφερόμενα στα Κέντρα Αριστείας είναι απολύτως ασαφή καθώς δεν ορίζεται η νομική υπόσταση και το καθεστώς λειτουργίας τους.
Ζητήματα προσωπικού
- Σαφή αποτύπωση του τρόπου που αντιμετωπίζει η πολιτική ηγεσία την έρευνα αποτελεί η απουσία οποιασδήποτε αναφοράς στα προσόντα, στις υποχρεώσεις και στις αρμοδιότητες των ερευνητών, των προσώπων δηλαδή που καλούνται να εκτελέσουν το ερευνητικό έργο. Αντ’ αυτού υπάρχουν ρητές δεσμεύσεις στο εργασιακό καθεστώς πρόσληψής τους, τη στιγμή που δεν υπάρχει αναφορά στο νομικό καθεστώς του φορέα στο οποίο εργάζονται. Η πρόβλεψη έτσι ότι οι ερευνητές εργάζονται με συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου ισχύει ήδη στα ΝΠΙΔ, δεν μπορεί να εφαρμοστεί όμως στα ΝΠΔΔ.
- Η διατύπωση ότι οι βαθμίδες των ερευνητών αντιστοιχούν στις αντίστοιχες βαθμίδες των ΑΕΙ, πρέπει να συνοδεύεται από την ρητή διευκρίνηση ότι η αντιστοιχία αφορά και τη μισθολογική εξίσωση των δύο ομοιόβαθμων κατά τα άλλα εργαζομένων.
- Θεωρούμε λανθασμένη την κατάργηση της Δ΄ βαθμίδας των Ερευνητών όπως και της θέσης του Λέκτορα στα ΑΕΙ. Παρόλα αυτά εάν επιβληθεί στον ενιαίο χώρο ΑΕΙ ερευνητικών Ιδρυμάτων στα Ερευνητικά Ιδρύματα θα πρέπει να υπάρξει πρόβλεψη πρόσληψης μεταδιδακτόρων υποτρόφων, με τριετή ή τετραετή θητεία, με ανοικτή προκήρυξη και επιστημονική διαδικασία κρίσης όμοια με των ερευνητών, διότι ο ερευνητικός χώρος έχει απόλυτη ανάγκη επιστημονικού δυναμικού εξοικειωμένου με τα ζητήματα της έρευνας, τις τεχνικές και τη μεθοδολογία της, διαδικασίες που απαιτούν χρόνο και μαθητεία. Εξυπακούεται ότι εάν επιλεγεί από την Πολιτεία η κατάργηση της Δ΄ Βαθμίδας, πρέπει να δοθεί ο αναγκαίος χρόνος και η δυνατότητα στους υπάρχοντες Ερευνητές να συμμετάσχουν σε διαδικασίες κρίσης για την εξέλιξή τους στην επόμενη Βαθμίδα.
- Όσον αφορά τις κρίσεις των ερευνητών προτείνεται να εφαρμοστεί καθεστώς ανάλογο με το ισχύον στα Πανεπιστήμια. Αν η αναλογία 70/30 μεταξύ εσωτερικών και εξωτερικών κριτών θεωρείται ότι στα ΑΕΙ διασφαλίζει την αξιοκρατική κρίση, γιατί στα Ερευνητικά Ιδρύματα πρέπει να ισχύουν άλλοι κανόνες; Κατά τη γνώμη μας πάντως βασικό κριτήριο συμμετοχής πρέπει να είναι η επιστημονική επάρκεια. Να συγκροτούνται δηλαδή οι επιτροπές κριτών με βάση την επάρκεια των κριτών και την επιστημονική τους συνάφεια με τον κρινόμενο, και όχι τον φορέα που εργάζονται.
- Θετική θεωρούμε την πρόβλεψη για αξιολόγηση και των Ερευνητών Α΄ βαθμίδας, θα πρέπει να υπάρχει όμως πρόβλεψη για τις επιπτώσεις σε περιπτώσεις αρνητικής αξιολόγησης.
- Το σχέδιο νόμου προβλέπει την κατάργηση των Ειδικών Λειτουργικών Επιστημόνων (ΕΛΕ) και την ένταξή τους σε βαθμίδες ερευνητών κατόπιν κρίσεως, χωρίς να ορίζει όμως το εργασιακό καθεστώς για όσους δεν επιθυμούν να ενταχθούν σε ερευνητικές βαθμίδες ή δεν επιτύχουν στις κρίσεις ένταξης. Η θεσμοθέτηση των ΕΛΕ στον νόμο που διέπει σήμερα την έρευνα έγινε προκειμένου να ενισχυθούν τα ερευνητικά ιδρύματα με εξειδικευμένο επιστημονικό προσωπικό απολύτως αναγκαίο στις ερευνητικές εφαρμογές και στις ερευνητικές υποδομές. Η επανάσταση της πληροφορικής που μεσολάβησε έχει καταστήσει την κατηγορία αυτή εργαζομένων σήμερα ακόμη περισσότερο αναγκαία. Παρόλα αυτά ο τρόπος που λειτούργησε ο θεσμός των ΕΛΕ αυτά τα χρόνια υπήρξε προβληματικός διότι δημιούργησε μία παράλληλη τεσσάρων βαθμίδων ιεραρχία με εκείνη των ερευνητών, με προσόντα ανάλογα, χωρίς να είναι σαφείς οι λόγοι για τους οποίους κάποιος εντάσσεται στην μία ή στην άλλη κατηγορία. Είναι αναγκαία λοιπόν όχι η κατάργηση αλλά η αναμόρφωση του θεσμού των ΕΛΕ ώστε να αποδεσμευτούν από τις υποχρεώσεις των ερευνητών και να αφιερωθούν στο σημαντικό έργο που καλούνται να επιτελέσουν στα ερευνητικά κέντρα.
- Πρόβλεψη χρειάζεται επίσης για το επιστημονικό δυναμικό το οποίο προσελήφθη υποχρεωτικά στα ερευνητικά ιδρύματα με βάση γενικές νομοθετικές ρυθμίσεις της κεντρικής κυβέρνησης (νόμος Παυλόπουλου κλπ.). Οι επιστήμονες αυτοί συχνά με διδακτορικές ή μεταδιδακτορικές σπουδές, που βρίσκονται εγκλωβισμένοι σε θέσεις που δεν επιτρέπουν την επιστημονική και ερευνητική του εξέλιξη, μπορούν να ενταχθούν μετά από διαδικασία κρίσης, ίδια με εκείνη των ερευνητών, στις αντίστοιχες βαθμίδες.
Ο ΣΠΕΙΕ επιφυλάσσεται να εκφράσει τις απόψεις του επί των συγκεκριμένων άρθρων του σχεδίου νόμου, να προτείνει αλλαγές και βελτιώσεις, όταν η ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας αποφασίσει να αποστείλει το τελικό κείμενο που προτείνει να νομοθετηθεί.
Για το ΔΣ του ΣΠ ΕΙΕ
Ευθύμιος Νικολαΐδης Δημήτρης Δημητρόπουλος
Πρόεδρος Δ.Σ. Μέλος Δ.Σ.
Σύλλογος Προσωπικού Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών (Σ. Π. -Ε.Ι.Ε) Βασ. Κωνσταντίνου 48, 11635 Αθήνα τηλ.2107273527 , e-mail speie@eie.gr Αναγ.Αποφ.3740/75- Αρ. Γεν.5716-Ειδ.1622/76 Αθήνα, 27 Ιανουαρίου 2012 Απόψεις του ΣΠΕΙΕ για το Σχέδιο Νόμου «Έρευνα Τεχνολογική Ανάπτυξη και Καινοτομία» που έχει αναρτηθεί προς διαβούλευση Ο ΣΠΕΙΕ εκτιμά ότι το σχέδιο νόμου «Έρευνα Τεχνολογική Ανάπτυξη και Καινοτομία» που αναρτήθηκε από το Υπουργείο Παιδείας Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων, πριν από λίγες ημέρες στην ανοικτή διαβούλευση χαρακτηρίζεται από γραφειοκρατικό, στενά διαχειριστικό πνεύμα και ασάφειες, δεν λαμβάνει υπόψη τις προτάσεις της ερευνητικής κοινότητας και δεν αντιμετωπίζει τα χρονίζοντα προβλήματα του ελληνικού ερευνητικού χώρου. Στο πλαίσιο αυτό αποδυναμώνονται και οι θετικές προτάσεις που περιλαμβάνονται στο νομοσχέδιο. Η διαχρονική αδυναμία της πολιτικής ηγεσίας να παρουσιάσει ένα φερέγγυο νομοσχέδιο, οι παλινδρομήσεις -με αποκορύφωμα την πρωτοτυπία της ψήφισης ενός νόμου το 2008, ο οποίος αμέσως μετά την ψήφισή του κρίθηκε ανεφάρμοστος- καθιστούν προτιμότερη λύση την επανασύνταξή του εξ αρχής, με βάση το δοκιμασμένο και αναθεωρούμενο επί 25 χρόνια 1514/85, προσαρμοσμένο στην εξυπηρέτηση των σημερινών αναγκών. Εντούτοις, ο ΣΠΕΙΕ, με αφορμή το προς διαβούλευση σχέδιο νόμου -το οποίο σημειωτέον η ίδια η ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας απαξιώνει αφήνοντας να διαρρεύσει η πληροφορία ότι επίκειται άλλο αναλυτικότερο- θα ήθελε να εκφράσει τις απόψεις του, τόσο για το πνεύμα όσο και για ειδικότερες ρυθμίσεις του αφορούν το νομοθετικό πλαίσιο που διέπει τη λειτουργία των Ερευνητικών Ιδρυμάτων, ελπίζοντας πως θα ληφθούν υπόψη οι προτάσεις του. Επί της αρχής Δημόσιος χαρακτήρας Βασικό στοιχείο του αναρτημένου σχεδίου νόμου είναι ότι δεν προσδιορίζει το χαρακτήρα των ερευνητικών ιδρυμάτων. Ο δημόσιος χαρακτήρας των ερευνητικών ιδρυμάτων, τα οποία καλούνται και υποχρεούνται να εξυπηρετούν το δημόσιο συμφέρον και να υπηρετούν τις ανάγκες της κοινωνίας, αποτελεί προϋπόθεση για την ύπαρξή τους. Το κράτος οφείλει να ανταποκρίνεται στη χρηματοδότηση των ερευνητικών φορέων. Η χρηματοδότηση, που θα καλύπτει τη μισθοδοσία του αποψιλωμένου ήδη τακτικού προσωπικού των Ερευνητικών Κέντρων και τη λειτουργία των βασικών τους εγκαταστάσεων δεν αποτελεί μόνο στοιχειώδη κρατική υποχρέωση, συνιστά ταυτόχρονα και βασικό εργαλείο αναπτυξιακής πολιτικής, καθώς οι θεσμοί αυτοί και οι άνθρωποι που τους στελεχώνουν καλούνται να διεκδικήσουν σημαντικούς πόρους από ευρωπαϊκούς, δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς, τους οποίους και θα διοχετεύσουν κατόπιν στην οικονομία ενισχύοντας την απασχόληση νέων επιστημόνων -που σήμερα εγκαταλείπουν μαζικά τη χώρα- με μεταπτυχιακούς ή μεταδιδακτορικούς τίτλους σπουδών. Οι πολιτικές ηγεσίες που είχαν μέχρι σήμερα την ευθύνη διακυβέρνησης και οδήγησαν στην κατάσταση που όλοι βιώνουμε, μολονότι στα λόγια εμφανίζονται να εξυμνούν την Έρευνα και την Τεχνολογία, στην πράξη εμποδίζουν το ερευνητικό δυναμικό του τόπου να επιτελέσει το έργο του. Η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας οφείλει να αφήσει τις μεγαλόστομες διακηρύξεις, να θωρακίσει το Δημόσιο χαρακτήρα των Ερευνητικών Ιδρυμάτων, να κατανοήσει επιτέλους ότι τα Ερευνητικά Ιδρύματα επιτελούν διαφορετικό έργο από τις ΔΕΚΟ, να ρυθμίσει το ζήτημα του ΦΠΑ που υπονομεύει τη λειτουργία τους, να πάψει να θεωρεί ότι Δημόσιοι οργανισμοί όπως το ΕΙΕ είναι μεγαλοϊδιοκτήτες που οφείλουν την καταβολή χιλιάδων Ευρώ ως φόρο ακίνητης περιουσίας (!). Δημοκρατική λειτουργία Το σχέδιο νόμου κυριαρχείται επίσης από τη λανθασμένη πεποίθηση ότι ο αυταρχισμός και η επιβολή ενισχύουν την παραγωγικότητα. Στο πνεύμα αυτό αντί το νομοσχέδιο να διευρύνει την συμμετοχή του ερευνητικού δυναμικού στη λήψη των αποφάσεων, να προωθήσει τη συν-ευθύνη και την παρουσία των ανθρώπων που γνωρίζουν το αντικείμενο στη λήψη των αποφάσεων, καταργεί τα ελάχιστα ψήγματα δημοκρατικής λειτουργίας που υπήρχαν μέχρι σήμερα. Η αντίληψη ότι το ερευνητικό, επιστημονικό δυναμικό της χώρας -ο μόνος Δημόσιος τομέας που αξιολογείται συστηματικά εδώ και δεκαετίες- έχει ανάγκη από κηδεμόνες για να κάνει τη δουλειά του, είναι τουλάχιστον παιδαριώδης. Αν στη δεκαετία του 1980 μπορούσε να υποστηριχτεί προσχηματικά ότι οι ερευνητές δεν είχαν την κρίσιμη μάζα για να αυτοδιοικηθούν και να αναλάβουν την ευθύνη του οίκου τους, τώρα αυτά τα τυπικά προσκόμματα δεν υπάρχουν, αντίθετα μάλιστα φάνηκε η αποτυχία των «κηδεμόνων» της έρευνας που την διοικούν επί τρεις δεκαετίες. Επί του πρακτέου Όσον αφορά τις συγκεκριμένες ρυθμίσεις και προβλέψεις του σχεδίου νόμου ο ΣΠΕΙΕ παρατηρεί και προτείνει τα ακόλουθα: Όργανα σχεδιασμού και εφαρμογής - Δεν έχει νόημα η υπό τον Πρωθυπουργό Διυπουργική Επιτροπή για την Έρευνα και Τεχνολογία που προβλέπεται στο σχέδιο νόμου, αφού υπάρχει μεγάλος κίνδυνος ότι θα είναι απλώς «για το θεαθήναι», χωρίς ουσιαστικό έργο. - Το Εθνικό Συμβούλιο Έρευνας Τεχνολογίας και Καινοτομίας ως συμβουλευτικό όργανο για την υλοποίηση της εθνικής πολιτικής δεν αρκεί να αποτελείται από εγνωσμένου κύρους επιστήμονες. Τα μέλη του ΕΣΕΤΕΚ θα έπρεπε να επιλέγονται με επιστημονική κρίση μετά από προκήρυξη, ενώ στην προτεινόμενη διάρθρωση των οργάνων σχεδιασμού και εφαρμογής θα ήταν καλό να αναβαθμιστούν τα ΤΕΣ, τα οποία θα έχουν αμεσότερη επαφή με την ερευνητική πραγματικότητα. Είναι προτιμότερο να στελεχώνονται με επιστήμονες που θα επιλέγει το ΕΣΕΤΕΚ μετά από προκήρυξη ώστε να μετέχουν πρόσωπα που ενδιαφέρονται να αφιερώσουν χρόνο και σκέψη στο σχεδιασμό της ερευνητικής πολιτικής. - Η ΓΓΕΤ δεν έχει επιτελέσει μέχρι σήμερα το ρόλο που της αναλογεί. Η ΓΓΕΤ πρέπει να λειτουργεί ως όργανο υποστήριξης της Έρευνας και της δράσης των Ερευνητικών Ιδρυμάτων και όχι να μετατρέπεται σε αποκλειστικό διαχειριστή των χρηματοδοτήσεων και κριτή, χωρίς να διαθέτει το κατάλληλο επιστημονικό προσωπικό με τις αναγκαίες γνώσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο σχέδιο νόμου αναγράφεται ότι η ΓΓΕΤ έχει ως έργο την αξιολόγηση των ερευνητικών κέντρων. Με ποια κριτήρια και ποιο προσωπικό; - Ο ορισμός εμπειρογνώμονα Έρευνας ανά υπουργείο θα μπορούσε να αποτελεί θετική πρόβλεψη υπό την προϋπόθεση ότι τα πρόσωπα που θα αναλάβουν το έργο θα επιλεγούν με αδιάβλητες διαδικασίες και θα τους δοθεί η δυνατότητα να διαδραματίσουν το ρόλο που προβλέπει το σχέδιο νόμου. Μια σημαντική αρμοδιότητα του εμπειρογνώμονα θα μπορούσε να είναι επίσης η σύνδεση των ευρωπαϊκών προγραμμάτων των επιμέρους Υπουργείων με ερευνητικές δράσεις. Η συνεργασία των Ερευνητικών Ιδρυμάτων με κρατικούς φορείς για την εξυπηρέτηση των αναγκών των τελευταίων οφείλει να καλλιεργηθεί και να αναπτυχθεί. - Το σχέδιο νόμου δεν μνημονεύει τη Σύνοδο των Προέδρων των Ερευνητικών Ιδρυμάτων, το μόνο -άτυπο σήμερα- όργανο που έχει άμεση σχέση με την τρέχουσα ερευνητική πολιτική. Είναι αναγκαίο να θεσμοθετηθεί ο ρόλος του και να προβλεφθεί η συμμετοχή με δικαίωμα λόγου εκπροσώπου της ερευνητικής κοινότητας. Στρατηγικό Πλαίσιο Έρευνας Καινοτομίας - Η πρόβλεψη μακρόπνοου στρατηγικού σχεδίου έρευνας και καινοτομίας είναι ορθή υπό την προϋπόθεση ότι η προβλεπόμενη διάθεση εθνικών πόρων δεν θα περιορίζεται στο επίπεδο των ευχών και των διακηρύξεων, αλλά θα έχει πρακτικό αντίκρισμα, θα είναι δηλαδή ρεαλιστική και συνεπώς υλοποιήσιμη. Είναι αναγκαίο να προβλέπεται η διάθεση τμήματος των διαθέσιμων πόρων για την έρευνα στα ίδια τα Ερευνητικά Ινστιτούτα με βάση σχεδιασμό που θα προτείνεται από αυτά και κατόπιν θα αξιολογείται και θα εγκρίνεται από τα ΤΕΣ. Αυτό που συμβαίνει σήμερα δεν βοηθά αλλά διαλύει την ερευνητική διαδικασία: το σύνολο των διαθέσιμων πόρων διατίθεται μέσω δημόσιων προκηρύξεων όπου μετέχουν ποικιλώνυμοι φορείς. Αποτέλεσμα της πρακτικής αυτής είναι τα βασικά ερευνητικά ιδρύματα της χώρας να αδυνατούν να κάνουν στοιχειώδη, αξιόπιστο σχεδιασμό και να εξαρτώνται αποκλειστικά από την τύχη των ερευνητικών προτάσεων. Για να γίνει κατανοητός ο παραλογισμός της πρακτικής αυτής μπορεί να φανταστεί κανείς κάτι ανάλογο: το κράτος να πάψει να χρηματοδοτεί την Αρχαιολογική Υπηρεσία και να υποχρεώσει τις κατά τόπους Εφορείες Αρχαιοτήτων να αναζητούν πόρους για την εκτέλεση της αποστολής τους από προκηρύξεις έργων όπου θα συμμετέχουν Δήμοι, ιδιωτικά γραφεία μελετών, ξένες εταιρείες κλπ. - Η δημιουργία εθνικού μητρώου υποδομών, αποθετηρίων της γνώσης και η πρόβλεψη δημοσιοποίησης των ερευνητικών πορισμάτων αποτελούν θετικές προβλέψεις. Προκαλεί πάντως εντύπωση η θεσμοθέτησή τους όταν ο νόμος αποφεύγει να διασφαλίσει ως δημόσιο αγαθό το ερευνητικό προϊόν. - Το σημερινό πλαίσιο λειτουργίας των Κέντρων Έρευνας είναι δύσκαμπτο καθώς ουσιαστικά δεν επιτρέπει τις μετακινήσεις και τις λειτουργικές επαφές προσώπων και δράσεων. Επίσης βασικό πρόβλημα λειτουργίας των ΕΚ σήμερα είναι ο ουσιαστικός αποκλεισμός τους από τη διαδικασία εκπαίδευσης και αναπαραγωγής του επιστημονικού δυναμικού. Τα ΕΚ δεν έχουν τη δυνατότητα να παρέχουν επίσημα θεσμοθετημένες μεταπτυχιακές σπουδές με αποτέλεσμα να μην μετέχουν στη διαδικασία διαμόρφωσης του επιστημονικού δυναμικού της χώρας, παρά μόνο ευκαιριακά και μέσω προγραμμάτων που λειτουργούν χάρη σε εξωτερικές χρηματοδοτήσεις. Ο νέος νόμος για την έρευνα είναι αναγκαίο να αλλάξει ριζικά το τοπίο στον τομέα αυτό με την παροχή δυνατότητας δημιουργίας προγραμμάτων μεταπτυχιακών σπουδών (β΄ και γ΄ κύκλου) σε συνεργασία με ΑΕΙ ή αυτόνομα, με μεικτή συμμετοχή διδασκόντων και επιβλεπόντων από ΑΕΙ και ΕΚ, τα οποία δεν θα περιορίζονται σε συμβατικά μαθήματα αλλά θα εντάσσουν τους μεταπτυχιακούς φοιτητές στην ερευνητική διαδικασία. Με το σχέδιο νόμου προβλέπονται απλώς κάποιες δευτερεύουσες επουσιώδεις βελτιώσεις για τη λειτουργική ενοποίηση του χώρου της έρευνας και τη σύνδεση των ερευνητικών κέντρων με τα ΑΕΙ, παρακάμπτονται όμως τα βασικά ζητήματα. Αξιολόγηση ερευνητικών κέντρων - Το σχέδιο νόμου επαναλαμβάνει μετ’ επιτάσεως τον κοινό τόπο περί της αξίας της αξιολόγησης και εμμένει σε διάφορα διαδικαστικά ζητήματα. Δεν λαμβάνει όμως υπόψη του τον ουσιαστικό προβληματισμό που έχει αναπτυχθεί και αφορά τα κριτήρια αξιολόγησης, την επιλογή των κριτών, την ουσία της κρίσης και τις επιπτώσεις από αυτήν. Σχετικά με την ουσία της αξιολόγησης θα επαναλάβουμε όσα είχε υποστηρίξει σε προηγούμενη παρέμβαση ο ΣΠΕΙΕ: «Η ερευνητική κοινότητα με πνεύμα ευθύνης αλλά και νηφαλιότητας και συνεργασίας στέκει αποφασιστικός αρωγός στην κατεύθυνση της δυναμικής αναπροσαρμογής/οριοθέτησης του ρόλου και του περιεχομένου της λειτουργίας της, με γνώμονα πάντα την εξωστρεφή επιστημονική πρωτοπορία και αριστεία στη διεθνή αρένα, αξιοποιώντας συνεχώς τη διεθνή εμπειρία και τα διεθνή πρότυπα. Εν τούτοις, αντιλαμβάνεται την αξιολόγηση σαν εργαλείο που συμβάλλει στην υπέρβαση αδιεξόδων και υποβοηθά την αυτανάπτυξη ή/και τον μετασχηματισμό της συλλογικής ερευνητικής προσπάθειας. Επιπλέον τόσο η ενότητα και διαφάνεια των κριτηρίων αξιολόγησης όσο και ορίων εφαρμογής της πρέπει να καλύπτουν το σύνολο της δημόσια χρηματοδοτούμενης ερευνητικής δραστηριότητας, συμπεριλαμβάνοντας τις ερευνητικές υποδομές/μονάδες εντός των ΑΕΙ /ΤΕΙ καθώς και τα μη-επιβλεπόμενα από τη ΓΓΕΤ ερευνητικά κέντρα, τουλάχιστον όσα υπάγονται στην ευρύτερη δικαιοδοσία του ΥΠΔΒΜ. Οι αξιολογήσεις πρέπει να αφορούν πρωτίστως όσους δεν έχουν ακόμη αξιολογηθεί και να εστιάζουν τόσο στην απελευθέρωση αναπτυξιακών δυνάμεων παγιδευμένων από χρόνιες οργανωτικές στρεβλώσεις όσο και στην αποδοτικότερη επίτευξη εθνικών προτεραιοτήτων ανά θεματική περιοχή. Η σαφής διατύπωση/συζήτηση των κριτηρίων αξιολόγησης αποτελεί εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση της ίδιας της αξιολόγησης, ώστε να τηρείται όχι απλώς η διαφάνεια, αλλά να αναδεικνύεται και η επίτευξη των στρατηγικών επιλογών της πολιτείας που χρηματοδοτεί. Αυτό αποτελεί και στοιχειώδη ένδειξη κοινωνικής λογοδοσίας και διασφάλισης από την αυθαίρετη δράση, εξωθεσμικών κύκλων ή άλλων τινών ιδιοτελών συμφερόντων. Σε κάθε άλλη περίπτωση, η συζήτηση για την αξιολόγηση καταντά μια φραστική καραμέλα που υποκρύπτει έναν κενό περιεχομένου, τελετουργικό κανιβαλισμό με καταστρεπτικές συνέπειες για τη συνοχή του Ερευνητικού χώρου και τη δεοντολογικά εύρυθμη λειτουργία της. Ο εθνικός ερευνητικός χώρος αναπτύχθηκε ιστορικά σε ένα πλαίσιο ισχνής τακτικής χρηματοδότησης από την Πολιτεία, πράγμα που συνέβαλε τα μέγιστα στον απογαλακτισμό του, στο μεγαλύτερο μέρος του, από νοοτροπίες νομής και εξασφάλισης συγκριτικού πλεονεκτήματος μέσα από λογικές αλληλοϋπονόμευσης . Συνεπεία αυτού το οικοδόμημα της έρευνας στη χώρα μας λειτουργεί, απολύτως αποδοτικά σε σύγκριση και με τα διεθνή δεδομένα, μέσα από ένα φάσμα λεπτών ισορροπιών που προβλέπουν μια εντονότερη διαβούλευση και διαλεκτική δημοκρατική λειτουργία σχετικά με την παραγωγή του ερευνητικού αποτελέσματος, θέτοντας στο επίκεντρό τους την αξιοπρέπεια του ερευνητή. Ο ΣΠΕΙΕ, προτείνει τα εξής: α) δημιουργία Επιτροπής Αξιολόγησης του Ινστιτούτου, αποτελούμενης από Έλληνες και ξένους επιστήμονες εγνωσμένου κύρους στο γνωστικό αντικείμενο που καλλιεργεί το Ινστιτούτο. β) Η Επιτροπή Αξιολόγησης θα επιλέγεται επί θητεία από το ΕΣΕΤ, θα συνεδριάζει τουλάχιστον σε ετήσια βάση, θα ενημερώνεται, θα εκφράζει άποψη για τον επιστημονικό προγραμματισμό και θα αξιολογεί το έργο του Ινστιτούτου. Με τον τρόπο αυτό θα εξασφαλιστεί η συστηματική και έγκυρη αξιολόγηση του Ινστιτούτου από εξωτερικούς κριτές, που θα έχουν ολοκληρωμένη εικόνα του παραγόμενου ερευνητικού έργου, σε αντίθεση με τη φευγαλέα εικόνα που παρέχουν ad hoc αξιολογήσεις, του τύπου που γνωρίσαμε έως σήμερα». - Όσον αφορά την εσωτερική αξιολόγηση η εμπειρία από άλλους επιστημονικούς φορείς που έχει εφαρμοστεί είναι μάλλον αρνητική, καθώς μεταβάλλεται σε μία γραφειοκρατική ανούσια διαδικασία με πενιχρό αποτέλεσμα, ενώ αποτελεί χρονοβόρα διαδικασία, αιτία μεγάλης καθυστέρησης και αποσπά από το ουσιαστικό έργο των επιστημονικών φορέων. Οργάνωση ερευνητικών κέντρων - Είναι θετική ενέργεια η συγκρότηση λεπτομερών, ουσιαστικών εσωτερικών κανονισμών που θα καθορίζουν και θα διευθετούν τα της λειτουργίας των Κέντρων με βάση τις ιδιαίτερες ανάγκες του καθενός, ενισχύοντας την αυτονομία των Κέντρων. - Καίριο είναι το ζήτημα της συγκρότησης του ΔΣ των ερευνητικών Κέντρων. Πιστεύουμε ότι πρέπει να διατηρηθεί η συμμετοχή των Διευθυντών των Ινστιτούτων, ιδιαίτερα μάλιστα μετά τις συγχωνεύσεις που θα οδηγήσουν σε γιγάντωσή τους. Ενδεχομένως η συμμετοχή 1-2 Διευθυντών Ερευνών θα επέτρεπαν μία πιο σφαιρική θεώρηση των πραγμάτων καθώς η ματιά των Διευθυντών αναπόφευκτα καθορίζεται από προσωπικά στοιχεία. Αποτελεί απαράδεκτη και αντιδημοκρατική ενέργεια ο αποκλεισμός των εργαζομένων από το ΔΣ. Η συμμετοχή δύο εκπροσώπων (από τους ερευνητές και το τεχνικό/διοικητικό προσωπικό) στο ΔΣ του ΕΙΕ που εκλέγονται με καθολική ψηφοφορία, έχει αποδειχθεί πολύτιμη και λειτουργική, έχει εξασφαλίσει κλίμα σύμπνοιας και συνεργασίας, και έχει επιτρέψει τη διαφάνεια και τον έλεγχο των πεπραγμένων της Διοίκησης. Αντίθετα, παρότι είναι ανάγκη να βρεθούν δίαυλοι επικοινωνίας της έρευνας με την κοινωνία, είναι αμφίβολη η χρησιμότητα εξωτερικών μελών, τα οποία θα καλούνται σε πολύωρες συνεδριάσεις να αντιμετωπίσουν τα τρέχοντα διοικητικά και επιστημονικά θέματα των κέντρων. Σε κάθε περίπτωση η συμμετοχή στο ΔΣ πρέπει να παραμείνει χωρίς οικονομική αμοιβή, όπως ισχύει σήμερα. - Η δημιουργία θέσης Γενικού Διευθυντή φέρεται να ελαφρύνει τον Πρόεδρο του ΔΣ από τα τρέχοντα διοικητικά ζητήματα. Παρόλα αυτά η συνύπαρξη των δύο προσώπων με επικαλυπτόμενες συχνά αρμοδιότητες ενδέχεται να δημιουργήσει προβλήματα. Επιπλέον η αποψίλωση του προέδρου από τις αρμοδιότητές του και η απουσία επιστημονικού ρόλου εντός του Κέντρου είναι πιθανόν να λειτουργήσει αποτρεπτικά στη διεκδίκηση της θέσης από επιστήμονες εγνωσμένου κύρους. Ο υπάρχων Διευθυντής Υποστήριξης, εάν επιλέγεται με αξιοκρατικές διαδικασίες και εξωτερική προκήρυξη είναι υπεραρκετός, και δεν δημιουργείται το πρόβλημα των δύο παράλληλων ή ανταγωνιστικών βουλήσεων. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να υπάρχει σαφής διαχωρισμός μεταξύ του επιστημονικού ρόλου του Προέδρου του ΔΣ και του διοικητικού ρόλου του Διευθυντή. - Όσον αφορά τον Διευθυντή του Ινστιτούτου, η επιλογή της πολιτείας να προχωρήσει σε συγχωνεύσεις δημιουργεί νέα δεδομένα, καθώς ο Διευθυντής θα προΐσταται πλέον οργανισμών με διευρυμένο επιστημονικό αντικείμενο, του οποίου θα είναι αδύνατο να έχει πλήρη εποπτεία. Επομένως αποκτά ρόλο περισσότερο διοικητικό και συντονιστικό, εκπροσώπησης του Ινστιτούτου, στρατηγικού σχεδιασμού, προβολής και ανάπτυξης επιστημονικών σχέσεων κυρίως με το εξωτερικό και κατά κύριο λόγο αναζήτησης οικονομικών πόρων. Με αυτά τα δεδομένα, θέση Διευθυντή, η οποία πρέπει να περιορίζεται σε δύο θητείες, θεωρούμε ότι μπορούν να διεκδικούν Ερευνητές Α΄ Βαθμίδας ή Καθηγητές ΑΕΙ, οι οποίοι όμως κατά τη θητεία τους στο Ινστιτούτο θα είναι πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης σε αυτό και δεν θα μετέχουν σε εκπαιδευτικό ή διοικητικό έργο του Πανεπιστημίου προέλευσής τους. Το έργο που απαιτείται από το Διευθυντή Ινστιτούτου, ιδιαίτερα μετά τις συγχωνεύσεις, απαιτεί πλήρη απασχόληση και προσήλωση σε αυτό, είναι λοιπόν απαράδεκτο η Πολιτεία να ενθαρρύνει προσωπικές στρατηγικές που δεν έχουν καμία σχέση με την καλή λειτουργία των ερευνητικών θεσμών. - Παρότι τα εσωτερικά ζητήματα των Ινστιτούτων ορίζονται από τον εσωτερικό τους κανονισμό πρέπει να προβλέπεται στο σχέδιο νόμου η δυνατότητα ύπαρξης τομέων με διακριτό επιστημονικό αντικείμενο και συντονιστή έναν εκ των πρωτοβάθμιων ερευνητών, ο οποίος θα επιλέγεται με διαδικασία επιστημονικής κρίσης, όπου θα μετέχουν και εξωτερικοί κριτές. - Τα επιστημονικά συμβούλια με εξωτερικά πρόσωπα σε επίπεδο Ινστιτούτου δεν έχουν λόγο ύπαρξης. Αντίθετα χρήσιμα και λειτουργικά είναι εσωτερικά επιστημονικά συμβούλια αποτελούμενα από τους συντονιστές των τομέων και ερευνητές που θα προκύψουν από εκλογή μεταξύ του ερευνητικού προσωπικού. Τα επιστημονικά αυτά συμβούλια θα αντικαταστήσουν τα Επιστημονικά Γνωμοδοτικά Συμβούλια που λειτουργούσαν μέχρι σήμερα. Τα συμβούλια αυτά θα έχουν ουσιαστικό και αποφασιστικό ρόλο καθώς θα συνδιαλέγονται με το Διευθυντή σχετικά με τον επιστημονικό προγραμματισμό του Ινστιτούτου, την εξέλιξη των προγραμμάτων και την αναζήτηση πόρων για τη λειτουργία του. Οικονομικά των ερευνητικών Κέντρων - Η χρηματοδότηση από τον τακτικό προϋπολογισμό οφείλει να καλύπτει το σύνολο της μισθοδοσίας του τακτικού προσωπικού και των λειτουργικών εξόδων. - Οι προγραμματικές συμφωνίες στις οποίες το σχέδιο νόμου αναθέτει ουσιαστικά τη χρηματοδότηση των ερευνητικών κέντρων περιγράφονται μέσα από μία σειρά γραφειοκρατικών ενεργειών, που για όποιον γνωρίζει τους ρυθμούς της ελληνικής διοίκησης είναι φανερό ότι είναι απίθανο να εφαρμοστούν με αξιοπιστία με αποτέλεσμα να δημιουργήσουν ένα ακόμη γραφειοκρατικό σκέλεθρο, για την τροφοδότηση του οποίου θα σπαταλώνται ώρες εργασίας χωρίς νόημα. Επιπλέον η διαδικασία που περιγράφεται εμπεριέχει μία σοβαρή αντίφαση καθώς οι προγραμματικές συμφωνίες σύμφωνα με το σχέδιο νόμου θα συντάσσονται σε επίπεδο Ερευνητικού Κέντρου, ενώ το επιστημονικό έργο διεξάγεται σε επίπεδο Ινστιτούτου. Το Κέντρο όμως είναι κυρίως ένας διοικητικός μηχανισμός ο οποίος δεν έχει δυνατότητα επιβολής ερευνητικής πολιτικής στα Ινστιτούτα, επιβράβευσης στα άριστα Ινστιτούτα του ή επιβολής κυρώσεων σε όσα υστερούν. - Το ίδιο πρόβλημα υπάρχει και όσον αφορά τους δείκτες ποιότητας και επιτευγμάτων που προβλέπονται για την πρόσθετη χρηματοδότηση των Κέντρων. Εδώ υπάρχει το επιπλέον πρόβλημα ότι παρά τις συνεχείς εκκλήσεις της ερευνητικής κοινότητας η Πολιτεία δεν έχει δημιουργήσει ένα αξιόπιστο σύστημα μέτρησης των δεικτών με αποτέλεσμα οι υπάρχοντες συχνά να λειτουργούν παραμορφωτικά και άδικα, στις δε ανθρωπιστικές επιστήμες να είναι απολύτως αναξιόπιστοι. - Τα αναφερόμενα στα Κέντρα Αριστείας είναι απολύτως ασαφή καθώς δεν ορίζεται η νομική υπόσταση και το καθεστώς λειτουργίας τους. Ζητήματα προσωπικού - Σαφή αποτύπωση του τρόπου που αντιμετωπίζει η πολιτική ηγεσία την έρευνα αποτελεί η απουσία οποιασδήποτε αναφοράς στα προσόντα, στις υποχρεώσεις και στις αρμοδιότητες των ερευνητών, των προσώπων δηλαδή που καλούνται να εκτελέσουν το ερευνητικό έργο. Αντ’ αυτού υπάρχουν ρητές δεσμεύσεις στο εργασιακό καθεστώς πρόσληψής τους, τη στιγμή που δεν υπάρχει αναφορά στο νομικό καθεστώς του φορέα στο οποίο εργάζονται. Η πρόβλεψη έτσι ότι οι ερευνητές εργάζονται με συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου ισχύει ήδη στα ΝΠΙΔ, δεν μπορεί να εφαρμοστεί όμως στα ΝΠΔΔ. - Η διατύπωση ότι οι βαθμίδες των ερευνητών αντιστοιχούν στις αντίστοιχες βαθμίδες των ΑΕΙ, πρέπει να συνοδεύεται από την ρητή διευκρίνηση ότι η αντιστοιχία αφορά και τη μισθολογική εξίσωση των δύο ομοιόβαθμων κατά τα άλλα εργαζομένων. - Θεωρούμε λανθασμένη την κατάργηση της Δ΄ βαθμίδας των Ερευνητών όπως και της θέσης του Λέκτορα στα ΑΕΙ. Παρόλα αυτά εάν επιβληθεί στον ενιαίο χώρο ΑΕΙ ερευνητικών Ιδρυμάτων στα Ερευνητικά Ιδρύματα θα πρέπει να υπάρξει πρόβλεψη πρόσληψης μεταδιδακτόρων υποτρόφων, με τριετή ή τετραετή θητεία, με ανοικτή προκήρυξη και επιστημονική διαδικασία κρίσης όμοια με των ερευνητών, διότι ο ερευνητικός χώρος έχει απόλυτη ανάγκη επιστημονικού δυναμικού εξοικειωμένου με τα ζητήματα της έρευνας, τις τεχνικές και τη μεθοδολογία της, διαδικασίες που απαιτούν χρόνο και μαθητεία. Εξυπακούεται ότι εάν επιλεγεί από την Πολιτεία η κατάργηση της Δ΄ Βαθμίδας, πρέπει να δοθεί ο αναγκαίος χρόνος και η δυνατότητα στους υπάρχοντες Ερευνητές να συμμετάσχουν σε διαδικασίες κρίσης για την εξέλιξή τους στην επόμενη Βαθμίδα. - Όσον αφορά τις κρίσεις των ερευνητών προτείνεται να εφαρμοστεί καθεστώς ανάλογο με το ισχύον στα Πανεπιστήμια. Αν η αναλογία 70/30 μεταξύ εσωτερικών και εξωτερικών κριτών θεωρείται ότι στα ΑΕΙ διασφαλίζει την αξιοκρατική κρίση, γιατί στα Ερευνητικά Ιδρύματα πρέπει να ισχύουν άλλοι κανόνες; Κατά τη γνώμη μας πάντως βασικό κριτήριο συμμετοχής πρέπει να είναι η επιστημονική επάρκεια. Να συγκροτούνται δηλαδή οι επιτροπές κριτών με βάση την επάρκεια των κριτών και την επιστημονική τους συνάφεια με τον κρινόμενο, και όχι τον φορέα που εργάζονται. - Θετική θεωρούμε την πρόβλεψη για αξιολόγηση και των Ερευνητών Α΄ βαθμίδας, θα πρέπει να υπάρχει όμως πρόβλεψη για τις επιπτώσεις σε περιπτώσεις αρνητικής αξιολόγησης. - Το σχέδιο νόμου προβλέπει την κατάργηση των Ειδικών Λειτουργικών Επιστημόνων (ΕΛΕ) και την ένταξή τους σε βαθμίδες ερευνητών κατόπιν κρίσεως, χωρίς να ορίζει όμως το εργασιακό καθεστώς για όσους δεν επιθυμούν να ενταχθούν σε ερευνητικές βαθμίδες ή δεν επιτύχουν στις κρίσεις ένταξης. Η θεσμοθέτηση των ΕΛΕ στον νόμο που διέπει σήμερα την έρευνα έγινε προκειμένου να ενισχυθούν τα ερευνητικά ιδρύματα με εξειδικευμένο επιστημονικό προσωπικό απολύτως αναγκαίο στις ερευνητικές εφαρμογές και στις ερευνητικές υποδομές. Η επανάσταση της πληροφορικής που μεσολάβησε έχει καταστήσει την κατηγορία αυτή εργαζομένων σήμερα ακόμη περισσότερο αναγκαία. Παρόλα αυτά ο τρόπος που λειτούργησε ο θεσμός των ΕΛΕ αυτά τα χρόνια υπήρξε προβληματικός διότι δημιούργησε μία παράλληλη τεσσάρων βαθμίδων ιεραρχία με εκείνη των ερευνητών, με προσόντα ανάλογα, χωρίς να είναι σαφείς οι λόγοι για τους οποίους κάποιος εντάσσεται στην μία ή στην άλλη κατηγορία. Είναι αναγκαία λοιπόν όχι η κατάργηση αλλά η αναμόρφωση του θεσμού των ΕΛΕ ώστε να αποδεσμευτούν από τις υποχρεώσεις των ερευνητών και να αφιερωθούν στο σημαντικό έργο που καλούνται να επιτελέσουν στα ερευνητικά κέντρα. - Πρόβλεψη χρειάζεται επίσης για το επιστημονικό δυναμικό το οποίο προσελήφθη υποχρεωτικά στα ερευνητικά ιδρύματα με βάση γενικές νομοθετικές ρυθμίσεις της κεντρικής κυβέρνησης (νόμος Παυλόπουλου κλπ.). Οι επιστήμονες αυτοί συχνά με διδακτορικές ή μεταδιδακτορικές σπουδές, που βρίσκονται εγκλωβισμένοι σε θέσεις που δεν επιτρέπουν την επιστημονική και ερευνητική του εξέλιξη, μπορούν να ενταχθούν μετά από διαδικασία κρίσης, ίδια με εκείνη των ερευνητών, στις αντίστοιχες βαθμίδες. Ο ΣΠΕΙΕ επιφυλάσσεται να εκφράσει τις απόψεις του επί των συγκεκριμένων άρθρων του σχεδίου νόμου, να προτείνει αλλαγές και βελτιώσεις, όταν η ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας αποφασίσει να αποστείλει το τελικό κείμενο που προτείνει να νομοθετηθεί. Για το ΔΣ του ΣΠ ΕΙΕ Ευθύμιος Νικολαΐδης Δημήτρης Δημητρόπουλος Πρόεδρος Δ.Σ. Μέλος Δ.Σ.