Αρχική Αναδιάρθρωση Ερευνητικού ΙστούΚεφάλαιο 07: ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΘΑΛΑΣΣΙΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ (ΕΛΚΕΘΕ)Σχόλιο του χρήστη Κώστας Παπακωνσταντίνου, Δ/ντής Ινστιτούτου Θαλάσσιων Βιολογικών Πόρων ΕΛΚΕΘΕ | 30 Ιανουαρίου 2012, 10:48
Υπουργείο Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
1. Στο πλαίσιο της διαβούλευσης του σχεδίου νόμου για την αναδιάρθρωση του ερευνητικού ιστού της χώρας και όσον αφορά το ΕΛΚΕΘΕ έχει προταθεί από την ΓΓΕΤ η συγχώνευση των πέντε Ινστιτούτων του ΕΛΚΕΘΕ σε τρία ως ακολούθως : (α) Ινστιτούτο Ωκεανογραφίας με νέο όνομα Ινστιτούτο Ωκεανογραφίας (β) Ινστιτούτο Θαλάσσιων Βιολογικών Πόρων και Ινστιτούτο Εσωτερικών Υδάτων με νέο όνομα Ινστιτούτο Υδάτων και Αλιείας. (γ) Ινστιτούτο Θαλάσσιας Βιολογίας και Γενετικής και Ινστιτούτο Υδατοκαλλιεργειών με νέο όνομα Ινστιτούτο Θαλάσσιας Βιολογίας, Βιοτεχνολογίας και Υδατοκαλλιεργειών Κρήτης. 2. Αναφορικά με την ονομασία του Ινστιτούτου Ωκεανογραφίας είναι προς την σωστή κατεύθυνση, όχι τόσο γιατί το επιστημονικό αντικείμενο του είναι ομοειδές και ανταποκρίνεται στις σύγχρονες απαιτήσεις της θαλάσσιας έρευνας, αλλά, κυρίως, γιατί ο διαχωρισμός του σε επί πλέον σύγχρονες ερευνητικές δραστηριότητες αντίκειται στη λογική των συγχωνεύσεων που προσπαθεί να επιλύσει η συγκεκριμένη πρόταση νόμου. 3. Αναφορικά με την πρόταση συγχώνευσης του Ινστιτούτο Θαλάσσιων Βιολογικών Πόρων και Εσωτερικών Υδάτων πιστεύω ότι και αυτή είναι προς την σωστή για τους παρακάτω λόγους: (α) Τα αντικείμενα των δύο Ινστιτούτων έτσι όπως έχουν αναπτυχθεί μέχρι σήμερα είναι αρκετά συναφή και αποτελούν δοκιμασμένα σχήματα επιστημονικής – λειτουργικής διαχείρισης ανάλογων ερευνητικών φορέων σε άλλες χώρες, όπως Καναδά, Αυστραλία, Ολλανδία κλπ. (β) Τα αντικείμενα των Ινστιτούτων συσχετίζονται αρκετά μεταξύ τους, με αποτέλεσμα θα υπάρχει ικανοποιητική συνάφεια των ερευνητικών δραστηριοτήτων τους, λαμβανομένου υπόψη ότι η μελέτη του οικοσυστήματος, η οποία προϋποθέτει διαφορετικές ερευνητικές ειδικότητες, αποτελεί σήμερα βασικό ερευνητικό πυλώνα στη διαχείριση των υδατικών πόρων. (γ) Σε καμιά περίπτωση δεν θα πρέπει ο τίτλος των Ινστιτούτων να προσδιορίζει γεωγραφική περιοχή έρευνας π.χ. παράκτια ζώνη, ανοικτή θάλασσα κλπ, γιατί το σύνολο των δραστηριοτήτων των Ινστιτούτων λαμβάνει χώρα στις ίδιες γεωγραφικές περιοχές. (δ) Θα μπορούσε το κάθε Ινστιτούτο στο πλαίσιο της περιγραφής των ερευνητικών του αντικειμένων ή στόχων να θέσει ευρύτερες γεωγραφικές περιοχές που εκτελεί τις έρευνές του. (ε) Η προτεινόμενη δομή των δύο Ινστιτούτων κατανέμει ομοιομερώς το προσωπικό σε επίπεδο Κέντρου, με αποτέλεσμα να μην δημιουργεί αριθμητικές ανισότητες και υπερβολικά μεγάλα ή μικρά Ινστιτούτα. (στ) Η προτεινόμενη γεωγραφική κατανομή των Ινστιτούτων, δύο στην Αθήνα και ένα στην Κρήτη ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της εύρυθμης λειτουργίας του Κέντρου Η ανάπτυξη της αλιείας σε μία χώρα με 16000 χιλιόμετρα ακτών όπως είναι η Ελλάδα, είναι μια σύνθετη οικοδομικό-διοικητική, αλλά κυρίως πολιτική, διαδικασία οποία υλοποιείται με την εφαρμογή πολυποίκιλων διοικητικών αποφάσεων, ενώ η διαχείρισή των βιολογικών πόρων βασίζεται σήμερα στο οικοσυστημικό μοντέλο το οποίο φαίνεται να αποτελεί το μοναδικό εργαλείο για την ορθολογική διαχείρισή της. Στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής εντάσσεται και η ανάπτυξη της αλιείας των εσωτερικών υδάτων, η διαχείριση των οποίων στη χώρα μας εποπτεύεται από τον ίδιο διοικητικό φορέα που εποπτεύεται η θαλάσσια αλιεία, ενώ η πρόσφατη αναθεωρημένη Κοινή Αλιευτική Πολιτική της ΕΕ έχει εντάξει για πρώτη φορά στην εφαρμογή της την αλιεία των Εσωτερικών Υδάτων. Μετά από τα παραπάνω η ύπαρξη ενός ανεξάρτητου σχετικού ερευνητικού ινστιτούτου στη χώρα μας είναι απαραίτητη γιατί το αντικείμενό του, η θαλάσσια ή εσωτερικών υδάτων αλιευτική έρευνα, είναι μια εφαρμοσμένη έρευνα η οποία στοχεύει απευθείας στην διαχείριση των υδατικών αλιευτικών πόρων και ως εκ τούτου έχει άμεση εξάρτηση από την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των αλιέων, αλλά και των καταναλωτών. Με άλλα λόγια είναι ένα «πολιτικό εργαλείο» το οποίο εφόσον χρησιμοποιηθεί με τρόπο ορθολογικό θα μπορούσε να ενισχύσει αφενός κοινωνίες προβληματικές, όπως αυτές των παραμεθόριων ή μικρών απομακρυσμένων νησιών και ορεινών περιοχών, αφετέρου να προμηθεύει τον καταναλωτή με ψάρια σε προσιτές τιμές. Το γεγονός ότι το ΕΛΚΕΘΕ διαθέτει και άλλα Ινστιτούτα με τα οποία μπορεί να συνεργαστεί το νέο υπό συγχώνευση Ινστιτούτο στο πλαίσιο της οικοσυστημικής διαχείρισης των υδατικών αυτών πόρων, αλλά και της γενικότερης προστασίας των εσωτερικών ή θαλάσσιων υδάτων, καθιστά το ΕΛΚΕΘΕ ισχυρότερο και περισσότερο ανταγωνιστικό αφενός στη διεκδίκηση των ερευνητικών προγραμμάτων, αφετέρου στη συμβολή του και στη σύνθεση της πολιτικής αυτής. Εκτός από τα παραπάνω, το γεγονός ότι η Κοινή Αλιευτική Πολιτική της ΕΕ αλλά και οι εθνικές πολιτικές των κρατών μελών της ΕΕ βασίζουν την αλιευτική πολιτική τους επάνω στα ερευνητικά αποτελέσματα, ενισχύει την άποψη ότι ένα ανεξάρτητο Ινστιτούτο με συγκεκριμένες προτεραιότητες που στοχεύει στα παραπάνω, θα ανταποκρίνεται καλύτερα τόσο στις πολιτικές της ΕΕ όσο και στις εθνικές πολιτικές. Αναφορικά με το όνομα του νέου Ινστιτούτου «Υδάτων και Αλιείας», το πρώτο συνθετικό του Ινστιτούτου «Υδάτων» αναφέρεται σε οτιδήποτε έχει σχέση με το «νερό», ερευνητικό αντικείμενο που δεν καλύπτει το προτεινόμενο Ινστιτούτο, λαμβανομένου υπόψη ότι η λέξη «νερό» υπονοεί θάλασσα εσωτερικά ύδατα ακόμα και την ποιότητα αφθονία και διαχείριση του πόσιμου νερού. Η λέξη «Αλιεία» που προτείνεται ως δεύτερο συνθετικό του ονόματος του νέου Ινστιτούτου δεν είναι, επίσης, δόκιμη σήμερα στην αλιευτική έρευνα γιατί δεν καλύπτει την έρευνα αυτή στο σύνολο των βιολογικών πόρων, ενώ δεν περιλαμβάνει πλήρως την οικοσυστημική προσέγγιση της αλιευτικής διαχείρισης, η οποία σήμερα θεωρείται ως βασική και απαραίτητη προϋπόθεση της αλιείας. Μία άλλη παράμετρος που δεν εντάσσεται πλήρως στον όρο αλιεία είναι η «αλιευτική πολιτική» που αποτελεί βασική προϋπόθεση της σύγχρονης αλιευτικής διαχείρισης, λαμβανομένου υπόψη ότι τα αλιευτικά πεδία εκτείνονται σε θαλάσσιες περιοχές διαφόρων κρατών. Για τους παραπάνω λόγους θα πρέπει να αντικατασταθεί η προτεινόμενη ονοματολογία του Ινστιτούτου από την ΓΓΕΤ από «Ινστιτούτο Υδάτων και Αλιείας» σε «Ινστιτούτο Θαλάσσιων Βιολογικών Πόρων και Εσωτερικών Υδάτων» αντικαθιστώντας τη λέξη «Αλιείας» με την «Θαλάσσιους Βιολογικούς Πόρους» και την αντίστοιχη των «Υδάτων» με τον «Εσωτερικών Υδάτων», ονοματολογία που ανταποκρίνεται πλήρως στις νέες ερευνητικές προτεραιότητες της θαλάσσιας έρευνας της χώρας. 3. Αναφορικά με την πρόταση συγχώνευσης του Ινστιτούτου Θαλάσσιας Βιολογίας και Γενετικής και Ινστιτούτου Υδατοκαλλιεργειών με το νέο όνομα Ινστιτούτο Θαλάσσιας Βιολογίας, Βιοτεχνολογίας και Υδατοκαλλιεργειών Κρήτης θα πρέπει να αναθεωρηθεί από μέρος της ΓΓΕΤ να περιλαμβάνεται στην ονομασία αλλά και στα ερευνητικά αντικείμενα του νέου Ινστιτούτου το όνομα-αντικείμενα ενός Ινστιτούτου Θαλάσσιας Βιολογίας για τους παρακάτω λόγους: (α) Η ερευνητικές δραστηριότητες που αναφέρονται στη θαλάσσια βιολογία είναι λίαν περιορισμένες στο συγκεκριμένο Ινστιτούτο και δεν επεκτείνονται στο σύνολο της θαλάσσιας βιολογίας, έτσι όπως η επιστήμη αυτή χαρακτηρίζεται σήμερα από τη σύγχρονη θαλάσσια έρευνα. Είναι εμφανές ότι οι ερευνητικές αυτές δραστηριότητες που εκτελούνται από το Ινστιτούτο αυτό λαμβάνουν χώρα και σε άλλα Ινστιτούτα, ίσως, περισσότερο ανταγωνιστικά στο πλαίσιο των διεθνών και εθνικών ερευνητικών προγραμμάτων. (β) Για λόγους άκαιρου ανταγωνισμού μεταξύ των διαφόρων Ινστιτούτων που θα έχουν ως αποτέλεσμα σημαντικά προβλήματα χρηματοδότησης, αλλά και σύγκρισης στην επίτευξη αριστείας των ομοειδών ερευνητικών αντικειμένων που αναπτύσσονται στα διάφορα Ινστιτούτα, είναι αναγκαίο να αποφεύγονται οι οριζόντιες κοινές ερευνητικές δράσεις μεταξύ τους. (γ) Η κρίσιμη μάζα των ερευνητών που ασχολούνται με τη συγκεκριμένη ερευνητική δραστηριότητα του Ινστιτούτου αυτού είναι λίαν περιορισμένη και επεκτείνεται σε ένα πολύ μικρό ερευνητικό αντικείμενο της θαλάσσιας βιολογίας, με αποτέλεσμα να μην αξιοποιείται η ερευνητική τους εμπειρία και να μην επιτυγχάνεται η ερευνητική τους αριστεία που θα πρέπει να καλύπτει το σύνολο της επιστήμης της θαλάσσιας βιολογίας. (δ) Είναι εμφανές ότι η ερευνητική δραστηριότητα της θαλάσσιας βιολογίας παρέμεινε στο συγκεκριμένο Ινστιτούτο ως αποτέλεσμα της συνένωσης του ΙΘΑΒΙΠ και του ΕΚΘΕ, σήμερα, όμως, μετά από τόσο χρόνια, πιστεύω ότι η δραστηριότητα αυτή με τις λογικές του παρελθόντος δεν εξυπηρετεί τις νέες απαιτήσεις του ΕΛΚΕΘΕ. (ε) Θα πρέπει κατά την άποψή μου να απαλειφθεί από τον τίτλο του Ινστιτούτο ο τόπος που βρίσκονται τα κτίρια του συγκεκριμένου Ινστιτούτου, λαμβανομένου υπόψη ότι γεωγραφικά το ΕΛΚΕΘΕ εκτείνεται σ’ όλη την Ελλάδα και όχι μόνο στην Κρήτη. Μετά από τα παραπάνω προτείνεται όπως το Ινστιτούτο αυτό ονομασθεί «Ινστιτούτο Θαλάσσιας Βιοτεχνολογίας και Υδατοκαλλιεργειών»