ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΕΡΕΥΝΗΤΩΝ ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ
ΕΚΕΦΕ «Δημόκριτος»,
15310 Αγία Παρασκευή Αττικής
Τηλ: 210 6503556, fax: 210 6511767
e-mail: mkonstan@bio.demokritos.gr
Θέμα: Σχέδιο νόμου: «Έρευνα, Τεχνολογική Ανάπτυξη και Καινοτομία»
Το ΔΣ του Συλλόγου Ερευνητών Δημοκρίτου θα ήθελε να μεταφέρει τις θέσεις της ερευνητικής κοινότητας του «Δ» σχετικά με το προτεινόμενο Σχέδιο νόμου: «Έρευνα, Τεχνολογική Ανάπτυξη και Καινοτομία» του ΥΠΔΒΜΘ που είναι σε διαβούλευση.
Η ερευνητική κοινότητα του «Δ» κρίνει ότι το κείμενο που κατατέθηκε στη δημόσια διαβούλευση απέχει πολύ από προσχέδιο νομοσχεδίου στο οποίο μπορούν τα ενδιαφερόμενα μέρη να συμβάλουν με το διάλογο στη διαμόρφωση ενός πλαισίου νόμου, που θα βοηθήσει στην περαιτέρω ανάπτυξη της Έρευνας και της Καινοτομίας και θα αποτελέσει τη βάση λειτουργίας ενός σύγχρονου ερευνητικού συστήματος. Πρόκειται για ένα σύνολο γενικών θέσεων που απέχει πολύ από το διακηρυγμένο στόχο προς ένα αποδοτικό ενιαίο χώρο «Εκπαίδευσης – Έρευνας – Ανάπτυξης».
Το συγκεκριμένο κείμενο είναι σε πλήρη αντίθεση με τις προτάσεις που έχει καταθέσει η ερευνητική κοινότητα αποδεχόμενη το πρόσφατο κάλεσμα της πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου για την περαιτέρω προώθηση της διασύνδεσης ΑΕΙ και ΕΚ (με βάση το Ν 4009/2011), την αναβάθμιση της θέσης του ερευνητή και τη βέλτιστη αξιοποίηση του δημόσιου ερευνητικού συστήματος ως βασικού μοχλού ανάπτυξης της χώρας.
Είναι έκδηλη η πρόθεση του Υπουργείου για την κατάργηση του δημόσιου ερευνητικού συστήματος χρησιμοποιώντας ως «δούρειο ίππο» τις ακόλουθες προτάσεις/παραλείψεις του κειμένου της διαβούλευσης:
1) Η πρόσληψη των ερευνητών του δημόσιου ερευνητικού συστήματος γίνεται με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου
2) Η χρηματοδότηση της μισθοδοσίας και των λειτουργικών εξόδων των Ερευνητικών Κέντρων δεν είναι εγγυημένη
3) Οι ερευνητές επί της ουσίας αποκλείονται από τη διοίκηση τόσο των Ερευνητικών Κέντρων όσο και των Ινστιτούτων
4) Ο ενιαίος χώρος Έρευνας-Εκπαίδευσης όχι μόνο δεν κατοχυρώνεται, αλλά ούτε και προωθείται.
Τα ανωτέρω υποδεικνύουν την σχεδιαζόμενη από το Υπουργείο πλήρη υποβάθμιση του Δημόσιου και Ακαδημαϊκού χαρακτήρα της Έρευνας, την υποβάθμιση της θέσης του ερευνητή ως δημόσιου λειτουργού και τη μετατροπή του πλαισίου λειτουργίας και των στόχων των δημόσιων ερευνητικών κέντρων προς κατεύθυνση κατάλληλη για κερδοσκοπική ιδιωτική εταιρεία.
Δυστυχώς μετά από το Ν1514/1985 που αποτέλεσε θεμέλιο λίθο για την Έρευνα και την Καινοτομία στην Ελλάδα και συνέβαλλε αποφασιστικά στην ανάπτυξή τους κατά τα τελευταία 30 χρόνια, οι προτάσεις του Υπουργείου είναι δυνατόν να αποτελέσουν την «ταφόπλακα» του δημόσιου ερευνητικού συστήματος.
Είναι αυτονόητο ότι με αυτές τις προτάσεις θα τεθεί σε άμεσο κίνδυνο το επιτελούμενο ερευνητικό και κοινωνικό έργο και η βιωσιμότητα των μοναδικών υποδομών που διατηρούνται στα Ερευνητικά Κέντρα.
Επιπλέον όχι μόνο δεν θα υπάρξει προσέλκυση «άριστων» ερευνητών από το εξωτερικό αλλά το φαινόμενο του «brain drain» που είναι σε εξέλιξη θα ενταθεί με αποτέλεσμα την περαιτέρω συρρίκνωση των Ερευνητικών Κέντρων.
Για μία ακόμη φορά είναι φανερό ότι η έκθεση της RAND (2011) όπως και οι παλαιότερες αξιολογήσεις των ΕΚ υπό την εποπτεία της ΓΓΕΤ (1995, 2000, 2005) δεν αξιοποιήθηκαν από το Υπουργείο. Αυτό ενισχύει τη διακηρυγμένη άποψη της ερευνητικής κοινότητας ότι η ΓΓΕΤ δεν μπορεί να έχει διττό ρόλο και αξιολογητή και χρηματοδότη.
Η επιλογή του Υπουργείου να μη δοθεί σε δημόσια διαβούλευση ολόκληρο το σχέδιο νόμου για την έρευνα (εκδόσεις του οποίου το τελευταίο διάστημα κυκλοφορούσαν ως διαρροή) φαίνεται να υποκρύπτει σκοπιμότητα άγνωστη στην ερευνητική κοινότητα, η οποία ενισχύεται και από τη μη δημοσιοποίηση των μεταβατικών διατάξεων.
Σε αντίθεση με την πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας που φαίνεται να ξεχνά τη συμβολή της Έρευνας και της Καινοτομίας στην κοινωνία και την οικονομική ανάπτυξη της Χώρας, η ερευνητική κοινότητα με αίσθηση κοινωνικής ευθύνης και λογοδοσίας θα ήθελε στα πλαίσια της δημόσιας διαβούλευσης να καταθέσει τα ακόλουθα:
1. Το ερευνητικό σύστημα της χώρας είναι ένας από τους ελάχιστους τομείς της ελληνικής κοινωνίας που κρίνονται για τη λειτουργία και το έργο τους (ανά 5ετία από το 1995) με διαδικασίες και κριτήρια διεθνώς αποδεκτά.
2. Τα δημόσια Ερευνητικά Κέντρα όπως το ΕΚΕΦΕ «Δημόκριτος» στα πλαίσια του δημόσιου χαρακτήρα τους είχαν τη δυνατότητα μέσω της συντήρησης και διαρκούς βελτίωσης ερευνητικών και τεχνολογικών υποδομών αλλά και της σταθερότητας του εργασιακού περιβάλλοντος του ερευνητικού προσωπικού, σε συνδυασμό με τις επαναλαμβανόμενες αξιολογήσεις, να αναπτύξουν πολύτιμη τεχνογνωσία ώστε να υπάρχει διάρκεια στο ερευνητικό αποτέλεσμα - απαραίτητη προϋπόθεση για την αυξημένη προσέλκυση εξωτερικών χρηματοδοτήσεων από την ΕΕ και άλλους φορείς.
3. Σύμφωνα με τη διεθνή ερευνητική πολιτική, όλα τα κράτη διαθέτουν και χρηματοδοτούν δημόσια Ερευνητικά Κέντρα ειδικότερα σε θέματα εθνικής ασφάλειας, προστασίας περιβάλλοντος, δημόσιας υγείας, πολιτιστικής κληρονομιάς κ.α.
4. Η Έρευνα και η Καινοτομία ιδιαίτερα στις σημερινές εξαιρετικά δυσμενείς οικονομικές συνθήκες αποτελούν βασικό μοχλό ανάπτυξης και παρέχουν θέσεις εργασίας σε νέους επιστήμονες οι οποίοι θα έφευγαν από τη Χώρα λόγω της αυξανόμενης ανεργίας.
5. Ο Τακτικός Προϋπολογισμός των Ερευνητικών Κέντρων εδώ και μερικά χρόνια με δυσκολία καλύπτει τους μισθούς του μόνιμου προσωπικού.
6. Τα Ερευνητικά Κέντρα συνεισφέρουν στο κράτος οικονομικά μέσω των εισροών από τα ανταγωνιστικά προγράμματα, της προβολής της Χώρας στο εξωτερικό και της παροχής θέσεων εργασίας σε προσωπικό αυξημένων προσόντων.
7. Η πληρωμή των πολυάριθμων Επιστημονικών Συνεργατών καθώς και οι κάθε είδους λειτουργικές δαπάνες των Ερευνητικών Κέντρων, καλύπτονται από ερευνητικά προγράμματα είτε προγράμματα παροχής υπηρεσιών, τα οποία προτείνουν και διεκδικούν ανταγωνιστικά οι Ερευνητές.
8. Οι συνεχείς μειώσεις στο μισθολόγιο των ερευνητών έρχονται σε αντίφαση με το διακηρυγμένο στόχο του υπουργείου προς αύξηση της κρίσιμης μάζας ερευνητών με την προσέλκυση συναδέλφων από το εξωτερικό και δρουν ανασταλτικά και στο εσωτερικό της χώρας ενισχύοντας τη μαζική «μετανάστευση» ερευνητών στο εξωτερικό.
Συνοψίζοντας, η ερευνητική κοινότητα του «Δ» δηλώνει πλήρως και απολύτως αντίθετη στη σχεδιαζόμενη υποβάθμιση του Δημόσιου και Ακαδημαϊκού χαρακτήρα της Έρευνας. Ο δημόσιος χαρακτήρας καθώς και η ακαδημαϊκή φυσιογνωμία της Έρευνας, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την Παιδεία και μαζί αποτελούν τους βασικούς μοχλούς αύξησης της διαθέσιμης γνώσης και ανόδου του πολιτισμικού και τεχνολογικού επιπέδου της Χώρας. Τέλος θα θέλαμε να τονίσουμε εκ νέου τις εκπεφρασμένες θέσεις του συνόλου των Ερευνητών του «Δ» που αφορούν στη:
1. Διατήρηση του θεσμικού πλαισίου του ΕΚΕΦΕ «Δ» ως ΝΠΔΔ
2. Εγγύηση μισθών και λειτουργικών δαπανών από τον Τακτικό Προϋπολογισμό όπως και στα ΑΕΙ
3. Ουσιαστική διαβούλευση με στόχο τη δημιουργία ενός ενιαίου παραγωγικού χώρου «Εκπαίδευσης – Έρευνας – Ανάπτυξης» με ισότιμη συμμετοχή των βασικών συντελεστών του.
Για το Δ.Σ. του Σ.Ε.Δ.
Η Πρόεδρος Μαρία Κωνσταντοπούλου
Ο Γεν. Γραμματέας Νίκος Γλέζος
ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΕΡΕΥΝΗΤΩΝ ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ ΕΚΕΦΕ «Δημόκριτος», 15310 Αγία Παρασκευή Αττικής Τηλ: 210 6503556, fax: 210 6511767 e-mail: mkonstan@bio.demokritos.gr Θέμα: Σχέδιο νόμου: «Έρευνα, Τεχνολογική Ανάπτυξη και Καινοτομία» Το ΔΣ του Συλλόγου Ερευνητών Δημοκρίτου θα ήθελε να μεταφέρει τις θέσεις της ερευνητικής κοινότητας του «Δ» σχετικά με το προτεινόμενο Σχέδιο νόμου: «Έρευνα, Τεχνολογική Ανάπτυξη και Καινοτομία» του ΥΠΔΒΜΘ που είναι σε διαβούλευση. Η ερευνητική κοινότητα του «Δ» κρίνει ότι το κείμενο που κατατέθηκε στη δημόσια διαβούλευση απέχει πολύ από προσχέδιο νομοσχεδίου στο οποίο μπορούν τα ενδιαφερόμενα μέρη να συμβάλουν με το διάλογο στη διαμόρφωση ενός πλαισίου νόμου, που θα βοηθήσει στην περαιτέρω ανάπτυξη της Έρευνας και της Καινοτομίας και θα αποτελέσει τη βάση λειτουργίας ενός σύγχρονου ερευνητικού συστήματος. Πρόκειται για ένα σύνολο γενικών θέσεων που απέχει πολύ από το διακηρυγμένο στόχο προς ένα αποδοτικό ενιαίο χώρο «Εκπαίδευσης – Έρευνας – Ανάπτυξης». Το συγκεκριμένο κείμενο είναι σε πλήρη αντίθεση με τις προτάσεις που έχει καταθέσει η ερευνητική κοινότητα αποδεχόμενη το πρόσφατο κάλεσμα της πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου για την περαιτέρω προώθηση της διασύνδεσης ΑΕΙ και ΕΚ (με βάση το Ν 4009/2011), την αναβάθμιση της θέσης του ερευνητή και τη βέλτιστη αξιοποίηση του δημόσιου ερευνητικού συστήματος ως βασικού μοχλού ανάπτυξης της χώρας. Είναι έκδηλη η πρόθεση του Υπουργείου για την κατάργηση του δημόσιου ερευνητικού συστήματος χρησιμοποιώντας ως «δούρειο ίππο» τις ακόλουθες προτάσεις/παραλείψεις του κειμένου της διαβούλευσης: 1) Η πρόσληψη των ερευνητών του δημόσιου ερευνητικού συστήματος γίνεται με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου 2) Η χρηματοδότηση της μισθοδοσίας και των λειτουργικών εξόδων των Ερευνητικών Κέντρων δεν είναι εγγυημένη 3) Οι ερευνητές επί της ουσίας αποκλείονται από τη διοίκηση τόσο των Ερευνητικών Κέντρων όσο και των Ινστιτούτων 4) Ο ενιαίος χώρος Έρευνας-Εκπαίδευσης όχι μόνο δεν κατοχυρώνεται, αλλά ούτε και προωθείται. Τα ανωτέρω υποδεικνύουν την σχεδιαζόμενη από το Υπουργείο πλήρη υποβάθμιση του Δημόσιου και Ακαδημαϊκού χαρακτήρα της Έρευνας, την υποβάθμιση της θέσης του ερευνητή ως δημόσιου λειτουργού και τη μετατροπή του πλαισίου λειτουργίας και των στόχων των δημόσιων ερευνητικών κέντρων προς κατεύθυνση κατάλληλη για κερδοσκοπική ιδιωτική εταιρεία. Δυστυχώς μετά από το Ν1514/1985 που αποτέλεσε θεμέλιο λίθο για την Έρευνα και την Καινοτομία στην Ελλάδα και συνέβαλλε αποφασιστικά στην ανάπτυξή τους κατά τα τελευταία 30 χρόνια, οι προτάσεις του Υπουργείου είναι δυνατόν να αποτελέσουν την «ταφόπλακα» του δημόσιου ερευνητικού συστήματος. Είναι αυτονόητο ότι με αυτές τις προτάσεις θα τεθεί σε άμεσο κίνδυνο το επιτελούμενο ερευνητικό και κοινωνικό έργο και η βιωσιμότητα των μοναδικών υποδομών που διατηρούνται στα Ερευνητικά Κέντρα. Επιπλέον όχι μόνο δεν θα υπάρξει προσέλκυση «άριστων» ερευνητών από το εξωτερικό αλλά το φαινόμενο του «brain drain» που είναι σε εξέλιξη θα ενταθεί με αποτέλεσμα την περαιτέρω συρρίκνωση των Ερευνητικών Κέντρων. Για μία ακόμη φορά είναι φανερό ότι η έκθεση της RAND (2011) όπως και οι παλαιότερες αξιολογήσεις των ΕΚ υπό την εποπτεία της ΓΓΕΤ (1995, 2000, 2005) δεν αξιοποιήθηκαν από το Υπουργείο. Αυτό ενισχύει τη διακηρυγμένη άποψη της ερευνητικής κοινότητας ότι η ΓΓΕΤ δεν μπορεί να έχει διττό ρόλο και αξιολογητή και χρηματοδότη. Η επιλογή του Υπουργείου να μη δοθεί σε δημόσια διαβούλευση ολόκληρο το σχέδιο νόμου για την έρευνα (εκδόσεις του οποίου το τελευταίο διάστημα κυκλοφορούσαν ως διαρροή) φαίνεται να υποκρύπτει σκοπιμότητα άγνωστη στην ερευνητική κοινότητα, η οποία ενισχύεται και από τη μη δημοσιοποίηση των μεταβατικών διατάξεων. Σε αντίθεση με την πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας που φαίνεται να ξεχνά τη συμβολή της Έρευνας και της Καινοτομίας στην κοινωνία και την οικονομική ανάπτυξη της Χώρας, η ερευνητική κοινότητα με αίσθηση κοινωνικής ευθύνης και λογοδοσίας θα ήθελε στα πλαίσια της δημόσιας διαβούλευσης να καταθέσει τα ακόλουθα: 1. Το ερευνητικό σύστημα της χώρας είναι ένας από τους ελάχιστους τομείς της ελληνικής κοινωνίας που κρίνονται για τη λειτουργία και το έργο τους (ανά 5ετία από το 1995) με διαδικασίες και κριτήρια διεθνώς αποδεκτά. 2. Τα δημόσια Ερευνητικά Κέντρα όπως το ΕΚΕΦΕ «Δημόκριτος» στα πλαίσια του δημόσιου χαρακτήρα τους είχαν τη δυνατότητα μέσω της συντήρησης και διαρκούς βελτίωσης ερευνητικών και τεχνολογικών υποδομών αλλά και της σταθερότητας του εργασιακού περιβάλλοντος του ερευνητικού προσωπικού, σε συνδυασμό με τις επαναλαμβανόμενες αξιολογήσεις, να αναπτύξουν πολύτιμη τεχνογνωσία ώστε να υπάρχει διάρκεια στο ερευνητικό αποτέλεσμα - απαραίτητη προϋπόθεση για την αυξημένη προσέλκυση εξωτερικών χρηματοδοτήσεων από την ΕΕ και άλλους φορείς. 3. Σύμφωνα με τη διεθνή ερευνητική πολιτική, όλα τα κράτη διαθέτουν και χρηματοδοτούν δημόσια Ερευνητικά Κέντρα ειδικότερα σε θέματα εθνικής ασφάλειας, προστασίας περιβάλλοντος, δημόσιας υγείας, πολιτιστικής κληρονομιάς κ.α. 4. Η Έρευνα και η Καινοτομία ιδιαίτερα στις σημερινές εξαιρετικά δυσμενείς οικονομικές συνθήκες αποτελούν βασικό μοχλό ανάπτυξης και παρέχουν θέσεις εργασίας σε νέους επιστήμονες οι οποίοι θα έφευγαν από τη Χώρα λόγω της αυξανόμενης ανεργίας. 5. Ο Τακτικός Προϋπολογισμός των Ερευνητικών Κέντρων εδώ και μερικά χρόνια με δυσκολία καλύπτει τους μισθούς του μόνιμου προσωπικού. 6. Τα Ερευνητικά Κέντρα συνεισφέρουν στο κράτος οικονομικά μέσω των εισροών από τα ανταγωνιστικά προγράμματα, της προβολής της Χώρας στο εξωτερικό και της παροχής θέσεων εργασίας σε προσωπικό αυξημένων προσόντων. 7. Η πληρωμή των πολυάριθμων Επιστημονικών Συνεργατών καθώς και οι κάθε είδους λειτουργικές δαπάνες των Ερευνητικών Κέντρων, καλύπτονται από ερευνητικά προγράμματα είτε προγράμματα παροχής υπηρεσιών, τα οποία προτείνουν και διεκδικούν ανταγωνιστικά οι Ερευνητές. 8. Οι συνεχείς μειώσεις στο μισθολόγιο των ερευνητών έρχονται σε αντίφαση με το διακηρυγμένο στόχο του υπουργείου προς αύξηση της κρίσιμης μάζας ερευνητών με την προσέλκυση συναδέλφων από το εξωτερικό και δρουν ανασταλτικά και στο εσωτερικό της χώρας ενισχύοντας τη μαζική «μετανάστευση» ερευνητών στο εξωτερικό. Συνοψίζοντας, η ερευνητική κοινότητα του «Δ» δηλώνει πλήρως και απολύτως αντίθετη στη σχεδιαζόμενη υποβάθμιση του Δημόσιου και Ακαδημαϊκού χαρακτήρα της Έρευνας. Ο δημόσιος χαρακτήρας καθώς και η ακαδημαϊκή φυσιογνωμία της Έρευνας, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την Παιδεία και μαζί αποτελούν τους βασικούς μοχλούς αύξησης της διαθέσιμης γνώσης και ανόδου του πολιτισμικού και τεχνολογικού επιπέδου της Χώρας. Τέλος θα θέλαμε να τονίσουμε εκ νέου τις εκπεφρασμένες θέσεις του συνόλου των Ερευνητών του «Δ» που αφορούν στη: 1. Διατήρηση του θεσμικού πλαισίου του ΕΚΕΦΕ «Δ» ως ΝΠΔΔ 2. Εγγύηση μισθών και λειτουργικών δαπανών από τον Τακτικό Προϋπολογισμό όπως και στα ΑΕΙ 3. Ουσιαστική διαβούλευση με στόχο τη δημιουργία ενός ενιαίου παραγωγικού χώρου «Εκπαίδευσης – Έρευνας – Ανάπτυξης» με ισότιμη συμμετοχή των βασικών συντελεστών του. Για το Δ.Σ. του Σ.Ε.Δ. Η Πρόεδρος Μαρία Κωνσταντοπούλου Ο Γεν. Γραμματέας Νίκος Γλέζος