ΕΛΕ ΕΚΕΘΕ-Γνωμάτευση Νομικού για το άρθρο 8 του νέου Σχεδίου Νόμου για την Έρευνα
Δ Ι Κ Η Γ Ο Ρ Ι Κ Ο Γ Ρ Α Φ Ε Ι Ο
---------------------------------------
+ ΤΑΣΟΥ Δ. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
ΒΟΥΛΑΣ Τ. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
ΒΑΣΙΛΗ Τ. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
Πανεπιστημίου 56, Αθήναι
τηλ. 3819670, fax. 3304560
e-mail : bpap13@otenet.gr
ΣΥΝΤΟΜΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
Η συνολική αντιμετώπιση του θεσμού των ΕΛΕ από το νομοσχέδιο για την έρευνα, ανάπτυξη και τεχνολογία, παρουσιάζει σοβαρότατα συνταγματικά προβλήματα σε δύο επίπεδα, τα οποία έχουν ως ακολούθως:
Α - Η ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΤΟΥ ΘΕΣΜΟΥ ΤΩΝ ΕΛΕ ΕΙΝΑΙ ΑΜΦΙΒΟΛΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΟΣ, ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ ΕΑΝ ΑΦΟΡΑ ΜΟΝΟ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
Ο θεσμός των ΕΛΕ προεβλέφθη ήδη από τον αρχικό ερευνητικό Ν. 1514/1985 (άρθρο 20 παρ. 1 και 3), με σκοπό την επιτέλεση έργου εφαρμοσμένης έρευνας, οι δε επιμέρους σχέσεις του προσωπικού με τα Ερευνητικά Κέντρα οργανώθηκαν με έννομες σχέσεις δημοσίου δικαίου, σε νομίμως συνεστημένες προς τούτο οργανικές θέσεις.
Συνεπώς το εν λόγω προσωπικό απολαμβάνει ευθέως της πλήρους προστασίας της μονιμότητος των δημοσίων υπαλλήλων του άρθρου 103 του Συντάγματος και επιπροσθέτως, τίθεται υπό την προστασία του άρθρου 16 παρ. 1 του Συντάγματος ως προσωπικό επιστημονικού και τεχνολογικού ερευνητικού χαρακτήρα [1] το οποίο συμμετέχει και αυτό μαζί με τους ερευνητές στην ερευνητική διαδικασία.
Β - Η ΤΥΧΟΝ ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΟΥ ΘΕΣΜΟΥ ΤΩΝ ΕΛΕ ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΣΥΝΟΔΕΥΕΤΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΩΣ ΑΠΟ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ, ΠΟΥ ΘΑ ΕΞΑΣΦΑΛΙΖΟΥΝ ΠΛΗΡΩΣ ΤΟ ΥΠΑΡΧΟΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ
Η υποχρέωση αυτή έχει συνταγματικό χαρακτήρα και βασίζεται στις ακόλουθες αρχές.
Από τη συνταγματική αρχή της μονιμότητος απορρέει θεμελιώδης κανόνας βάσει του οποίου οι υπάλληλοι αυτοί έχουν νόμιμη προσδοκία για τη διατήρηση των θέσεών τους.
Εάν οι θέσεις καταργηθούν, πλην όμως το αντικείμενο και η δραστηριότητα των ΕΛΕ παραμείνει, τότε και πάλι το υπάρχον προσωπικό προστατεύεται και δεν είναι δυνατόν να απολυθεί [2]. Η δε απορρόφησή του από το νέο οργανόγραμμα θα πρέπει να γίνει με ειδικές μεταβατικές διατάξεις στο πλαίσιο του ιδίου νομοθετήματος που θα προβλέπουν ότι το υπηρετούν προσωπικό των ΕΛΕ παραμένει σε προσωποπαγείς οργανικές θέσεις μέχρι τη λήξη της θητείας τους.
Επισημαίνεται ότι παγίως ο νομοθέτης όταν καταργεί οργανικές θέσεις για διαφόρους λόγους, μεταξύ των οποίων και η αναδιάρθρωση υπηρεσιών, λαμβάνει κατά παράδοσιν ειδική μέριμνα για ένταξη των υπαλλήλων των οποίων οι θέσεις καταργούνταν, στις νέες θέσεις που δημιουργούνταν. Τέτοιου είδους μεταβατικές διατάξεις θέσπιζε πάντοτε ο Νομοθέτης σε ανάλογες περιπτώσεις. Όλως ενδεικτικά αναφέρουμε τη διάταξη του άρθρου 15 Ν. 230/1975 (διασφάλιση του προσωπικού κατά τη μετατροπή του παλαιού ΝΠΔΔ ΕΙΡΤ σε ΕΡΤ), καθώς και τη διάταξη του άρθρου 38 του ΠΔ 414/1998 (διασφάλιση του προσωπικού κατά τη μετατροπή του ΟΣΚ)[3] .
Όταν καταργείται μία οργανική θέση ή μια σειρά οργανικών θέσεων ενός κλάδου, πλην όμως δεν καταργείται η δραστηριότητα που ασκείται από τον οικείο κλάδο, γίνεται παγίως δεκτό ότι εξακολουθεί να ισχύει η συνταγματικώς προστατευόμενη μονιμότητα του υπαλλήλου (ΣΤΕ 434/1952). Αυτό αποτελούσε πάντοτε μια πάγια πρακτική, η οποία λειτουργούσε ως έμπρακτη ερμηνεία της συνταγματικής εγγύησης της μονιμότητας και αποτέλεσε τη βάση για τη θεμελίωση ενός συνταγματικού πλέον δικαιώματος των δημοσίων υπαλλήλων στη μονιμότητα.
Η ίδια υποχρέωση θεσπίσεως μεταβατικών διατάξεων σαφώς προκύπτει και από τη συνταγματική αρχή της προστασίας της εμπιστοσύνης του διοικουμένου που κατοχυρώνεται στη συνταγματική αρχή του Κράτους Δικαίου [4].
ΣΥΝΕΠΩΣ, Η ΟΠΟΙΑ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΣΥΝΟΔΕΥΕΤΑΙ ΑΠΟ ΡΗΤΕΣ, ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΣ ΚΑΙ ΣΑΦΕΙΣ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ, ΟΙ ΟΠΟΙΕΣ ΘΑ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΥΝ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΠΟΥ ΗΔΗ ΥΠΗΡΕΤΕΙ ΩΣ ΕΛΕ, ΕΤΣΙ ΩΣΤΕ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΑΥΤΟ ΕΙΤΕ ΝΑ ΕΝΤΑΣΣΕΤΑΙ ΣΕ ΝΕΕΣ ΒΑΘΜΙΔΕΣ ΕΡΕΥΝΗΤΩΝ, ΕΙΤΕ ΝΑ ΔΙΑΤΗΡΕΙΤΑΙ ΣΕ ΠΡΩΠΟΠΟΠΑΓΕΙΣ ΘΕΣΕΙΣ ΕΛΕ, ΧΩΡΙΣ ΑΛΛΑΓΗ ΣΤΗΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΗ ΤΟΥ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ.
Η απλή εξαγγελία της ένταξης των υπαρχόντων ΕΛΕ στις βαθμίδες Β΄και Γ’ των ερευνητών κρίνεται ως ΑΝΕΠΑΡΚΗΣ. Και τούτο διότι:
(α) από το υπάρχον προσωπικό ΕΛΕ, πολλοί έχουν εδώ και χρόνια ενταχθεί στη βαθμίδα Α’ των ΕΛΕ (σύμφωνα με τα κριτήρια του άρθρου 19 του Π.Δ. 343/1986, ΦΕΚ 151/3.10.1986 τεύχος πρώτο και του άρθρου 4 του Ν. 2919/2001, ΦΕΚ 128/25.6.2001), η οποία απαιτεί αντίστοιχα προσόντα με την Α’ βαθμίδα ερευνητών (όπως αυτά ορίζονται με το άρθρο 8 του Ν. 2919/2001, ΦΕΚ 128/25.6.2001), και ως εκ τούτου συνοδεύεται από υψηλότερες αποδοχές συγκριτικά με τις βαθμίδες Β’ και Γ’ ερευνητών,
(β) δεν ορίζονται από το προσχέδιο τα κριτήρια ένταξης στις βαθμίδες ερευνητών και
(γ) δεν προβλέπεται τι θα γίνει σε περίπτωση που κάποιος ΕΛΕ δεν κριθεί για ένταξη στις εν λόγω βαθμίδες ερευνητών.
Το σχέδιο νόμου που προβλέπει απλώς ως ‘’δυνατότητα’’ την ένταξη των υπαρχόντων ΕΛΕ στις βαθμίδες Β΄ και Γ’, αφήνει έναν κακόπιστο ερμηνευτή να υποθέσει ότι όσοι εκ των ΕΛΕ δεν κριθούν τελικώς προς ένταξη ενδεχομένως και να απολυθούν. Μια τέτοια ρύθμιση θα αντίκειται ευθέως στις προμνημονευθείσες συνταγματικές αρχές. Οποιοδήποτε ενδεχόμενο απολύσεως των υπηρετούντων ΕΛΕ θα ήταν αντισυνταγματικό.
Σε περίπτωση κατά την οποία το νομοσχέδιο δεν διαλάβει ειδικές μεταβατικές διατάξεις που να εξασφαλίζουν πλήρως το υπάρχον υπηρετούν προσωπικό των ΕΛΕ, τότε ο νόμος θα είναι κατά το σκέλος αυτό αντισυνταγματικός και θα δημιουργηθούν προβλήματα από δικαστικές διεκδικήσεις, που θα έχουν σοβαρή επίπτωση στην εύρυθμη λειτουργία των Ερευνητικών Κέντρων.
Υπό τα δεδομένα αυτά, το προσωπικό των ΕΛΕ νομίμως ζητεί
ΝΑ ΔΙΑΤΗΡΗΘΕΙ Ο ΘΕΣΜΟΣ ΤΩΝ ΕΛΕ ΚΑΙ ΝΑ ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΕΙ ΤΙΣ ΝΕΕΣ ΒΑΘΜΙΔΕΣ ΤΩΝ ΕΡΕΥΝΗΤΩΝ.
ΣΕ ΑΝΤΙΘΕΤΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ, ΝΑ ΣΥΜΠΕΡΙΛΗΦΘΕΙ ΜΕ ΣΑΦΗΝΕΙΑ, ΣΕ ΣΧΕΤΙΚΟ ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ ΥΠΟ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΣΧΕΔΙΟΥ ΝΟΜΟΥ ΕΙΔΙΚΗ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΗ ΔΙΑΤΑΞΗ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΤΗΡΗΣΗ ΤΩΝ ΗΔΗ ΥΠΗΡΕΤΟΥΝΤΩΝ ΕΛΕ ΣΤΙΣ ΘΕΣΕΙΣ ΠΟΥ ΚΑΤΕΧΟΥΝ, ΩΣ ΠΡΟΣΩΠΟΠΑΓΕΙΣ ΟΡΓΑΝΙΚΕΣ ΘΕΣΕΙΣ, ΜΕ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΕΞΕΛΙΞΗΣ ΣΕ ΥΨΗΛΟΤΕΡΗ ΒΑΘΜΙΔΑ, ΒΑΣΕΙ ΤΟΥ ΠΡΟΪΣΧΥΟΝΤΟΣ ΚΑΘΕΣΤΩΤΟΣ.
ΕΠΙΠΛΕΟΝ ΚΑΙ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΩΣ, ΝΑ ΔΙΝΕΤΑΙ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΩΣ Η ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΕΝΤΑΞΗΣ ΤΟΥΣ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΚΡΙΣΗ ΣΕ ΘΕΣΕΙΣ ΕΡΕΥΝΗΤΩΝ ΜΕ ΕΙΔΙΚΑ ΠΡΟΣΟΝΤΑ (Π.Χ. ΧΩΡΙΣ ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΟ ΔΙΠΛΩΜΑ), ΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΣ ΥΠΟΨΗ ΤΗΝ ΠΟΛΥΕΤΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΟΥΣ ΚΑΙ ΤΗ ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΩΝ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΩΝ ΚΕΝΤΡΩΝ, ΟΠΩΣ ΑΥΤΟ ΘΑ ΟΡΙΖΕΤΑΙ ΣΤΟΝ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΟΥ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ ΠΟΥ ΑΝΗΚΟΥΝ.
Αθήνα, την 20η Ιανουαρίου 2012
Ο Γνωμοδοτών Δικηγόρος
Βασίλειος Παπαδημητρίου
Δικηγόρος
ΑΜ ΔΣΑ 16908
DEA droit public interne
Université PARIS 1, Panthéon-Sorbonne
Πανεπιστημίου 56, ΑΘΗΝΑΙ
τηλ. 3819670, 3304560
[1] Η έννοια του τακτικού δημοσίου υπαλλήλου και του μονίμου δημοσίου υπαλλήλου είναι σύμφωνα με την αδιαμφισβήτητη και ομόφωνη γνώμη της θεωρίας και της νομολογίας ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΤΑΥΤΟΣΗΜΕΣ. Τακτικός δημόσιος υπάλληλος είναι ο μόνιμος δημόσιος υπάλληλος. Η έννοια του τακτικού ή μονίμου δημοσίου υπαλλήλου αντιδιαστέλλεται με τους εκτάκτους υπαλλήλους και εν γένει με το προσωπικό που κατέχει θέσεις ιδιωτικού δικαίου ορισμένου ή αορίστου χρόνου. Οι υπάλληλοι των ΝΠΔΔ, όπως οι ΕΛΕ, που κατέχουν οργανικές θέσεις, απολαμβάνουν της συνταγματικής μονιμότητος του άρθρου 103 του Συντάγματος και δεν είναι δυνατόν να απολύονται αμέσως ή εμμέσως. Σε περίπτωση δε που ο Νομοθέτης θελήσει να καταργήσει τους ΕΛΕ ως θεσμό, η οικεία νομοθετική ρύθμιση θα αφορά μόνο το μέλλον και δεν είναι δυνατόν να καταλάβει τους ήδη υπηρετούντες. Και τούτο διότι η δραστηριότητα που επιτελούν οι ΕΛΕ, ήτοι η εφαρμοσμένη έρευνα δεν καταργείται, αλλά εξακολουθεί να ασκείται από τα Ερευνητικά Κέντρα. Συνεπώς δεν είναι δυνατόν υπό το πρόσχημα της κατάργησης του θεσμού των ΕΛΕ να απολυθεί το ήδη υπηρετούν προσωπικό. Οράτε Τάχου, Ερμηνεία ΥΚ εκδ. 2007 Σάκκουλας, σελ. 79 και 476.
[2] Οράτε Τάχου, Ερμηνεία ΥΚ εκδ. 2007 Σάκκουλας, σελ. 476 και ΣτΕ 527/1955
[3] Από τα άπειρα νομοθετικά παραδείγματα, αναφέρουμε τελείως επιγραμματικά τα ακόλουθα :
Όταν έγινε η αναδιάρθρωση της δημόσιας τηλεόρασης και η μετατροπή του παλαιού ΕΙΡΤ δε ΕΡΤ, προεβλέφθη ρητώς (άρθρο 15 Ν. 230/1975) ότι ‘’1. α) `Αμα τη ενάρξει της ισχύος του παρόντος άπαν το προσωπικόν του καταργουμένου Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας Τηλεοράσεως (Ε.Ι.Ρ.Τ.) μόνιμον, έκτακτον ή επί συμβάσει ως και το επί οιαδήποτε σχέσει εργασίας τελούν μετά του Ε.Ι.Ρ.Τ., μεταφέρεται εις την Ε.Ρ.Τ. θεωρείται ως ίδιον αυτής προσωπικόν και συνεχίζει παρέχον τας υπηρεσίας του εις αυτήν. β) Οι μόνιμοι υπάλληλοι του Ε.Ι.Ρ.Τ. εξακολουθούν μέχρι της εντάξεώς των εις την νέαν διάρθρωσιν της Ε.Ρ.Τ., να διέπωνται υπό του Υπαλληλικού Κώδικος ως εκάστοτε ισχύει διά τους υπαλλήλους Ν.Π.Δ.Δ διατηρούντες την μονιμότητά των………….. ‘’.4. Προσωπικόν μη εντασσόμενον εις οργανικάς θέσεις παραμένει ως υπεράριθμον και καταλαμβάνει, αποφάσει του Διοικητικού Συμβουλίου τας εκάστοτε κενουμένας θέσεις΄΄.
Επίσης, όταν έγινε η αναδιάρθρωση του ΟΣΚ, προεβλέφθη ειδική μεταβατική διάταξη για το ήδη υπηρετούν μόνιμο προσωπικό (άρθρο 38 ΠΔ 414/1998), σύμφωνα με την οποία ‘’1. Το μόνιμο προσωπικό του ΟΣΚ, που κατά τη δημοσίευση του παρόντος υπηρετεί με σχέση δημοσίου δικαίου, μεταφέρεται σε αντίστοιχες προσωποπαγείς θέσεις που θα συσταθούν με τον κατά την παρ. 2 του άρθρου 35 του παρόντος Κανονισμού Εσωτερικής Οργάνωσης και Λειτουργίας, ο οποίος ρυθμίζει όλες τις υπηρεσιακές μεταβολές και δικαιώματα του προσωπικού αυτού’’.
[4] Οράτε ΠΕ ΣτΕ 106/2005, καθώς και ΠΕ ΣτΕ 703/1990 (Διοικ. Δικ. 1991, σελ. 379 επ.) όπου εκρίθησαν τα ακόλουθα :
‘’ ...... Μολονότι μη θεσπιζομένη στο Σύνταγμα, με ρητή διάταξη, η αρχή της προστατευομένης εμπιστοσύνης του πολίτη προς το Κράτος, που υποχρεώνει τον κοινό νομοθέτη στην τήρηση των δεσμεύσεων που έχει αναλάβει, αποτελεί η αρχή αυτή (της εμπιστοσύνης), αναγκαία και κύρια λογική συνέπεια της θεμελιώδους αρχής του κράτους-δικαίου, η οποία επίσης δεν θεσπίζεται στο Σύνταγμα με ρητή διάταξη του ισχύοντος Συντάγματος, αλλά συνάγεται από πλείστες διατάξεις αυτού και δη από τα άρθρα 1 παρ. 3, 4-25, 26, 87, 93, 94. 95 αυτού.
Επομένως, η αρχή της προστασίας της εμπιστοσύνης του πολίτη προς το Κράτος, η οποία, σημειωτέον, αναγνωρίζεται και από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, έχει στη χώρα μας συνταγματική ισχύ και συνεπώς δεσμεύει το Νομοθέτη, του οποίου οι πράξεις υπόκεινται στο δικαστικό έλεγχο και από της απόψεως της τηρήσεως της αρχής αυτής.
Κατά συνέπεια, είναι ανίσχυρες, ως αντικείμενες στην αρχή αυτή οι ρήτρες του Ν. 1892/1990 (αρθρο 90 αρ. 3), διότι οι σπουδαστές του διπλωματικού τμήματος της ΕΣΔΑ, τους οποίους κατέλαβε φοιτώντας ο νόμος αυτός όταν κατήργησε το τμήμα διπλωματικής Κατεύθυνσης, δέον να αφεθούν να ολοκληρώσουν την φοίτησή των και να αποφοιτήσουν βάσει του εκπαιδευτικού καθεστώτος στο οποίο απέβλεψαν με εμπιστοσύνη, όταν μετέσχον του διαγωνισμού που προκήρυξε και εγγυήθηκε το Κράτος.
Οι ανωτέρω διατάξεις αντίκεινται και στο άρθρο 103 του Συντάγματος, δεδομένου ότι οι δόκιμοι και υπό εκπαίδευση δημόσιοι υπάλληλοι, εισερχόμενοι κατόπιν διαγωνισμού και υφιστάμενοι περαιτέρω εκπαίδευση ορισμένου χρόνου, απολαμβάνουν της αυτής συνταγματικής προστασίας με τους μόνιμους. Η εν εκπαιδεύσει διανυόμενη υπηρεσία των σπουδαστών της ΕΣΔΑ είναι προστατευτέα εκ του Συντάγματος. Κατά συνέπεια, εφ’όσον οι θέσεις τους διατηρούνται πρέπει πάντοτε να αναγνωρίζεται και να διατηρείται η έννομος συνέπεια της εκπαιδεύσεως, την οποίαν άρχισαν’’.
ΕΛΕ ΕΚΕΘΕ-Γνωμάτευση Νομικού για το άρθρο 8 του νέου Σχεδίου Νόμου για την Έρευνα Δ Ι Κ Η Γ Ο Ρ Ι Κ Ο Γ Ρ Α Φ Ε Ι Ο --------------------------------------- + ΤΑΣΟΥ Δ. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΒΟΥΛΑΣ Τ. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΒΑΣΙΛΗ Τ. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Πανεπιστημίου 56, Αθήναι τηλ. 3819670, fax. 3304560 e-mail : bpap13@otenet.gr ΣΥΝΤΟΜΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ Η συνολική αντιμετώπιση του θεσμού των ΕΛΕ από το νομοσχέδιο για την έρευνα, ανάπτυξη και τεχνολογία, παρουσιάζει σοβαρότατα συνταγματικά προβλήματα σε δύο επίπεδα, τα οποία έχουν ως ακολούθως: Α - Η ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΤΟΥ ΘΕΣΜΟΥ ΤΩΝ ΕΛΕ ΕΙΝΑΙ ΑΜΦΙΒΟΛΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΟΣ, ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ ΕΑΝ ΑΦΟΡΑ ΜΟΝΟ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ Ο θεσμός των ΕΛΕ προεβλέφθη ήδη από τον αρχικό ερευνητικό Ν. 1514/1985 (άρθρο 20 παρ. 1 και 3), με σκοπό την επιτέλεση έργου εφαρμοσμένης έρευνας, οι δε επιμέρους σχέσεις του προσωπικού με τα Ερευνητικά Κέντρα οργανώθηκαν με έννομες σχέσεις δημοσίου δικαίου, σε νομίμως συνεστημένες προς τούτο οργανικές θέσεις. Συνεπώς το εν λόγω προσωπικό απολαμβάνει ευθέως της πλήρους προστασίας της μονιμότητος των δημοσίων υπαλλήλων του άρθρου 103 του Συντάγματος και επιπροσθέτως, τίθεται υπό την προστασία του άρθρου 16 παρ. 1 του Συντάγματος ως προσωπικό επιστημονικού και τεχνολογικού ερευνητικού χαρακτήρα [1] το οποίο συμμετέχει και αυτό μαζί με τους ερευνητές στην ερευνητική διαδικασία. Β - Η ΤΥΧΟΝ ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΟΥ ΘΕΣΜΟΥ ΤΩΝ ΕΛΕ ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΣΥΝΟΔΕΥΕΤΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΩΣ ΑΠΟ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ, ΠΟΥ ΘΑ ΕΞΑΣΦΑΛΙΖΟΥΝ ΠΛΗΡΩΣ ΤΟ ΥΠΑΡΧΟΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ Η υποχρέωση αυτή έχει συνταγματικό χαρακτήρα και βασίζεται στις ακόλουθες αρχές. Από τη συνταγματική αρχή της μονιμότητος απορρέει θεμελιώδης κανόνας βάσει του οποίου οι υπάλληλοι αυτοί έχουν νόμιμη προσδοκία για τη διατήρηση των θέσεών τους. Εάν οι θέσεις καταργηθούν, πλην όμως το αντικείμενο και η δραστηριότητα των ΕΛΕ παραμείνει, τότε και πάλι το υπάρχον προσωπικό προστατεύεται και δεν είναι δυνατόν να απολυθεί [2]. Η δε απορρόφησή του από το νέο οργανόγραμμα θα πρέπει να γίνει με ειδικές μεταβατικές διατάξεις στο πλαίσιο του ιδίου νομοθετήματος που θα προβλέπουν ότι το υπηρετούν προσωπικό των ΕΛΕ παραμένει σε προσωποπαγείς οργανικές θέσεις μέχρι τη λήξη της θητείας τους. Επισημαίνεται ότι παγίως ο νομοθέτης όταν καταργεί οργανικές θέσεις για διαφόρους λόγους, μεταξύ των οποίων και η αναδιάρθρωση υπηρεσιών, λαμβάνει κατά παράδοσιν ειδική μέριμνα για ένταξη των υπαλλήλων των οποίων οι θέσεις καταργούνταν, στις νέες θέσεις που δημιουργούνταν. Τέτοιου είδους μεταβατικές διατάξεις θέσπιζε πάντοτε ο Νομοθέτης σε ανάλογες περιπτώσεις. Όλως ενδεικτικά αναφέρουμε τη διάταξη του άρθρου 15 Ν. 230/1975 (διασφάλιση του προσωπικού κατά τη μετατροπή του παλαιού ΝΠΔΔ ΕΙΡΤ σε ΕΡΤ), καθώς και τη διάταξη του άρθρου 38 του ΠΔ 414/1998 (διασφάλιση του προσωπικού κατά τη μετατροπή του ΟΣΚ)[3] . Όταν καταργείται μία οργανική θέση ή μια σειρά οργανικών θέσεων ενός κλάδου, πλην όμως δεν καταργείται η δραστηριότητα που ασκείται από τον οικείο κλάδο, γίνεται παγίως δεκτό ότι εξακολουθεί να ισχύει η συνταγματικώς προστατευόμενη μονιμότητα του υπαλλήλου (ΣΤΕ 434/1952). Αυτό αποτελούσε πάντοτε μια πάγια πρακτική, η οποία λειτουργούσε ως έμπρακτη ερμηνεία της συνταγματικής εγγύησης της μονιμότητας και αποτέλεσε τη βάση για τη θεμελίωση ενός συνταγματικού πλέον δικαιώματος των δημοσίων υπαλλήλων στη μονιμότητα. Η ίδια υποχρέωση θεσπίσεως μεταβατικών διατάξεων σαφώς προκύπτει και από τη συνταγματική αρχή της προστασίας της εμπιστοσύνης του διοικουμένου που κατοχυρώνεται στη συνταγματική αρχή του Κράτους Δικαίου [4]. ΣΥΝΕΠΩΣ, Η ΟΠΟΙΑ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΣΥΝΟΔΕΥΕΤΑΙ ΑΠΟ ΡΗΤΕΣ, ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΣ ΚΑΙ ΣΑΦΕΙΣ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ, ΟΙ ΟΠΟΙΕΣ ΘΑ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΥΝ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΠΟΥ ΗΔΗ ΥΠΗΡΕΤΕΙ ΩΣ ΕΛΕ, ΕΤΣΙ ΩΣΤΕ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΑΥΤΟ ΕΙΤΕ ΝΑ ΕΝΤΑΣΣΕΤΑΙ ΣΕ ΝΕΕΣ ΒΑΘΜΙΔΕΣ ΕΡΕΥΝΗΤΩΝ, ΕΙΤΕ ΝΑ ΔΙΑΤΗΡΕΙΤΑΙ ΣΕ ΠΡΩΠΟΠΟΠΑΓΕΙΣ ΘΕΣΕΙΣ ΕΛΕ, ΧΩΡΙΣ ΑΛΛΑΓΗ ΣΤΗΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΗ ΤΟΥ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ. Η απλή εξαγγελία της ένταξης των υπαρχόντων ΕΛΕ στις βαθμίδες Β΄και Γ’ των ερευνητών κρίνεται ως ΑΝΕΠΑΡΚΗΣ. Και τούτο διότι: (α) από το υπάρχον προσωπικό ΕΛΕ, πολλοί έχουν εδώ και χρόνια ενταχθεί στη βαθμίδα Α’ των ΕΛΕ (σύμφωνα με τα κριτήρια του άρθρου 19 του Π.Δ. 343/1986, ΦΕΚ 151/3.10.1986 τεύχος πρώτο και του άρθρου 4 του Ν. 2919/2001, ΦΕΚ 128/25.6.2001), η οποία απαιτεί αντίστοιχα προσόντα με την Α’ βαθμίδα ερευνητών (όπως αυτά ορίζονται με το άρθρο 8 του Ν. 2919/2001, ΦΕΚ 128/25.6.2001), και ως εκ τούτου συνοδεύεται από υψηλότερες αποδοχές συγκριτικά με τις βαθμίδες Β’ και Γ’ ερευνητών, (β) δεν ορίζονται από το προσχέδιο τα κριτήρια ένταξης στις βαθμίδες ερευνητών και (γ) δεν προβλέπεται τι θα γίνει σε περίπτωση που κάποιος ΕΛΕ δεν κριθεί για ένταξη στις εν λόγω βαθμίδες ερευνητών. Το σχέδιο νόμου που προβλέπει απλώς ως ‘’δυνατότητα’’ την ένταξη των υπαρχόντων ΕΛΕ στις βαθμίδες Β΄ και Γ’, αφήνει έναν κακόπιστο ερμηνευτή να υποθέσει ότι όσοι εκ των ΕΛΕ δεν κριθούν τελικώς προς ένταξη ενδεχομένως και να απολυθούν. Μια τέτοια ρύθμιση θα αντίκειται ευθέως στις προμνημονευθείσες συνταγματικές αρχές. Οποιοδήποτε ενδεχόμενο απολύσεως των υπηρετούντων ΕΛΕ θα ήταν αντισυνταγματικό. Σε περίπτωση κατά την οποία το νομοσχέδιο δεν διαλάβει ειδικές μεταβατικές διατάξεις που να εξασφαλίζουν πλήρως το υπάρχον υπηρετούν προσωπικό των ΕΛΕ, τότε ο νόμος θα είναι κατά το σκέλος αυτό αντισυνταγματικός και θα δημιουργηθούν προβλήματα από δικαστικές διεκδικήσεις, που θα έχουν σοβαρή επίπτωση στην εύρυθμη λειτουργία των Ερευνητικών Κέντρων. Υπό τα δεδομένα αυτά, το προσωπικό των ΕΛΕ νομίμως ζητεί ΝΑ ΔΙΑΤΗΡΗΘΕΙ Ο ΘΕΣΜΟΣ ΤΩΝ ΕΛΕ ΚΑΙ ΝΑ ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΕΙ ΤΙΣ ΝΕΕΣ ΒΑΘΜΙΔΕΣ ΤΩΝ ΕΡΕΥΝΗΤΩΝ. ΣΕ ΑΝΤΙΘΕΤΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ, ΝΑ ΣΥΜΠΕΡΙΛΗΦΘΕΙ ΜΕ ΣΑΦΗΝΕΙΑ, ΣΕ ΣΧΕΤΙΚΟ ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ ΥΠΟ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΣΧΕΔΙΟΥ ΝΟΜΟΥ ΕΙΔΙΚΗ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΗ ΔΙΑΤΑΞΗ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΤΗΡΗΣΗ ΤΩΝ ΗΔΗ ΥΠΗΡΕΤΟΥΝΤΩΝ ΕΛΕ ΣΤΙΣ ΘΕΣΕΙΣ ΠΟΥ ΚΑΤΕΧΟΥΝ, ΩΣ ΠΡΟΣΩΠΟΠΑΓΕΙΣ ΟΡΓΑΝΙΚΕΣ ΘΕΣΕΙΣ, ΜΕ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΕΞΕΛΙΞΗΣ ΣΕ ΥΨΗΛΟΤΕΡΗ ΒΑΘΜΙΔΑ, ΒΑΣΕΙ ΤΟΥ ΠΡΟΪΣΧΥΟΝΤΟΣ ΚΑΘΕΣΤΩΤΟΣ. ΕΠΙΠΛΕΟΝ ΚΑΙ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΩΣ, ΝΑ ΔΙΝΕΤΑΙ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΩΣ Η ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΕΝΤΑΞΗΣ ΤΟΥΣ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΚΡΙΣΗ ΣΕ ΘΕΣΕΙΣ ΕΡΕΥΝΗΤΩΝ ΜΕ ΕΙΔΙΚΑ ΠΡΟΣΟΝΤΑ (Π.Χ. ΧΩΡΙΣ ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΟ ΔΙΠΛΩΜΑ), ΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΣ ΥΠΟΨΗ ΤΗΝ ΠΟΛΥΕΤΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΟΥΣ ΚΑΙ ΤΗ ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΩΝ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΩΝ ΚΕΝΤΡΩΝ, ΟΠΩΣ ΑΥΤΟ ΘΑ ΟΡΙΖΕΤΑΙ ΣΤΟΝ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΟΥ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ ΠΟΥ ΑΝΗΚΟΥΝ. Αθήνα, την 20η Ιανουαρίου 2012 Ο Γνωμοδοτών Δικηγόρος Βασίλειος Παπαδημητρίου Δικηγόρος ΑΜ ΔΣΑ 16908 DEA droit public interne Université PARIS 1, Panthéon-Sorbonne Πανεπιστημίου 56, ΑΘΗΝΑΙ τηλ. 3819670, 3304560 [1] Η έννοια του τακτικού δημοσίου υπαλλήλου και του μονίμου δημοσίου υπαλλήλου είναι σύμφωνα με την αδιαμφισβήτητη και ομόφωνη γνώμη της θεωρίας και της νομολογίας ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΤΑΥΤΟΣΗΜΕΣ. Τακτικός δημόσιος υπάλληλος είναι ο μόνιμος δημόσιος υπάλληλος. Η έννοια του τακτικού ή μονίμου δημοσίου υπαλλήλου αντιδιαστέλλεται με τους εκτάκτους υπαλλήλους και εν γένει με το προσωπικό που κατέχει θέσεις ιδιωτικού δικαίου ορισμένου ή αορίστου χρόνου. Οι υπάλληλοι των ΝΠΔΔ, όπως οι ΕΛΕ, που κατέχουν οργανικές θέσεις, απολαμβάνουν της συνταγματικής μονιμότητος του άρθρου 103 του Συντάγματος και δεν είναι δυνατόν να απολύονται αμέσως ή εμμέσως. Σε περίπτωση δε που ο Νομοθέτης θελήσει να καταργήσει τους ΕΛΕ ως θεσμό, η οικεία νομοθετική ρύθμιση θα αφορά μόνο το μέλλον και δεν είναι δυνατόν να καταλάβει τους ήδη υπηρετούντες. Και τούτο διότι η δραστηριότητα που επιτελούν οι ΕΛΕ, ήτοι η εφαρμοσμένη έρευνα δεν καταργείται, αλλά εξακολουθεί να ασκείται από τα Ερευνητικά Κέντρα. Συνεπώς δεν είναι δυνατόν υπό το πρόσχημα της κατάργησης του θεσμού των ΕΛΕ να απολυθεί το ήδη υπηρετούν προσωπικό. Οράτε Τάχου, Ερμηνεία ΥΚ εκδ. 2007 Σάκκουλας, σελ. 79 και 476. [2] Οράτε Τάχου, Ερμηνεία ΥΚ εκδ. 2007 Σάκκουλας, σελ. 476 και ΣτΕ 527/1955 [3] Από τα άπειρα νομοθετικά παραδείγματα, αναφέρουμε τελείως επιγραμματικά τα ακόλουθα : Όταν έγινε η αναδιάρθρωση της δημόσιας τηλεόρασης και η μετατροπή του παλαιού ΕΙΡΤ δε ΕΡΤ, προεβλέφθη ρητώς (άρθρο 15 Ν. 230/1975) ότι ‘’1. α) `Αμα τη ενάρξει της ισχύος του παρόντος άπαν το προσωπικόν του καταργουμένου Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας Τηλεοράσεως (Ε.Ι.Ρ.Τ.) μόνιμον, έκτακτον ή επί συμβάσει ως και το επί οιαδήποτε σχέσει εργασίας τελούν μετά του Ε.Ι.Ρ.Τ., μεταφέρεται εις την Ε.Ρ.Τ. θεωρείται ως ίδιον αυτής προσωπικόν και συνεχίζει παρέχον τας υπηρεσίας του εις αυτήν. β) Οι μόνιμοι υπάλληλοι του Ε.Ι.Ρ.Τ. εξακολουθούν μέχρι της εντάξεώς των εις την νέαν διάρθρωσιν της Ε.Ρ.Τ., να διέπωνται υπό του Υπαλληλικού Κώδικος ως εκάστοτε ισχύει διά τους υπαλλήλους Ν.Π.Δ.Δ διατηρούντες την μονιμότητά των………….. ‘’.4. Προσωπικόν μη εντασσόμενον εις οργανικάς θέσεις παραμένει ως υπεράριθμον και καταλαμβάνει, αποφάσει του Διοικητικού Συμβουλίου τας εκάστοτε κενουμένας θέσεις΄΄. Επίσης, όταν έγινε η αναδιάρθρωση του ΟΣΚ, προεβλέφθη ειδική μεταβατική διάταξη για το ήδη υπηρετούν μόνιμο προσωπικό (άρθρο 38 ΠΔ 414/1998), σύμφωνα με την οποία ‘’1. Το μόνιμο προσωπικό του ΟΣΚ, που κατά τη δημοσίευση του παρόντος υπηρετεί με σχέση δημοσίου δικαίου, μεταφέρεται σε αντίστοιχες προσωποπαγείς θέσεις που θα συσταθούν με τον κατά την παρ. 2 του άρθρου 35 του παρόντος Κανονισμού Εσωτερικής Οργάνωσης και Λειτουργίας, ο οποίος ρυθμίζει όλες τις υπηρεσιακές μεταβολές και δικαιώματα του προσωπικού αυτού’’. [4] Οράτε ΠΕ ΣτΕ 106/2005, καθώς και ΠΕ ΣτΕ 703/1990 (Διοικ. Δικ. 1991, σελ. 379 επ.) όπου εκρίθησαν τα ακόλουθα : ‘’ ...... Μολονότι μη θεσπιζομένη στο Σύνταγμα, με ρητή διάταξη, η αρχή της προστατευομένης εμπιστοσύνης του πολίτη προς το Κράτος, που υποχρεώνει τον κοινό νομοθέτη στην τήρηση των δεσμεύσεων που έχει αναλάβει, αποτελεί η αρχή αυτή (της εμπιστοσύνης), αναγκαία και κύρια λογική συνέπεια της θεμελιώδους αρχής του κράτους-δικαίου, η οποία επίσης δεν θεσπίζεται στο Σύνταγμα με ρητή διάταξη του ισχύοντος Συντάγματος, αλλά συνάγεται από πλείστες διατάξεις αυτού και δη από τα άρθρα 1 παρ. 3, 4-25, 26, 87, 93, 94. 95 αυτού. Επομένως, η αρχή της προστασίας της εμπιστοσύνης του πολίτη προς το Κράτος, η οποία, σημειωτέον, αναγνωρίζεται και από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, έχει στη χώρα μας συνταγματική ισχύ και συνεπώς δεσμεύει το Νομοθέτη, του οποίου οι πράξεις υπόκεινται στο δικαστικό έλεγχο και από της απόψεως της τηρήσεως της αρχής αυτής. Κατά συνέπεια, είναι ανίσχυρες, ως αντικείμενες στην αρχή αυτή οι ρήτρες του Ν. 1892/1990 (αρθρο 90 αρ. 3), διότι οι σπουδαστές του διπλωματικού τμήματος της ΕΣΔΑ, τους οποίους κατέλαβε φοιτώντας ο νόμος αυτός όταν κατήργησε το τμήμα διπλωματικής Κατεύθυνσης, δέον να αφεθούν να ολοκληρώσουν την φοίτησή των και να αποφοιτήσουν βάσει του εκπαιδευτικού καθεστώτος στο οποίο απέβλεψαν με εμπιστοσύνη, όταν μετέσχον του διαγωνισμού που προκήρυξε και εγγυήθηκε το Κράτος. Οι ανωτέρω διατάξεις αντίκεινται και στο άρθρο 103 του Συντάγματος, δεδομένου ότι οι δόκιμοι και υπό εκπαίδευση δημόσιοι υπάλληλοι, εισερχόμενοι κατόπιν διαγωνισμού και υφιστάμενοι περαιτέρω εκπαίδευση ορισμένου χρόνου, απολαμβάνουν της αυτής συνταγματικής προστασίας με τους μόνιμους. Η εν εκπαιδεύσει διανυόμενη υπηρεσία των σπουδαστών της ΕΣΔΑ είναι προστατευτέα εκ του Συντάγματος. Κατά συνέπεια, εφ’όσον οι θέσεις τους διατηρούνται πρέπει πάντοτε να αναγνωρίζεται και να διατηρείται η έννομος συνέπεια της εκπαιδεύσεως, την οποίαν άρχισαν’’.