Αρχική Έρευνα και Τεχνολογική Ανάπτυξη και ΚαινοτομίαΆρθρο 01:ΟΡΓΑΝΑ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ ΚΑΙ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣΣχόλιο του χρήστη ΕΝΙΑΙΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΣΥΜΒΑΣΙΟΥΧΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΣΤΗ ΓΓΕΤ | 7 Φεβρουαρίου 2012, 09:36
Υπουργείο Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Ο Σύλλογός μας διαμαρτύρεται για την ανάρτηση Σχεδίου Νόμου κατ' άρθρο στις 29 Ιανουαρίου 2012 ενώ η διαβούλευση έληγε στις 30 Ιανουαρίου επί συνοπτικών Άρθρων, του ίδιου Σχεδίου Νόμου. Παρά την πρόθεση μας για συμμετοχή στη Διαβούλευση αυτή, θεωρούμε ότι η παράταση δεν ήταν αρκετή ώστε να εκφράσουμε εμπεριστατωμένα σχόλια μας επί του νέου κειμένου. Επομένως, με τη συμμετοχή μας, περιοριζόμαστε στο σχολιασμό των αρχικών Άρθρων με την ελπίδα ότι δεν υπάρχουν ουσιαστικές διαφορές μεταξύ των δύο κειμένων, γεγονός που θα εξέθετε ακόμα περισσότερο τη διαδικασία της διαβούλευσης. Όργανα Σχεδιασμού και Εφαρμογής 1. Διϋπουργική Επιτροπή Η Διϋπουργική Επιτροπή προβλέπεται σε όλους τους Νόμους για την Έρευνα (και όχι μόνο) αλλά δεν έχει λειτουργήσει ποτέ. Θεωρούμε σίγουρο ότι ούτε σήμερα, αυτό θα αλλάξει. Αποτελείται από τον Πρωθυπουργό (!) και 6 Υπουργούς. Σύμφωνα με το Άρθρο, τα 7 υψηλόβαθμα πολιτικά πρόσωπα θα συντονίζουν την εθνική πολιτική στο αντικείμενο, θα εποπτεύουν την εφαρμογή του ΕΣΠΕΚ και θα θεσπίζουν τη στρατηγική κατεύθυνσης του ερευνητικού ιστού της χώρας. Δυστυχώς, το Υπουργικό Συμβούλιο δυσκολεύεται να αντιμετωπίσει τα βασικά προβλήματα της χώρας και επομένως αμφισβητείται η δυνατότητά του να κάνει το ίδιο με την έρευνα (σ.σ. το οποίο συνολικά υποτιμάται ως αντικείμενο δεύτερης προτεραιότητας). Η άποψη του Συλλόγου μας είναι ότι είναι θετικό να υπάρχει η Επιτροπή η οποία μπορεί να ασκεί τα καθήκοντά της στο πλαίσιο των τακτικών συνεδριάσεων της αντίστοιχης Μόνιμης Επιτροπής Έρευνας της Βουλής. 2. Εθνικό Συμβούλιο Έρευνας, Τεχνολογίας και Καινοτομίας Ομοίως προβλεπόταν διαχρονικά στους νόμους για την έρευνα. Επίσης δε λειτούργησε ποτέ εκτός από την τελευταία περίοδο οπότε του δόθηκαν υπερβολικές αρμοδιότητες. Το κείμενο περιγράφει με περισσότερη σαφήνεια και λεπτομέρειες τις σημερινές αρμοδιότητες του ΕΣΕΤ δηλαδή με το νέο νόμο θεσμοθετείται η τοποθέτηση του ΕΣΕΤ (ή ΕΣΕΤΕΚ) σε θέση “Υφυπουργείου Έρευνας”. Αναφέρεται ως γνωμοδοτικό και συμβουλευτικό όργανο αλλά τελικά θα λειτουργεί ως αποφασιστικό. Θα συνεργάζεται με τον εκάστοτε Υπουργό ο οποίος απλά θα αποδέχεται τις “εισηγήσεις” – γνωμοδοτήσεις. Μια περαιτέρω απόδειξη γι’ αυτό προκύπτει από την υποστήριξή του διοικητικά από τη ΓΓΕΤ. Ένα συμβουλευτικό όργανο δεν έχει ανάγκη τέτοιας υποστήριξης, μπορεί να συνεδριάζει όσο συχνά απαιτείται και να εισηγείται τις προτάσεις του (στον εκάστοτε Υπουργό και γιατί όχι και στη ΓΓΕΤ). Αντ’ αυτού, α) είναι υπεύθυνο για την κατάρτιση του ΕΣΠΕΚ, έργο τεράστιο και πάντως όχι μιας ομάδας επιστημόνων αλλά του αρμόδιου δημόσιου φορέα, β) αποτιμά αυτό τις εκθέσεις της ΓΓΕΤ για την πορεία του, γ) δραστηριοποιείται σημαντικά σε ότι αφορά τα ερευνητικά κέντρα (προτείνει ιδρύσεις, συγχωνεύσεις, καταργήσεις Ε.Κ., εισηγείται διαδικασίες για επιλογή Προέδρων κλπ.), δ) ασχολείται με μια σειρά άλλων αρμοδιοτήτων του αρμόδιου δημόσιου φορέα όπως διεθνή συνεργασία, συνεργασία ερευνητικών φορέων και επιχειρήσεων. Τέλος, παρότι το κείμενο καλύπτει μια πολύ μεγάλη γκάμα αρμοδιοτήτων, το ΕΣΕΤΕΚ θα αναλαμβάνει και οποιαδήποτε άλλη αρμοδιότητα του αναθέτει ο εκάστοτε Υπουργός Παιδείας. Δηλαδή, δημιουργείται μια “Επιτροπή Σοφών” που θα τα κάνει όλα στην υπηρεσία της πολιτικής ηγεσίας (έμφαση στον πολιτικό ρόλο). Κατά την άποψή μας, αυτή η Ομάδα θα πρέπει να έχει σαφώς συμβουλευτικό ρόλο (εννοείται κανένα πολιτικό ρόλο) και μόνο σε ότι αφορά την ίδια την Επιστήμη (εισηγήσεις επιστημονικών προτεραιοτήτων, διασύνδεση επιστημονικής κοινότητας με την πολιτική ηγεσία, προτάσεις μεταφοράς τεχνογνωσίας από το εξωτερικό κλπ.). Τέλος, σημειώνουμε 2-3 επιμέρους σχόλια: - Στο κείμενο αναφέρεται ότι αριθμός των μελών θα φτάνει τους 15 “πρόσωπα” (προσοχή όχι απαραίτητα επιστήμονες) διεθνούς κύρους. Πρέπει να δοθεί έμφαση στην επαφή με την ελληνική πραγματικότητα - αν όχι για όλα - για τα περισσότερα από αυτά. Σήμερα το ΕΣΕΤ αποτελείται σχεδόν αποκλειστικά από “πρόσωπα” του εξωτερικού. - Δεν αναφέρεται λήξη της θητείας των μελών. Υπάρχει πολιτική βούληση να είναι ισόβιοι; - Στο βαθμό που δε γίνεται ακόμα πιο σύνθετη η προτεινόμενη ήδη σύνθετη δομή του Νόμου στο αντικείμενο: “συμβουλευτικά” όργανα σχεδιασμού, η θεσμοθέτηση των ΤΕΣ κρίνεται θετικά. - Εντύπωση προκάλεσε η θεσμοθέτηση της διαδικασίας επιλογής Προέδρου του ΕΣΕΤΕΚ με απλή εισήγηση του Υπουργού Παιδείας χωρίς υποχρεωτική ακρόαση των υποψηφίων. 3. Υπουργείο Παιδείας δια της ΓΓΕΤ Κατ’ αρχήν, τα τελευταία χρόνια, υπάρχει μια συζήτηση σχετικά με το Υπουργείο στο οποίο θα πρέπει να ανήκει το αντικείμενο της έρευνας και της καινοτομίας. Έχει, νομίζουμε, σημασία να αναφερθεί ότι το πρώτο Σχέδιο Νόμου που τέθηκε σε διαβούλευση το 2006 αλλά και οι προεκλογικές εξαγγελίες του προηγούμενου κυβερνητικού κόμματος το 2007 (σ.σ. τα δύο μεγάλα κόμματα εξουσίας) πρότειναν για την έρευνα δημιουργία Υφυπουργείου ή Υπουργείου (αντίστοιχα). Υπενθυμίζουμε ότι για μικρό χρονικό διάστημα, είχε δημιουργηθεί Υπουργείο Έρευνας τη δεκαετία του 80 οπότε και δόθηκε η μέγιστη υποστήριξη στον αναπτυξιακό ρόλο της έρευνας. Αυτή είναι η άποψη του Συλλόγου μας παρότι είναι φανερό ότι η πολιτική ηγεσία δεν προτίθεται να κάνει τόσο πρωτοποριακά βήματα. Επίσης, ο Σύλλογός μας έχει εκφραστεί επανειλημμένως υπέρ της ένταξης της έρευνας και της καινοτομίας σε ένα αναπτυξιακό Υπουργείο (ανήκε σε εκείνο της Ανάπτυξης έως το 2009) ακριβώς λόγω της αναπτυξιακής υφής του αντικειμένου της. Παρ’ όλα αυτά, το κείμενο επιβεβαιώνει τη βούληση της πολιτικής ηγεσίας να παραμείνει τουλάχιστον η έρευνα στο Υπουργείο Παιδείας και επομένως τα σχόλια του Συλλόγου μας θα εστιαστούν σε αυτήν την προοπτική. Ακριβώς όπως αναφέρεται και στο κείμενο, η ΓΓΕΤ αποτελεί τον αρμόδιο φορέα για την υλοποίηση της πολιτικής για την ΕΤΑΚ και την αποτίμηση των αποτελεσμάτων της. Πρόκειται για ένα φορέα – παράδειγμα προς μίμηση στο παρελθόν με σημαντικά αποτελέσματα στο χώρο ευθύνης του (σχεδιασμός και διαχείριση έρευνας, Προκηρύξεις, απορρόφηση κονδυλίων κλπ.). Δυστυχώς τα τελευταία χρόνια, η Υπηρεσία έχει απαξιωθεί σε μεγάλο βαθμό, κυρίως από τις εκάστοτε πολιτικές ηγεσίες και τις μεθοδολογίες διοίκησης αλλά και σε επίπεδο ελλιπούς στελέχωσης. Παρ’ όλα αυτά, η συσσωρευμένη εμπειρία στο μεγάλο ποσοστό εργαζομένων σε αυτήν, επιχειρηματολογεί και σήμερα για την αναγκαιότητα ενίσχυσής της. Πιστεύουμε ακράδαντα ότι, μετά τη μη εφαρμογή του προηγούμενου Νόμου για την Έρευνα (2008), ο νέος Νόμος μπορεί να δώσει ξανά στη ΓΓΕΤ τη δυνατότητα όχι μόνο να συνεχίσει το έργο της αλλά να βελτιωθεί σημαντικά και να αποτελέσει ένα σύγχρονο δημόσιο φορέα σχεδιασμού, παρακολούθησης και διαχείρισης της ΕΤΑΚ. Ο παραπάνω στόχος μπορεί να επιτευχθεί απαραίτητα μέσω της πρόβλεψης στο νέο Νόμο για α) επαρκή στελέχωση της Υπηρεσίας και β) θεσμοθέτηση συγκεκριμένων αρμοδιοτήτων. Η στελέχωση θα πρέπει να περιλαμβάνει βήματα διατήρησης της παρούσας πολυετούς εμπειρίας στο αντικείμενο μέσω της ένταξης όλων των σημερινών εργαζομένων στην Υπηρεσία (μέσω Μεταβατικής Διάταξης στο Νόμο) αλλά και πρόσληψης νέων υπαλλήλων με προσόντα. Γενικότερα, πιστεύουμε ότι τα θέματα στελέχωσης πρέπει να απασχολήσουν το Νόμο ειδάλλως δεν υπάρχει νόημα στη θεσμοθέτηση πολλών και σημαντικών αρμοδιοτήτων για τη ΓΓΕΤ. Σε ότι αφορά τις αρμοδιότητες που αναφέρονται για τη ΓΓΕΤ, ελπίζουμε να εκφράζουν τη βούληση για ενίσχυσή της. Ουσιαστικά, πρόκειται για τις ήδη υπάρχουσες αρμοδιότητες με μια επικαιροποίηση ως προς άλλες προβλέψεις του Νόμου ή τις σύγχρονες απαιτήσεις. Αρχικά, κρίνεται ως θετικό σημείο ότι διατηρούνται αρμοδιότητες όπως: προκήρυξη, παρακολούθηση και αποτίμηση προγραμμάτων, εποπτεία και αξιολόγηση ερευνητικών κέντρων, διεθνής συνεργασία, παρακολούθηση δεικτών ΕΤΑΚ αν και αυτό θα μπορούσε να εκφράζεται σαφέστερα στο κείμενο. Αντίστοιχα θετικά είναι τα σημεία μέσω των οποίων η ΓΓΕΤ αναλαμβάνει αρμοδιότητες στήριξης του προτεινόμενου πλαισίου όπως: η μέριμνα για τη διαδικασία αξιολόγησης προτάσεων, ο συντονισμός των Υπουργείων, οι προγραμματικές συμφωνίες με τα Ε.Κ. Αντίθετα, κατά τη γνώμη του Συλλόγου μας, πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στα παρακάτω σημεία: - Μια ενισχυμένη ΓΓΕΤ μπορεί να καλύψει πλήρως τα μέτρα πολιτικής ΕΤΑΚ και τις αντίστοιχες Προκηρύξεις και επομένως δεν υπάρχει ανάγκη μετάβασης των αρμοδιοτήτων αυτών σε άλλους φορείς. - Στο κείμενο αναφέρεται ότι η ΓΓΕΤ θα παρακολουθεί το ΕΣΠΕΚ και θα καταρτίζει ετήσια έκθεση ή, ακόμη χειρότερα, θα υποστηρίζει το ΕΣΕΤΕΚ στην κατάρτισή του. Με άλλα λόγια, αναγνωρίζεται ότι το ΕΣΠΕΚ και γενικά ο σχεδιασμός της έρευνας θα υλοποιείται από ένα γνωμοδοτικό όργανο και όχι από τον αρμόδιο δημόσιο φορέα. Ο Σύλλογός μας προτείνει να καθοριστεί σαφώς ο κύριος ρόλος της ΓΓΕΤ στο σχεδιασμό της ΕΤΑΚ και του ΕΣΠΕΚ και αντίστοιχα να καθορίζεται σαφώς ο υποστηρικτικός ρόλος του ΕΣΕΤΕΚ. 4. Εμπειρογνώμονας ή Τμήμα Έρευνας & Καινοτομίας στα Υπουργεία Ως βασικό – θετικό – σημείο κριτικής, πρέπει να σημειωθεί ότι αποτελεί προσφορά του προτεινόμενου Νόμου η διασύνδεση και ο συντονισμός της ΓΓΕΤ με τα υπόλοιπα Υπουργεία που έχουν στις αρμοδιότητες τους ερευνητικά έργα. Πρόκειται για μια ανάγκη του συστήματος διαχείρισης έρευνας στην Ελλάδα. Και σε αυτό το σημείο, κρίνεται ως σημαντική η ενίσχυση της ΓΓΕΤ ως του αρμόδιου συντονιστικού οργάνου. Στο κείμενο προτείνονται δύο ιδέες: α) να οριστεί ένα πρόσωπο με προσόντα ανά Υπουργείο το οποίο θα αποσπαστεί στη ΓΓΕΤ αλλά θα εδρεύει στο Υπουργείο και β) να δημιουργηθεί ανάλογο Τμήμα ΕΤΑΚ στο εκάστοτε Υπουργείο. Δεδομένου ότι οι αρμοδιότητες είναι ακριβώς οι ίδιες, προτείνουμε τη δεύτερη λύση επειδή με αυτόν τον τρόπο θα δημιουργηθεί μια κρίσιμη μάζα εμπειρίας των στελεχών του εκάστοτε Υπουργείου. Αντίθετα, αν υπάρχει μόνο ένα πρόσωπο, η παραπάνω πολύτιμη εμπειρία προσωποποιείται και χάνει την προστιθέμενη αξία της. Τέλος, στο κείμενο υπάρχει μια ανακολουθία: Ενώ στην πρόταση 1, ο Εμπειρογνώμονας είναι στέλεχος του στενού ή του ευρύτερου δημόσιου τομέα με προσόντα και εμπειρία στο αντικείμενο του Υπουργείου, δε συμβαίνει το ίδιο και για τα στελέχη του ανάλογου Τμήματος (πρόταση 2) όπου μπορούν να είναι Καθηγητές ΑΕΙ ή και ερευνητές. Για τον παραπάνω λόγο ότι και στον - ανεφάρμοστο - προηγούμενο Νόμο, υπήρχε η εσφαλμένη και ανεφάρμοστη ουσιαστικά πρόβλεψη θέσεων για Καθηγητές ΑΕΙ κλπ., προτείνουμε και για την πρόταση 2, τα μέλη του προτεινόμενου Τμήματος να είναι στελέχη του στενού ή του ευρύτερου δημόσιου τομέα με προτεραιότητα στους υπαλλήλους του Υπουργείου.