ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΕΡΕΥΝΗΤΩΝ – www.eee-researchers.gr
Ε. ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΩΝ ΚΕΝΤΡΩΝ
Η συστηματική αξιολόγηση είναι από τα βασικά στοιχεία για την εύρυθμη και παραγωγική λειτουργία ενός φορέα. Όταν δε πρόκειται για δημόσιο φορέα, όπως είναι τα Ερευνητικά Κέντρα (ΕΚ), αποτελεί απαραίτητο στοιχείο για τη λογοδοσία στην κοινωνία. Επιπλέον, η συστηματική, αντικειμενική και υψηλής ποιότητας αξιολόγηση όλων των ερευνητικών φορέων της χώρας, αποτελεί αναγκαίο παράγοντα για την αναγνώριση και την προώθηση της Αριστείας.
Φαίνεται ότι η πολιτική ηγεσία υπερθεματίζει εδώ για λόγους πολιτικού εντυπωσιασμού μια διαδικασία που δεν είναι ευρέως εδραιωμένη στην ελληνική κοινωνία (και εμφανίζεται σήμερα ως λάβαρο-φετίχ), ενσταλάζοντας έμμεσα και εντέχνως την ιδέα ότι «τα Ερευνητικά Κέντρα δεν αξιολογούνται», και ότι «από εδώ και πέρα θα σταματήσει αυτή η κατάσταση» (με πρωτοβουλία της πολιτικής ηγεσίας).
Υπενθυμίζουμε, όμως, ότι υψηλής ποιότητας αξιολόγηση με εξωτερικούς κριτές διεξάγεται στα Ερευνητικά Κέντρα που εποπτεύονται από τη Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας (ΓΓΕΤ) εδώ και είκοσι χρόνια ανά πενταετία και θεσμικά έχει καταχωρηθεί ως άρθρο 23Α στο ν. 2919/2001. Η μόνη πενταετία στην οποία δεν υπήρξε αξιολόγηση είναι η τελευταία, παρόλο που τα ΕΚ έστειλαν τουλάχιστον τρεις φορές τα σχετικά στοιχεία στο ΥΠΔΒΜΘ. Κοντολογίς, το Υπουργείο δεν κατάφερε να οργανώσει την εξωτερική αξιολόγηση του 2009, γεγονός που δημιουργεί επιφυλάξεις ως προς την αξιοπιστία του και, επιπλέον, αποδυναμώνει τη σοβαρότητα του εγχειρήματος της Α’ Φάσης αναδιάρθρωσης του ερευνητικού ιστού.
Το ζητούμενο σήμερα είναι η ενσωμάτωση της διαδικασίας αξιολόγησης και στους ερευνητικούς φορείς εκτός των ΕΚ της ΓΓΕΤ, οι οποίοι ανήκουν σε διάφορα υπουργεία, συμπεριλαμβανομένου και του ΥΠΔΒΜΘ. Σε αυτό το ζήτημα η πολιτική ηγεσία αποφεύγει να πάρει σαφή, θετική θέση, ενώ παράλληλα ‘φορτώνει’ με αξιολογήσεις αυτούς που ήδη αξιολογούνται, δηλαδή τα ΕΚ που εποπτεύονται από τη ΓΓΕΤ.
Ερωτηματικό επίσης παραμένει το πώς σχεδιάζει η πολιτεία να προχωρήσει στη Β’ Φάση αναδιάρθρωσης του ερευνητικού ιστού της χώρας, δίχως να προηγηθεί αξιολόγηση των (λοιπών -εκτός ΥΠΔΒΜΘ) υπό αναδιάρθρωση ερευνητικών φορέων.
Στο κείμενο της διαβούλευσης προτείνονται πολλαπλές αξιολογήσεις (εσωτερικές, εξωτερικές, ανά Κέντρο, ανά Ινστιτούτο, ανά ερευνητή, κλπ.). Αυτό και μόνο δημιουργεί ερωτηματικά για το κατά πόσον οι συντάκτες του κειμένου έχουν κάποια εικόνα, έστω και αμυδρή, τόσο για τη λειτουργία των ΕΚ όσο και για την εργασία της αξιολόγησης. Η αξιολόγηση είναι ένα πολύτιμο εργαλείο για την ερευνητική κοινότητα και οφείλει να γίνεται με την αρμόζουσα σοβαρότητα. Η υπερπληθώρα των διαδικασιών αξιολόγησης υποβαθμίζει τον θεσμό και δημιουργεί δυσλειτουργία στα ΕΚ.
Επίσης, ένα από τα ζητούμενα είναι η επεξεργασία των στοιχείων της αξιολόγησης, ώστε να απηχούν με ακριβέστερο τρόπο την ερευνητική παραγωγή. Για παράδειγμα, θα πρέπει να δημιουργηθούν Βάσεις Δεδομένων, ώστε να προσμετρώνται τόσο η επιστημονική παραγωγή που γράφεται στην ελληνική γλώσσα, όσο και η επιστημονική παραγωγή των ανθρωπιστικών επιστημών. Αυτά τα αυτονόητα και πολυσυζητημένα θέματα δεν φαίνεται να απασχολούν τους συντάκτες του κειμένου, οι οποίοι αρκούνται να επαναλαμβάνουν «δάνειες» διατυπώσεις, χωρίς να έχουν κάνει κάποια ουσιαστική δουλειά για τα θέματα που εκ των πραγμάτων τίθενται.
ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ / ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ:
1. Δεδομένου ότι θα πρέπει να υπάρχει διαχωρισμός της αρχής αξιολόγησης από την αρχή χρηματοδότησης, η Ένωση Ελλήνων Ερευνητών (ΕΕΕ) προτείνει ως αρμόδια αρχή για την αξιολόγηση των Ερευνητικών Κέντρων (ΕΚ) και Ινστιτούτων την «Αρχή Διασφάλισης της Ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση» (ΑΔΙΠ, ν. 4009/2011).
Επιπλέον, η ΑΔΙΠ θα πρέπει να μετονομαστεί σε «Αρχή Διασφάλισης της Ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση και την Έρευνα» (ΑΔΙΠΑΕ - όπως έχει ήδη προταθεί κατά τη διάρκεια της διαβούλευσης του νόμου για τα ΑΕΙ 4009/2011, βλ. http://eee-researchers.gr/Anakoinoseis-EEE/EEE-EX_397-21-7-11_Protaseis-sto-prosxedio-nomou-anotati-ekp.pdf), με στόχο να αποτελέσει σταδιακά τον ανεξάρτητο, ενιαίο φορέα αξιολόγησης όλων των ερευνητικών φορέων της χώρας (για τη συγκριτική-συνολική μελέτη των στοιχείων της ερευνητικής δραστηριότητας σε ΑΕΙ και ΕΚ/Ι, στο πλαίσιο του ενιαίου χώρου εκπαίδευσης-έρευνας), ενώ το Συμβούλιο της Αρχής θα πρέπει να διευρυνθεί με τη συμμετοχή περισσότερων ερευνητών (με τροπολογία στο ν. 40009/2011, άρθρο 67, παρ. 2, εδάφιο στ).
2. Για τις εξωτερικές αξιολογήσεις των ερευνητικών φορέων, η επιτροπή κριτών θα πρέπει να αποτελείται αποκλειστικά από επιστήμονες της αλλοδαπής, διεθνώς αναγνωρισμένου κύρους, ειδικούς σε ένα τουλάχιστον από τα αντικείμενα του υπό αξιολόγηση Ινστιτούτου/ΕΚ, οι οποίοι θα επιλέγονται από το ΕΣΕΤΕΚ.
Η αξιολόγηση των ΕΚ και των Ινστιτούτων τους από διεθνούς κύρους επιστήμονες της αλλοδαπής εφαρμόζεται στα ΕΚ/Ι που εποπτεύονται από τη ΓΓΕΤ από το 1995, διασφαλίζοντας όχι μόνο την αμεροληψία της αξιολόγησης στο μέγιστο δυνατό βαθμό, αλλά και τη βέλτιστη συσχέτισή της με τις σύγχρονες διεθνείς τάσεις της επιστήμης και, ως εκ τούτου θα πρέπει να συνεχιστεί, θεσμοθετούμενη και στον υπό συζήτηση νόμο.
3. Τα κριτήρια και η διαδικασία εφαρμογής των αξιολογήσεων θα πρέπει να είναι ενιαία για όλους τους δημόσιους ερευνητικούς φορείς της χώρας. Ειδική μέριμνα πρέπει να υπάρξει όσον αφορά στα κριτήρια με τα οποία αξιολογούνται οι ανθρωπιστικές και οι κοινωνικές επιστήμες, τα οποία δεν μπορεί να είναι ταυτόσημα με αυτά των θετικών επιστημών.
4. Θα πρέπει να αποφευχθεί η αναίτια υπερβολική γραφειοκρατία που προκύπτει από την κατ’ έτος συλλογή στοιχείων (σχετικών με την αξιολόγηση) από τη ΓΓΕΤ, καθώς και από την ταυτόχρονη διεξαγωγή εσωτερικών και εξωτερικών αξιολογήσεων και την ξεχωριστή εξωτερική αξιολόγηση (σε άλλο χρόνο και από διαφορετικές επιτροπές) Ερευνητικών Κέντρων και Ινστιτούτων.
5. Στον παρόντα νόμο θα πρέπει επίσης να προβλεφθεί ρύθμιση για τη διαδικασία αξιολόγησης των υπηρεσιών της Γενικής Γραμματείας Έρευνας και Τεχνολογίας (ΓΓΕΤ).
ΕΙΔΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ / ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ:
1. Οι εξωτερικές αξιολογήσεις θα πρέπει να συμπίπτουν με την ολοκλήρωση της υλοποίησης των προγραμματικών συμφωνιών των ΕΚ (ώστε να αξιολογείται η εφαρμογή της προηγηθείσας προγραμματικής συμφωνίας και να ενσωματώνονται οι προτεινόμενες από τους αξιολογητές δράσεις στην επόμενη).
2. Ο αριθμός των αξιολογητών των Ινστιτούτων θα πρέπει να είναι ανάλογος των ερευνητικών τους αντικειμένων (δηλαδή ενδεχομένως και μεγαλύτερος του τρία).
3. Ομοειδούς αντικειμένου Ινστιτούτα αξιολογούνται από την ίδια επιτροπή κριτών, ώστε να είναι δυνατή η συγκριτική τους αξιολόγηση.
4. Η κάθε επιτροπή εξωτερικής αξιολόγησης Ινστιτούτων αξιολογεί ταυτόχρονα και το αντίστοιχο Ερευνητικό Κέντρο, λαμβάνοντας υπόψη και τη γενικότερη ερευνητική πολιτική της χώρας στο συγκεκριμένο επιστημονικό τομέα.
Η ξεχωριστή αξιολόγηση Ινστιτούτων και Κέντρων (σε διαφορετικό χρόνο και με διαφορετικές επιτροπές) δεν έχει νόημα, καθώς το κάθε Κέντρο κατά γενικό κανόνα αποτελείται από Ινστιτούτα και (κεντρικές) διοικητικές-οικονομικές υπηρεσίες. Έτσι, η καθαυτή επιστημονική αξιολόγηση αφορά τα Ινστιτούτα, ενώ η αξιολόγηση του Κέντρου αφορά κυρίως στο κατά πόσον οι κεντρικές υπηρεσίες εξασφαλίζουν τη δέουσα υποστήριξη στο ερευνητικό έργο των Ινστιτούτων.
5. Τα Ερευνητικά Κέντρα και τα Ινστιτούτα τους υπόκεινται σε εσωτερική (αυτο-)αξιολόγηση στο ενδιάμεσο δύο εξωτερικών – διεθνών αξιολογήσεων, δηλαδή περίπου κάθε τέσσερα έτη.
Αυτό διότι, εφόσον η αυτο-αξιολόγηση γίνεται κάθε δύο έτη και η εξωτερική αξιολόγηση κάθε τέσσερα (όπως προτείνεται στην παρούσα διαβούλευση), κάθε δεύτερη αυτο-αξιολόγηση θα συμπίπτει με την εξωτερική αξιολόγηση, κάτι που δεν έχει κανένα νόημα (να γίνεται δηλαδή κάθε τέσσερα χρόνια ταυτόχρονα και εσωτερική και εξωτερική αξιολόγηση).
6. Στο παρόν κείμενο διαβούλευσης αναγράφεται ότι «Αντικείμενο της εσωτερικής αξιολόγησης είναι μεταξύ άλλων και η αξιολόγηση των Ερευνητών Α και Β, εφόσον οι τελευταίοι δεν υποβάλλουν αίτηση για εξέλιξη στη βαθμίδα Α». Ως προς αυτό επισημαίνουμε ασυμμετρία σε σχέση με την αξιολόγηση των καθηγητών πρώτης βαθμίδας και των αναπληρωτών καθηγητών που δεν έχουν υποβάλλει αίτηση για εξέλιξη, όπως αυτή θεσμοθετείται στο ν. 4009/2011 (κάθε πέντε έτη, από τριμελείς επιτροπές που επιλέγονται από τα μητρώα του άρθρου 19, κλπ.).
---------------------------------------------
ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ:
Τα ανωτέρω σχόλια αναφέρονται κυρίως στο «σχέδιο νόμου 1» που τίθεται εδώ σε διαβούλευση υπό τη μορφή οκτώ (08) Άρθρων/Κεφαλαίων.
Το «σχέδιο νόμου 2» που δόθηκε στη διαβούλευση (μία ημέρα πριν από τη λήξη της προθεσμίας για διαβούλευση του «σχεδίου νόμου 1», στις 30 Ιανουαρίου) με περιθώριο για δημόσια συζήτηση μίας περίπου εβδομάδας (!) είναι ατελές και περιέχει αντιφατικές ρυθμίσεις.
Η ερευνητική κοινότητα ζητά από το Υπουργείο να δημοσιοποιήσει το επεξεργασμένο, τελικό προσχέδιο νόμου με όλες τις διατάξεις (και τις ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ) και να μεριμνήσει ώστε να υπάρξει ο απαραίτητος και ικανός χρόνος για ουσιαστικό διάλογο, επί του συνόλου των ρυθμίσεων που αυτό θα περιλαμβάνει.
Το Υπουργείο οφείλει επίσης να συντάξει την «έκθεση επί της δημόσιας διαβούλευσης», η οποία θα συνοδεύσει το σχέδιο νόμου στη διαδικασία συζήτησης και ψήφισής του από τη Βουλή των Ελλήνων (νέος κανονισμός της Βουλής, άρθρο 85, παρ. 3), από ΜΙΑ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗ ΠΟΥ ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΣΥΝΟΛΙΚΑ και όχι σε τρεις ‘δόσεις’, καθώς τουλάχιστον οι μεταβατικές διατάξεις θα πρέπει (σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στις «Μεταβατικές διατάξεις», άρθρο 08 του παρόντος) να υποβληθούν επίσης σε διαδικασία δημόσιας διαβούλευσης.
Σημείωση: Το σύνολο των κειμένων που η Ένωση Ελλήνων Ερευνητών κατέθεσε στην παρούσα διαβούλευση βρίσκεται αναρτημένο στο http://eee-researchers.gr/Anakoinoseis-EEE/EEE_Keimena-Diavouleusis-Sxediou-Nomou-Ereunas.pdf.
ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΕΡΕΥΝΗΤΩΝ – www.eee-researchers.gr Ε. ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΩΝ ΚΕΝΤΡΩΝ Η συστηματική αξιολόγηση είναι από τα βασικά στοιχεία για την εύρυθμη και παραγωγική λειτουργία ενός φορέα. Όταν δε πρόκειται για δημόσιο φορέα, όπως είναι τα Ερευνητικά Κέντρα (ΕΚ), αποτελεί απαραίτητο στοιχείο για τη λογοδοσία στην κοινωνία. Επιπλέον, η συστηματική, αντικειμενική και υψηλής ποιότητας αξιολόγηση όλων των ερευνητικών φορέων της χώρας, αποτελεί αναγκαίο παράγοντα για την αναγνώριση και την προώθηση της Αριστείας. Φαίνεται ότι η πολιτική ηγεσία υπερθεματίζει εδώ για λόγους πολιτικού εντυπωσιασμού μια διαδικασία που δεν είναι ευρέως εδραιωμένη στην ελληνική κοινωνία (και εμφανίζεται σήμερα ως λάβαρο-φετίχ), ενσταλάζοντας έμμεσα και εντέχνως την ιδέα ότι «τα Ερευνητικά Κέντρα δεν αξιολογούνται», και ότι «από εδώ και πέρα θα σταματήσει αυτή η κατάσταση» (με πρωτοβουλία της πολιτικής ηγεσίας). Υπενθυμίζουμε, όμως, ότι υψηλής ποιότητας αξιολόγηση με εξωτερικούς κριτές διεξάγεται στα Ερευνητικά Κέντρα που εποπτεύονται από τη Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας (ΓΓΕΤ) εδώ και είκοσι χρόνια ανά πενταετία και θεσμικά έχει καταχωρηθεί ως άρθρο 23Α στο ν. 2919/2001. Η μόνη πενταετία στην οποία δεν υπήρξε αξιολόγηση είναι η τελευταία, παρόλο που τα ΕΚ έστειλαν τουλάχιστον τρεις φορές τα σχετικά στοιχεία στο ΥΠΔΒΜΘ. Κοντολογίς, το Υπουργείο δεν κατάφερε να οργανώσει την εξωτερική αξιολόγηση του 2009, γεγονός που δημιουργεί επιφυλάξεις ως προς την αξιοπιστία του και, επιπλέον, αποδυναμώνει τη σοβαρότητα του εγχειρήματος της Α’ Φάσης αναδιάρθρωσης του ερευνητικού ιστού. Το ζητούμενο σήμερα είναι η ενσωμάτωση της διαδικασίας αξιολόγησης και στους ερευνητικούς φορείς εκτός των ΕΚ της ΓΓΕΤ, οι οποίοι ανήκουν σε διάφορα υπουργεία, συμπεριλαμβανομένου και του ΥΠΔΒΜΘ. Σε αυτό το ζήτημα η πολιτική ηγεσία αποφεύγει να πάρει σαφή, θετική θέση, ενώ παράλληλα ‘φορτώνει’ με αξιολογήσεις αυτούς που ήδη αξιολογούνται, δηλαδή τα ΕΚ που εποπτεύονται από τη ΓΓΕΤ. Ερωτηματικό επίσης παραμένει το πώς σχεδιάζει η πολιτεία να προχωρήσει στη Β’ Φάση αναδιάρθρωσης του ερευνητικού ιστού της χώρας, δίχως να προηγηθεί αξιολόγηση των (λοιπών -εκτός ΥΠΔΒΜΘ) υπό αναδιάρθρωση ερευνητικών φορέων. Στο κείμενο της διαβούλευσης προτείνονται πολλαπλές αξιολογήσεις (εσωτερικές, εξωτερικές, ανά Κέντρο, ανά Ινστιτούτο, ανά ερευνητή, κλπ.). Αυτό και μόνο δημιουργεί ερωτηματικά για το κατά πόσον οι συντάκτες του κειμένου έχουν κάποια εικόνα, έστω και αμυδρή, τόσο για τη λειτουργία των ΕΚ όσο και για την εργασία της αξιολόγησης. Η αξιολόγηση είναι ένα πολύτιμο εργαλείο για την ερευνητική κοινότητα και οφείλει να γίνεται με την αρμόζουσα σοβαρότητα. Η υπερπληθώρα των διαδικασιών αξιολόγησης υποβαθμίζει τον θεσμό και δημιουργεί δυσλειτουργία στα ΕΚ. Επίσης, ένα από τα ζητούμενα είναι η επεξεργασία των στοιχείων της αξιολόγησης, ώστε να απηχούν με ακριβέστερο τρόπο την ερευνητική παραγωγή. Για παράδειγμα, θα πρέπει να δημιουργηθούν Βάσεις Δεδομένων, ώστε να προσμετρώνται τόσο η επιστημονική παραγωγή που γράφεται στην ελληνική γλώσσα, όσο και η επιστημονική παραγωγή των ανθρωπιστικών επιστημών. Αυτά τα αυτονόητα και πολυσυζητημένα θέματα δεν φαίνεται να απασχολούν τους συντάκτες του κειμένου, οι οποίοι αρκούνται να επαναλαμβάνουν «δάνειες» διατυπώσεις, χωρίς να έχουν κάνει κάποια ουσιαστική δουλειά για τα θέματα που εκ των πραγμάτων τίθενται. ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ / ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ: 1. Δεδομένου ότι θα πρέπει να υπάρχει διαχωρισμός της αρχής αξιολόγησης από την αρχή χρηματοδότησης, η Ένωση Ελλήνων Ερευνητών (ΕΕΕ) προτείνει ως αρμόδια αρχή για την αξιολόγηση των Ερευνητικών Κέντρων (ΕΚ) και Ινστιτούτων την «Αρχή Διασφάλισης της Ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση» (ΑΔΙΠ, ν. 4009/2011). Επιπλέον, η ΑΔΙΠ θα πρέπει να μετονομαστεί σε «Αρχή Διασφάλισης της Ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση και την Έρευνα» (ΑΔΙΠΑΕ - όπως έχει ήδη προταθεί κατά τη διάρκεια της διαβούλευσης του νόμου για τα ΑΕΙ 4009/2011, βλ. http://eee-researchers.gr/Anakoinoseis-EEE/EEE-EX_397-21-7-11_Protaseis-sto-prosxedio-nomou-anotati-ekp.pdf), με στόχο να αποτελέσει σταδιακά τον ανεξάρτητο, ενιαίο φορέα αξιολόγησης όλων των ερευνητικών φορέων της χώρας (για τη συγκριτική-συνολική μελέτη των στοιχείων της ερευνητικής δραστηριότητας σε ΑΕΙ και ΕΚ/Ι, στο πλαίσιο του ενιαίου χώρου εκπαίδευσης-έρευνας), ενώ το Συμβούλιο της Αρχής θα πρέπει να διευρυνθεί με τη συμμετοχή περισσότερων ερευνητών (με τροπολογία στο ν. 40009/2011, άρθρο 67, παρ. 2, εδάφιο στ). 2. Για τις εξωτερικές αξιολογήσεις των ερευνητικών φορέων, η επιτροπή κριτών θα πρέπει να αποτελείται αποκλειστικά από επιστήμονες της αλλοδαπής, διεθνώς αναγνωρισμένου κύρους, ειδικούς σε ένα τουλάχιστον από τα αντικείμενα του υπό αξιολόγηση Ινστιτούτου/ΕΚ, οι οποίοι θα επιλέγονται από το ΕΣΕΤΕΚ. Η αξιολόγηση των ΕΚ και των Ινστιτούτων τους από διεθνούς κύρους επιστήμονες της αλλοδαπής εφαρμόζεται στα ΕΚ/Ι που εποπτεύονται από τη ΓΓΕΤ από το 1995, διασφαλίζοντας όχι μόνο την αμεροληψία της αξιολόγησης στο μέγιστο δυνατό βαθμό, αλλά και τη βέλτιστη συσχέτισή της με τις σύγχρονες διεθνείς τάσεις της επιστήμης και, ως εκ τούτου θα πρέπει να συνεχιστεί, θεσμοθετούμενη και στον υπό συζήτηση νόμο. 3. Τα κριτήρια και η διαδικασία εφαρμογής των αξιολογήσεων θα πρέπει να είναι ενιαία για όλους τους δημόσιους ερευνητικούς φορείς της χώρας. Ειδική μέριμνα πρέπει να υπάρξει όσον αφορά στα κριτήρια με τα οποία αξιολογούνται οι ανθρωπιστικές και οι κοινωνικές επιστήμες, τα οποία δεν μπορεί να είναι ταυτόσημα με αυτά των θετικών επιστημών. 4. Θα πρέπει να αποφευχθεί η αναίτια υπερβολική γραφειοκρατία που προκύπτει από την κατ’ έτος συλλογή στοιχείων (σχετικών με την αξιολόγηση) από τη ΓΓΕΤ, καθώς και από την ταυτόχρονη διεξαγωγή εσωτερικών και εξωτερικών αξιολογήσεων και την ξεχωριστή εξωτερική αξιολόγηση (σε άλλο χρόνο και από διαφορετικές επιτροπές) Ερευνητικών Κέντρων και Ινστιτούτων. 5. Στον παρόντα νόμο θα πρέπει επίσης να προβλεφθεί ρύθμιση για τη διαδικασία αξιολόγησης των υπηρεσιών της Γενικής Γραμματείας Έρευνας και Τεχνολογίας (ΓΓΕΤ). ΕΙΔΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ / ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ: 1. Οι εξωτερικές αξιολογήσεις θα πρέπει να συμπίπτουν με την ολοκλήρωση της υλοποίησης των προγραμματικών συμφωνιών των ΕΚ (ώστε να αξιολογείται η εφαρμογή της προηγηθείσας προγραμματικής συμφωνίας και να ενσωματώνονται οι προτεινόμενες από τους αξιολογητές δράσεις στην επόμενη). 2. Ο αριθμός των αξιολογητών των Ινστιτούτων θα πρέπει να είναι ανάλογος των ερευνητικών τους αντικειμένων (δηλαδή ενδεχομένως και μεγαλύτερος του τρία). 3. Ομοειδούς αντικειμένου Ινστιτούτα αξιολογούνται από την ίδια επιτροπή κριτών, ώστε να είναι δυνατή η συγκριτική τους αξιολόγηση. 4. Η κάθε επιτροπή εξωτερικής αξιολόγησης Ινστιτούτων αξιολογεί ταυτόχρονα και το αντίστοιχο Ερευνητικό Κέντρο, λαμβάνοντας υπόψη και τη γενικότερη ερευνητική πολιτική της χώρας στο συγκεκριμένο επιστημονικό τομέα. Η ξεχωριστή αξιολόγηση Ινστιτούτων και Κέντρων (σε διαφορετικό χρόνο και με διαφορετικές επιτροπές) δεν έχει νόημα, καθώς το κάθε Κέντρο κατά γενικό κανόνα αποτελείται από Ινστιτούτα και (κεντρικές) διοικητικές-οικονομικές υπηρεσίες. Έτσι, η καθαυτή επιστημονική αξιολόγηση αφορά τα Ινστιτούτα, ενώ η αξιολόγηση του Κέντρου αφορά κυρίως στο κατά πόσον οι κεντρικές υπηρεσίες εξασφαλίζουν τη δέουσα υποστήριξη στο ερευνητικό έργο των Ινστιτούτων. 5. Τα Ερευνητικά Κέντρα και τα Ινστιτούτα τους υπόκεινται σε εσωτερική (αυτο-)αξιολόγηση στο ενδιάμεσο δύο εξωτερικών – διεθνών αξιολογήσεων, δηλαδή περίπου κάθε τέσσερα έτη. Αυτό διότι, εφόσον η αυτο-αξιολόγηση γίνεται κάθε δύο έτη και η εξωτερική αξιολόγηση κάθε τέσσερα (όπως προτείνεται στην παρούσα διαβούλευση), κάθε δεύτερη αυτο-αξιολόγηση θα συμπίπτει με την εξωτερική αξιολόγηση, κάτι που δεν έχει κανένα νόημα (να γίνεται δηλαδή κάθε τέσσερα χρόνια ταυτόχρονα και εσωτερική και εξωτερική αξιολόγηση). 6. Στο παρόν κείμενο διαβούλευσης αναγράφεται ότι «Αντικείμενο της εσωτερικής αξιολόγησης είναι μεταξύ άλλων και η αξιολόγηση των Ερευνητών Α και Β, εφόσον οι τελευταίοι δεν υποβάλλουν αίτηση για εξέλιξη στη βαθμίδα Α». Ως προς αυτό επισημαίνουμε ασυμμετρία σε σχέση με την αξιολόγηση των καθηγητών πρώτης βαθμίδας και των αναπληρωτών καθηγητών που δεν έχουν υποβάλλει αίτηση για εξέλιξη, όπως αυτή θεσμοθετείται στο ν. 4009/2011 (κάθε πέντε έτη, από τριμελείς επιτροπές που επιλέγονται από τα μητρώα του άρθρου 19, κλπ.). --------------------------------------------- ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ: Τα ανωτέρω σχόλια αναφέρονται κυρίως στο «σχέδιο νόμου 1» που τίθεται εδώ σε διαβούλευση υπό τη μορφή οκτώ (08) Άρθρων/Κεφαλαίων. Το «σχέδιο νόμου 2» που δόθηκε στη διαβούλευση (μία ημέρα πριν από τη λήξη της προθεσμίας για διαβούλευση του «σχεδίου νόμου 1», στις 30 Ιανουαρίου) με περιθώριο για δημόσια συζήτηση μίας περίπου εβδομάδας (!) είναι ατελές και περιέχει αντιφατικές ρυθμίσεις. Η ερευνητική κοινότητα ζητά από το Υπουργείο να δημοσιοποιήσει το επεξεργασμένο, τελικό προσχέδιο νόμου με όλες τις διατάξεις (και τις ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ) και να μεριμνήσει ώστε να υπάρξει ο απαραίτητος και ικανός χρόνος για ουσιαστικό διάλογο, επί του συνόλου των ρυθμίσεων που αυτό θα περιλαμβάνει. Το Υπουργείο οφείλει επίσης να συντάξει την «έκθεση επί της δημόσιας διαβούλευσης», η οποία θα συνοδεύσει το σχέδιο νόμου στη διαδικασία συζήτησης και ψήφισής του από τη Βουλή των Ελλήνων (νέος κανονισμός της Βουλής, άρθρο 85, παρ. 3), από ΜΙΑ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗ ΠΟΥ ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΣΥΝΟΛΙΚΑ και όχι σε τρεις ‘δόσεις’, καθώς τουλάχιστον οι μεταβατικές διατάξεις θα πρέπει (σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στις «Μεταβατικές διατάξεις», άρθρο 08 του παρόντος) να υποβληθούν επίσης σε διαδικασία δημόσιας διαβούλευσης. Σημείωση: Το σύνολο των κειμένων που η Ένωση Ελλήνων Ερευνητών κατέθεσε στην παρούσα διαβούλευση βρίσκεται αναρτημένο στο http://eee-researchers.gr/Anakoinoseis-EEE/EEE_Keimena-Diavouleusis-Sxediou-Nomou-Ereunas.pdf.