Στο προτεινόμενο σχέδιο νόμου αναφέρεται ότι η επιχορήγηση των ερευνητικών κέντρων από τον τακτικό προϋπολογισμό του εποπτεύοντος Υπουργείου θα αφορά την κάλυψη μέρους μόνο των εξόδων της λειτουργίας τους.
Η πρακτική των τελευταίων ετών στη χρηματοδότηση από τον κρατικό προυπολογισμό, των ερευνητικών κέντρων, τείνει στο να συμπιέζει συνεχώς ανελαστικές, λειτουργικές δαπάνες και τελικά να καταλήγει στην κάλυψη μόνο των μισθολογικών δαπανών των ‘μονίμων’ υπαλλήλων.
Είναι αξιοσημείωτο ότι το 2008 η κρατική επιχορήγηση των Ερευνητικών Κέντρων που υπάγονται στην ΓΓΕΤ ήταν περίπου 80 M€ ενώ το 2010 ήταν 61M€ και βαίνει μειούμενη.
Το γεγονός αυτό οδηγεί στην επιβάρυνση των ερευνητικών έργων για την κάλυψη των λειτουργικών δαπανών του κάθε Κέντρου, με άμεσες επιπτώσεις στην διαδικασία υλοποίησης και αποτελεσματικότητας των έργων αλλά και στο βαθμό αξιοποίησης των ερευνητικών αποτελεσμάτων. Δυστυχώς, η Ελλάδα, διαχρονικά, δεν επενδύει στην έρευνα και όπως φαίνεται και από το σχέδιο νόμου συνεχίζει να την απαξιώνει. Είναι χαρακτηριστικό ότι, σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ (http://www.oecd.org/dataoecd/27/52/47406944.pdf), το ποσοστό των δαπανών για την έρευνα σε σχέση με το εγχώριο ΑΕΠ φτάνει το 0,59%, το έτος 2010 ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για την ΕΕ των 27 αγγίζει το 2%. Είμαστε σαν χώρα στην 32η θέση σε σύνολο 34 χωρών στην χρηματοδότηση της έρευνας ενώ αντίθετα αν κοιτάξουμε τους βιβλιομετρικούς δείκτες (http://www.ekt.gr/metrics/), η Ελλάδα παρουσιάζει από τους μεγαλύτερους ρυθμούς αύξησης του αριθμού των επιστημονικών δημοσιεύσεων συγκριτικά με τις χώρες μέλη της ΕΕ και του ΟΟΣΑ. Καταλαμβάνει την 5η θέση μεταξύ 30 χωρών του ΟΟΣΑ. Με την αντιμετώπιση αυτή δεν είναι σαφές πως θα μπορέσει να αναπτυχθεί περαιτέρω η ερευνητική δραστηριότητα στην Ελλάδα, να προσελκύσει πόρους από το εξωτερικό και να συμβάλλει στην ανάπτυξη της Οικονομίας.
Το παρόν σχέδιο νόμου διαφαίνεται ότι ενισχύει το υπάρχον καθεστώς υποχρηματοδότησης που ίσχυε μέχρι σήμερα κάτι που είναι βέβαιο ότι θα επηρεάσει την λειτουργία και την αποδοτικότητα των ερευνητικών κέντρων τα επόμενα χρόνια. Θα έπρεπε να εξασφαλιστεί πλήρως το κόστος των λειτουργικών δαπανών των ερευνητικών κέντρων (τουλάχιστον για αυτά που είναι ΝΠΔΔ) ενώ θα έπρεπε να δοθούν και περαιτέρω κίνητρα στους ερευνητές για προσέλκυση πόρων και ερευνητικών έργων, και με την αυτονόητη πρόβλεψη για μισθολογική εξομοίωση με τα μέλη ΔΕΠ.
Στο προτεινόμενο σχέδιο νόμου αναφέρεται ότι η επιχορήγηση των ερευνητικών κέντρων από τον τακτικό προϋπολογισμό του εποπτεύοντος Υπουργείου θα αφορά την κάλυψη μέρους μόνο των εξόδων της λειτουργίας τους. Η πρακτική των τελευταίων ετών στη χρηματοδότηση από τον κρατικό προυπολογισμό, των ερευνητικών κέντρων, τείνει στο να συμπιέζει συνεχώς ανελαστικές, λειτουργικές δαπάνες και τελικά να καταλήγει στην κάλυψη μόνο των μισθολογικών δαπανών των ‘μονίμων’ υπαλλήλων. Είναι αξιοσημείωτο ότι το 2008 η κρατική επιχορήγηση των Ερευνητικών Κέντρων που υπάγονται στην ΓΓΕΤ ήταν περίπου 80 M€ ενώ το 2010 ήταν 61M€ και βαίνει μειούμενη. Το γεγονός αυτό οδηγεί στην επιβάρυνση των ερευνητικών έργων για την κάλυψη των λειτουργικών δαπανών του κάθε Κέντρου, με άμεσες επιπτώσεις στην διαδικασία υλοποίησης και αποτελεσματικότητας των έργων αλλά και στο βαθμό αξιοποίησης των ερευνητικών αποτελεσμάτων. Δυστυχώς, η Ελλάδα, διαχρονικά, δεν επενδύει στην έρευνα και όπως φαίνεται και από το σχέδιο νόμου συνεχίζει να την απαξιώνει. Είναι χαρακτηριστικό ότι, σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ (http://www.oecd.org/dataoecd/27/52/47406944.pdf), το ποσοστό των δαπανών για την έρευνα σε σχέση με το εγχώριο ΑΕΠ φτάνει το 0,59%, το έτος 2010 ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για την ΕΕ των 27 αγγίζει το 2%. Είμαστε σαν χώρα στην 32η θέση σε σύνολο 34 χωρών στην χρηματοδότηση της έρευνας ενώ αντίθετα αν κοιτάξουμε τους βιβλιομετρικούς δείκτες (http://www.ekt.gr/metrics/), η Ελλάδα παρουσιάζει από τους μεγαλύτερους ρυθμούς αύξησης του αριθμού των επιστημονικών δημοσιεύσεων συγκριτικά με τις χώρες μέλη της ΕΕ και του ΟΟΣΑ. Καταλαμβάνει την 5η θέση μεταξύ 30 χωρών του ΟΟΣΑ. Με την αντιμετώπιση αυτή δεν είναι σαφές πως θα μπορέσει να αναπτυχθεί περαιτέρω η ερευνητική δραστηριότητα στην Ελλάδα, να προσελκύσει πόρους από το εξωτερικό και να συμβάλλει στην ανάπτυξη της Οικονομίας. Το παρόν σχέδιο νόμου διαφαίνεται ότι ενισχύει το υπάρχον καθεστώς υποχρηματοδότησης που ίσχυε μέχρι σήμερα κάτι που είναι βέβαιο ότι θα επηρεάσει την λειτουργία και την αποδοτικότητα των ερευνητικών κέντρων τα επόμενα χρόνια. Θα έπρεπε να εξασφαλιστεί πλήρως το κόστος των λειτουργικών δαπανών των ερευνητικών κέντρων (τουλάχιστον για αυτά που είναι ΝΠΔΔ) ενώ θα έπρεπε να δοθούν και περαιτέρω κίνητρα στους ερευνητές για προσέλκυση πόρων και ερευνητικών έργων, και με την αυτονόητη πρόβλεψη για μισθολογική εξομοίωση με τα μέλη ΔΕΠ.