Μαρία Τζεβελέκου
Διευθύντρια Ερευνών, ΙΕΛ-ΕΚ "Αθηνά"
Είναι εξαιρετικά δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να λειτουργήσει ένα ΕΚ χωρίς να καλύπτεται οικονομικά ο πυρήνας που διασφαλίζει τη συνέχεια και τη δυναμική του, χωρίς, δηλαδή, να καλύπτονται οι πάγιες δαπάνες του. Πρακτικά αυτό θα σήμαινε ότι ένα ΕΚ χάνει τον χαρακτήρα του και μετατρέπεται σε «εταιρία μελετών» που αναζητά χρηματοδοτικά προγράμματα, χωρίς στρατηγικό σχέδιο και χωρίς μακροπρόθεσμη προοπτική.
Αυτό έρχεται σε αντίφαση με τη λογική της προγραμματικής συμφωνίας με τη ΓΓΕΤ. Η προγραμματική συμφωνία θα πρέπει να απηχεί το στρατηγικό σχέδιο κάθε ΕΚ, το οποίο καταρτίζεται με βάση τις υπάρχουσες δυνάμεις και τις γενικές τάσεις που επικρατούν στα γνωστικά αντικείμενα πάνω στα οποία δουλεύει. Η δουλειά αυτή αποκρυσταλλώνεται με πολλούς τρόπους: πρωτότυπες δημοσιεύσεις, μεταπτυχιακά προγράμματα, υποδομές (π.χ. προσβάσιμες βάσεις δεδομένων για επιμέρους θεματικά πεδία), καινοτόμα προϊόντα ή υπηρεσίες, άξονες πάνω στους οποίους στηρίζονται πολιτικές (π.χ. γλωσσική/κοινωνική/οικονομική/εκπαιδευτική πολιτική, κ.λπ.)
Το στρατηγικό σχέδιο ενός ΕΚ έχει κατά συνέπεια μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Η ενασχόλησή του με χρηματοδοτούμενα προγράμματα πρέπει να είναι μέρος αυτού του σχεδίου. Πρέπει, με άλλα λόγια, να επιλέγει βάσει σχεδίου τα χρηματοδοτούμενα προγράμματα με τα οποία θα ασχοληθεί, και όχι τα χρηματοδοτούμενα προγράμματα να αποτελούν ευκαιριακούς τρόπους επιβίωσης.
Είναι σαφές πλέον στην πλειονότητα των ΕΚ ότι η αδυναμία της πολιτείας να καλύψει τις πάγιες ανάγκες τους μειώνει κατά πολύ τη δυναμική τους με πολλαπλούς τρόπους: α. δεν έχουν τη δυνατότητα να δημιουργήσουν θέσεις εργασίας -έστω και προσωρινές- για νέους επιστήμονες. Β. δεν έχουν τη δυνατότητα να προγραμματίσουν με σωστό τρόπο τη δραστηριότητά τους ώστε να επωφεληθούν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο –ερευνητικά και οικονομικά- από την προηγούμενη γνώση και εμπειρία που έχουν συσσωρεύσει. Γ. Δεν έχουν τη δυνατότητα να μεταδώσουν τη γνώση τους στους νέους ερευνητές. Δ. Σε ορισμένες περιπτώσεις δεν έχουν καν τη δυνατότητα να απορροφήσουν τη χρηματοδότηση που έχουν κερδίσει, αν, για παράδειγμα, το ερευνητικό πρόγραμμα στο οποίο συμμετέχουν ή συντονίζουν απαιτεί ένα τμήμα των δαπανών να προηγηθούν της χρηματοδότησης. Ε. Η συνεχής μείωση του μισθολογικού κόστους καταλήγει στο να αναγκάζονται να επιστρέψουν την αρχική χρηματοδότηση που έχουν κερδίσει με κόπο (π.χ. από ευρωπαϊκά προγράμματα).
Όλα αυτά δημιουργούν έναν φαύλο κύκλο με τα αρνητικά συνακόλουθά του, με το πιο επικίνδυνο συνακόλουθο να είναι η εγκατάλειψη της προσπάθειας.
Μαρία Τζεβελέκου Διευθύντρια Ερευνών, ΙΕΛ-ΕΚ "Αθηνά" Είναι εξαιρετικά δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να λειτουργήσει ένα ΕΚ χωρίς να καλύπτεται οικονομικά ο πυρήνας που διασφαλίζει τη συνέχεια και τη δυναμική του, χωρίς, δηλαδή, να καλύπτονται οι πάγιες δαπάνες του. Πρακτικά αυτό θα σήμαινε ότι ένα ΕΚ χάνει τον χαρακτήρα του και μετατρέπεται σε «εταιρία μελετών» που αναζητά χρηματοδοτικά προγράμματα, χωρίς στρατηγικό σχέδιο και χωρίς μακροπρόθεσμη προοπτική. Αυτό έρχεται σε αντίφαση με τη λογική της προγραμματικής συμφωνίας με τη ΓΓΕΤ. Η προγραμματική συμφωνία θα πρέπει να απηχεί το στρατηγικό σχέδιο κάθε ΕΚ, το οποίο καταρτίζεται με βάση τις υπάρχουσες δυνάμεις και τις γενικές τάσεις που επικρατούν στα γνωστικά αντικείμενα πάνω στα οποία δουλεύει. Η δουλειά αυτή αποκρυσταλλώνεται με πολλούς τρόπους: πρωτότυπες δημοσιεύσεις, μεταπτυχιακά προγράμματα, υποδομές (π.χ. προσβάσιμες βάσεις δεδομένων για επιμέρους θεματικά πεδία), καινοτόμα προϊόντα ή υπηρεσίες, άξονες πάνω στους οποίους στηρίζονται πολιτικές (π.χ. γλωσσική/κοινωνική/οικονομική/εκπαιδευτική πολιτική, κ.λπ.) Το στρατηγικό σχέδιο ενός ΕΚ έχει κατά συνέπεια μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Η ενασχόλησή του με χρηματοδοτούμενα προγράμματα πρέπει να είναι μέρος αυτού του σχεδίου. Πρέπει, με άλλα λόγια, να επιλέγει βάσει σχεδίου τα χρηματοδοτούμενα προγράμματα με τα οποία θα ασχοληθεί, και όχι τα χρηματοδοτούμενα προγράμματα να αποτελούν ευκαιριακούς τρόπους επιβίωσης. Είναι σαφές πλέον στην πλειονότητα των ΕΚ ότι η αδυναμία της πολιτείας να καλύψει τις πάγιες ανάγκες τους μειώνει κατά πολύ τη δυναμική τους με πολλαπλούς τρόπους: α. δεν έχουν τη δυνατότητα να δημιουργήσουν θέσεις εργασίας -έστω και προσωρινές- για νέους επιστήμονες. Β. δεν έχουν τη δυνατότητα να προγραμματίσουν με σωστό τρόπο τη δραστηριότητά τους ώστε να επωφεληθούν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο –ερευνητικά και οικονομικά- από την προηγούμενη γνώση και εμπειρία που έχουν συσσωρεύσει. Γ. Δεν έχουν τη δυνατότητα να μεταδώσουν τη γνώση τους στους νέους ερευνητές. Δ. Σε ορισμένες περιπτώσεις δεν έχουν καν τη δυνατότητα να απορροφήσουν τη χρηματοδότηση που έχουν κερδίσει, αν, για παράδειγμα, το ερευνητικό πρόγραμμα στο οποίο συμμετέχουν ή συντονίζουν απαιτεί ένα τμήμα των δαπανών να προηγηθούν της χρηματοδότησης. Ε. Η συνεχής μείωση του μισθολογικού κόστους καταλήγει στο να αναγκάζονται να επιστρέψουν την αρχική χρηματοδότηση που έχουν κερδίσει με κόπο (π.χ. από ευρωπαϊκά προγράμματα). Όλα αυτά δημιουργούν έναν φαύλο κύκλο με τα αρνητικά συνακόλουθά του, με το πιο επικίνδυνο συνακόλουθο να είναι η εγκατάλειψη της προσπάθειας.