Η πρόθεση του νόμου και το αβέβαιο αποτέλεσμα
Με το σχέδιο νόμου είναι ευδιάκριτη η πρόθεση του υπουργείου για αναβάθμιση του απολυτηρίου Λυκείου, η οποία είναι επίσης συνεπής με τα Ευρωπαϊκά και διεθνή πρότυπα και στάσεις και αναμφίβολα οφείλει να είναι και στόχος του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος.
Ωστόσο, είναι όμως ίδιες οι συνθήκες στην Ελλάδα με αυτές των χωρών της Δ. Ευρώπης; Δυστυχώς, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι σε αντίθεση με τη Δ. Ευρώπη όπου η ζήτηση για πανεπιστημιακές σπουδές είναι πιο χαλαρή οφειλόμενη σε κοινωνικούς και οικονομικούς λόγους που δεν είναι του παρόντος, στην Ελλάδα είμαστε όμηροι της υψηλής ζήτησης για πανεπιστημιακές σπουδές.
Το σημείο εκκίνησης του προβλήματος του Λυκείου είναι η ζήτηση για πανεπιστημιακές σπουδές, ιδιαίτερα εκείνων των «καλών σχολών» η οποία μετατρέπει το σχολείο σε όχημα ή μέσο εξυπηρέτησης του ανώτερου στόχου για κατάληψη μίας θέσης σχολής υψηλής προτίμησης.
Τούτων δοθέντων, είναι πιθανό το νέο σύστημα εισαγωγής στα πανεπιστήμια να εξωθήσει τους υποψήφιους σε μία ξέφρενη και εξαντλητική βαθμοθηρία, τριετούς διάρκειας, υπονομεύοντας και ματαιώνοντας εν τέλει την προσπάθεια αυτονόμησης και αυτοτέλειας του Λυκείου ως βαθμίδας γενικής παιδείας.
Ειδικότερα, με ποιον τρόπο θα διασφαλιστεί η ισοτιμία, η αμεροληψία και θα αποτραπεί η ευνοιοκρατία όταν κατά 100% η προφορική και γραπτή βαθμολόγηση και κατά 50% η επιλογή θεμάτων εξετάσεων θα γίνεται από τον διδάσκοντα; Πως εξασφαλίζεται ότι οι εξετάσεις θα διενεργούνται σε όλη την Ελλάδα, σε κάθε σχολική μονάδα με καθ’ ομοιότυπο και αδιάβλητο τρόπο;
Είναι εύλογο να υποθέσει κανείς ότι θα αναπτυχθούν τεράστιες πιέσεις προς τους εκπαιδευτικούς για καλύτερους βαθμούς, ευκολότερα θέματα και σε μία περισσότερο ακραία εκδοχή και αναλόγως των τοπικών και εσωτερικών συνθηκών, διαβήματα για δολίευση εξετάσεων, για παράδειγμα, με διαρροή θεμάτων ή «χαλαρές επιτηρήσεις». Ή αντίστροφα, πως θα αντιμετωπισθεί αν ορισμένοι διδάσκοντες αυτενεργώντας και εκφεύγοντας από τις κανονιστικές εγκυκλίους ακολουθήσουν προσωπικές αντιλήψεις υπερβάλλοντας σε επιλογές δυσκολίας θεμάτων και αντίστοιχα βαθμολόγησης, όταν θα απουσιάζει η αντιρρόπηση του δεύτερου και τρίτου βαθμολογητή;
Συνοψίζοντας, θεωρώ ότι το προτεινόμενο σχέδιο νόμου δεν έχει λάβει επαρκώς υπόψη την Ελληνική ιδιαιτερότητα της υψηλής ζήτησης πανεπιστημιακών σπουδών και για αυτό η υιοθέτησή του στην παρούσα μορφή θα προκαλέσει περισσότερα προβλήματα και στρεβλώσεις από όσα θα επιχειρήσει να λύσει.
Η πρόθεση του νόμου και το αβέβαιο αποτέλεσμα Με το σχέδιο νόμου είναι ευδιάκριτη η πρόθεση του υπουργείου για αναβάθμιση του απολυτηρίου Λυκείου, η οποία είναι επίσης συνεπής με τα Ευρωπαϊκά και διεθνή πρότυπα και στάσεις και αναμφίβολα οφείλει να είναι και στόχος του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος. Ωστόσο, είναι όμως ίδιες οι συνθήκες στην Ελλάδα με αυτές των χωρών της Δ. Ευρώπης; Δυστυχώς, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι σε αντίθεση με τη Δ. Ευρώπη όπου η ζήτηση για πανεπιστημιακές σπουδές είναι πιο χαλαρή οφειλόμενη σε κοινωνικούς και οικονομικούς λόγους που δεν είναι του παρόντος, στην Ελλάδα είμαστε όμηροι της υψηλής ζήτησης για πανεπιστημιακές σπουδές. Το σημείο εκκίνησης του προβλήματος του Λυκείου είναι η ζήτηση για πανεπιστημιακές σπουδές, ιδιαίτερα εκείνων των «καλών σχολών» η οποία μετατρέπει το σχολείο σε όχημα ή μέσο εξυπηρέτησης του ανώτερου στόχου για κατάληψη μίας θέσης σχολής υψηλής προτίμησης. Τούτων δοθέντων, είναι πιθανό το νέο σύστημα εισαγωγής στα πανεπιστήμια να εξωθήσει τους υποψήφιους σε μία ξέφρενη και εξαντλητική βαθμοθηρία, τριετούς διάρκειας, υπονομεύοντας και ματαιώνοντας εν τέλει την προσπάθεια αυτονόμησης και αυτοτέλειας του Λυκείου ως βαθμίδας γενικής παιδείας. Ειδικότερα, με ποιον τρόπο θα διασφαλιστεί η ισοτιμία, η αμεροληψία και θα αποτραπεί η ευνοιοκρατία όταν κατά 100% η προφορική και γραπτή βαθμολόγηση και κατά 50% η επιλογή θεμάτων εξετάσεων θα γίνεται από τον διδάσκοντα; Πως εξασφαλίζεται ότι οι εξετάσεις θα διενεργούνται σε όλη την Ελλάδα, σε κάθε σχολική μονάδα με καθ’ ομοιότυπο και αδιάβλητο τρόπο; Είναι εύλογο να υποθέσει κανείς ότι θα αναπτυχθούν τεράστιες πιέσεις προς τους εκπαιδευτικούς για καλύτερους βαθμούς, ευκολότερα θέματα και σε μία περισσότερο ακραία εκδοχή και αναλόγως των τοπικών και εσωτερικών συνθηκών, διαβήματα για δολίευση εξετάσεων, για παράδειγμα, με διαρροή θεμάτων ή «χαλαρές επιτηρήσεις». Ή αντίστροφα, πως θα αντιμετωπισθεί αν ορισμένοι διδάσκοντες αυτενεργώντας και εκφεύγοντας από τις κανονιστικές εγκυκλίους ακολουθήσουν προσωπικές αντιλήψεις υπερβάλλοντας σε επιλογές δυσκολίας θεμάτων και αντίστοιχα βαθμολόγησης, όταν θα απουσιάζει η αντιρρόπηση του δεύτερου και τρίτου βαθμολογητή; Συνοψίζοντας, θεωρώ ότι το προτεινόμενο σχέδιο νόμου δεν έχει λάβει επαρκώς υπόψη την Ελληνική ιδιαιτερότητα της υψηλής ζήτησης πανεπιστημιακών σπουδών και για αυτό η υιοθέτησή του στην παρούσα μορφή θα προκαλέσει περισσότερα προβλήματα και στρεβλώσεις από όσα θα επιχειρήσει να λύσει.