Όλο και πιο συχνά τα τελευταία χρόνια οι γενετιστές, οι νευρολόγοι, οι ηθικολόγοι ,οι περιβαλλοντολόγοι καθώς και ειδικοί της εξέλιξης παρεμβαίνουν για να δώσουν τη γνώμη τους για την κοινωνία, τον πολιτισμό, την ηθική και την πολιτική.
Η επίδραση όμως των Βιολογικών επιστημών απαιτεί προσοχή για λόγους πολύ πιο γενικούς. Η σημασία τους δεν είναι μόνο θεωρητική αλλά και πρακτική. Μπορούμε να θεωρήσουμε ότι η επέκταση των ικανοτήτων και των επιδιώξεων των βιολόγων, της οποίας είμαστε μάρτυρες, δημιουργεί ένα καθοριστικό κοινωνικό φαινόμενο. Αυτό για το οποίο γίνεται λόγος δεν είναι μόνο μια ποιοτική και ποσοτική πρόοδος των γνώσεων αλλά ένας νέος τρόπος αντίληψης για τον άνθρωπο και την κοινωνία. Γιατί, κάθε πολιτισμός, έχει μια χαρακτηριστική άποψη για τον κόσμο, μια φιλοσοφία περισσότερο ή λιγότερο εκφρασμένη, που προσδιορίζει αφενός μεν την «ανθρώπινη φύση», αφετέρου δε κάποιους κανόνες δράσης. Τί είναι ο άνθρωπος; Πώς οφείλει να συμπεριφέρεται; Πώς οφείλει να οργανώσει τη συλλογική ζωή;
Όλα δείχνουν πως πρέπει να δεχθούμε ότι η βιολογία πρέπει να γίνει αποδεκτή ως η επιστήμη που θα μας αποκαλύψει αυτό που είμαστε και κατά συνέπεια τι οφείλουμε να κάνουμε.
Η βιολογία αποτελεί σήμερα μια ολοκληρωμένη επιστήμη, η οποία εμπνεύστηκε σε μεγάλο βαθμό από την πληροφορική και τη θερμοδυναμική για να τελειοποιήσει τα μοντέλα της, αφού πρώτα τα θεμελίωσε στη μηχανική και στην κυβερνητική. Και είναι η μόνη από τις θετικές επιστήμες που δεν διακατέχεται μόνο από «αχρονική» οπτική αλλά στηριζόμενη στη λογική του Εξελικτικού Παραδείγματος σε όλο το εύρος της, αποκτά μια ιστορικότητα που χαρακτηρίζει τις ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες .
Όλα αυτά εξηγούν γιατί η βιολογία είναι ένα αρκετά διαφορετικό είδος επιστήμης από τις φυσικές επιστήμες. Διαφέρει σε μεγάλο βαθμό ως προς το αντικείμενό της, την ιστορία της, τις μεθόδους και τη φιλοσοφία της. Ενώ όλες οι βιολογικές διαδικασίες είναι συμβιβαστές με τους νόμους της φυσικής και της χημείας, οι ζωντανοί οργανισμοί δεν μπορούν να αναχθούν σε αυτούς τους φυσικοχημικούς νόμους, και οι φυσικές επιστήμες δεν δα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν πολλές όψεις της φύσης που είναι μοναδικές στα έμβια όντα. Οι κλασικές φυσικές επιστήμες, πάνω στις οποίες είχε βασιστεί η κλασική φιλοσοφία της επιστήμης, διέπονται από μια σειρά ιδεών ακατάλληλων για τη μελέτη των οργανισμών: περιλαμβάνουν την αιτιοκρατία , τον οικουμενισμό ,την ουσιολογική οντολογία και τον αναγωγισμό. Η βιολογία, στην ορθή της αντίληψη, περιλαμβάνει την πιθανότητα, την πληθυσμική σκέψη, τον πλουραλισμό, την τυχαιότητα, την ανάδυση και την ιστορική αφήγηση.
Η γενετική, η μοριακή βιολογία, η ανοσολογία, η γενετική μηχανική, η νευροεπιστήμη, η φυσική ανθρωπολογία και η έρευνα για την ενεργητική «δαρβινική μηχανή» τον εγκέφαλο , είναι ερευνητικοί άξονες (ανάμεσα σε πολλούς) όπου πραγματοποιούνται θεαματικές πρόοδοι.
Παράλληλα η γεωργία και η κτηνοτροφία μας εξοικείωσαν με τις άλλοτε βιοτεχνικές, άλλοτε επιστημονικές, αλλά πάντοτε εκούσιες μεταβολές της φύσης. Οι μέθοδοι του ανασυνδυασμένου DNA, διευρύναν σε τέτοιο βαθμό τη δυνατότητα επέμβασης στα είδη, ώστε η βιολογία εισέρχεται πλέον στην ουσία των μεγάλων ερωτημάτων που απασχολούν τις κοινωνίες μας.
Είναι μέσα στις βιολογικές ικανότητες των ανθρώπων η δυνατότητα να αναδιοργανώσουν το μέλλον τους;
Πώς θέλουν να ζήσουν οι άνθρωποι και τι να κάνουν για να ζουν έτσι;
Σήμερα η κοινωνία μας, συνειδητά ή όχι, στρέφει το βλέμμα προς την πλευρά της βιολογίας, σαν να εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό το μέλλον της από τη δική της πρόοδο. Είτε πρόκειται για τον αγώνα εναντίον της πείνας και των ασθενειών, είτε για τη μείωση της ρύπανσης, είτε για απάντηση στα τραύματα της ζωής μέσα στις μεγαλουπόλεις, είτε ακόμη για τη ρύθμιση της παγκόσμιας ανάπτυξης, το κοινωνικό σύνολο περιμένει πολλά από την επιστήμη του ζώντος.
Συνεπώς δημιουργείται το αίτημα ,το πεδίο «Επιστήμες Υγείας» να μετονομαστεί σε «Επιστήμες της Ζωής της Υγείας και του Περιβάλλοντος » και να συμπεριλάβει εκτός από τα Βιοεπιστημονικά τμήματα (ιατρική, οδοντιατρική, βιολογία, μοριακή βιολογία, βιοχημεία, γενετική , διατροφή -διαιτολογία , νοσηλευτική), τη φαρμακευτική, την κτηνιατρική , την αγροτική ανάπτυξη ,την επιστήμη της Φυτικής παραγωγής ,την επιστήμη της Θάλασσας καθώς και άλλες σχολές Επιστημών της Ζωής όπως τη Γεωπονία, τη Δασοπονία, την Τεχνολογία τροφίμων ,τα Τμήματα Περιβάλλοντος και τα αντίστοιχα τμήματα στα Τ.Ε.Ι
Είναι ακόμη ανεπίτρεπτη η έλλειψη του μαθήματος της βιολογίας από τη διάρθρωση των μαθημάτων του Επαγγελματικού Λυκείου, γιατί ο υπερπληθυσμός, η καταστροφή του περιβάλλοντος, η ασφυκτική κατάσταση των μεγαλουπόλεων , τα προβλήματα βιοηθικής που ανακύπτουν καθημερινά, δεν μπορούν να αντιμετωπισθούν με τεχνολογικά επιτεύγματα, παρά μόνο με μέτρα που βασίζονται στην κατανόηση των γενεσιουργών βιολογικών αιτίων τους. Το «γνώθι σ’αυτόν», που δίδαξαν οι αρχαίοι Έλληνες, απαιτεί πάνω απ’ όλα τη γνώση της βιολογικής μας προέλευσης.
Τέλος για να µη µιλάµε για µια αποσπασµατική και κατακερµατισµένη βιολογική (και όχι μόνο )γνώση , που σύγχυση θα προκαλεί περισσότερο παρά µάθηση, θα πρέπει τα μαθήματα (όλα τα διδασκόμενα )να είναι τουλάχιστον δίωρα . Έτσι θα επιτραπεί στον εκπαιδευτικό να οικοδομήσει ουσιαστική παιδαγωγική σχέση με τους μαθητές του και να δημιουργήσει τις συνθήκες ενδυνάμωσης μέσα από τις οποίες θα μάθουν.
Εξακολουθώντας να πιστεύουμε πως ο σχεδιασμός του Λυκείου πρέπει να γίνεται αρχικά με γνώμονα το είδος, το εύρος και το βάθος της γενικής παιδείας που παρέχει στο μαθητή(μελλοντικό πολίτη κυρίως και όχι εξειδικευμένο επιστήμονα) και δευτερευόντως τις ανάγκες προετοιμασίας και επιλογής των υποψηφίων για τις σχολές της Τριτοβάθμιας εκπαίδευσης προτείνουμε στα Μαθήματα Γενικής Παιδείας της Γ Λυκείου να γίνει πρόβλεψη και για τις Φυσικές Επιστήμες (Φ-Χ-Β)
Όλο και πιο συχνά τα τελευταία χρόνια οι γενετιστές, οι νευρολόγοι, οι ηθικολόγοι ,οι περιβαλλοντολόγοι καθώς και ειδικοί της εξέλιξης παρεμβαίνουν για να δώσουν τη γνώμη τους για την κοινωνία, τον πολιτισμό, την ηθική και την πολιτική. Η επίδραση όμως των Βιολογικών επιστημών απαιτεί προσοχή για λόγους πολύ πιο γενικούς. Η σημασία τους δεν είναι μόνο θεωρητική αλλά και πρακτική. Μπορούμε να θεωρήσουμε ότι η επέκταση των ικανοτήτων και των επιδιώξεων των βιολόγων, της οποίας είμαστε μάρτυρες, δημιουργεί ένα καθοριστικό κοινωνικό φαινόμενο. Αυτό για το οποίο γίνεται λόγος δεν είναι μόνο μια ποιοτική και ποσοτική πρόοδος των γνώσεων αλλά ένας νέος τρόπος αντίληψης για τον άνθρωπο και την κοινωνία. Γιατί, κάθε πολιτισμός, έχει μια χαρακτηριστική άποψη για τον κόσμο, μια φιλοσοφία περισσότερο ή λιγότερο εκφρασμένη, που προσδιορίζει αφενός μεν την «ανθρώπινη φύση», αφετέρου δε κάποιους κανόνες δράσης. Τί είναι ο άνθρωπος; Πώς οφείλει να συμπεριφέρεται; Πώς οφείλει να οργανώσει τη συλλογική ζωή; Όλα δείχνουν πως πρέπει να δεχθούμε ότι η βιολογία πρέπει να γίνει αποδεκτή ως η επιστήμη που θα μας αποκαλύψει αυτό που είμαστε και κατά συνέπεια τι οφείλουμε να κάνουμε. Η βιολογία αποτελεί σήμερα μια ολοκληρωμένη επιστήμη, η οποία εμπνεύστηκε σε μεγάλο βαθμό από την πληροφορική και τη θερμοδυναμική για να τελειοποιήσει τα μοντέλα της, αφού πρώτα τα θεμελίωσε στη μηχανική και στην κυβερνητική. Και είναι η μόνη από τις θετικές επιστήμες που δεν διακατέχεται μόνο από «αχρονική» οπτική αλλά στηριζόμενη στη λογική του Εξελικτικού Παραδείγματος σε όλο το εύρος της, αποκτά μια ιστορικότητα που χαρακτηρίζει τις ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες . Όλα αυτά εξηγούν γιατί η βιολογία είναι ένα αρκετά διαφορετικό είδος επιστήμης από τις φυσικές επιστήμες. Διαφέρει σε μεγάλο βαθμό ως προς το αντικείμενό της, την ιστορία της, τις μεθόδους και τη φιλοσοφία της. Ενώ όλες οι βιολογικές διαδικασίες είναι συμβιβαστές με τους νόμους της φυσικής και της χημείας, οι ζωντανοί οργανισμοί δεν μπορούν να αναχθούν σε αυτούς τους φυσικοχημικούς νόμους, και οι φυσικές επιστήμες δεν δα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν πολλές όψεις της φύσης που είναι μοναδικές στα έμβια όντα. Οι κλασικές φυσικές επιστήμες, πάνω στις οποίες είχε βασιστεί η κλασική φιλοσοφία της επιστήμης, διέπονται από μια σειρά ιδεών ακατάλληλων για τη μελέτη των οργανισμών: περιλαμβάνουν την αιτιοκρατία , τον οικουμενισμό ,την ουσιολογική οντολογία και τον αναγωγισμό. Η βιολογία, στην ορθή της αντίληψη, περιλαμβάνει την πιθανότητα, την πληθυσμική σκέψη, τον πλουραλισμό, την τυχαιότητα, την ανάδυση και την ιστορική αφήγηση. Η γενετική, η μοριακή βιολογία, η ανοσολογία, η γενετική μηχανική, η νευροεπιστήμη, η φυσική ανθρωπολογία και η έρευνα για την ενεργητική «δαρβινική μηχανή» τον εγκέφαλο , είναι ερευνητικοί άξονες (ανάμεσα σε πολλούς) όπου πραγματοποιούνται θεαματικές πρόοδοι. Παράλληλα η γεωργία και η κτηνοτροφία μας εξοικείωσαν με τις άλλοτε βιοτεχνικές, άλλοτε επιστημονικές, αλλά πάντοτε εκούσιες μεταβολές της φύσης. Οι μέθοδοι του ανασυνδυασμένου DNA, διευρύναν σε τέτοιο βαθμό τη δυνατότητα επέμβασης στα είδη, ώστε η βιολογία εισέρχεται πλέον στην ουσία των μεγάλων ερωτημάτων που απασχολούν τις κοινωνίες μας. Είναι μέσα στις βιολογικές ικανότητες των ανθρώπων η δυνατότητα να αναδιοργανώσουν το μέλλον τους; Πώς θέλουν να ζήσουν οι άνθρωποι και τι να κάνουν για να ζουν έτσι; Σήμερα η κοινωνία μας, συνειδητά ή όχι, στρέφει το βλέμμα προς την πλευρά της βιολογίας, σαν να εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό το μέλλον της από τη δική της πρόοδο. Είτε πρόκειται για τον αγώνα εναντίον της πείνας και των ασθενειών, είτε για τη μείωση της ρύπανσης, είτε για απάντηση στα τραύματα της ζωής μέσα στις μεγαλουπόλεις, είτε ακόμη για τη ρύθμιση της παγκόσμιας ανάπτυξης, το κοινωνικό σύνολο περιμένει πολλά από την επιστήμη του ζώντος. Συνεπώς δημιουργείται το αίτημα ,το πεδίο «Επιστήμες Υγείας» να μετονομαστεί σε «Επιστήμες της Ζωής της Υγείας και του Περιβάλλοντος » και να συμπεριλάβει εκτός από τα Βιοεπιστημονικά τμήματα (ιατρική, οδοντιατρική, βιολογία, μοριακή βιολογία, βιοχημεία, γενετική , διατροφή -διαιτολογία , νοσηλευτική), τη φαρμακευτική, την κτηνιατρική , την αγροτική ανάπτυξη ,την επιστήμη της Φυτικής παραγωγής ,την επιστήμη της Θάλασσας καθώς και άλλες σχολές Επιστημών της Ζωής όπως τη Γεωπονία, τη Δασοπονία, την Τεχνολογία τροφίμων ,τα Τμήματα Περιβάλλοντος και τα αντίστοιχα τμήματα στα Τ.Ε.Ι Είναι ακόμη ανεπίτρεπτη η έλλειψη του μαθήματος της βιολογίας από τη διάρθρωση των μαθημάτων του Επαγγελματικού Λυκείου, γιατί ο υπερπληθυσμός, η καταστροφή του περιβάλλοντος, η ασφυκτική κατάσταση των μεγαλουπόλεων , τα προβλήματα βιοηθικής που ανακύπτουν καθημερινά, δεν μπορούν να αντιμετωπισθούν με τεχνολογικά επιτεύγματα, παρά μόνο με μέτρα που βασίζονται στην κατανόηση των γενεσιουργών βιολογικών αιτίων τους. Το «γνώθι σ’αυτόν», που δίδαξαν οι αρχαίοι Έλληνες, απαιτεί πάνω απ’ όλα τη γνώση της βιολογικής μας προέλευσης. Τέλος για να µη µιλάµε για µια αποσπασµατική και κατακερµατισµένη βιολογική (και όχι μόνο )γνώση , που σύγχυση θα προκαλεί περισσότερο παρά µάθηση, θα πρέπει τα μαθήματα (όλα τα διδασκόμενα )να είναι τουλάχιστον δίωρα . Έτσι θα επιτραπεί στον εκπαιδευτικό να οικοδομήσει ουσιαστική παιδαγωγική σχέση με τους μαθητές του και να δημιουργήσει τις συνθήκες ενδυνάμωσης μέσα από τις οποίες θα μάθουν. Εξακολουθώντας να πιστεύουμε πως ο σχεδιασμός του Λυκείου πρέπει να γίνεται αρχικά με γνώμονα το είδος, το εύρος και το βάθος της γενικής παιδείας που παρέχει στο μαθητή(μελλοντικό πολίτη κυρίως και όχι εξειδικευμένο επιστήμονα) και δευτερευόντως τις ανάγκες προετοιμασίας και επιλογής των υποψηφίων για τις σχολές της Τριτοβάθμιας εκπαίδευσης προτείνουμε στα Μαθήματα Γενικής Παιδείας της Γ Λυκείου να γίνει πρόβλεψη και για τις Φυσικές Επιστήμες (Φ-Χ-Β)