• Σχόλιο του χρήστη 'Γ.Π.' | 28 Νοεμβρίου 2009, 20:21

    Η έλλειψη για δεκαετίες κάθε μορφής αξιολόγησης έχει οδηγήσει σε ένα πραγματικό αδιέξοδο στο πρόβλημα της αξιοκρατικής και αποτελεσματικής διοικητικής στελέχωσης της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Το αδιέξοδο, βέβαια, δε φαίνεται να είναι και τόσο "άβολο", αφού δίνει το άλοθι, σε κάθε αλλαγή κυβερνώντος κόματος, να βολεύουν οι κυβερνούντες τους ευνοούμενους συνδικαλιστές τους και μάλιστα μέσα από κοινές συμφωνίες μεταξύ των πλειοψηφούντων συνδικαλιστικών παρατάξεων. Βέβαια, κάθε φορά, υπάρχουν διαμαρτυρίες από ΟΛΜΕ και ΔΟΕ για αναξιοκρατία, μη τήρηση της νομιμότητας και όλα τα σχετικά. Συνεπώς, η πρώτη προϋπόθεση για να έχει νόημα η όποια διαβούλευση, και να μη γίνεται προσχηματικά για την αλλαγή των νυν διοικητικών προϊσταμένων, είναι να υπάρξει δεδηλωμένη πολιτική βούληση, τουλάχιστον από τα δύο κόματα εξουσίας. Το δεύτερο να υπάρξη αντίστοιχη πολιτική βούληση για την έναρξη αξιολόγησης, τουλάχιστον για όσους εκπαιδευτικούς επιθυμούν θέση στελέχους. Η όποια αξιολόγηση μπορεί να μην είναι κάτι το τέλειο σε πρώτη φάση, αλλά πρέπει κάποτε να αρχίσει. (Η απόλυτη έλλειψη αξιολόγησης και η κατάσταση στην οποία έχουμε οδηγηθεί, με έκανε πριν από μερικά χρόνια υποστηρικτή των θέσεων Αρσένη, αν και τις θεωρούσα υπερβολικές). Διαβάζοντας τις μέχρι τώρα είκοσι σελίδες προτάσεων-απόψεων της διαβούλευσης, μπορεί κανείς να καταλάβει το εύρος, την ποιότητα και την ποικιλία των διαφορετικών θέσεων, που αγγίζουν τα όρια του παραλόγου. Ως στέλεχος της εκπαίδευσης για πάνω από μια δεκαετία, και έχοντας περάσει από πολλαπλές διαδικασίες επιλογής, έχω να προτείνω τα παρακάτω: 1. Ισορροπημένο συνυπολογισμό εμπειρίας και επιστημονικής γνώσης. Η εμπειρία από μόνη της δεν αποτελεί αξιόπιστο κριτήριο, αφού εκτός των άλλων δεν είναι αξιολογημένη. Η επιστημονική γνώση πιστοποιημένη από πτυχία και μεταπτυχιακά μπορεί να υποδηλώνει καλό επιστήμονα, αλλά δε σημαίνει, από μόνη της, ικανότητες διαχείρισης, καθοδήγησης και επιμόρφωσης προσωπικού. 2. Η προβλεπόμενη διδακτική και εκπαιδευτική εμπειρία 10-15 ετών θεωρώ ότι είναι επαρκής για τη διεκδίκηση θέσης στελέχους. Πολύ χρήσιμο επίσης να δοκιμαστεί κάποιος ως διευθυντής σχολικής μονάδας πριν προχωρήσει παραπάνω. Η μοριοδότηση των επιπλέον χρόνων εμπειρίας θεωρώ ότι είναι επίσης χρήσιμη. 3. Η μονιμότητα των στελεχών εκπαίδευσης θεωρώ ότι είναι επίσης στη σωστή κατεύθυνση. Αυτό βέβαια με την έννοια ότι ο κατέχων κάποια θέση αξιολογείται για το έργο του στη συγκεκριμένη θέση. Θεωρώ αδιανόητο να επαναξιολογείται κάποιος, για θέση που κατέχει επί 4, 8 ή 12 έτη, εκ του μηδενός, και να μην του απευθύνεται ούτε ερώτηση, στη συνέντευξη επιλογής, για το μέχρι τότε έργο του. Και φυσικά η μονιμότητα στελεχών αποτελεί προϋπόθεση για την έναρξη της όποιας αξιολόγησης, αφού θα ήταν τουλάχιστον τραγελαφικό να εναλλάσσονται οι εκπαιδευτικοί μεταξύ τους σε ρόλους αξιολογητή αξιολογούμενου. 4. Ο τρόπος μοριοδότησης των πτυχίων και των μεταπτυχιακών αποτελεί επίσης σοβαρό αντικείμενο συζήτησης. Σήμερα μοριοδοτούνται όλα τα δεύτερα πανεπιστημιακά πτυχία, ανεξαρτήτως συμβατότητας με τη αντικείμενο του εκπαιδευτικού. Το πιο εξωφρενικό, δεν μοριοδοτούνται τα συμβατά δεύτερα πτυχία ΤΕΙ εκτός και αν έχουν ληφθεί μετά το 2001. Δηλαδή γίνεται διαχωρισμός πτυχιούχων προ και ματά την ψήφιση του νόμου ανωτατοποίησης αν και αυτό απαγορεύεται από τον ίδιο νόμο. Τα μεταπτυχιακά και τα διδακτορικά μοριοδοτούνται επίσης με την ίδια λογική. 4. Για την πρωτοβάθμια εκπαίδευση έχουμε το τουλάχιστον περίεργο φαινόμενο να υπάρχουν ακόμη και ανώτερα στελέχη χωρίς το βασικό για τον κλάδο, πτυχίο παιδαγωγικού τμήματος, έστω και εξομοίωσης. Και ενώ το συγκεκριμένο πτυχίο εξομοίωσης δε θεωρείται βασικό πτυχίο, εντούτοις δε μοριοδοτείται. Αντίθετα μοριοδοτείται ως κανονικό πτυχίο διετούς μετεκπαίδευσης η εξομοίωση μετεκπαίδευσης των σεμιναρίων Γερμανίας. Περιέργως τα συγκεκριμένα αυτά σεμινάρια Γερμανίας δίνουν και μόρια γλωσσομάθειας άριστης γνώσης γερμανικών, μέσα από μια επίσης περίεργη αναγνώριση γλωσσομάθειας από κάποια υπηρεσία του πρώην ΥΠ.Ε.Π.Θ. και όχι από το πρώην ΔΙΚΑΤΣΑ. Με αυτά και με άλλα η αξία των επιστημονικών γνώσεων των υποψηφίων στελεχών φαλκιδεύεται, όπως και η αναμενόμενη επιστημονική προσφορά των στελεχών. Είναι φανερό ότι απαιτείται εξορθολογισμός της μοριοδότησης των επιστημονικών προσόντων, με τρόπο δικαιότερο για τα υποψήφια στελέχη και με σκοπό την επιλογή των ικανότερων.