ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΕΡΕΥΝΗΤΩΝ – www.eee-researchers.gr
Παρατηρήσεις / προτεινόμενες ρυθμίσεις:
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ’ – Ενίσχυση Έρευνας Τεχνολογικής Ανάπτυξης και Τεχνολογίας
Μια βασική μεταβολή που θα πρέπει να υπάρξει στο χώρο της Έρευνας, με στόχο την ενίσχυσή του είναι η συγκέντρωση όλων των Ερευνητικών Κέντρων και Ινστιτούτων και των ερευνητικών δραστηριοτήτων του, τα οποία είναι διεσπαρμένα σε διάφορα Υπουργεία και υπηρεσίες και διέπονται από διαφορετικά θεσμικά πλαίσια, σε μια ενιαία αρχή και σε ένα ενιαίο θεσμικό πλαίσιο. Το αυτό ισχύει για τη διασπορά της χρηματοδότησης της έρευνας σε διάφορα Υπουργεία, τα οποία δεν έχουν ενδεχομένως την απαραίτητη τεχνογνωσία για τη διαχείριση αυτών των κονδυλίων (π.χ., η ΓΓΕΤ διαθέτει Ειδικό Λογαριασμό για την αξιοποίηση των Ευρωπαϊκών κονδυλίων). Για το σκοπό αυτό θα πρέπει να υπάρξουν κίνητρα, αν όχι νομοθετικές ρυθμίσεις, από πλευράς της Πολιτείας. Η ΓΓΕΤ θα πρέπει να είναι ο κύριος φορέας που θα διαχειρίζεται τα χρήματα όλων των Υπουργείων που κατευθύνονται για έρευνα, ερευνητικές υποδομές και άλλες υποστηρικτικές για την έρευνα δράσεις.
Πρόταση της ΕΕΕ:
Να υπάρξει συμπληρωματικό άρθρο σύμφωνα με το οποίο:
«Η ΓΓΕΤ, σε συνεργασία με λοιπά Υπουργεία, θα αναλαμβάνει για λογαριασμό τους τη διενέργεια προκηρύξεων, και τη διάθεση των κονδυλίων που κατευθύνονται για έρευνα, εθνικές ερευνητικές υποδομές και άλλες υποστηρικτικές για την έρευνα δράσεις».
ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΕΡΕΥΝΗΤΩΝ – www.eee-researchers.gr
Παρατηρήσεις / προτεινόμενες ρυθμίσεις:
Άρθρο 20. Πόροι των Ερευνητικών Κέντρων
Το γεγονός ότι η έρευνα υποχρηματοδοτείται στη χώρα μας είναι κοινός τόπος, που προκύπτει τόσο από τα αντικειμενικά στοιχεία, όσο και από διαχρονικές δηλώσεις της πολιτικής ηγεσίας. Η χρηματοδότηση της έρευνας προέρχεται κυρίως από Ευρωπαϊκές πηγές, είτε αυτές είναι ανταγωνιστικά προγράμματα (απ’ ευθείας στα Ερευνητικά Κέντρα από την Ευρωπαϊκή Ένωση), είτε συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα (ΕΣΠΑ κλπ.).
Επιπλέον αν η Δημόσια Εθνική Χρηματοδότηση δεν καλύπτει τη μισθοδοσία του τακτικού ερευνητικού, τεχνικού και διοικητικού προσωπικού των Ερευνητικών Κέντρων, όπως ακριβώς συμβαίνει στα ΑΕΙ, υποσκάπτεται η δυνατότητα ισότιμης συμμετοχής και συνεργασίας καθηγητών και ερευνητών σε ερευνητικά προγράμματα, η κινητικότητα μεταξύ ΑΕΙ και Ερευνητικών Κέντρων και βέβαια και αυτή η ίδια η μισθολογική εξίσωση καθηγητών και ερευνητών.
Η ΕΕΕ πιστεύει ότι θα πρέπει να εξασφαλιστεί νομοθετικά μια ελάχιστη χρηματοδότηση προς τον «σκληρό πυρήνα» της ερευνητικής δραστηριότητας της χώρας που είναι τα Ερευνητικά Κέντρα της ΓΓΕΤ. Η ελάχιστη αυτή χρηματοδότηση θα πρέπει στην παρούσα φάση να καλύπτει τη μισθοδοσία των ερευνητών και των μονίμων/αορίστου χρόνου υπαλλήλων, καθώς και τη συντήρηση των μεγάλων εθνικών ερευνητικών υποδομών – επενδύσεων που έχουν γίνει έως σήμερα. Η χρηματοδότηση αυτή (α) θα επιτρέψει στα ΕΚ να πολλαπλασιάσουν τις εισροές τους από την ΕΕ, γιατί θα τα καταστήσει εξ’ ίσου ανταγωνιστικά με τα Κέντρα των άλλων Ευρωπαϊκών χωρών που έχουν εξασφαλισμένη μισθοδοσία και (β) θα διασφαλίσει τη δυνατότητα των Κέντρων να κατευθύνουν τα χρήματα τα οποία κερδίζουν από τα ανταγωνιστικά ερευνητικά προγράμματα στην αναχαίτιση του brain drain, μέσω προσλήψεων νέου ερευνητικού προσωπικού.
Ενώ στο παρόν άρθρο γίνεται αναφορά στην «εμπορική ή εταιρική εκμετάλλευση υφιστάμενων ή δημιουργούμενων δικαιωμάτων τους διανοητικής ιδιοκτησίας» δεν υπάρχει συνολική ρύθμιση για τα τελευταία στο ν/σ.
Πρόταση της ΕΕΕ:
Αναμόρφωση της παραγράφου 1 ως ακολούθως.
1. Οι πόροι των Ερευνητικών Κέντρων και Ινστιτούτων προέρχονται από:
1.1. Δημόσια Εθνική Χρηματοδότηση, σύμφωνα με τις αρχές της ΕΣΕΤΑΚ, το Σχέδιο Δράσης και τις διατάξεις του Κεφαλαίου Γ’ του παρόντος νόμου. Η χρηματοδότηση δεν μπορεί να υπολείπεται του κόστους μισθοδοσίας των ερευνητών και των μονίμων υπαλλήλων ή υπαλλήλων αορίστου χρόνου, καθώς και του λειτουργικού κόστους συντήρησης των εθνικών ερευνητικών υποδομών.
Διαγραφή της παραγράφου 1.7.
Η ρύθμιση της παρ. 1.7. για «Δάνεια από τράπεζες και χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς...» θεωρείται προβληματική και προτείνεται να απαλειφθεί, όσον αφορά τουλάχιστον στα δημόσια ΕΚ της ΓΓΕΤ.
ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΕΡΕΥΝΗΤΩΝ – www.eee-researchers.gr Παρατηρήσεις / προτεινόμενες ρυθμίσεις: ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ’ – Ενίσχυση Έρευνας Τεχνολογικής Ανάπτυξης και Τεχνολογίας Μια βασική μεταβολή που θα πρέπει να υπάρξει στο χώρο της Έρευνας, με στόχο την ενίσχυσή του είναι η συγκέντρωση όλων των Ερευνητικών Κέντρων και Ινστιτούτων και των ερευνητικών δραστηριοτήτων του, τα οποία είναι διεσπαρμένα σε διάφορα Υπουργεία και υπηρεσίες και διέπονται από διαφορετικά θεσμικά πλαίσια, σε μια ενιαία αρχή και σε ένα ενιαίο θεσμικό πλαίσιο. Το αυτό ισχύει για τη διασπορά της χρηματοδότησης της έρευνας σε διάφορα Υπουργεία, τα οποία δεν έχουν ενδεχομένως την απαραίτητη τεχνογνωσία για τη διαχείριση αυτών των κονδυλίων (π.χ., η ΓΓΕΤ διαθέτει Ειδικό Λογαριασμό για την αξιοποίηση των Ευρωπαϊκών κονδυλίων). Για το σκοπό αυτό θα πρέπει να υπάρξουν κίνητρα, αν όχι νομοθετικές ρυθμίσεις, από πλευράς της Πολιτείας. Η ΓΓΕΤ θα πρέπει να είναι ο κύριος φορέας που θα διαχειρίζεται τα χρήματα όλων των Υπουργείων που κατευθύνονται για έρευνα, ερευνητικές υποδομές και άλλες υποστηρικτικές για την έρευνα δράσεις. Πρόταση της ΕΕΕ: Να υπάρξει συμπληρωματικό άρθρο σύμφωνα με το οποίο: «Η ΓΓΕΤ, σε συνεργασία με λοιπά Υπουργεία, θα αναλαμβάνει για λογαριασμό τους τη διενέργεια προκηρύξεων, και τη διάθεση των κονδυλίων που κατευθύνονται για έρευνα, εθνικές ερευνητικές υποδομές και άλλες υποστηρικτικές για την έρευνα δράσεις». ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΕΡΕΥΝΗΤΩΝ – www.eee-researchers.gr Παρατηρήσεις / προτεινόμενες ρυθμίσεις: Άρθρο 20. Πόροι των Ερευνητικών Κέντρων Το γεγονός ότι η έρευνα υποχρηματοδοτείται στη χώρα μας είναι κοινός τόπος, που προκύπτει τόσο από τα αντικειμενικά στοιχεία, όσο και από διαχρονικές δηλώσεις της πολιτικής ηγεσίας. Η χρηματοδότηση της έρευνας προέρχεται κυρίως από Ευρωπαϊκές πηγές, είτε αυτές είναι ανταγωνιστικά προγράμματα (απ’ ευθείας στα Ερευνητικά Κέντρα από την Ευρωπαϊκή Ένωση), είτε συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα (ΕΣΠΑ κλπ.). Επιπλέον αν η Δημόσια Εθνική Χρηματοδότηση δεν καλύπτει τη μισθοδοσία του τακτικού ερευνητικού, τεχνικού και διοικητικού προσωπικού των Ερευνητικών Κέντρων, όπως ακριβώς συμβαίνει στα ΑΕΙ, υποσκάπτεται η δυνατότητα ισότιμης συμμετοχής και συνεργασίας καθηγητών και ερευνητών σε ερευνητικά προγράμματα, η κινητικότητα μεταξύ ΑΕΙ και Ερευνητικών Κέντρων και βέβαια και αυτή η ίδια η μισθολογική εξίσωση καθηγητών και ερευνητών. Η ΕΕΕ πιστεύει ότι θα πρέπει να εξασφαλιστεί νομοθετικά μια ελάχιστη χρηματοδότηση προς τον «σκληρό πυρήνα» της ερευνητικής δραστηριότητας της χώρας που είναι τα Ερευνητικά Κέντρα της ΓΓΕΤ. Η ελάχιστη αυτή χρηματοδότηση θα πρέπει στην παρούσα φάση να καλύπτει τη μισθοδοσία των ερευνητών και των μονίμων/αορίστου χρόνου υπαλλήλων, καθώς και τη συντήρηση των μεγάλων εθνικών ερευνητικών υποδομών – επενδύσεων που έχουν γίνει έως σήμερα. Η χρηματοδότηση αυτή (α) θα επιτρέψει στα ΕΚ να πολλαπλασιάσουν τις εισροές τους από την ΕΕ, γιατί θα τα καταστήσει εξ’ ίσου ανταγωνιστικά με τα Κέντρα των άλλων Ευρωπαϊκών χωρών που έχουν εξασφαλισμένη μισθοδοσία και (β) θα διασφαλίσει τη δυνατότητα των Κέντρων να κατευθύνουν τα χρήματα τα οποία κερδίζουν από τα ανταγωνιστικά ερευνητικά προγράμματα στην αναχαίτιση του brain drain, μέσω προσλήψεων νέου ερευνητικού προσωπικού. Ενώ στο παρόν άρθρο γίνεται αναφορά στην «εμπορική ή εταιρική εκμετάλλευση υφιστάμενων ή δημιουργούμενων δικαιωμάτων τους διανοητικής ιδιοκτησίας» δεν υπάρχει συνολική ρύθμιση για τα τελευταία στο ν/σ. Πρόταση της ΕΕΕ: Αναμόρφωση της παραγράφου 1 ως ακολούθως. 1. Οι πόροι των Ερευνητικών Κέντρων και Ινστιτούτων προέρχονται από: 1.1. Δημόσια Εθνική Χρηματοδότηση, σύμφωνα με τις αρχές της ΕΣΕΤΑΚ, το Σχέδιο Δράσης και τις διατάξεις του Κεφαλαίου Γ’ του παρόντος νόμου. Η χρηματοδότηση δεν μπορεί να υπολείπεται του κόστους μισθοδοσίας των ερευνητών και των μονίμων υπαλλήλων ή υπαλλήλων αορίστου χρόνου, καθώς και του λειτουργικού κόστους συντήρησης των εθνικών ερευνητικών υποδομών. Διαγραφή της παραγράφου 1.7. Η ρύθμιση της παρ. 1.7. για «Δάνεια από τράπεζες και χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς...» θεωρείται προβληματική και προτείνεται να απαλειφθεί, όσον αφορά τουλάχιστον στα δημόσια ΕΚ της ΓΓΕΤ.