Οι θέσεις του ΣΕΕ για το υπό διαβούλευση ν/σ για την Έρευνα, την Τεχνολογική Ανάπτυξη και την Καινοτομία.
Το Διοικητικό Συμβούλιο του Συλλόγου Ερευνητών ΕΛ.ΚΕ.Θ.Ε. (ΣΕΕ) θεωρεί ότι, σε μια συγκυρία όπου η αναδιάρθρωση και ο επανασχεδιασμός της πολιτικής που σχετίζεται με την έρευνα θα έπρεπε να αποτελούν έναν από τους βασικούς μοχλούς ανασυγκρότησης της ελληνικής κοινωνίας η οποία βιώνει επί μακρό χρονικό διάστημα συνθήκες πρωτοφανούς οικονομικής και πολιτισμικής κρίσης, το υπό διαβούλευση νομοσχέδιο δεν κομίζει κάτι καινούργιο στο χώρο της έρευνας. Σε αυτές τις συνθήκες, η ελληνική ερευνητική κοινότητα θα ανέμενε ένα νόμο που θα θέσει την έρευνα σε σύγχρονες, αξιοκρατικές βάσεις, στην κατεύθυνση παραγωγής νέας γνώσης σε έναν ενιαίο χώρο έρευνας - εκπαίδευσης, γνώσης που θα ενσωματωθεί στην κοινωνία και θα συμβάλει στην παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας. Αντί αυτού, δίνεται προς διαβούλευση ένα νομοσχέδιο εντελώς «διεκπεραιωτικό», με διορθωτικές επεμβάσεις στον «απηρχαιωμένο» νόμο 1514/1985 και στοιχεία του ανενεργού νόμου 3653/2008, με τάσεις οπισθοδρόμησης σε σχέση με το ισχύον θεσμικό πλαίσιο, όπου τα θετικά νέα σημεία του, «πνίγονται» μέσα σε ένα σύνολο που απαρτίζουν, οι ασάφειες, οι αντιφάσεις, η παντελής απουσία της Δημόσιας Έρευνας, η έλλειψη μηχανισμού που θα παράγει εθνική στρατηγική για την έρευνα, ενώ παράλληλα είναι έκδηλη η τάση για, χωρίς κανόνες, ιδιωτικοποίηση των όποιων προϊόντων παράγονται από τα ερευνητικά κέντρα της χώρας μας.
Ένα από τα σημαντικά στοιχεία που προξενούν ιδιαίτερη εντύπωση στο υπό διαβούλευση νομοσχέδιο είναι ότι σε κανένα σημείο του δεν προσδιορίζονται οι διαδικασίες και ο μηχανισμός για τον καθορισμό των εθνικών αξόνων και προτεραιοτήτων για την έρευνα καθώς και για τη χρηματοδότησή τους. Ο ρόλος της δημόσιας έρευνας, η οποία απουσιάζει από ολόκληρο το κείμενο του νέου νόμου, είναι κατά την άποψή μας, ιδιαίτερα σημαντικός στην αναδιάρθρωση του παραγωγικού ιστού της χώρας, καθώς είναι γνωστό ότι εδώ και χρόνια στηρίζει την Πολιτεία σε κρίσιμους τομείς εθνικούς συμφέροντος που δεν μπορούν να νοηθούν ως αντικείμενα της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Στο κείμενο του παρόντος νόμου δεν υπάρχει καμία αναφορά στον Δημόσιο Χώρο της Έρευνας και τις εθνικής σημασίας ερευνητικές υποδομές που αυτός υποστηρίζει. Εδώ θα πρέπει να αναφερθεί ότι κατά το προηγούμενο χρονικό διάστημα, η ελληνική ερευνητική κοινότητα ανταποκρίθηκε σε σχετικό κάλεσμα και κατέθεσε πλήθος αξιόλογων προτάσεων σύστασης μεγάλων ερευνητικών υποδομών που αναμένουν κρίση από επιτροπές που θα συστήσει η ΓΓΕΤ. Στο ίδιο πλαίσιο κινείται και η αποφυγή της οποιασδήποτε αναφοράς στις Ευρωπαϊκές Ερευνητικές Υποδομές, τη στιγμή μάλιστα που αυτές θεωρούνται ως βασικό εργαλείο προώθησης της επιστήμης και της καινοτομίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο και χρηματοδοτούνται από την Ε.Ε. σε συνεργασία με τα κράτη μέλη. Το ΔΣ του ΣΕΕ θεωρεί ότι ο εθνικός στρατηγικός σχεδιασμός για την έρευνα, η τακτική επικαιροποίησή του (π.χ. ανά πενταετία), καθώς και η διασφάλιση των απαραίτητων πόρων για την υλοποίησή του, αποτελούν βασικά σημεία που θα πρέπει να αποτυπώνονται με σαφή τρόπο σε ένα νόμο περί έρευνας.
Στη σημερινή Ελλάδα της κρίσης αποτελεί αδήριτη ανάγκη να διασφαλιστεί η λειτουργία των δημόσιων ερευνητικών φορέων ώστε αυτοί να αποτελέσουν μέρος της προσπάθειας ανασυγκρότησης της χώρας. Σε αυτό το πλαίσιο είναι αναγκαία η εξασφάλιση από δημόσιους πόρους του συνόλου της μισθοδοσίας του μόνιμου προσωπικού (ερευνητικού και μη) καθώς και των λειτουργικών δαπανών τους. Η διατύπωση του άρθρου 23 «Η Δημόσια Εθνική Χρηματοδότηση παρέχεται ειδικότερα στους Ερευνητικούς Φορείς με την μορφή επιχορήγησης για την κάλυψη μέρους των λειτουργικών εξόδων των Ερευνητικών Κέντρων» όπως και η εν γένει φιλοσοφία του άρθρου 23 για την διάθεση της Δημόσιας Εθνικής Χρηματοδότησης εγείρει πολλά και σοβαρά ερωτηματικά για την μελλοντική στήριξη της δημόσιας έρευνας από την πλευρά της ελληνικής Πολιτείας.
Στα λίγα θετικά του νομοσχεδίου μπορεί να αναφερθεί η γενική φιλοσοφία μερικών παραγράφων του άρθρου 18, στα οποία επιχειρείται η πλήρης εξίσωση-αναβάθμιση των ερευνητών όλων των βαθμίδων με το καθεστώς που ισχύει με τους αντίστοιχης βαθμίδας Καθηγητές των Ιδρυμάτων Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης. Στο ίδιο πλαίσιο πρέπει όμως να επισημανθεί η πρόβλεψη της παρ. 15 του άρθρου 16 σύμφωνα με την οποία οι αποδοχές των Διευθυντών (Κέντρων και Ινστιτούτων) καθορίζονται με υπουργικές αποφάσεις, εισάγοντας με αυτό τον τρόπο την έννοια του καλοπληρωμένου διαχειριστή των ερευνητικών προϊόντων, χωρίς από την άλλη να προβλέπεται ότι οι θέσεις αυτές θα είναι όχι μόνο πλήρους αλλά και αποκλειστικής απασχόλησης (παρ. 8, άρθρο 16), κάτι που αποτελεί άλλωστε εύλογο και πάγιο αίτημα σύσσωμης της ερευνητικής κοινότητας.
Σχετικά με το μοντέλο κεντρικής διαχείρισης και συντονισμού των ερευνητικών φορέων, θεωρούμε ότι τα μέλη της ερευνητικής κοινότητας διαθέτουν τόσο τις κατάλληλες προδιαγραφές όσο και την απαραίτητη ωριμότητα ώστε να στελεχώσουν επιτελικά για την έρευνα όργανα, όπως το ΕΣΕΤ(Κ) που ο παρών νόμος επιμένει να θέτει υπό την απόλυτη κηδεμονία του εκάστοτε ΓΓΕΤ και η εκλογή του να καθορίζεται από τον Υπουργό Παιδείας. Στο ίδιο πλαίσιο θα βλέπαμε πολύ θετικά την θέσπιση ενός ευρύτερου οργάνου που να συμπεριλαμβάνει την Ανώτατη Εκπαίδευση, την Έρευνα και την Καινοτομία προωθώντας την διασύνδεση της Ανώτατης Εκπαίδευσης και της Έρευνας. Όσον αφορά την φιλοσοφία λειτουργίας των ερευνητικών κέντρων, δεν εισάγεται τίποτα καινούργιο σε σχέση με τον προ 30ετίας νόμο 1514/1985, αλλά απεναντίας διαπιστώνονται βήματα οπισθοδρόμησης με την κατάργηση του εκπροσώπου των τεχνικών και διοικητικών υπαλλήλων από τα Διοικητικά Συμβούλια. Το υπό διαβούλευση νομοσχέδιο δυστυχώς κινείται στα σημερινά ασφυκτικά πλαίσια που θέλουν τον Ερευνητή υπό τον στενό έλεγχο της διοίκησης (Δ/ντής Ινστιτούτου και ΔΣ Κέντρου), διαιωνίζοντας μια στείρα δημοσιοϋπαλληλική ιεραρχία που αφήνει έναν ακόμη πιο περιορισμένο ρόλο στο μοναδικό από την βάση των ερευνητών εκλεγμένο όργανο, του Επιστημονικού Γνωμοδοτικού Συμβουλίου (άρθρο 17, παρ. 4.1, 4.3, 4.4). Στο ίδιο πλαίσιο οι ερευνητές έχουν πολύ μικρή έως καθόλου συμμετοχή στη διαδικασία εκλογής των ανωτάτων οργάνων διοίκησης, καθώς και αμελητέα συμμετοχή στο συλλογικό όργανο διοίκησης του Ερευνητικού Κέντρου. Συνολικά, το μοντέλο διοίκησης των Ερευνητικών Κέντρων είναι εμφανώς αναχρονιστικό καθώς παραμένει δομημένο γύρω από τις θέσεις των Διευθυντών Κέντρου και Ινστιτούτων, απέχοντας πολύ τόσο από το αντίστοιχο μοντέλο των ΑΕΙ όσο και από τις σύγχρονες αντιλήψεις περί διαχείρισης.
Στο πλαίσιο αξιολόγησης της προόδου της χώρας ως προς την ανάπτυξη της έρευνας, τεχνολογίας και καινοτομίας (άρθρο 32), θεωρούμε ιδιαίτερα φτωχά τα κριτήρια που επιλέγονται, από τα οποία απουσιάζουν παντελώς δείκτες για την επίτευξη των εθνικών στόχων, για την κοινωνική προσφορά της έρευνας, την ανακοπή του Brain Drain που μαστίζει την ερευνητική κοινότητα και την ελληνική κοινωνία στις μέρες μας, αποστερώντας την χώρα από πολύτιμες δυνάμεις που θα συνεισέφεραν στην προσπάθεια ανάκαμψης και την έξοδο από την κρίση. Παράλληλα θα πρέπει να τονιστεί ότι στους μηχανισμούς αξιολόγησης που προτείνονται θα έπρεπε να περιλαμβάνονται και φορείς που σχετίζονται με την έρευνα και λαμβάνουν εθνικές χρηματοδοτήσεις (όπως για παράδειγμα φορείς του ιδιωτικού τομέα), η ίδια η ΓΓΕΤ και φυσικά να υπάρχει πρόβλεψη για επιμέρους αξιολόγηση του έργου των Διευθυντών των Ερευνητικών Κέντρων και των Ινστιτούτων.
Τέλος, για τον ΣΕΕ αποτελεί αρνητική εξέλιξη ότι το παρόν νομοσχέδιο είναι το προϊόν σύνθεσης ιδεών μιας κλειστής ομάδας «ειδικών», από την οποία αποκλείστηκαν οι θεσμικοί φορείς της έρευνας (εκπρόσωποι Ερευνητικών Κέντρων, ΕΕΕ, ΠΟΕΕΚ-Ι, ΠΟΣΔΕΠ) ενώ παράλληλα παρέχεται ένα ασφυκτικά μικρό χρονικό πλαίσιο διαβούλευσής του εν μέσω εορτών Χριστουγέννων και της επικείμενης διεθνούς αξιολόγησης των ερευνητικών κέντρων που θα ολοκληρωθεί αμέσως μετά.
Ο σχολιασμός και οι θέσεις του ΣΕΕ κατ’άρθρο παρουσιάζονται κάτω από το αντίστοιχο άρθρο.
Οι θέσεις του ΣΕΕ για το υπό διαβούλευση ν/σ για την Έρευνα, την Τεχνολογική Ανάπτυξη και την Καινοτομία. Το Διοικητικό Συμβούλιο του Συλλόγου Ερευνητών ΕΛ.ΚΕ.Θ.Ε. (ΣΕΕ) θεωρεί ότι, σε μια συγκυρία όπου η αναδιάρθρωση και ο επανασχεδιασμός της πολιτικής που σχετίζεται με την έρευνα θα έπρεπε να αποτελούν έναν από τους βασικούς μοχλούς ανασυγκρότησης της ελληνικής κοινωνίας η οποία βιώνει επί μακρό χρονικό διάστημα συνθήκες πρωτοφανούς οικονομικής και πολιτισμικής κρίσης, το υπό διαβούλευση νομοσχέδιο δεν κομίζει κάτι καινούργιο στο χώρο της έρευνας. Σε αυτές τις συνθήκες, η ελληνική ερευνητική κοινότητα θα ανέμενε ένα νόμο που θα θέσει την έρευνα σε σύγχρονες, αξιοκρατικές βάσεις, στην κατεύθυνση παραγωγής νέας γνώσης σε έναν ενιαίο χώρο έρευνας - εκπαίδευσης, γνώσης που θα ενσωματωθεί στην κοινωνία και θα συμβάλει στην παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας. Αντί αυτού, δίνεται προς διαβούλευση ένα νομοσχέδιο εντελώς «διεκπεραιωτικό», με διορθωτικές επεμβάσεις στον «απηρχαιωμένο» νόμο 1514/1985 και στοιχεία του ανενεργού νόμου 3653/2008, με τάσεις οπισθοδρόμησης σε σχέση με το ισχύον θεσμικό πλαίσιο, όπου τα θετικά νέα σημεία του, «πνίγονται» μέσα σε ένα σύνολο που απαρτίζουν, οι ασάφειες, οι αντιφάσεις, η παντελής απουσία της Δημόσιας Έρευνας, η έλλειψη μηχανισμού που θα παράγει εθνική στρατηγική για την έρευνα, ενώ παράλληλα είναι έκδηλη η τάση για, χωρίς κανόνες, ιδιωτικοποίηση των όποιων προϊόντων παράγονται από τα ερευνητικά κέντρα της χώρας μας. Ένα από τα σημαντικά στοιχεία που προξενούν ιδιαίτερη εντύπωση στο υπό διαβούλευση νομοσχέδιο είναι ότι σε κανένα σημείο του δεν προσδιορίζονται οι διαδικασίες και ο μηχανισμός για τον καθορισμό των εθνικών αξόνων και προτεραιοτήτων για την έρευνα καθώς και για τη χρηματοδότησή τους. Ο ρόλος της δημόσιας έρευνας, η οποία απουσιάζει από ολόκληρο το κείμενο του νέου νόμου, είναι κατά την άποψή μας, ιδιαίτερα σημαντικός στην αναδιάρθρωση του παραγωγικού ιστού της χώρας, καθώς είναι γνωστό ότι εδώ και χρόνια στηρίζει την Πολιτεία σε κρίσιμους τομείς εθνικούς συμφέροντος που δεν μπορούν να νοηθούν ως αντικείμενα της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Στο κείμενο του παρόντος νόμου δεν υπάρχει καμία αναφορά στον Δημόσιο Χώρο της Έρευνας και τις εθνικής σημασίας ερευνητικές υποδομές που αυτός υποστηρίζει. Εδώ θα πρέπει να αναφερθεί ότι κατά το προηγούμενο χρονικό διάστημα, η ελληνική ερευνητική κοινότητα ανταποκρίθηκε σε σχετικό κάλεσμα και κατέθεσε πλήθος αξιόλογων προτάσεων σύστασης μεγάλων ερευνητικών υποδομών που αναμένουν κρίση από επιτροπές που θα συστήσει η ΓΓΕΤ. Στο ίδιο πλαίσιο κινείται και η αποφυγή της οποιασδήποτε αναφοράς στις Ευρωπαϊκές Ερευνητικές Υποδομές, τη στιγμή μάλιστα που αυτές θεωρούνται ως βασικό εργαλείο προώθησης της επιστήμης και της καινοτομίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο και χρηματοδοτούνται από την Ε.Ε. σε συνεργασία με τα κράτη μέλη. Το ΔΣ του ΣΕΕ θεωρεί ότι ο εθνικός στρατηγικός σχεδιασμός για την έρευνα, η τακτική επικαιροποίησή του (π.χ. ανά πενταετία), καθώς και η διασφάλιση των απαραίτητων πόρων για την υλοποίησή του, αποτελούν βασικά σημεία που θα πρέπει να αποτυπώνονται με σαφή τρόπο σε ένα νόμο περί έρευνας. Στη σημερινή Ελλάδα της κρίσης αποτελεί αδήριτη ανάγκη να διασφαλιστεί η λειτουργία των δημόσιων ερευνητικών φορέων ώστε αυτοί να αποτελέσουν μέρος της προσπάθειας ανασυγκρότησης της χώρας. Σε αυτό το πλαίσιο είναι αναγκαία η εξασφάλιση από δημόσιους πόρους του συνόλου της μισθοδοσίας του μόνιμου προσωπικού (ερευνητικού και μη) καθώς και των λειτουργικών δαπανών τους. Η διατύπωση του άρθρου 23 «Η Δημόσια Εθνική Χρηματοδότηση παρέχεται ειδικότερα στους Ερευνητικούς Φορείς με την μορφή επιχορήγησης για την κάλυψη μέρους των λειτουργικών εξόδων των Ερευνητικών Κέντρων» όπως και η εν γένει φιλοσοφία του άρθρου 23 για την διάθεση της Δημόσιας Εθνικής Χρηματοδότησης εγείρει πολλά και σοβαρά ερωτηματικά για την μελλοντική στήριξη της δημόσιας έρευνας από την πλευρά της ελληνικής Πολιτείας. Στα λίγα θετικά του νομοσχεδίου μπορεί να αναφερθεί η γενική φιλοσοφία μερικών παραγράφων του άρθρου 18, στα οποία επιχειρείται η πλήρης εξίσωση-αναβάθμιση των ερευνητών όλων των βαθμίδων με το καθεστώς που ισχύει με τους αντίστοιχης βαθμίδας Καθηγητές των Ιδρυμάτων Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης. Στο ίδιο πλαίσιο πρέπει όμως να επισημανθεί η πρόβλεψη της παρ. 15 του άρθρου 16 σύμφωνα με την οποία οι αποδοχές των Διευθυντών (Κέντρων και Ινστιτούτων) καθορίζονται με υπουργικές αποφάσεις, εισάγοντας με αυτό τον τρόπο την έννοια του καλοπληρωμένου διαχειριστή των ερευνητικών προϊόντων, χωρίς από την άλλη να προβλέπεται ότι οι θέσεις αυτές θα είναι όχι μόνο πλήρους αλλά και αποκλειστικής απασχόλησης (παρ. 8, άρθρο 16), κάτι που αποτελεί άλλωστε εύλογο και πάγιο αίτημα σύσσωμης της ερευνητικής κοινότητας. Σχετικά με το μοντέλο κεντρικής διαχείρισης και συντονισμού των ερευνητικών φορέων, θεωρούμε ότι τα μέλη της ερευνητικής κοινότητας διαθέτουν τόσο τις κατάλληλες προδιαγραφές όσο και την απαραίτητη ωριμότητα ώστε να στελεχώσουν επιτελικά για την έρευνα όργανα, όπως το ΕΣΕΤ(Κ) που ο παρών νόμος επιμένει να θέτει υπό την απόλυτη κηδεμονία του εκάστοτε ΓΓΕΤ και η εκλογή του να καθορίζεται από τον Υπουργό Παιδείας. Στο ίδιο πλαίσιο θα βλέπαμε πολύ θετικά την θέσπιση ενός ευρύτερου οργάνου που να συμπεριλαμβάνει την Ανώτατη Εκπαίδευση, την Έρευνα και την Καινοτομία προωθώντας την διασύνδεση της Ανώτατης Εκπαίδευσης και της Έρευνας. Όσον αφορά την φιλοσοφία λειτουργίας των ερευνητικών κέντρων, δεν εισάγεται τίποτα καινούργιο σε σχέση με τον προ 30ετίας νόμο 1514/1985, αλλά απεναντίας διαπιστώνονται βήματα οπισθοδρόμησης με την κατάργηση του εκπροσώπου των τεχνικών και διοικητικών υπαλλήλων από τα Διοικητικά Συμβούλια. Το υπό διαβούλευση νομοσχέδιο δυστυχώς κινείται στα σημερινά ασφυκτικά πλαίσια που θέλουν τον Ερευνητή υπό τον στενό έλεγχο της διοίκησης (Δ/ντής Ινστιτούτου και ΔΣ Κέντρου), διαιωνίζοντας μια στείρα δημοσιοϋπαλληλική ιεραρχία που αφήνει έναν ακόμη πιο περιορισμένο ρόλο στο μοναδικό από την βάση των ερευνητών εκλεγμένο όργανο, του Επιστημονικού Γνωμοδοτικού Συμβουλίου (άρθρο 17, παρ. 4.1, 4.3, 4.4). Στο ίδιο πλαίσιο οι ερευνητές έχουν πολύ μικρή έως καθόλου συμμετοχή στη διαδικασία εκλογής των ανωτάτων οργάνων διοίκησης, καθώς και αμελητέα συμμετοχή στο συλλογικό όργανο διοίκησης του Ερευνητικού Κέντρου. Συνολικά, το μοντέλο διοίκησης των Ερευνητικών Κέντρων είναι εμφανώς αναχρονιστικό καθώς παραμένει δομημένο γύρω από τις θέσεις των Διευθυντών Κέντρου και Ινστιτούτων, απέχοντας πολύ τόσο από το αντίστοιχο μοντέλο των ΑΕΙ όσο και από τις σύγχρονες αντιλήψεις περί διαχείρισης. Στο πλαίσιο αξιολόγησης της προόδου της χώρας ως προς την ανάπτυξη της έρευνας, τεχνολογίας και καινοτομίας (άρθρο 32), θεωρούμε ιδιαίτερα φτωχά τα κριτήρια που επιλέγονται, από τα οποία απουσιάζουν παντελώς δείκτες για την επίτευξη των εθνικών στόχων, για την κοινωνική προσφορά της έρευνας, την ανακοπή του Brain Drain που μαστίζει την ερευνητική κοινότητα και την ελληνική κοινωνία στις μέρες μας, αποστερώντας την χώρα από πολύτιμες δυνάμεις που θα συνεισέφεραν στην προσπάθεια ανάκαμψης και την έξοδο από την κρίση. Παράλληλα θα πρέπει να τονιστεί ότι στους μηχανισμούς αξιολόγησης που προτείνονται θα έπρεπε να περιλαμβάνονται και φορείς που σχετίζονται με την έρευνα και λαμβάνουν εθνικές χρηματοδοτήσεις (όπως για παράδειγμα φορείς του ιδιωτικού τομέα), η ίδια η ΓΓΕΤ και φυσικά να υπάρχει πρόβλεψη για επιμέρους αξιολόγηση του έργου των Διευθυντών των Ερευνητικών Κέντρων και των Ινστιτούτων. Τέλος, για τον ΣΕΕ αποτελεί αρνητική εξέλιξη ότι το παρόν νομοσχέδιο είναι το προϊόν σύνθεσης ιδεών μιας κλειστής ομάδας «ειδικών», από την οποία αποκλείστηκαν οι θεσμικοί φορείς της έρευνας (εκπρόσωποι Ερευνητικών Κέντρων, ΕΕΕ, ΠΟΕΕΚ-Ι, ΠΟΣΔΕΠ) ενώ παράλληλα παρέχεται ένα ασφυκτικά μικρό χρονικό πλαίσιο διαβούλευσής του εν μέσω εορτών Χριστουγέννων και της επικείμενης διεθνούς αξιολόγησης των ερευνητικών κέντρων που θα ολοκληρωθεί αμέσως μετά. Ο σχολιασμός και οι θέσεις του ΣΕΕ κατ’άρθρο παρουσιάζονται κάτω από το αντίστοιχο άρθρο.