Αρθρο 38 παρ. 3. Στη μεταβατική διάταξη για τους Ερευνητές Δ βαθμίδας οι οποίοι υπηρετούν κατά την έναρξη του νέου νόμου, προβλέπεται ότι θα πρέπει υποχρεωτικά να αξιολογούνται με την συμπλήρωση του χρόνου απασχόλησής τους και ότι εαν αξιολογηθούν αρνητικά θα λύεται η σύμβαση τους. Θεωρούμε απαραίτητη μια δικαιότερη ρύθμιση που θα παρέχει ένα πρόσθετο εύλογο χρονικό περιθώριο για ανέλιξη εφόσον δεν εξελιχθούν στην επόμενη βαθμίδα. Προτείνεται, συνεπώς, να έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν εκ νέου την προκήρυξη της θέσης μετά από παρέλευση τριών ετών από την λήψη της απόφασης για την μη εξέλιξή τους.
Άρθρο 38: Θα πρέπει ακόμη, μέσω μεταβατικών διατάξεων, να δοθεί η δυνατότητα στους ήδη υπηρετούντες ΕΛΕ και μέλη του ειδικού τεχνικού επιστημονικού προσωπικού να κριθούν για την ένταξή τους σε θέση ερευνητών, αναλόγως των τυπικών και ουσιαστικών προσόντων τους (κατοχή διδακτορικού, μεταπτυχιακού και τουλάχιστον 3ετή ερευνητική εμπειρία).
Συγκεκριμένα προτείνονται οι ακόλουθες μεταβατικές διατάξεις:
1. Οι κάτοχοι διδακτορικού διπλώματος της ημεδαπής ή αλλοδαπής ήδη υπηρετούντες Ειδικοί Λειτουργικοί Επιστήμονες ή μέλη του ειδικού τεχνικού επιστημονικού προσωπικού δύνανται, από τη δημοσίευση του παρόντος, μετά από σχετική αίτησή τους να κριθούν σε βαθμίδα ερευνητή, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 18 και 29 του παρόντος και τον Εσωτερικό Κανονισμό του Ερευνητικού Κέντρου ή Ινστιτούτου στο οποίο υπηρετούν. Σε περίπτωση που δεν υπάρχει κενή θέση ερευνητή, η τοποθέτηση γίνεται σε προσωποπαγή θέση.
2. Οι κάτοχοι μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών και τουλάχιστον τριετούς ερευνητικής εμπειρίας κατά τον χρόνο υποβολής αιτήσεως για κρίση, ήδη υπηρετούντες Ειδικοί Λειτουργικοί Επιστήμονες δύνανται, εντός τριετίας από τη δημοσίευση του παρόντος, και εφόσον αποκτήσουν διδακτορικό δίπλωμα της ημεδαπής ή αλλοδαπής, μετά από σχετική αίτησή τους να κριθούν σε βαθμίδα ερευνητή σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 18 και 29 του παρόντος και τον Εσωτερικό Κανονισμό του Ερευνητικού Κέντρου ή Ινστιτούτου στο οποίο υπηρετούν. Σε περίπτωση που δεν υπάρχει κενή θέση ερευνητή, η τοποθέτηση γίνεται σε προσωποπαγή θέση.
3. Οι ήδη υπηρετούντες Ειδικοί Λειτουργικοί Επιστήμονες, που δεν θα υπαχθούν στις περιπτώσεις 1 και 2 του παρόντος άρθρου, κατατάσσονται σε προσωποπαγείς θέσεις, διατηρώντας την βαθμίδα Ειδικού Λειτουργικού Επιστήμονα που κατέχουν κατά την δημοσίευση του παρόντος νόμου. Από την δημοσίευση του παρόντος νόμου, μετά από σχετική αίτησή τους δύνανται να κριθούν για την εξέλιξή τους σε επόμενη βαθμίδα.
4. Οι Ειδικοί Λειτουργικοί Επιστήμονες Δ’ βαθμίδας οι οποίοι υπηρετούν κατά την έναρξη του παρόντος, αξιολογούνται υποχρεωτικά με την συμπλήρωση του χρόνου απασχόλησής τους. Εάν δεν εξελιχθούν στην επόμενη βαθμίδα έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν εκ νέου την προκήρυξη της θέσης μετά από παρέλευση τριών ετών από την λήψη της απόφασης για την μη εξέλιξή τους.
Αρθρο 38 παρ. 3. Στη μεταβατική διάταξη για τους Ερευνητές Δ βαθμίδας οι οποίοι υπηρετούν κατά την έναρξη του νέου νόμου, προβλέπεται ότι θα πρέπει υποχρεωτικά να αξιολογούνται με την συμπλήρωση του χρόνου απασχόλησής τους και ότι εαν αξιολογηθούν αρνητικά θα λύεται η σύμβαση τους. Θεωρούμε απαραίτητη μια δικαιότερη ρύθμιση που θα παρέχει ένα πρόσθετο εύλογο χρονικό περιθώριο για ανέλιξη εφόσον δεν εξελιχθούν στην επόμενη βαθμίδα. Προτείνεται, συνεπώς, να έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν εκ νέου την προκήρυξη της θέσης μετά από παρέλευση τριών ετών από την λήψη της απόφασης για την μη εξέλιξή τους. Άρθρο 38: Θα πρέπει ακόμη, μέσω μεταβατικών διατάξεων, να δοθεί η δυνατότητα στους ήδη υπηρετούντες ΕΛΕ και μέλη του ειδικού τεχνικού επιστημονικού προσωπικού να κριθούν για την ένταξή τους σε θέση ερευνητών, αναλόγως των τυπικών και ουσιαστικών προσόντων τους (κατοχή διδακτορικού, μεταπτυχιακού και τουλάχιστον 3ετή ερευνητική εμπειρία). Συγκεκριμένα προτείνονται οι ακόλουθες μεταβατικές διατάξεις: 1. Οι κάτοχοι διδακτορικού διπλώματος της ημεδαπής ή αλλοδαπής ήδη υπηρετούντες Ειδικοί Λειτουργικοί Επιστήμονες ή μέλη του ειδικού τεχνικού επιστημονικού προσωπικού δύνανται, από τη δημοσίευση του παρόντος, μετά από σχετική αίτησή τους να κριθούν σε βαθμίδα ερευνητή, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 18 και 29 του παρόντος και τον Εσωτερικό Κανονισμό του Ερευνητικού Κέντρου ή Ινστιτούτου στο οποίο υπηρετούν. Σε περίπτωση που δεν υπάρχει κενή θέση ερευνητή, η τοποθέτηση γίνεται σε προσωποπαγή θέση. 2. Οι κάτοχοι μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών και τουλάχιστον τριετούς ερευνητικής εμπειρίας κατά τον χρόνο υποβολής αιτήσεως για κρίση, ήδη υπηρετούντες Ειδικοί Λειτουργικοί Επιστήμονες δύνανται, εντός τριετίας από τη δημοσίευση του παρόντος, και εφόσον αποκτήσουν διδακτορικό δίπλωμα της ημεδαπής ή αλλοδαπής, μετά από σχετική αίτησή τους να κριθούν σε βαθμίδα ερευνητή σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 18 και 29 του παρόντος και τον Εσωτερικό Κανονισμό του Ερευνητικού Κέντρου ή Ινστιτούτου στο οποίο υπηρετούν. Σε περίπτωση που δεν υπάρχει κενή θέση ερευνητή, η τοποθέτηση γίνεται σε προσωποπαγή θέση. 3. Οι ήδη υπηρετούντες Ειδικοί Λειτουργικοί Επιστήμονες, που δεν θα υπαχθούν στις περιπτώσεις 1 και 2 του παρόντος άρθρου, κατατάσσονται σε προσωποπαγείς θέσεις, διατηρώντας την βαθμίδα Ειδικού Λειτουργικού Επιστήμονα που κατέχουν κατά την δημοσίευση του παρόντος νόμου. Από την δημοσίευση του παρόντος νόμου, μετά από σχετική αίτησή τους δύνανται να κριθούν για την εξέλιξή τους σε επόμενη βαθμίδα. 4. Οι Ειδικοί Λειτουργικοί Επιστήμονες Δ’ βαθμίδας οι οποίοι υπηρετούν κατά την έναρξη του παρόντος, αξιολογούνται υποχρεωτικά με την συμπλήρωση του χρόνου απασχόλησής τους. Εάν δεν εξελιχθούν στην επόμενη βαθμίδα έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν εκ νέου την προκήρυξη της θέσης μετά από παρέλευση τριών ετών από την λήψη της απόφασης για την μη εξέλιξή τους.