α . Στο 1.1 αναφέρει ότι το ερευνητικό προσωπικό αποτελείται από ερευνητές, ενώ στην συνέχεια προσθέτει και άλλες κατηγορίες :επισκέπτες ερευνητές, μεταδιδακτορικούς υποτρόφους και μεταπτυχιακούς φοιτητές. Την ίδια στιγμή αποκλείει από το ερευνητικό προσωπικό τους λειτουργικούς επιστήμονες πού είναι κάτοχοι διδακτορικού και αυτούς πού έχουν καταταγεί σε βαθμίδες. Εισάγει έτσι ανισότητες και διακρίσεις μεταξύ εχόντων τα αυτά τυπικά προσόντα υποβαθμίζοντας κατηγορίες προσωπικού πού απασχολούνται στην έρευνα και παρέχουν ερευνητικό έργο.
β. Στο 1.1.1 οι ερευνητές ορίζονται με διαφορετικό τρόπο από ό,τι στο άρθρο 2 παράγραφο 17. Στο άρθρο 18 ο ορισμός είναι στενός και αφορά το προσωπικό των ερευνητικών κέντρων μόνον. Ο ίδιος όρος χρησιμοποιείται επομένως εντός του σχεδίου νόμου με δύο διαφορετικές έννοιες και νοούμενα δημιουργώντας σύγχυση και παρανοήσεις στον αναγνώστη. Γεννώνται τα εξής ερωτήματα:
ι) Για πόσα ερευνητικά κέντρα της χώρας ισχύει ο ορισμός του άρθρου 18
πέραν των εποπτευομένων από την ΓΓΕΤΚ
ιι) Μήπως ο ορισμός του άρθρου 2 αφορά όσους ερευνητικούς φορείς δεν συγκαταλέγονται στο πεδίο εφαρμογής του σχεδίου νόμου
ιιι) Ποια είναι η ειδοποιός διαφορά μεταξύ των δύο ορισμών.
Η τυχόν διατήρηση δύο ορισμών του ερευνητή θα οδηγούσε στην εγκαθίδρυση μεσω νέου νόμου ενός ερευνητικού συστήματος πολλών ταχυτήτων: ενός αυστηρού συστήματος το οποίο θα διέπεται από όλες τις προβλέψεις του παρόντος σχεδίου και ενός άλλου χαλαρού συστήματος μη υπαγόμενου μέν στο πεδίο εφαρμογής του σχεδίου, διεκδικούντος όμως μια θέση στον χώρο της έρευνας και κυρίως στο τομέα των χρηματοδοτήσεων έργων και προγραμμάτων.
γ. Στο 1.1.2 η διατύπωση που υιοθετείται συναρτά την ερευνητική εργασία και με την εφαρμογή των γνώσεων εγκλωβίζοντάς την σε μία εν στενή έννοια αντίληψη περί έρευνας και περί σχέσης βασικής και εφαρμοσμένης έρευνας.
Πρόταση
Στην υπάρχουσα διατύπωση πρέπει να προστεθεί «ή και την εφαρμογή της»
δ. Στα απαιτούμενα προσόντα των ερευνητών και στις τρεις βαθμίδες γίνεται αναφορά σε «έργα», «προγράμματα» ή «πεδία» της ΕΤΑΚ τα οποία είναι και τα μόνα πού τεκμηριώνουν την ικανότητα του ερευνητή. Αλλά ποια θεωρούνται ως τέτοια και με ποιες διαδικασίες;
Η διατύπωση στο 1.1.2.1 και επόμενα μπορεί να αποκλείει ερευνητικές δραστηριότητες πού δεν εντάσσονται εν στενή έννοια στην ΕΤΑΚ
Πρόταση
Τα περί ΕΤΑΚ να αποτελούν ένα από τα κριτήρια κρίσης των ερευνητών και όχι το κυρίαρχο
Πρόταση
Η παρ. 1.1. του άρθρου 18 του ΣΝ να τροποποιηθεί ως ακολούθως:
1.1. Ερευνητικό. Το ερευνητικό προσωπικό αποτελείται από τους Ερευνητές και το Ειδικό Ερευνητικό Προσωπικό (ή Ειδικούς Λειτουργικούς Ερευνητές)
Η παράγραφος 1.1.3 να τροποποιηθεί ως ακολούθως:
1.1.3. Το Ειδικό Ερευνητικό Προσωπικό (ή οι Ειδικοί Λειτουργικοί Επιστήμονες), είναι επιστήμονες, κάτοχοι διδακτορικού διπλώματος ή μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών της ημεδαπής ή της αλλοδαπής και διαθέτουν τουλάχιστον τριετή συνεχή ερευνητική εμπειρία σε ερευνητικό ίδρυμα της ημεδαπής ή αλλοδαπής, που εργάζονται για το σχεδιασμό και την εφαρμογή επιστημονικών και τεχνολογικών προγραμμάτων και έργων, ενώ δύνανται να παρέχουν εκπαιδευτικό και διδακτικό έργο.
Η παράγραφος 1.1.4 να τροποποιηθεί ως ακολούθως:
1.1.4. Οι Ειδικοί Λειτουργικοί Επιστήμονες κατατάσσονται σε τρεις βαθμίδες, Α,Β,Γ ανάλογα με την προσφορά τους, τα ειδικά τους προσόντα, λαμβάνοντας υπόψη τα κριτήρια και τις διαδικασίες του άρθρου 29 του παρόντος νόμου. Η διαδικασία κατάταξης και τα κριτήρια επιλογής τους καθορίζονται από τον Εσωτερικό Κανονισμό του Ερευνητικού Κέντρου λαμβάνοντας υπόψη τις προϋποθέσεις και διαδικασίες της παρ. 1.1. του άρθρου 18 του παρόντος.
Το εδάφιο 2 της παρ 3. του άρθρου 18 του παρόντος να τροποποιηθεί ως ακολούθως:
Ο βασικός μηνιαίος μισθός του Ειδικού Ερευνητικού Προσωπικού (ή των Ειδικών Λειτουργικών Ερευνητών) αναλογεί σε ποσοστό 90% του βασικού μισθού του Ερευνητή αντίστοιχης βαθμίδας.
Άρθρο 18 – Σχετικά με την κατάργηση της Δ΄ βαθμίδας ερευνητών δεν προβλέπεται τι θα γίνει με εκείνους που ήδη υπηρετούν σε αυτή τη βαθμίδα. Υπάρχει, βέβαια, σχετική μεταβατική διάταξη στο κεφάλαιο Ε΄, Άρθρο 38 παράγραφος 3, αλλά δεν είναι σαφές το πλαίσιο εξέλιξής τους καθώς στο συγκεκριμένο άρθρο γίνεται λόγος για αξιολόγηση χωρίς να διευκρινίζει τα όποια περαιτέρω (π.χ. ανοιχτή ή κλειστή προκήρυξη θέσης, γνωστικό αντικείμενο, κλπ.,). Πάντως, έτσι όπως είναι διατυπωμένο παραπέμπει σε μια κλειστή εσωτερική διαδικασία αξιολόγησης επίσπευσης ένταξης στην επόμενη βαθμίδα καθώς καταργείται αυτόματα η Δ΄ βαθμίδα. Επίσης, στην ίδια μεταβατική διάταξη γίνεται λόγος για λύση σύμβασης με την πρώτη αξιολόγηση ενώ στον ν. 1514, δινόταν η ευκαιρία για επαν-υποβολή αιτήματος εξέλιξης μετά από ένα έτος. Εξάλλου, ως προς αυτό, υπάρχει αντίστοιχη πρόβλεψη της εξέλιξης από την ερευνητική βαθμίδα Γ΄σε Β΄σύμφωνα με το άρθρο 29 παράγραφος 9 όπου δίνεται η δυνατότητα να ζητήσουν για δεύτερη φορά και εκ’ νέου την προκήρυξη της θέσης τους μετά παρέλευση τριών ετών από την λήψη της απόφασης για την μη εξέλιξή τους. Προτείνεται να ισχύσει η ίδια δυνατότητα και από την Δ’ βαθμίδα στη Γ’.
Σύλλογος Προσωπικού Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ)
α . Στο 1.1 αναφέρει ότι το ερευνητικό προσωπικό αποτελείται από ερευνητές, ενώ στην συνέχεια προσθέτει και άλλες κατηγορίες :επισκέπτες ερευνητές, μεταδιδακτορικούς υποτρόφους και μεταπτυχιακούς φοιτητές. Την ίδια στιγμή αποκλείει από το ερευνητικό προσωπικό τους λειτουργικούς επιστήμονες πού είναι κάτοχοι διδακτορικού και αυτούς πού έχουν καταταγεί σε βαθμίδες. Εισάγει έτσι ανισότητες και διακρίσεις μεταξύ εχόντων τα αυτά τυπικά προσόντα υποβαθμίζοντας κατηγορίες προσωπικού πού απασχολούνται στην έρευνα και παρέχουν ερευνητικό έργο. β. Στο 1.1.1 οι ερευνητές ορίζονται με διαφορετικό τρόπο από ό,τι στο άρθρο 2 παράγραφο 17. Στο άρθρο 18 ο ορισμός είναι στενός και αφορά το προσωπικό των ερευνητικών κέντρων μόνον. Ο ίδιος όρος χρησιμοποιείται επομένως εντός του σχεδίου νόμου με δύο διαφορετικές έννοιες και νοούμενα δημιουργώντας σύγχυση και παρανοήσεις στον αναγνώστη. Γεννώνται τα εξής ερωτήματα: ι) Για πόσα ερευνητικά κέντρα της χώρας ισχύει ο ορισμός του άρθρου 18 πέραν των εποπτευομένων από την ΓΓΕΤΚ ιι) Μήπως ο ορισμός του άρθρου 2 αφορά όσους ερευνητικούς φορείς δεν συγκαταλέγονται στο πεδίο εφαρμογής του σχεδίου νόμου ιιι) Ποια είναι η ειδοποιός διαφορά μεταξύ των δύο ορισμών. Η τυχόν διατήρηση δύο ορισμών του ερευνητή θα οδηγούσε στην εγκαθίδρυση μεσω νέου νόμου ενός ερευνητικού συστήματος πολλών ταχυτήτων: ενός αυστηρού συστήματος το οποίο θα διέπεται από όλες τις προβλέψεις του παρόντος σχεδίου και ενός άλλου χαλαρού συστήματος μη υπαγόμενου μέν στο πεδίο εφαρμογής του σχεδίου, διεκδικούντος όμως μια θέση στον χώρο της έρευνας και κυρίως στο τομέα των χρηματοδοτήσεων έργων και προγραμμάτων. γ. Στο 1.1.2 η διατύπωση που υιοθετείται συναρτά την ερευνητική εργασία και με την εφαρμογή των γνώσεων εγκλωβίζοντάς την σε μία εν στενή έννοια αντίληψη περί έρευνας και περί σχέσης βασικής και εφαρμοσμένης έρευνας. Πρόταση Στην υπάρχουσα διατύπωση πρέπει να προστεθεί «ή και την εφαρμογή της» δ. Στα απαιτούμενα προσόντα των ερευνητών και στις τρεις βαθμίδες γίνεται αναφορά σε «έργα», «προγράμματα» ή «πεδία» της ΕΤΑΚ τα οποία είναι και τα μόνα πού τεκμηριώνουν την ικανότητα του ερευνητή. Αλλά ποια θεωρούνται ως τέτοια και με ποιες διαδικασίες; Η διατύπωση στο 1.1.2.1 και επόμενα μπορεί να αποκλείει ερευνητικές δραστηριότητες πού δεν εντάσσονται εν στενή έννοια στην ΕΤΑΚ Πρόταση Τα περί ΕΤΑΚ να αποτελούν ένα από τα κριτήρια κρίσης των ερευνητών και όχι το κυρίαρχο Πρόταση Η παρ. 1.1. του άρθρου 18 του ΣΝ να τροποποιηθεί ως ακολούθως: 1.1. Ερευνητικό. Το ερευνητικό προσωπικό αποτελείται από τους Ερευνητές και το Ειδικό Ερευνητικό Προσωπικό (ή Ειδικούς Λειτουργικούς Ερευνητές) Η παράγραφος 1.1.3 να τροποποιηθεί ως ακολούθως: 1.1.3. Το Ειδικό Ερευνητικό Προσωπικό (ή οι Ειδικοί Λειτουργικοί Επιστήμονες), είναι επιστήμονες, κάτοχοι διδακτορικού διπλώματος ή μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών της ημεδαπής ή της αλλοδαπής και διαθέτουν τουλάχιστον τριετή συνεχή ερευνητική εμπειρία σε ερευνητικό ίδρυμα της ημεδαπής ή αλλοδαπής, που εργάζονται για το σχεδιασμό και την εφαρμογή επιστημονικών και τεχνολογικών προγραμμάτων και έργων, ενώ δύνανται να παρέχουν εκπαιδευτικό και διδακτικό έργο. Η παράγραφος 1.1.4 να τροποποιηθεί ως ακολούθως: 1.1.4. Οι Ειδικοί Λειτουργικοί Επιστήμονες κατατάσσονται σε τρεις βαθμίδες, Α,Β,Γ ανάλογα με την προσφορά τους, τα ειδικά τους προσόντα, λαμβάνοντας υπόψη τα κριτήρια και τις διαδικασίες του άρθρου 29 του παρόντος νόμου. Η διαδικασία κατάταξης και τα κριτήρια επιλογής τους καθορίζονται από τον Εσωτερικό Κανονισμό του Ερευνητικού Κέντρου λαμβάνοντας υπόψη τις προϋποθέσεις και διαδικασίες της παρ. 1.1. του άρθρου 18 του παρόντος. Το εδάφιο 2 της παρ 3. του άρθρου 18 του παρόντος να τροποποιηθεί ως ακολούθως: Ο βασικός μηνιαίος μισθός του Ειδικού Ερευνητικού Προσωπικού (ή των Ειδικών Λειτουργικών Ερευνητών) αναλογεί σε ποσοστό 90% του βασικού μισθού του Ερευνητή αντίστοιχης βαθμίδας. Άρθρο 18 – Σχετικά με την κατάργηση της Δ΄ βαθμίδας ερευνητών δεν προβλέπεται τι θα γίνει με εκείνους που ήδη υπηρετούν σε αυτή τη βαθμίδα. Υπάρχει, βέβαια, σχετική μεταβατική διάταξη στο κεφάλαιο Ε΄, Άρθρο 38 παράγραφος 3, αλλά δεν είναι σαφές το πλαίσιο εξέλιξής τους καθώς στο συγκεκριμένο άρθρο γίνεται λόγος για αξιολόγηση χωρίς να διευκρινίζει τα όποια περαιτέρω (π.χ. ανοιχτή ή κλειστή προκήρυξη θέσης, γνωστικό αντικείμενο, κλπ.,). Πάντως, έτσι όπως είναι διατυπωμένο παραπέμπει σε μια κλειστή εσωτερική διαδικασία αξιολόγησης επίσπευσης ένταξης στην επόμενη βαθμίδα καθώς καταργείται αυτόματα η Δ΄ βαθμίδα. Επίσης, στην ίδια μεταβατική διάταξη γίνεται λόγος για λύση σύμβασης με την πρώτη αξιολόγηση ενώ στον ν. 1514, δινόταν η ευκαιρία για επαν-υποβολή αιτήματος εξέλιξης μετά από ένα έτος. Εξάλλου, ως προς αυτό, υπάρχει αντίστοιχη πρόβλεψη της εξέλιξης από την ερευνητική βαθμίδα Γ΄σε Β΄σύμφωνα με το άρθρο 29 παράγραφος 9 όπου δίνεται η δυνατότητα να ζητήσουν για δεύτερη φορά και εκ’ νέου την προκήρυξη της θέσης τους μετά παρέλευση τριών ετών από την λήψη της απόφασης για την μη εξέλιξή τους. Προτείνεται να ισχύσει η ίδια δυνατότητα και από την Δ’ βαθμίδα στη Γ’. Σύλλογος Προσωπικού Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ)