Οι Ειδικοί Λειτουργικοί Επιστήμονες έχουν προβλεφθεί από τον νομοθέτη στο πλαίσιο μιας δομημένης ιεραρχικά λειτουργίας ενός ερευνητικού οργανισμού χωρίς χάσματα εξειδίκευσης, εμπειρίας και αρμοδιοτήτων. Πολλοί ήδη υπηρετούντες ΕΛΕ διαθέτουν μεταπτυχιακά διπλώματα αναγνωρισμένων Παν/μίων του εξωτερικού που αποκτήθηκαν σε εποχές που στην Ελλάδα δεν υπήρχαν οργανωμένες μεταπτυχιακές σπουδές. Συχνά οι ανάγκες των Ερευνητικών Κέντρων υπαγόρευσαν την ευρύτητα και την επιστημονική ευελιξία για την υλοποίηση ερευνητικών έργων και όχι την απόκτηση διδακτορικού τίτλου σπουδών. Οι ΕΛΕ έχουν αδιαμφισβήτητα συμβάλλει στο παραγόμενο ερευνητικό έργο των ΕΚ και αποτελούν όπως και οι ερευνητές ερευνητικό προσωπικό που προστατεύεται εμμέσως από το άρθρο 16 παρ. 1 του Συντάγματος. Άλλωστε και η Ευρωπαϊκή Χάρτα του Ερευνητή λαµβάνει υπ’ όψη την πληθώρα ρόλων που αναλαµβάνουν οι ερευνητές τους οποίους και ορίζει ως «επαγγελµατίες που καταγίνονται µε τη σύλληψη της ιδέας ή τη δηµιουργία νέων γνώσεων, προϊόντων, διαδικασιών, µεθόδων και συστηµάτων και µε τη διαχείριση των αντιστοίχων έργων» και ζητά από τα κράτη-μέλη λήψη μέτρων «…καθιέρωσης και εφαρμογής νέων µηχανισµών εξέλιξης της σταδιοδροµίας των ερευνητών με εξασφάλιση πιο ευνοϊκών και πιο ορατών προοπτικών σταδιοδροµίας…».
Ο καινούργιος νόμος πρέπει να προβλέψει την υπαγωγή των ΕΛΕ σε κατηγορία του ερευνητικού προσωπικού ή σε διακριτή κατηγορία Ειδικού Ερευνητικού προσωπικού. Επίσης για λόγους εύρυθμης λειτουργίας να διατηρήσει την πρόβλεψη της μη υποχρεωτικής κατοχής διδακτορικής διατριβής, εάν υπάρχει μεταπτυχιακή εξειδίκευση και ερευνητική εμπειρία. Πρέπει δηλαδή η επαγγελματική σταδιοδρομία και εξέλιξη να προκύπτει με σαφήνεια συνεκτιμώντας τα τυπικά προσόντα και το ερευνητικό έργο.
Αμαλία Φραγκίσκου, ΕΛΕ Β',
ΕΘΝΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ
Οι Ειδικοί Λειτουργικοί Επιστήμονες έχουν προβλεφθεί από τον νομοθέτη στο πλαίσιο μιας δομημένης ιεραρχικά λειτουργίας ενός ερευνητικού οργανισμού χωρίς χάσματα εξειδίκευσης, εμπειρίας και αρμοδιοτήτων. Πολλοί ήδη υπηρετούντες ΕΛΕ διαθέτουν μεταπτυχιακά διπλώματα αναγνωρισμένων Παν/μίων του εξωτερικού που αποκτήθηκαν σε εποχές που στην Ελλάδα δεν υπήρχαν οργανωμένες μεταπτυχιακές σπουδές. Συχνά οι ανάγκες των Ερευνητικών Κέντρων υπαγόρευσαν την ευρύτητα και την επιστημονική ευελιξία για την υλοποίηση ερευνητικών έργων και όχι την απόκτηση διδακτορικού τίτλου σπουδών. Οι ΕΛΕ έχουν αδιαμφισβήτητα συμβάλλει στο παραγόμενο ερευνητικό έργο των ΕΚ και αποτελούν όπως και οι ερευνητές ερευνητικό προσωπικό που προστατεύεται εμμέσως από το άρθρο 16 παρ. 1 του Συντάγματος. Άλλωστε και η Ευρωπαϊκή Χάρτα του Ερευνητή λαµβάνει υπ’ όψη την πληθώρα ρόλων που αναλαµβάνουν οι ερευνητές τους οποίους και ορίζει ως «επαγγελµατίες που καταγίνονται µε τη σύλληψη της ιδέας ή τη δηµιουργία νέων γνώσεων, προϊόντων, διαδικασιών, µεθόδων και συστηµάτων και µε τη διαχείριση των αντιστοίχων έργων» και ζητά από τα κράτη-μέλη λήψη μέτρων «…καθιέρωσης και εφαρμογής νέων µηχανισµών εξέλιξης της σταδιοδροµίας των ερευνητών με εξασφάλιση πιο ευνοϊκών και πιο ορατών προοπτικών σταδιοδροµίας…». Ο καινούργιος νόμος πρέπει να προβλέψει την υπαγωγή των ΕΛΕ σε κατηγορία του ερευνητικού προσωπικού ή σε διακριτή κατηγορία Ειδικού Ερευνητικού προσωπικού. Επίσης για λόγους εύρυθμης λειτουργίας να διατηρήσει την πρόβλεψη της μη υποχρεωτικής κατοχής διδακτορικής διατριβής, εάν υπάρχει μεταπτυχιακή εξειδίκευση και ερευνητική εμπειρία. Πρέπει δηλαδή η επαγγελματική σταδιοδρομία και εξέλιξη να προκύπτει με σαφήνεια συνεκτιμώντας τα τυπικά προσόντα και το ερευνητικό έργο. Αμαλία Φραγκίσκου, ΕΛΕ Β', ΕΘΝΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ