ΑΝΤΙΡΡΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΦΟΡΕΩΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΘΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ ΕΠΙ ΤΟΥ ΕΚΤΕΘΕΝΤΟΣ ΣΕ ΔΗΜΟΣΙΑ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗ ΣΧΕΔΙΟΥ ΝΟΜΟΥ «ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΟΡΦΗΣ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΝΩΣΕΩΝ ΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ»
Στα πλαίσια της δημόσιας διαβούλευσης για το εν επικεφαλίδι σχέδιο νόμου, το Ύπατο Συμβούλιο των Ελλήνων Εθνικών, νομίμως εκπροσωπούμενο, φορέας της αυτοχθόνου, προαιωνίας, πολυθεϊστικής, ιστορικά γνωστής, ιστορικά συνεχούς και εθνικής θρησκείας αυτού του τόπου, η οποία αυτοπροσδιορίζεται με τον όρο «Ελληνική Εθνική Θρησκεία», θεωρεί πως
α) Απαιτείται επαναδιατύπωση του άρθρου 17 από «Τεκμαίρεται ως γνωστή θρησκεία κάθε θρησκεία και δόγμα που για την άσκηση της δημόσιας λατρείας της, τελεί σε ισχύ σχετική άδεια ίδρυσης και λειτουργίας ναού ή ευκτήριου οίκου της», σε «Τεκμαίρεται ως γνωστή θρησκεία κάθε θρησκεία που δεν έχει κρυφές δοξασίες και δόγματα και της οποίας οι τελετές είναι ανοικτές και προσβάσιμες σε όλους ανεξαιρέτως».
Η αντίρρησις βασίζεται στο ότι το τεθέν «τεκμήριο» είναι πλασματικό και αυθαίρετο και στοχεύει φωτογραφικά να αποκλείσει από το δικαίωμα του θρησκευτικού νομικού προσώπου κάθε θρησκεία μη αρεστή στην εξουσιάζουσα τα θρησκευτικά πράγματα της πατρίδος μας Ορθόδοξη Εκκλησία, αφού
α1. Η πολιτεία έχει αρνηθεί έως τώρα το εν λόγω «τεκμήριο» σε τέτοιους φορείς που έχουν αιτηθεί αδείας ίδρυσης και λειτουργίας ναού ή ευκτήριου οίκου, επισημαίνεται μάλιστα ότι απουσιάζει από την νομοθεσία η ρητή προθεσμία για να απαντήσει το αρμόδιο υπουργείο στα σχετικά αιτήματα με αποτέλεσμα αυτά μετά την άπρακτη παρέλευση τριμήνου να θεωρούνται σιωπηρώς απορριφθέντα. Άλλωστε αυτή η ίδια η βάση της αδειοδότησης πάσχει, αφού ως μοναδική προϋπόθεση θα έπρεπε να είναι η πολεοδομική άδεια, με τον όρο του σεβασμού της αρχής της ισότητας στην άσκηση της θρησκευτικής ελευθερίας. Επιπλέον δεν έχουν όλες οι θρησκείες ευκτηρίους οίκους (θρησκευτική εξέλιξη του ιουδαϊκού «μπεθ τφιλά») ή ναούς (όπως και εμείς), καθώς υπάρχουν και θρησκείες δενδρολατρίας ή ανοικτού περιβάλλοντος.
α2. «Γνωστή θρησκεία», αντίθετα από το ως άνω πλασματικό και αυθαίρετο «τεκμήριο», είναι, σύμφωνα με τα δεδομένα όλου του πολιτισμένου κόσμου και τουλάχιστον με το Συνταγματικό Δίκαιο που διδάσκονται οι πρωτοετείς στη Νομική, κάθε θρησκεία που δεν έχει κρυφές δοξασίες και δόγματα και της οποίας οι τελετές είναι ανοικτές και προσβάσιμες σε όλους ανεξαιρέτως, προϋποθέσεις που βεβαίως και αναμφισβητήτως πληροί η «Ελληνική Εθνική Θρησκεία».
β) Απαιτείται επίσης επαναδιατύπωση του άρθρου 02, το οποίο ορίζει μεταξύ άλλων πως «για να συσταθεί θρησκευτικό νομικό πρόσωπο χρειάζονται τριακόσια τουλάχιστον πρόσωπα». Το συγκεκριμένο σημείο συνιστά απροκάλυπτη αρνητική διάκριση και αντίκειται στην αρχή της ισότητας στην άσκηση της θρησκευτικής ελευθερίας, καθώς σε άλλους συγκεκριμένους θρησκευτικούς φορείς (άρθρο 13) παραχωρείται το αυτό δικαίωμα «έστω και αν δεν υφίστανται οι ελάχιστοι αριθμοί πιστών ή θρησκευτικών νομικών προσώπων που προβλέπονται στα προηγούμενα άρθρα».
Το αναγραφόμενο άλλωστε στην Αιτιολογική Έκθεση επιχείρημα ότι ο αριθμός 300 κρίνεται αναγκαίος τόσο για την βιωσιμότητα, την εύρυθμη λειτουργία και την οικονομική στήριξη του νομικού προσώπου, δεν ευσταθεί, αφού είναι υπερδεκαπλάσιος του κατά τον Αστικό Κώδικα απαραίτητου αριθμού μελών για σύσταση νομικού προσώπου (σωματείου) που έχει τις ίδιες ανάγκες με την θρησκευτική ένωση.
ΑΝΤΙΡΡΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΦΟΡΕΩΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΘΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ ΕΠΙ ΤΟΥ ΕΚΤΕΘΕΝΤΟΣ ΣΕ ΔΗΜΟΣΙΑ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗ ΣΧΕΔΙΟΥ ΝΟΜΟΥ «ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΟΡΦΗΣ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΝΩΣΕΩΝ ΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ» Στα πλαίσια της δημόσιας διαβούλευσης για το εν επικεφαλίδι σχέδιο νόμου, το Ύπατο Συμβούλιο των Ελλήνων Εθνικών, νομίμως εκπροσωπούμενο, φορέας της αυτοχθόνου, προαιωνίας, πολυθεϊστικής, ιστορικά γνωστής, ιστορικά συνεχούς και εθνικής θρησκείας αυτού του τόπου, η οποία αυτοπροσδιορίζεται με τον όρο «Ελληνική Εθνική Θρησκεία», θεωρεί πως α) Απαιτείται επαναδιατύπωση του άρθρου 17 από «Τεκμαίρεται ως γνωστή θρησκεία κάθε θρησκεία και δόγμα που για την άσκηση της δημόσιας λατρείας της, τελεί σε ισχύ σχετική άδεια ίδρυσης και λειτουργίας ναού ή ευκτήριου οίκου της», σε «Τεκμαίρεται ως γνωστή θρησκεία κάθε θρησκεία που δεν έχει κρυφές δοξασίες και δόγματα και της οποίας οι τελετές είναι ανοικτές και προσβάσιμες σε όλους ανεξαιρέτως». Η αντίρρησις βασίζεται στο ότι το τεθέν «τεκμήριο» είναι πλασματικό και αυθαίρετο και στοχεύει φωτογραφικά να αποκλείσει από το δικαίωμα του θρησκευτικού νομικού προσώπου κάθε θρησκεία μη αρεστή στην εξουσιάζουσα τα θρησκευτικά πράγματα της πατρίδος μας Ορθόδοξη Εκκλησία, αφού α1. Η πολιτεία έχει αρνηθεί έως τώρα το εν λόγω «τεκμήριο» σε τέτοιους φορείς που έχουν αιτηθεί αδείας ίδρυσης και λειτουργίας ναού ή ευκτήριου οίκου, επισημαίνεται μάλιστα ότι απουσιάζει από την νομοθεσία η ρητή προθεσμία για να απαντήσει το αρμόδιο υπουργείο στα σχετικά αιτήματα με αποτέλεσμα αυτά μετά την άπρακτη παρέλευση τριμήνου να θεωρούνται σιωπηρώς απορριφθέντα. Άλλωστε αυτή η ίδια η βάση της αδειοδότησης πάσχει, αφού ως μοναδική προϋπόθεση θα έπρεπε να είναι η πολεοδομική άδεια, με τον όρο του σεβασμού της αρχής της ισότητας στην άσκηση της θρησκευτικής ελευθερίας. Επιπλέον δεν έχουν όλες οι θρησκείες ευκτηρίους οίκους (θρησκευτική εξέλιξη του ιουδαϊκού «μπεθ τφιλά») ή ναούς (όπως και εμείς), καθώς υπάρχουν και θρησκείες δενδρολατρίας ή ανοικτού περιβάλλοντος. α2. «Γνωστή θρησκεία», αντίθετα από το ως άνω πλασματικό και αυθαίρετο «τεκμήριο», είναι, σύμφωνα με τα δεδομένα όλου του πολιτισμένου κόσμου και τουλάχιστον με το Συνταγματικό Δίκαιο που διδάσκονται οι πρωτοετείς στη Νομική, κάθε θρησκεία που δεν έχει κρυφές δοξασίες και δόγματα και της οποίας οι τελετές είναι ανοικτές και προσβάσιμες σε όλους ανεξαιρέτως, προϋποθέσεις που βεβαίως και αναμφισβητήτως πληροί η «Ελληνική Εθνική Θρησκεία». β) Απαιτείται επίσης επαναδιατύπωση του άρθρου 02, το οποίο ορίζει μεταξύ άλλων πως «για να συσταθεί θρησκευτικό νομικό πρόσωπο χρειάζονται τριακόσια τουλάχιστον πρόσωπα». Το συγκεκριμένο σημείο συνιστά απροκάλυπτη αρνητική διάκριση και αντίκειται στην αρχή της ισότητας στην άσκηση της θρησκευτικής ελευθερίας, καθώς σε άλλους συγκεκριμένους θρησκευτικούς φορείς (άρθρο 13) παραχωρείται το αυτό δικαίωμα «έστω και αν δεν υφίστανται οι ελάχιστοι αριθμοί πιστών ή θρησκευτικών νομικών προσώπων που προβλέπονται στα προηγούμενα άρθρα». Το αναγραφόμενο άλλωστε στην Αιτιολογική Έκθεση επιχείρημα ότι ο αριθμός 300 κρίνεται αναγκαίος τόσο για την βιωσιμότητα, την εύρυθμη λειτουργία και την οικονομική στήριξη του νομικού προσώπου, δεν ευσταθεί, αφού είναι υπερδεκαπλάσιος του κατά τον Αστικό Κώδικα απαραίτητου αριθμού μελών για σύσταση νομικού προσώπου (σωματείου) που έχει τις ίδιες ανάγκες με την θρησκευτική ένωση.