Από μια πρώτη ματιά στα σχόλια που έχουν κατατεθεί στη διαβούλευση προκύπτει ότι μεγάλο μέρος του προβληματισμού πάνω σε αυτό επικεντρώνεται στα θέματα των ρυθμίσεων που αφορούν τα εργασιακά των εκπαιδευτικών ΕΑΕ και κυρίως των αναπληρωτών. Και θα μπορούσε κανείς να οδηγηθεί σε απλοϊκά συμπεράσματα για τα κίνητρα των συμμετεχόντων στη διαβούλευση. Όμως τα θέματα αυτά και κρίσιμα είναι και απόλυτα θεμιτό είναι να υπάρχει ανησυχία από τον εκπαιδευτικό κόσμο. Και ακόμα περισσότερο οι ρυθμίσεις πάνω σε αυτά τα θέματα προδίδουν την έλλειψη αποσαφήνισης του προσανατολισμού του εκπαιδευτικού μας συστήματος για το μοντέλο που υιοθετείται και προωθείται στην Ειδική Αγωγή και Εκπαίδευση. Συγκεκριμένα, τόσο σε διεθνές όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο παρατηρείται η απομάκρυνση της ειδικής αγωγής από το ιατρικό- παθολογικό μοντέλο και η σταδιακή υιοθέτηση του κοινωνικού μοντέλου. Μεταξύ των χωρών της Ευρώπης υπάρχει ισχυρή πολιτική ομοφωνία ως προς την σπουδαιότητα της συνεκπαίδευσης και της ένταξης των παιδιών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες στο γενικό σχολείο.
Η Ελλάδα φαίνεται ότι κινείται προς την ίδια κατεύθυνση και αυτό φαίνεται να ισχύει και στο παρόν σχέδιο νόμου. Όμως οι ρυθμίσεις των σχετικών με τα προσόντα και τις οργανικές θέσεις εδαφίων δημιουργούν αντιφάσεις και θολώνουν τον προσανατολισμό. Η σύσταση νέων κλάδων και οι άλλες σχετικές ρυθμίσεις φαίνεται να δίνουν μια απάντηση για τη διαχείριση των προβλημάτων που υπάρχουν αυτήν την στιγμή και τα οποία προέρχονται από τις συνθήκες και τις απαιτήσεις που έθετε το προηγούμενο μοντέλο, το οποίο ήταν πολύ λιγότερο προσανατολισμένο στην ένταξη και την συνεκπαίδευση. Απότοκος εκείνου του μοντέλου ήταν η ίδρυση των Παιδαγωγικών Τμημάτων Ειδικής Αγωγής, τα οποία με τις ρυθμίσεις που προωθούνται δέχονται ένα ισχυρό σήμα ενίσχυσής τους ως προς τον προσανατολισμό τους, ο οποίος αφίσταται όμως του νέου μοντέλου. Η σύγχυση και τα “απόνερα” στη διαχείριση του εκπαιδευτικού προσωπικού είναι αναπόφευκτα. Χωρίς αποσαφηνισμένο προσανατολισμό του εκπαιδευτικού μας συστήματος ως προς την ΕΑΕ δεν μπορούμε να προχωρήσουμε με ασφάλεια και σίγουρα θα βρεθούμε μπροστά σε μεγαλύτερα προβλήματα στο άμεσο μέλλον. Άρα είναι απαραίτητο πρώτα να ληφθούν οι αποφάσεις για τον προσανατολισμό, να ακολουθήσει η διαμόρφωση εθνικού πλαισίου προσόντων συνεπούς με τον προσανατολισμό και ύστερα η διαμόρφωση συνεπούς με αυτούς τους προσανατολισμούς θεσμικού πλαισίου.
Πέραν των ανωτέρω γενικών επισημάνσεων, το σχέδιο νόμου προσβλέπει στη συγκέντρωση και στον εξορθολογισμό των ρυθμίσεων στην Ειδική Αγωγή και Εκπαίδευση και περιλαμβάνει σημαντικές ρυθμίσεις σε θετική κατεύθυνση, όπως :
- Η δημιουργία συνθηκών υπέρβασης των προβλημάτων που προέκυπταν από την αδιάφορη ή την αρνητική ή την ανεύθυνη στάση γονέων ή άλλων παραγόντων αναφορικά με την κατάταξη, εγγραφή, μετεγγραφή και φοίτηση στην κατάλληλη σχολική μονάδα, καθώς και για το κατάλληλο πλαίσιο υποστήριξης των μαθητών στο γενικό σχολείο ή την παραπομπή στο ΚΕΔΔΥ (άρθ.4, παρ. 3Γ και άρθ.9, παρ.7). Βέβαια, πρόκειται για ρυθμίσεις, οι οποίες, αποδίδοντας ισχυρότερο κύρος στην απόφαση του ΚΕΔΔΥ ή του Συλλόγου Διδασκόντων, αντίστοιχα, σε περιπτώσεις διαφωνίας με τους γονείς ή κηδεμόνες του μαθητή , μεταφέρουν μεγάλο βάρος ευθύνης στους ειδικούς επιστήμονες της εκπαίδευσης, αλλά και στους εκπαιδευτικούς. Και μεγάλο μέρος της ευθύνης τους έγκειται στην αξιοποίηση όλων των δυνατοτήτων που διαθέτουν (πλαισίων διαλόγου, δομών και στελεχών επιστημονικής – παιδαγωγικής καθοδήγησης), προκειμένου να συμβουλεύσουν, να πείσουν τους γονείς για το ενδιαφέρον τους και για το πλαίσιο που προτείνουν και να συμβάλουν στη διαμόρφωση συνθηκών συνεργασίας με τους γονείς, κάτι που συνιστά καθοριστικό παράγοντα επιτυχίας κάθε προγράμματος παρέμβασης. Σημαντική σε σχέση με την πρώτη από τις δύο ρυθμίσεις είναι η παροχή στους γονείς δυνατότητας προσφυγής στη Δευτεροβάθμια ΕΔΕΑ της οποίας η απόφαση είναι οριστική.
- Οι ρυθμίσεις για την ενίσχυση της απρόσκοπτης συμμετοχής των μαθητών ανάλογα με το είδος αναπηρίας ή τις ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες και τους περιορισμούς που συνεπάγεται στις προαγωγικές και απολυτήριες εξετάσεις των σχολείων της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, καθώς και στις εισαγωγικές στην τριτοβάθμια εκπαίδευση (άρθ.4, παρ. 3στ).
- Η αναβάθμιση του ρόλου των εκπαιδευτικών παράλληλης στήριξης και η ισότιμη ένταξή τους στο εκπαιδευτικό προσωπικό του σχολείου (άρθ.6).
- Οι ρυθμίσεις για το διδακτικό ωράριο των Διευθυντών των ΣΜΕΑΕ (άρθ.9, παρ.17)
- Οι ρυθμίσεις για την αποτύπωση στοιχείων ΕΑΕ, στις οποίες προβλέπεται και η συμμετοχή των Σχολικών Συμβούλων ΕΑΕ & ΕΕΠ (άρθ.10, παρ.3). Απαραίτητη προϋπόθεση για να λειτουργήσουν σωστά αυτές οι ρυθμίσεις αποτελεί η εξασφάλιση των ελάχιστων όρων υποστήριξης του έργου των ΣΣ (διαχειρίσιμο εύρος περιφερειών ευθύνης, υποδομές και γραμματειακή υποστήριξη).
Προβληματισμό δημιουργούν ρυθμίσεις που υπαγορεύονται από δημοσιονομικής φύσης περιορισμούς, όπως:
- Οι περιορισμοί που τίθενται στην παροχή Παράλληλης Στήριξης. Η υποστήριξη της εφαρμογής του κοινωνικού μοντέλου καθιστά απαραίτητη την επανεξέταση αυτών των περιορισμών, αν θέλουμε να επιτύχει. Είναι άλλος ο ρόλος του ΤΕ και δεν είναι δυνατόν να αποκλείονται από την παροχή αυτή τα σχολεία που έχουν ΤΕ (άρθ.6, παρ. 1β). Οι περιορισμοί αυτοί εξάλλου σε συνδυασμό με τις προβλέψεις του άρθ.7, παρ. 4, σύμφωνα με τις οποίες "η υποστήριξη του μαθητή για κάθε αναπηρία μπορεί να υλοποιείται και από ειδικό βοηθό που εισηγείται και διαθέτει η οικογένεια του μαθητή" δημιουργούν συνθήκες άνισης μεταχείρισης και ευκαιριών σε ένα πεδίο από τα πλέον ευαίσθητα.
- Η έλλειψη πλήρους αποσαφήνισης των πλαισίων οργάνωσης και λειτουργίας των ΚΕΔΔΥ, ΕΔΕΑΥ και ΕΔΕΑ και πλήρους διασφάλισης της στελέχωσης και της αποτελεσματικής λειτουργίας τους.
Από μια πρώτη ματιά στα σχόλια που έχουν κατατεθεί στη διαβούλευση προκύπτει ότι μεγάλο μέρος του προβληματισμού πάνω σε αυτό επικεντρώνεται στα θέματα των ρυθμίσεων που αφορούν τα εργασιακά των εκπαιδευτικών ΕΑΕ και κυρίως των αναπληρωτών. Και θα μπορούσε κανείς να οδηγηθεί σε απλοϊκά συμπεράσματα για τα κίνητρα των συμμετεχόντων στη διαβούλευση. Όμως τα θέματα αυτά και κρίσιμα είναι και απόλυτα θεμιτό είναι να υπάρχει ανησυχία από τον εκπαιδευτικό κόσμο. Και ακόμα περισσότερο οι ρυθμίσεις πάνω σε αυτά τα θέματα προδίδουν την έλλειψη αποσαφήνισης του προσανατολισμού του εκπαιδευτικού μας συστήματος για το μοντέλο που υιοθετείται και προωθείται στην Ειδική Αγωγή και Εκπαίδευση. Συγκεκριμένα, τόσο σε διεθνές όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο παρατηρείται η απομάκρυνση της ειδικής αγωγής από το ιατρικό- παθολογικό μοντέλο και η σταδιακή υιοθέτηση του κοινωνικού μοντέλου. Μεταξύ των χωρών της Ευρώπης υπάρχει ισχυρή πολιτική ομοφωνία ως προς την σπουδαιότητα της συνεκπαίδευσης και της ένταξης των παιδιών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες στο γενικό σχολείο. Η Ελλάδα φαίνεται ότι κινείται προς την ίδια κατεύθυνση και αυτό φαίνεται να ισχύει και στο παρόν σχέδιο νόμου. Όμως οι ρυθμίσεις των σχετικών με τα προσόντα και τις οργανικές θέσεις εδαφίων δημιουργούν αντιφάσεις και θολώνουν τον προσανατολισμό. Η σύσταση νέων κλάδων και οι άλλες σχετικές ρυθμίσεις φαίνεται να δίνουν μια απάντηση για τη διαχείριση των προβλημάτων που υπάρχουν αυτήν την στιγμή και τα οποία προέρχονται από τις συνθήκες και τις απαιτήσεις που έθετε το προηγούμενο μοντέλο, το οποίο ήταν πολύ λιγότερο προσανατολισμένο στην ένταξη και την συνεκπαίδευση. Απότοκος εκείνου του μοντέλου ήταν η ίδρυση των Παιδαγωγικών Τμημάτων Ειδικής Αγωγής, τα οποία με τις ρυθμίσεις που προωθούνται δέχονται ένα ισχυρό σήμα ενίσχυσής τους ως προς τον προσανατολισμό τους, ο οποίος αφίσταται όμως του νέου μοντέλου. Η σύγχυση και τα “απόνερα” στη διαχείριση του εκπαιδευτικού προσωπικού είναι αναπόφευκτα. Χωρίς αποσαφηνισμένο προσανατολισμό του εκπαιδευτικού μας συστήματος ως προς την ΕΑΕ δεν μπορούμε να προχωρήσουμε με ασφάλεια και σίγουρα θα βρεθούμε μπροστά σε μεγαλύτερα προβλήματα στο άμεσο μέλλον. Άρα είναι απαραίτητο πρώτα να ληφθούν οι αποφάσεις για τον προσανατολισμό, να ακολουθήσει η διαμόρφωση εθνικού πλαισίου προσόντων συνεπούς με τον προσανατολισμό και ύστερα η διαμόρφωση συνεπούς με αυτούς τους προσανατολισμούς θεσμικού πλαισίου. Πέραν των ανωτέρω γενικών επισημάνσεων, το σχέδιο νόμου προσβλέπει στη συγκέντρωση και στον εξορθολογισμό των ρυθμίσεων στην Ειδική Αγωγή και Εκπαίδευση και περιλαμβάνει σημαντικές ρυθμίσεις σε θετική κατεύθυνση, όπως : - Η δημιουργία συνθηκών υπέρβασης των προβλημάτων που προέκυπταν από την αδιάφορη ή την αρνητική ή την ανεύθυνη στάση γονέων ή άλλων παραγόντων αναφορικά με την κατάταξη, εγγραφή, μετεγγραφή και φοίτηση στην κατάλληλη σχολική μονάδα, καθώς και για το κατάλληλο πλαίσιο υποστήριξης των μαθητών στο γενικό σχολείο ή την παραπομπή στο ΚΕΔΔΥ (άρθ.4, παρ. 3Γ και άρθ.9, παρ.7). Βέβαια, πρόκειται για ρυθμίσεις, οι οποίες, αποδίδοντας ισχυρότερο κύρος στην απόφαση του ΚΕΔΔΥ ή του Συλλόγου Διδασκόντων, αντίστοιχα, σε περιπτώσεις διαφωνίας με τους γονείς ή κηδεμόνες του μαθητή , μεταφέρουν μεγάλο βάρος ευθύνης στους ειδικούς επιστήμονες της εκπαίδευσης, αλλά και στους εκπαιδευτικούς. Και μεγάλο μέρος της ευθύνης τους έγκειται στην αξιοποίηση όλων των δυνατοτήτων που διαθέτουν (πλαισίων διαλόγου, δομών και στελεχών επιστημονικής – παιδαγωγικής καθοδήγησης), προκειμένου να συμβουλεύσουν, να πείσουν τους γονείς για το ενδιαφέρον τους και για το πλαίσιο που προτείνουν και να συμβάλουν στη διαμόρφωση συνθηκών συνεργασίας με τους γονείς, κάτι που συνιστά καθοριστικό παράγοντα επιτυχίας κάθε προγράμματος παρέμβασης. Σημαντική σε σχέση με την πρώτη από τις δύο ρυθμίσεις είναι η παροχή στους γονείς δυνατότητας προσφυγής στη Δευτεροβάθμια ΕΔΕΑ της οποίας η απόφαση είναι οριστική. - Οι ρυθμίσεις για την ενίσχυση της απρόσκοπτης συμμετοχής των μαθητών ανάλογα με το είδος αναπηρίας ή τις ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες και τους περιορισμούς που συνεπάγεται στις προαγωγικές και απολυτήριες εξετάσεις των σχολείων της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, καθώς και στις εισαγωγικές στην τριτοβάθμια εκπαίδευση (άρθ.4, παρ. 3στ). - Η αναβάθμιση του ρόλου των εκπαιδευτικών παράλληλης στήριξης και η ισότιμη ένταξή τους στο εκπαιδευτικό προσωπικό του σχολείου (άρθ.6). - Οι ρυθμίσεις για το διδακτικό ωράριο των Διευθυντών των ΣΜΕΑΕ (άρθ.9, παρ.17) - Οι ρυθμίσεις για την αποτύπωση στοιχείων ΕΑΕ, στις οποίες προβλέπεται και η συμμετοχή των Σχολικών Συμβούλων ΕΑΕ & ΕΕΠ (άρθ.10, παρ.3). Απαραίτητη προϋπόθεση για να λειτουργήσουν σωστά αυτές οι ρυθμίσεις αποτελεί η εξασφάλιση των ελάχιστων όρων υποστήριξης του έργου των ΣΣ (διαχειρίσιμο εύρος περιφερειών ευθύνης, υποδομές και γραμματειακή υποστήριξη). Προβληματισμό δημιουργούν ρυθμίσεις που υπαγορεύονται από δημοσιονομικής φύσης περιορισμούς, όπως: - Οι περιορισμοί που τίθενται στην παροχή Παράλληλης Στήριξης. Η υποστήριξη της εφαρμογής του κοινωνικού μοντέλου καθιστά απαραίτητη την επανεξέταση αυτών των περιορισμών, αν θέλουμε να επιτύχει. Είναι άλλος ο ρόλος του ΤΕ και δεν είναι δυνατόν να αποκλείονται από την παροχή αυτή τα σχολεία που έχουν ΤΕ (άρθ.6, παρ. 1β). Οι περιορισμοί αυτοί εξάλλου σε συνδυασμό με τις προβλέψεις του άρθ.7, παρ. 4, σύμφωνα με τις οποίες "η υποστήριξη του μαθητή για κάθε αναπηρία μπορεί να υλοποιείται και από ειδικό βοηθό που εισηγείται και διαθέτει η οικογένεια του μαθητή" δημιουργούν συνθήκες άνισης μεταχείρισης και ευκαιριών σε ένα πεδίο από τα πλέον ευαίσθητα. - Η έλλειψη πλήρους αποσαφήνισης των πλαισίων οργάνωσης και λειτουργίας των ΚΕΔΔΥ, ΕΔΕΑΥ και ΕΔΕΑ και πλήρους διασφάλισης της στελέχωσης και της αποτελεσματικής λειτουργίας τους.