• Σχόλιο του χρήστη 'Ε.Μ.' | 30 Νοεμβρίου 2009, 11:08

    Πρώτα ο μαθητής: Στο στάδιο αυτό καθοριστική σημασία έχει η ανάπτυξη ενός ελκυστικού οράματος το οποίο θα περιγράφει ένα μέλλον επιθυμητό για τους μαθητές-εκπαιδευτικούς-γονείς-κοινωνία. Θεωρώ ότι το πρόταγμα του μαθητή αποτελεί «πολιτική επιλογή ουσίας», είναι η σύγχρονη οραματική εκπαιδευτική πολιτική και μπορεί να εμπνεύσει όλους τους εμπλεκόμενους φορείς σε μια εποχή με έντονα τα σημάδια κούρασης και απαξίωσης του εκπαιδευτικού συστήματος. Παρακολουθώντας με ενδιαφέρον τη δημόσια διαβούλευση για την παιδεία παρατηρώ ότι ένα μεγάλο ποσοστό συναδέλφων εκπαιδευτικών δεν διακρίνει τη διαφορά ανάμεσα στο «δημόσιο» και το «ιδιωτικό». Είναι πρωτοποριακό και σημαντικό που πριν από τις αλλαγές η ηγεσία του υπουργείου επιχειρεί να αποσαφηνίσει και να λάβει υπόψη τις προσδοκίες των εμπλεκομένων. Προς το παρόν όμως φαίνεται ότι η διαβούλευση, χάνει το χαρακτήρα που την καθιστά δημόσια, αφού δεν κυριαρχεί το όραμα (πρώτα ο μαθητής) και προβάλλονται αιτήματα «ιδιωτικά» (προσωπικής τακτοποίησης) ξένα με το όραμα. Στη διαβούλευση αυτή έπρεπε από όλους τους εμπλεκομένους να κυριαρχεί η διάδοση του οράματος, η οποία δε σημαίνει απλή γνωστοποίηση, αλλά εμβάθυνση, εκλαΐκευση, εξειδίκευση, που οδηγεί στον ενστερνισμό και στη δέσμευση σε αυτό των εμπλεκομένων, αφού χωρίς αυτούς δε θα γίνει ποτέ πράξη. Επομένως αυτό πρέπει να προτάσσεται με κάθε τρόπο και από αυτό να εκπορεύονται ως σύγχρονες απαιτήσεις όλες οι προτεινόμενες πολιτικές τόσο για την ποιοτική μεταρρύθμιση της εκπαιδευτικής διαδικασίας όσο και για τον «εργασιακό βίο των εκπαιδευτικών» και την επιλογή στελεχών. Εάν για παράδειγμα προτάξουμε στο διάλογο το νέο ολοήμερο σχολείο, το οποίο έχει ανάγκη η σύγχρονη ελληνική κοινωνία και σημαίνει: διευρυμένο ωράριο, ενιαίο πρόγραμμα, μείωση ύλης και ανάπτυξη της κριτικής σκέψης μέσα από νέα προγράμματα σπουδών, ένταξη της ζώνης πολιτισμού, της γυμναστικής, των τεχνολογιών, της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης, των ξένων γλωσσών, μπορούμε να καταλήξουμε σε συμπεράσματα για το ρόλο και τις προσδοκίες των εμπλεκομένων. Γιατί αυτή η πολιτική θα κάνει χρήσιμο και ευχάριστο το σχολείο στο μαθητή, θα του δώσει ελεύθερο χρόνο αφού το απόγευμα δεν θα τρέχει σε εξωσχολικές δραστηριότητες, οι γονείς δεν θα πληρώνουν για τις ίδιες δραστηριότητες και έξω από το σχολείο, και οι εκπαιδευτικοί θα δουν το ρόλο τους αναβαθμισμένο μέσα σε αυτό. Σε αυτό το σχολείο οι ωρομίσθιοι και οι αναπληρωτές μπορούν να εξασφαλίσουν από τη μια ευνοϊκότερη και μονιμότερη εργασιακή σχέση, ενδυναμώνεται ο ρόλος τους, αναβαθμίζεται η προσφορά τους στο σχολείο με κέντρο το μαθητή (παύουν να αισθάνονται ξένο σώμα όπως σήμερα), ενώ ταυτόχρονα αναδεικνύονται και οι απαιτήσεις για την πρόσληψή τους που είναι η παιδαγωγική και διδακτική επάρκεια και η οποία μπορεί να πιστοποιηθεί μέσω του ΑΣΕΠ, της εμπειρίας τους, των επιμορφώσεων κλπ. Επίσης για τους μόνιμους σημαίνει μείωση του άγχους λόγω της ύλης, αναβάθμιση του ρόλου τους σε ένα αναβαθμισμένο σχολείο που ξανακερδίζει την αξία του στην κοινωνία κλπ. Ένα δεύτερο παράδειγμα είναι το θέμα της αξιολόγησης, «καυτή πατάτα». Η σύνδεση του με το όραμα δεν είναι το ίδιο προφανής, εγείρει φόβους και ενεργοποιεί αρνητικά αντανακλαστικά στους εκπαιδευτικούς, ενώ υπηρετεί το πρόταγμα του μαθητή. Η αξιολόγηση, αναμφισβήτητα πλέον, αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του σύγχρονου, αναβαθμισμένου σχολείου και μπορεί να συνδεθεί με την ποιοτική, επαγγελματική αναβάθμιση των εκπαιδευτικών, η οποία θα συνοδεύεται με την εκ των προτέρων οικονομική τους αναβάθμιση, την παροχή πολλαπλών ευκαιριών για επιμόρφωση και την ταυτόχρονη αύξηση των δαπανών για την παιδεία. Η αποσπασματική αναφορά για παράδειγμα της αξιολόγησης του νέου εκπαιδευτικού, δημιουργεί παρανοήσεις, ενώ μπορεί να ενεργοποιηθεί η συγκεκριμένη, αναγκαία ρύθμιση συνδυασμένη με τις άλλες αλλαγές. Τα ανωτέρω παραδείγματα δείχνουν με κάποιο τρόπο ποιο είναι το κύριο ζητούμενο της οραματικής πολιτικής, που τόσο έχει ανάγκη το εκπαιδευτικό μας σύστημα και πόσο απαραίτητες στην υποστήριξή του είναι οι εφτά κατευθυντήριες αρχές για τον «εργασιακό βίο και την εξέλιξη των εκπαιδευτικών» και πώς συνδέονται μ’ αυτό. Είναι αλήθεια ότι, τις τελευταίες δεκαετίες έχει εμπεδωθεί μια νοοτροπία απαξίωσης του δημόσιου σχολείου και από τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς, η οποία οδηγεί πολλές φορές και σε έλλειψη επαγγελματικής και κοινωνικής ευθύνης. Το ζούμε ως εκπαιδευτικοί και ως γονείς. Τροφοδοτήθηκε, από την νομική ασάφεια ή τα παραθυράκια, τη διοίκηση, το συνδικαλισμό, την έλλειψη επιμόρφωσης και αξιολόγησης. Όλο αυτό το πλέγμα οδήγησε ή και εγκαθίδρυσε την έλλειψη εμπιστοσύνης και αξιοπιστίας του υπουργείου έναντι των εκπαιδευτικών και πολλές φορές την αβελτηρία των τελευταίων. Τα ανωτέρω εξηγούν σε μεγάλο βαθμό το φαινόμενο της αγκύλωσης του εκπαιδευτικού συστήματος. Ίσως είναι πολύ καλή στιγμή για το χτίσιμο αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Αφού από τη μια υπάρχει μια πολύ σοβαρή πολιτική ατζέντα για την παιδεία από την νέα υπουργό και από την άλλη υπάρχει μια μεγάλη μερίδα εκπαιδευτικών (φαίνεται αυτό και από ερευνητικά στοιχεία) η οποία κουράστηκε και περιμένει τώρα να αλλάξουν κάποια πράγματα. Δεν θα συγχωρήσει αν δεν γίνουν αλλαγές που διακηρύχτηκαν, όπως για παράδειγμα: σύγχρονο, ανοιχτό σχολείο, τέλος στην αδιαφάνεια κυρίως στην επιλογή των στελεχών και στις αποσπάσεις, τέλος της κοινωνικής και επαγγελματικής τους απαξίωσης, αναβάθμιση του ρόλου τους. (Προσοχή στις παλινωδίες για τα κριτήρια των προσλήψεων, της επιλογής στελεχών και των αποσπάσεων-μεταθέσεων, απογοητεύουν και ακούγονται απόψεις ότι πάλι τα ίδια θα γίνουν.) Σημαντική μεταβλητή είναι ο χρόνος, πολλοί λένε ότι το υπουργείο καθυστερεί. Τολμηρά μέτρα τώρα (επείγον η οργάνωση και διοίκηση της εκπαίδευσης σε όλα τα επίπεδα για να ακολουθήσουν οι ποιοτικές μεταρρυθμίσεις). Κλείνοντας πρέπει να τονίσω ότι είναι πολλοί οι εκπαιδευτικοί που χρειάζονται όραμα, έμπνευση και αλλαγές. Όλοι αυτοί μπορούν και χρειάζεται να γίνουν συνοδοιπόροι, αφού με βάση την ιστορία της ελληνικής εκπαίδευσης καμία διακηρυγμένη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση δεν μπόρεσε να γίνει πράξη χωρίς τους εκπαιδευτικούς. Ε.Μ., δασκάλα