ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΕΡΕΥΝΗΤΩΝ
www.eee-researchers.gr
Αθήνα, 25 Ιουνίου 2014
Αρ. Πρωτ.: Εξ./461/2014
Θέσεις της Ένωσης Ελλήνων Ερευνητών επί των προτεραιοτήτων του «Εθνικού Πλαισίου για την Έρευνα και Καινοτομία και της Στρατηγικής Έξυπνης Εξειδίκευσης»
(http://www.opengov.gr/ypepth/?p=2035)
Το σχέδιο του Εθνικού Στρατηγικού Πλαισίου για την έρευνα και την καινοτομία αναρτήθηκε από τη ΓΓΕΤ για διαβούλευση στις 12 Ιουνίου 2014 με καταληκτική ημερομηνία την 25η Ιουνίου, αφήνοντας ένα ελάχιστο χρονικό περιθώριο δεκατριών ημερών για τη σχετική συζήτηση. Αξίζει να υπενθυμίσουμε ότι σε μια σχετικά μικρή περίοδο τριών χρόνων (2011-2014) το κείμενο αυτό αποτελεί την τρίτη κατά σειρά προσπάθεια της ΓΓΕΤ να εκπονήσει ένα εθνικό στρατηγικό πλαίσιο για την Έρευνα και την Καινοτομία, καθώς κάθε αλλαγή στην πολιτική ηγεσία του Υπουργείου συνοδεύεται από «εκ βάθρων αναθεωρήσεις» τόσο στο επίπεδο της ερευνητικής πολιτικής όσο και στο επίπεδο των θεσμών, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα συμπεράσματα που απορρέουν από προηγούμενες φάσεις του εγχειρήματος, οι διεργασίες που επιτελούνται στον ερευνητικό ιστό και κυρίως η πραγματικότητα, όπως διαμορφώνεται στην παρούσα φάση.
Οι παρατηρήσεις και οι θέσεις της Ένωσης Ελλήνων Ερευνητών (ΕΕΕ) συστηματοποιούνται ως ακολούθως:
1. Άξονες του σχεδίου
Το συγκεκριμένο σχέδιο κινείται σ’ έναν και μοναδικό κεντρικό άξονα: Τη διασύνδεση του παραγωγικού με τον ερευνητικό ιστό της χώρας. Με βάση αυτόν τον άξονα αναπτύσσεται ένα κείμενο εκατό σελίδων, το οποίο όμως δεν αντιμετωπίζει όλες τις πραγματικές προκλήσεις του εν λόγω εγχειρήματος.
Όσο για τους άλλους άξονες, που κανονικά πρέπει να συμπεριλαμβάνονται σε στρατηγικά σχέδια για την έρευνα, π.χ., βασική και εφαρμοσμένη έρευνα σε όλους τους τομείς, ανθρωπιστικές επιστήμες, κλπ., δεν αναφέρονται καν στο σχέδιο, καθώς δεν παρουσιάζουν άμεση «επιχειρηματική» εφαρμογή. Κοντολογίς, ερευνητικοί φορείς που δραστηριοποιούνται σε γνωστικά αντικείμενα που δεν καταλήγουν σε «προϊόντα», π.χ., μαθηματικά, αστροφυσική, κοινωνιολογία, ιστορία, γλωσσολογία, εκπαίδευση, κλπ., καταδικάζονται σε μαρασμό, ακόμη κι αν κατέχουν μια υψηλή θέση (αριστεία) στην τελευταία αξιολόγηση του 2014. Επίσης το σχέδιο δεν αναφέρεται καθόλου στη διασύνδεση της έρευνας, δηλαδή της παραγωγής νέας γνώσης, με την τριτοβάθμια εκπαίδευση και τη δια βίου μάθηση.
Επιπρόσθετα, ο βασικός άξονας που αναπτύσσεται στο κείμενο δεν παρουσιάζεται με συνεκτικό τρόπο. Η χάραξη της στρατηγικής που περιγράφεται στο Κεφάλαιο 3 βρίσκεται σε ευθεία αντίθεση με την περιγραφή και την ανάλυση της παρούσας κατάστασης και του ελληνικού περιβάλλοντος (οικονομικού και κοινωνικού) για το οποίο θα πρέπει να χαράσσεται η στρατηγική.
Συγκεκριμένα, ενώ ορθά επισημαίνεται ότι:
α) «… Η διάρθρωση του παραγωγικού ιστού της χώρας, ο οποίος στο μεγαλύτερο μέρος του αποτελείται από επιχειρήσεις μικρού μεγέθους με δραστηριότητες χαμηλής έντασης γνώσης, με αποτέλεσμα την υποτονική ζήτηση υπηρεσιών Έρευνας και Καινοτομίας, και τις χαμηλές επενδύσεις στην έρευνα από τις επιχειρήσεις»,
β) « … η επιχειρηματική δραστηριότητα, οδηγήθηκε σε μεγάλο βαθμό σε δραστηριότητες μειωμένης έντασης γνώσης και προστιθέμενης αξίας που στοχεύουν κυρίως στην εσωτερική αγορά και κατανάλωση»,
γ) «… Σε παραγωγικό επίπεδο, η μεγέθυνση βασίστηκε στην επέκταση του παραγωγικού δυναμικού, αξιοποιώντας ευρέως διαδεδομένες τεχνολογίες σε συνδυασμό με οργανωσιακές καινοτομίες και καινοτομίες στο μάρκετινγκ»,
δ) «… Η ζήτηση από τις επιχειρήσεις, για νέα γνώση που προκύπτει μέσα από την έρευνα, είναι περιορισμένη»,
η στρατηγική που αναπτύσσεται στο κείμενο βρίσκεται σε αναντιστοιχία με τις ανωτέρω διαπιστώσεις.
Πρόταση της ΕΕΕ :
Κεντρικός άξονας του σχεδίου θα πρέπει να είναι η παραγωγή νέας γνώσης (επιστημονικής και τεχνολογικής) που αποτελεί τον κυριότερο παράγοντα ανάπτυξης στις σύγχρονες οικονομίες. Θα πρέπει, ως εκ τούτου, να ληφθεί μέριμνα για στρατηγικά πεδία έρευνας τα οποία δεν συνδέονται ευθέως με την παραγωγή και χρήζουν ενίσχυσης από την Πολιτεία (π.χ., «χρήσιμη έρευνα»* , πολιτισμός, ανθρωπιστικές επιστήμες).
Η έρευνα, ως ο βασικός μηχανισμός δημιουργίας της νέας γνώσης, θα πρέπει επίσης να συνδεθεί με την τριτοβάθμια εκπαίδευση και τη δια βίου μάθηση που θα εφοδιάσουν τους Έλληνες πολίτες με γνώσεις και δεξιότητες, ώστε η ελληνική οικονομία να μετασχηματιστεί σταδιακά σε μια σύγχρονη «οικονομία γνώσης».
2. Προσανατολισμός της έρευνας
Στη συνέχεια του υπό διαβούλευση σχεδίου, και εν είδει «επιμερισμού των ευθυνών», αναφέρεται ως μειονέκτημα το γεγονός ότι: «Η έρευνα είναι προσανατολισμένη σε πεδία που συνδέονται σε μεγάλο βαθμό με τα ενδιαφέροντα των ερευνητικών ομάδων και τις ευκαιρίες χρηματοδότησης που παρέχουν τα σχετικά προγράμματα και λιγότερο σε πεδία που αφορούν στις ανάγκες της οικονομίας …». Πέρα από το γεγονός ότι τα «ενδιαφέροντα» (τα οποία σηματοδοτούνται στο κείμενο αρνητικά) και οι συνακόλουθες ερευνητικές υποδομές και δεξιότητες που αναπτύσσουν οι ερευνητικές ομάδες θεωρούνται γενικά θετικός παράγοντας για την προώθηση της έρευνας, αναρωτιέται κανείς πού θα μπορούσαν να προσανατολιστούν οι ερευνητικές ομάδες πέρα από τα ερευνητικά προγράμματα (στην πλειοψηφία τους ευρωπαϊκά), τα οποία αποτελούν τη μόνη πηγή χρηματοδότησης, καθώς -όπως έχει προαναφερθεί- ο ιδιωτικός τομέας δεν ενδιαφέρεται για την έρευνα και η κρατική χρηματοδότηση είναι ελάχιστη. Αναρωτιέται επίσης κανείς, ποιες είναι οι πραγματικές ανάγκες της ελληνικής οικονομίας, καθώς οι επιμέρους κλάδοι που αναφέρονται στο προτεινόμενο κείμενο συμπίπτουν εν πολλοίς με τις ευρωπαϊκές προτεραιότητες (περιβάλλον, ενέργεια, υγεία, κλπ.), με εξαίρεση ίσως τον τουρισμό, χωρίς ουσιώδη προσπάθεια εξειδίκευσης στην ελληνική πραγματικότητα, ώστε να διατυπωθούν τα συνεκτικά εκείνα στοιχεία που συνοψίζουν την αναβαθμισμένη ελληνική πρόταση αξίας σε σχέση με τους ανταγωνιστές.
Ακόμη, υιοθετείται ένα πρωθύστερο σχήμα ενίσχυσης των συνεργειών ανάμεσα στον παραγωγικό και στον ερευνητικό ιστό, καθώς λέγεται ότι το ΕΣΠΕΚ στοχεύει στην « … ενίσχυση της έρευνας και καινοτομίας στις επιχειρήσεις», ώστε «να δημιουργηθούν προϋποθέσεις για την ανάπτυξη συνεργασιών και δεσμών με το ερευνητικό σύστημα». Το σχήμα παρακάμπτει σαφώς τη λογική ακολουθία των πραγμάτων, καθώς βασική προϋπόθεση για να δημιουργηθούν «δεσμοί και συνεργασίες» είναι να υπάρχουν επιχειρήσεις που αντί του παγιωμένου ως τις μέρες μας μεταπρατικού τους χαρακτήρα, να τολμήσουν να βασίσουν το συγκριτικό τους πλεονέκτημα για την διαμόρφωση της κερδοφορίας τους σε επενδύσεις για δραστηριότητες έρευνας και ανάπτυξης.
Αντί οι συντάκτες του κειμένου να εγκύψουν στο συγκεκριμένο αυτό θέμα και να εξετάσουν τις αιτίες του, καταφεύγουν στη γνωστή ρήση: «… εντοπίζεται έλλειψη καλλιέργειας επιχειρηματικού πνεύματος στην ελληνική ερευνητική και ακαδημαϊκή κοινότητα που θα είχε στόχο την εμπορική αξιοποίηση των αποτελεσμάτων της έρευνας και τεχνολογικής ανάπτυξης». Με άλλα λόγια, εφόσον δεν υπάρχουν επιχειρήσεις που να ενδιαφέρονται για έρευνα και ανάπτυξη, θα πρέπει οι ερευνητές να αναπτύξουν επιχειρηματική δραστηριότητα...!!!
Πρόταση της ΕΕΕ :
Να θεσμοθετηθεί και να χρηματοδοτηθεί η δημιουργία Ενιαίου Χώρου Έρευνας που θα βελτιστοποιήσει τις συνέργειες μεταξύ των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, των Ερευνητικών Κέντρων και των ελληνικών επιχειρήσεων που επενδύουν σε Ε&Α.
Να δημιουργηθούν θεσμοί και συνθήκες που θα προσανατολίσουν νέους κυρίως επιχειρηματίες προς επιχειρηματικές δραστηριότητες Ε&Α.
3. Χρηματοδότηση της έρευνας
Το διάγραμμα χρηματοδότησης της έρευνας (Παράγραφος 3.1.5, 2ο διάγραμμα) μοιάζει μάλλον ατελέσφορο, γιατί:
(α) Σε συνθήκες κρίσης και ασφυκτικού στραγγαλισμού της ρευστότητας οι επιχειρήσεις καλούνται να καταβάλουν μεγάλα ποσά για Ε&Α, δίχως χαλάρωση του κενού ρευστότητας από τον τραπεζοπιστωτικό τομέα, ή εναλλακτικά θέσπιση από την Πολιτεία υποστηρικτικών δομών (πχ. Ταμεία Εγγυοδωσίας, Επενδυτικά Ταμεία για νεοφυή επιχειρηματικότητα, κλπ.) .
(β) Το πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων τοποθετείται σε ελάχιστο σημείο το 2014-2015, μικρό το 2016 και αμέσως μετά εκτινάσσεται (χωρίς να δικαιολογείται/τεκμηριώνεται με οποιοδήποτε τρόπο η απότομη αυτή αλλαγή). Στην περίπτωση αυτή θα πρέπει να γίνει σαφές πώς αυτό θα καταστεί εφικτό, με βάση τις ανηλλειμένες μνημονιακές υποχρεώσεις της χώρας μας που προϋποθέτουν την κατά προτεραιότητα διάθεση των πρωτογενών πλεονασμάτων για τακτοποίηση του Δημόσιου Δανεισμού, μην επιτρέποντας δημοσιονομική χαλάρωση.
(γ) Μια επέκταση του διαγράμματος στα προηγούμενα έτη (π.χ., 2000-2014) θα έδειχνε ότι οι σχετικές προβλέψεις δεν συνάδουν με τη μέχρι σήμερα εικόνα, ούτε καν για την περίοδο πριν την κρίση, πριν δηλαδή το 2008.
(δ) Η ποσόστωση του ΑΕΠ για την έρευνα, 0,57% το 2003 που έφτασε το 0,69% το 2012 και εκτιμάται ότι θα φτάσει το 1,2% το 2020, δεν αναλύεται επαρκώς ούτε ως προς την ολοκληρωθείσα περίοδο (2003-2012) ούτε ως προς την εκτιμώμενη (2013-2020). Σημειωτέον δε ότι στην εκτίμηση αυτή συμπεριλαμβάνεται ανελλιπώς και η μισθοδοσία των περίπου 10.000 καθηγητών ΑΕΙ. Επίσης, σε ότι αφορά στο πρώτο σκέλος, η επιτευχθείσα αύξηση της ποσόστωσης σε περίοδο χρηματοδοτικής καχεξίας θα μπορούσε να αποδοθεί αφενός στην πάνω από 25% συρρίκνωση του ΑΕΠ που λειτουργεί ως παρονομαστής για την παρούσα εκτίμηση, όπως και στο αυξημένο κόστος ασφαλιστικών εισφορών και φορολόγησης που συνοδεύει το μισθολογικό κόστος των δραστηριοτήτων έρευνας. Σε ότι αφορά στο δεύτερο σκέλος, δεν εξειδικεύονται κατά κανένα τρόπο (ούτε κλαδικά, ούτε χρονικά) οι πολλαπλασιαστές που θα επιτρέψουν την αύξηση των δαπανών έρευνας από ιδιωτικές πηγές, πολύ δε περισσότερο που με βάση το Σχήμα 5, από καμιά πηγή εκτός γενικά των ΠΔΕ δεν τεκμαίρεται κάτι τέτοιο.
(ε) Θα πρέπει εδώ να τονιστεί πως και με βάση τις ποσοστώσεις του ΑΕΠ για την έρευνα, η συγκριτική ανάλυση δείχνει πως υπολειπόμαστε και θα συνεχίσουμε να υπολειπόμαστε ως χώρα, του κοινοτικού μέσου όρου των δαπανών για την έρευνα (0,69% έναντι 2,06% για το 2012 - 1,2% έναντι 3,0% το 2020). Αν πάλι ληφθεί ως βάση για τη σύγκριση ο λόγος των δαπανών για την έρευνα, τότε το 2012 οι ελληνικές δαπάνες για την έρευνα αποτελούν το 37% του κοινοτικού μέσου όρου (0,69% προς 2,06 %), ενώ το 2020 θα διαμορφωθεί σε 40% (1,2% προς 3,0%). Μιλάμε δηλαδή για σύγκλιση μόλις 3% με τον κοινοτικό Μ.Ο. και αυτό σε μια περίοδο εκτιμώμενης υψηλής μεγέθυνσης. Αυτό θα μπορούσε να αποδοθεί είτε σε μισθολογικό κόστος κατά 60% χαμηλότερο του κοινοτικού Μ.Ο., είτε σε αντίστοιχα χαμηλότερη απασχόληση, αν υποθέταμε μισθολογική εξίσωση!
Δυστυχώς, ποτέ στο παρελθόν, ούτε και προ κρίσης, η ελληνική Πολιτεία δεν διέθεσε πόρους στην έρευνα και τα αποτελέσματα της πολιτικής αυτής στην ανάπτυξη φαίνονται ξεκάθαρα στο πιο κάτω διάγραμμα **:
Πρόταση της ΕΕΕ :
Να ληφθούν επιτέλους άμεσα αποφάσεις για «γενναία» κρατική χρηματοδότηση της έρευνας (που δεν υπόκειται ούτως ή άλλως σε καμιά μνημονιακή δέσμευση), σε υψηλό πολιτικό/κυβερνητικό επίπεδο και να θεσμοθετηθούν οι αντίστοιχες ρυθμίσεις, καθώς, όπως αναφέρεται -μεταξύ άλλων- και στην πρόσφατη έκθεση «The Economic Significance of the UK Science Base*** » που στοιχειοθετεί τη θετική επίδραση της δημόσιας χρηματοδότησης στο σύστημα Ε&Α της Βρετανίας: (α) Η δημόσια δαπάνη στην επιστήμη και στην τεχνολογική έρευνα είναι μια επένδυση που παράγει οικονομική ανάπτυξη. (β) Υπάρχει μία συμπληρωματική σχέση μεταξύ των τομέων της βιομηχανίας και του δημοσίου στην Ε&Α. (γ) Οι δημόσιες επενδύσεις στην έρευνα αυξάνουν αντί να μειώνουν τις επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα.
4. Ερευνητικές προτεραιότητες
Οι ερευνητικές προτεραιότητες, όπως αυτές αναπτύσσονται στο Κεφάλαιο 4, αν και εν γένει αποδεκτές, είναι πολλές και απαιτείται πιθανότατα περεταίρω θέσπιση προτεραιοτήτων, μέσω σειράς αντικειμενικών κριτηρίων, για την ένταξή τους ανά έτος και τον προγραμματισμό σχετικών προκηρύξεων ερευνητικών προγραμμάτων. Η θεσμοθέτηση των τομέων ενδιαφέροντος και εθνικής προτεραιότητας θα πρέπει να είναι σαφής, όπως σαφή θα πρέπει να είναι και τα «εργαλεία» με τα οποία οι τομείς αυτοί θα ενισχυθούν και θα χρηματοδοτηθούν, καθώς και τα σχετικά χρονοδιαγράμματα.
Οι Πλατφόρμες Καινοτομίας (Σχήμα 7, Κεφάλαιο 4) προέκυψαν με μέθοδο που αναφέρεται και εξειδικεύεται, αλλά -παρόλα αυτά- παραμένει ασαφής. Αναγνωρίζεται πάντως ότι καλύπτουν τις κύριες περιοχές ερευνητικού ενδιαφέροντος, συμπεριλαμβάνοντας και τον τουρισμό που συμβάλλει σημαντικά στην εθνική οικονομία.
Επίσης, η περιφερειακή διάσταση (όπως αυτή παρουσιάζεται στο Κεφάλαιο 5) δεν περιλαμβάνει κάποιο μηχανισμό δέσμευσης των Περιφερειών και συνεπώς είναι πολύ πιθανόν να καταλήξει σε απλό «ευχολόγιο». Ίσως απαιτείται η δημιουργία κάποιου συντονιστικού οργάνου, μέσω συνεννόησης με το Υπ. Εσωτερικών.
Πρόταση της ΕΕΕ:
Να γίνει ρητή αναφορά στο μελλοντικό τρόπο θέσπισης ερευνητικών προτεραιοτήτων ανά έτος.
Να αναφερθούν συγκεκριμένα χρηματοδοτικά προγράμματα και χρονοδιαγράμματα, τουλάχιστον για τα αμέσως επόμενα χρόνια για όλους τους τομείς προτεραιότητας.
Να υπάρξει συντονισμός με συναρμόδια Υπουργεία και Περιφέρειες για εναρμόνιση των Περιφερειακών Προγραμμάτων με το όλο Σχέδιο.
5. Προτάσεις ερευνητικής πολιτικής
Με βάση τα ανωτέρω, θα θέλαμε να επισημάνουμε τα ακόλουθα σημεία:
1.Ο πρώτος, βασικός στόχος θα πρέπει να είναι η δημιουργία ενός οικονομικού και επιχειρησιακού περιβάλλοντος που θα αναζητά την νέα γνώση, την έρευνα και την καινοτομία. Ο στόχος αυτός μπορεί να επιτευχθεί με την ενίσχυση των ανάλογων επιχειρήσεων και από άλλες χρηματοδοτήσεις και πολιτικές των αντίστοιχων υπουργείων.
2. Ο σχεδιασμός της ερευνητικής πολιτικής θα πρέπει να βασίζεται στη διαπίστωση που περιλαμβάνεται στο ίδιο το κείμενο: Η έρευνα στην Ελλάδα είναι εξ’ αντικειμένου εξωστρεφής τομέας προσανατολισμένος προς τις Ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις. Άρα, ο σχεδιασμός θα πρέπει να στοχεύει σε αυτό το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, δηλαδή στην ενίσχυση του ερευνητικού δυναμικού της χώρας και της υπάρχουσας έρευνας, έστω κι αν το ερευνητικό αποτέλεσμα εξάγεται στη διεθνή αγορά.
Η έρευνα, στην παρούσα φάση ανάπτυξης της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας, θα πρέπει να αναπτυχθεί στις περιοχές όπου χρειάζεται ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και σε σχέση με το Ευρωπαϊκό περιβάλλον, ως σχεδιασμένη δημόσια επιλογή, χωρίς να περιμένει στήριξη από τον ελληνικό ιδιωτικό τομέα που προς το παρόν αδυνατεί να την παρέχει. Η επιλογή των στόχων της έρευνας επομένως δεν μπορεί να γίνει μόνο με πρωταρχική στόχευση τις υποτιθέμενες ανάγκες της σύγχρονης και καινοτόμου Ελληνικής παραγωγής που σπανίζει, αλλά σε συνδυασμό με τα θέματα και σημεία που η ελληνική έρευνα παρουσιάζει δυναμική στο διεθνές πεδίο (με βάση τους δείκτες και τις διεθνείς αξιολογήσεις).
3. Η σύνδεση με τον ιδιωτικό τομέα, σήμερα που η Ελληνική οικονομία αναδιαρθρώνεται για να ανταποκριθεί στις συνθήκες κρίσης, δεν μπορεί παρά να γίνει με έναν σχεδιασμό «ανίχνευσης» του χώρου, ο οποίος λόγω ακριβώς της κρίσης είναι «εν τω γενάσθαι». Για το σκοπό αυτό οι επιχειρήσεις που χρηματοδοτούν έρευνα θα πρέπει να ενισχύονται ισχυρά από μια σειρά από άλλες πολιτικές, π.χ., φορολογική πολιτική.
4.Η στόχευση του ΕΣΠΕΚ θα πρέπει να οργανωθεί κυρίως γύρω από τον Πυλώνα 2 «Αριστεία στην έρευνα και ανάπτυξη του ανθρώπινου ερευνητικού δυναμικού». Η πρώτη προτεραιότητα του ΕΣΠΕΚ πρέπει να είναι η διατήρηση του υπάρχοντος ερευνητικού δυναμικού στην χώρα, μέσα από ένα δημόσιο σχέδιο συγκράτησης του “brain drain”.
5. Τέλος είναι σημαντικό να γίνει πλήρης διασύνδεση του νέου νόμου για την Έρευνα και την Καινοτομία (που το τελικό κείμενό του δεν είναι ακόμη γνωστό) με το Εθνικό Στρατηγικό Πλαίσιο Ε&Κ. Δυστυχώς κάτι τέτοιο δεν συνάγεται από τη συνοπτική περιγραφή του Κεφαλαίου 7.
Πρόταση της ΕΕΕ:
Με βάση και τη διεθνή εμπειρία και πρακτική, θα πρέπει και στη χώρα μας να θεσμοθετηθεί ο μηχανισμός και οι διαδικασίες στη βάση των οποίων θα διαμορφώνεται και θα επικαιροποιείται το Εθνικό Στρατηγικό Πλαίσιο Έρευνας και Καινοτομίας.
Θα πρέπει να γίνει σαφές στους υπεύθυνους που χαράζουν την πολική στη χώρα μας ότι σημαντικοί παράγοντες που συμβάλλουν στην οικονομική ανάπτυξη είναι:
• Η δημόσια χρηματοδότηση στην Έρευνα και στην Καινοτομία.
• Η συμπληρωματική σχέση ανάμεσα στη βιομηχανία και στο δημόσιο τομέα της Ε&Α.
• Η συνέργεια μεταξύ του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα.
• Η επένδυση στο δημόσιο τομέα Ε&Α προσελκύει ιδιωτικές επενδύσεις από το εξωτερικό.
• Η δημόσια επένδυση στην έρευνα αυξάνει τις επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα.
• Οι επενδύσεις στο τομέα της έρευνας και της καινοτομίας δεν είναι και δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται ως ένα «παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος», στο οποίο οι δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις μπορεί να υποκαταστήσουν η μία την άλλη.
Για το Δ.Σ. της Ένωσης Ελλήνων Ερευνητών
Η Πρόεδρος Η Γ. Γραμματέας
Μαρία Θ. Στουμπούδη Μαρία Α. Κωνσταντοπούλου
* http://www.opengov.gr/ypepth/wp-content/uploads/downloads/2010/08/Sxedio_Drasis_Enisxysi_ETAK.pdf
** βλ. slide 7 στο http://www.eee-researchers.gr/Anakoinoseis-EEE/EEE-Paroysiasi_Epitropi-ET-BOYLH_27-11-13.pdf
***http://sciencecampaign.org.uk/UKScienceBase.pdf
ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΕΡΕΥΝΗΤΩΝ www.eee-researchers.gr Αθήνα, 25 Ιουνίου 2014 Αρ. Πρωτ.: Εξ./461/2014 Θέσεις της Ένωσης Ελλήνων Ερευνητών επί των προτεραιοτήτων του «Εθνικού Πλαισίου για την Έρευνα και Καινοτομία και της Στρατηγικής Έξυπνης Εξειδίκευσης» (http://www.opengov.gr/ypepth/?p=2035) Το σχέδιο του Εθνικού Στρατηγικού Πλαισίου για την έρευνα και την καινοτομία αναρτήθηκε από τη ΓΓΕΤ για διαβούλευση στις 12 Ιουνίου 2014 με καταληκτική ημερομηνία την 25η Ιουνίου, αφήνοντας ένα ελάχιστο χρονικό περιθώριο δεκατριών ημερών για τη σχετική συζήτηση. Αξίζει να υπενθυμίσουμε ότι σε μια σχετικά μικρή περίοδο τριών χρόνων (2011-2014) το κείμενο αυτό αποτελεί την τρίτη κατά σειρά προσπάθεια της ΓΓΕΤ να εκπονήσει ένα εθνικό στρατηγικό πλαίσιο για την Έρευνα και την Καινοτομία, καθώς κάθε αλλαγή στην πολιτική ηγεσία του Υπουργείου συνοδεύεται από «εκ βάθρων αναθεωρήσεις» τόσο στο επίπεδο της ερευνητικής πολιτικής όσο και στο επίπεδο των θεσμών, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα συμπεράσματα που απορρέουν από προηγούμενες φάσεις του εγχειρήματος, οι διεργασίες που επιτελούνται στον ερευνητικό ιστό και κυρίως η πραγματικότητα, όπως διαμορφώνεται στην παρούσα φάση. Οι παρατηρήσεις και οι θέσεις της Ένωσης Ελλήνων Ερευνητών (ΕΕΕ) συστηματοποιούνται ως ακολούθως: 1. Άξονες του σχεδίου Το συγκεκριμένο σχέδιο κινείται σ’ έναν και μοναδικό κεντρικό άξονα: Τη διασύνδεση του παραγωγικού με τον ερευνητικό ιστό της χώρας. Με βάση αυτόν τον άξονα αναπτύσσεται ένα κείμενο εκατό σελίδων, το οποίο όμως δεν αντιμετωπίζει όλες τις πραγματικές προκλήσεις του εν λόγω εγχειρήματος. Όσο για τους άλλους άξονες, που κανονικά πρέπει να συμπεριλαμβάνονται σε στρατηγικά σχέδια για την έρευνα, π.χ., βασική και εφαρμοσμένη έρευνα σε όλους τους τομείς, ανθρωπιστικές επιστήμες, κλπ., δεν αναφέρονται καν στο σχέδιο, καθώς δεν παρουσιάζουν άμεση «επιχειρηματική» εφαρμογή. Κοντολογίς, ερευνητικοί φορείς που δραστηριοποιούνται σε γνωστικά αντικείμενα που δεν καταλήγουν σε «προϊόντα», π.χ., μαθηματικά, αστροφυσική, κοινωνιολογία, ιστορία, γλωσσολογία, εκπαίδευση, κλπ., καταδικάζονται σε μαρασμό, ακόμη κι αν κατέχουν μια υψηλή θέση (αριστεία) στην τελευταία αξιολόγηση του 2014. Επίσης το σχέδιο δεν αναφέρεται καθόλου στη διασύνδεση της έρευνας, δηλαδή της παραγωγής νέας γνώσης, με την τριτοβάθμια εκπαίδευση και τη δια βίου μάθηση. Επιπρόσθετα, ο βασικός άξονας που αναπτύσσεται στο κείμενο δεν παρουσιάζεται με συνεκτικό τρόπο. Η χάραξη της στρατηγικής που περιγράφεται στο Κεφάλαιο 3 βρίσκεται σε ευθεία αντίθεση με την περιγραφή και την ανάλυση της παρούσας κατάστασης και του ελληνικού περιβάλλοντος (οικονομικού και κοινωνικού) για το οποίο θα πρέπει να χαράσσεται η στρατηγική. Συγκεκριμένα, ενώ ορθά επισημαίνεται ότι: α) «… Η διάρθρωση του παραγωγικού ιστού της χώρας, ο οποίος στο μεγαλύτερο μέρος του αποτελείται από επιχειρήσεις μικρού μεγέθους με δραστηριότητες χαμηλής έντασης γνώσης, με αποτέλεσμα την υποτονική ζήτηση υπηρεσιών Έρευνας και Καινοτομίας, και τις χαμηλές επενδύσεις στην έρευνα από τις επιχειρήσεις», β) « … η επιχειρηματική δραστηριότητα, οδηγήθηκε σε μεγάλο βαθμό σε δραστηριότητες μειωμένης έντασης γνώσης και προστιθέμενης αξίας που στοχεύουν κυρίως στην εσωτερική αγορά και κατανάλωση», γ) «… Σε παραγωγικό επίπεδο, η μεγέθυνση βασίστηκε στην επέκταση του παραγωγικού δυναμικού, αξιοποιώντας ευρέως διαδεδομένες τεχνολογίες σε συνδυασμό με οργανωσιακές καινοτομίες και καινοτομίες στο μάρκετινγκ», δ) «… Η ζήτηση από τις επιχειρήσεις, για νέα γνώση που προκύπτει μέσα από την έρευνα, είναι περιορισμένη», η στρατηγική που αναπτύσσεται στο κείμενο βρίσκεται σε αναντιστοιχία με τις ανωτέρω διαπιστώσεις. Πρόταση της ΕΕΕ : Κεντρικός άξονας του σχεδίου θα πρέπει να είναι η παραγωγή νέας γνώσης (επιστημονικής και τεχνολογικής) που αποτελεί τον κυριότερο παράγοντα ανάπτυξης στις σύγχρονες οικονομίες. Θα πρέπει, ως εκ τούτου, να ληφθεί μέριμνα για στρατηγικά πεδία έρευνας τα οποία δεν συνδέονται ευθέως με την παραγωγή και χρήζουν ενίσχυσης από την Πολιτεία (π.χ., «χρήσιμη έρευνα»* , πολιτισμός, ανθρωπιστικές επιστήμες). Η έρευνα, ως ο βασικός μηχανισμός δημιουργίας της νέας γνώσης, θα πρέπει επίσης να συνδεθεί με την τριτοβάθμια εκπαίδευση και τη δια βίου μάθηση που θα εφοδιάσουν τους Έλληνες πολίτες με γνώσεις και δεξιότητες, ώστε η ελληνική οικονομία να μετασχηματιστεί σταδιακά σε μια σύγχρονη «οικονομία γνώσης». 2. Προσανατολισμός της έρευνας Στη συνέχεια του υπό διαβούλευση σχεδίου, και εν είδει «επιμερισμού των ευθυνών», αναφέρεται ως μειονέκτημα το γεγονός ότι: «Η έρευνα είναι προσανατολισμένη σε πεδία που συνδέονται σε μεγάλο βαθμό με τα ενδιαφέροντα των ερευνητικών ομάδων και τις ευκαιρίες χρηματοδότησης που παρέχουν τα σχετικά προγράμματα και λιγότερο σε πεδία που αφορούν στις ανάγκες της οικονομίας …». Πέρα από το γεγονός ότι τα «ενδιαφέροντα» (τα οποία σηματοδοτούνται στο κείμενο αρνητικά) και οι συνακόλουθες ερευνητικές υποδομές και δεξιότητες που αναπτύσσουν οι ερευνητικές ομάδες θεωρούνται γενικά θετικός παράγοντας για την προώθηση της έρευνας, αναρωτιέται κανείς πού θα μπορούσαν να προσανατολιστούν οι ερευνητικές ομάδες πέρα από τα ερευνητικά προγράμματα (στην πλειοψηφία τους ευρωπαϊκά), τα οποία αποτελούν τη μόνη πηγή χρηματοδότησης, καθώς -όπως έχει προαναφερθεί- ο ιδιωτικός τομέας δεν ενδιαφέρεται για την έρευνα και η κρατική χρηματοδότηση είναι ελάχιστη. Αναρωτιέται επίσης κανείς, ποιες είναι οι πραγματικές ανάγκες της ελληνικής οικονομίας, καθώς οι επιμέρους κλάδοι που αναφέρονται στο προτεινόμενο κείμενο συμπίπτουν εν πολλοίς με τις ευρωπαϊκές προτεραιότητες (περιβάλλον, ενέργεια, υγεία, κλπ.), με εξαίρεση ίσως τον τουρισμό, χωρίς ουσιώδη προσπάθεια εξειδίκευσης στην ελληνική πραγματικότητα, ώστε να διατυπωθούν τα συνεκτικά εκείνα στοιχεία που συνοψίζουν την αναβαθμισμένη ελληνική πρόταση αξίας σε σχέση με τους ανταγωνιστές. Ακόμη, υιοθετείται ένα πρωθύστερο σχήμα ενίσχυσης των συνεργειών ανάμεσα στον παραγωγικό και στον ερευνητικό ιστό, καθώς λέγεται ότι το ΕΣΠΕΚ στοχεύει στην « … ενίσχυση της έρευνας και καινοτομίας στις επιχειρήσεις», ώστε «να δημιουργηθούν προϋποθέσεις για την ανάπτυξη συνεργασιών και δεσμών με το ερευνητικό σύστημα». Το σχήμα παρακάμπτει σαφώς τη λογική ακολουθία των πραγμάτων, καθώς βασική προϋπόθεση για να δημιουργηθούν «δεσμοί και συνεργασίες» είναι να υπάρχουν επιχειρήσεις που αντί του παγιωμένου ως τις μέρες μας μεταπρατικού τους χαρακτήρα, να τολμήσουν να βασίσουν το συγκριτικό τους πλεονέκτημα για την διαμόρφωση της κερδοφορίας τους σε επενδύσεις για δραστηριότητες έρευνας και ανάπτυξης. Αντί οι συντάκτες του κειμένου να εγκύψουν στο συγκεκριμένο αυτό θέμα και να εξετάσουν τις αιτίες του, καταφεύγουν στη γνωστή ρήση: «… εντοπίζεται έλλειψη καλλιέργειας επιχειρηματικού πνεύματος στην ελληνική ερευνητική και ακαδημαϊκή κοινότητα που θα είχε στόχο την εμπορική αξιοποίηση των αποτελεσμάτων της έρευνας και τεχνολογικής ανάπτυξης». Με άλλα λόγια, εφόσον δεν υπάρχουν επιχειρήσεις που να ενδιαφέρονται για έρευνα και ανάπτυξη, θα πρέπει οι ερευνητές να αναπτύξουν επιχειρηματική δραστηριότητα...!!! Πρόταση της ΕΕΕ : Να θεσμοθετηθεί και να χρηματοδοτηθεί η δημιουργία Ενιαίου Χώρου Έρευνας που θα βελτιστοποιήσει τις συνέργειες μεταξύ των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, των Ερευνητικών Κέντρων και των ελληνικών επιχειρήσεων που επενδύουν σε Ε&Α. Να δημιουργηθούν θεσμοί και συνθήκες που θα προσανατολίσουν νέους κυρίως επιχειρηματίες προς επιχειρηματικές δραστηριότητες Ε&Α. 3. Χρηματοδότηση της έρευνας Το διάγραμμα χρηματοδότησης της έρευνας (Παράγραφος 3.1.5, 2ο διάγραμμα) μοιάζει μάλλον ατελέσφορο, γιατί: (α) Σε συνθήκες κρίσης και ασφυκτικού στραγγαλισμού της ρευστότητας οι επιχειρήσεις καλούνται να καταβάλουν μεγάλα ποσά για Ε&Α, δίχως χαλάρωση του κενού ρευστότητας από τον τραπεζοπιστωτικό τομέα, ή εναλλακτικά θέσπιση από την Πολιτεία υποστηρικτικών δομών (πχ. Ταμεία Εγγυοδωσίας, Επενδυτικά Ταμεία για νεοφυή επιχειρηματικότητα, κλπ.) . (β) Το πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων τοποθετείται σε ελάχιστο σημείο το 2014-2015, μικρό το 2016 και αμέσως μετά εκτινάσσεται (χωρίς να δικαιολογείται/τεκμηριώνεται με οποιοδήποτε τρόπο η απότομη αυτή αλλαγή). Στην περίπτωση αυτή θα πρέπει να γίνει σαφές πώς αυτό θα καταστεί εφικτό, με βάση τις ανηλλειμένες μνημονιακές υποχρεώσεις της χώρας μας που προϋποθέτουν την κατά προτεραιότητα διάθεση των πρωτογενών πλεονασμάτων για τακτοποίηση του Δημόσιου Δανεισμού, μην επιτρέποντας δημοσιονομική χαλάρωση. (γ) Μια επέκταση του διαγράμματος στα προηγούμενα έτη (π.χ., 2000-2014) θα έδειχνε ότι οι σχετικές προβλέψεις δεν συνάδουν με τη μέχρι σήμερα εικόνα, ούτε καν για την περίοδο πριν την κρίση, πριν δηλαδή το 2008. (δ) Η ποσόστωση του ΑΕΠ για την έρευνα, 0,57% το 2003 που έφτασε το 0,69% το 2012 και εκτιμάται ότι θα φτάσει το 1,2% το 2020, δεν αναλύεται επαρκώς ούτε ως προς την ολοκληρωθείσα περίοδο (2003-2012) ούτε ως προς την εκτιμώμενη (2013-2020). Σημειωτέον δε ότι στην εκτίμηση αυτή συμπεριλαμβάνεται ανελλιπώς και η μισθοδοσία των περίπου 10.000 καθηγητών ΑΕΙ. Επίσης, σε ότι αφορά στο πρώτο σκέλος, η επιτευχθείσα αύξηση της ποσόστωσης σε περίοδο χρηματοδοτικής καχεξίας θα μπορούσε να αποδοθεί αφενός στην πάνω από 25% συρρίκνωση του ΑΕΠ που λειτουργεί ως παρονομαστής για την παρούσα εκτίμηση, όπως και στο αυξημένο κόστος ασφαλιστικών εισφορών και φορολόγησης που συνοδεύει το μισθολογικό κόστος των δραστηριοτήτων έρευνας. Σε ότι αφορά στο δεύτερο σκέλος, δεν εξειδικεύονται κατά κανένα τρόπο (ούτε κλαδικά, ούτε χρονικά) οι πολλαπλασιαστές που θα επιτρέψουν την αύξηση των δαπανών έρευνας από ιδιωτικές πηγές, πολύ δε περισσότερο που με βάση το Σχήμα 5, από καμιά πηγή εκτός γενικά των ΠΔΕ δεν τεκμαίρεται κάτι τέτοιο. (ε) Θα πρέπει εδώ να τονιστεί πως και με βάση τις ποσοστώσεις του ΑΕΠ για την έρευνα, η συγκριτική ανάλυση δείχνει πως υπολειπόμαστε και θα συνεχίσουμε να υπολειπόμαστε ως χώρα, του κοινοτικού μέσου όρου των δαπανών για την έρευνα (0,69% έναντι 2,06% για το 2012 - 1,2% έναντι 3,0% το 2020). Αν πάλι ληφθεί ως βάση για τη σύγκριση ο λόγος των δαπανών για την έρευνα, τότε το 2012 οι ελληνικές δαπάνες για την έρευνα αποτελούν το 37% του κοινοτικού μέσου όρου (0,69% προς 2,06 %), ενώ το 2020 θα διαμορφωθεί σε 40% (1,2% προς 3,0%). Μιλάμε δηλαδή για σύγκλιση μόλις 3% με τον κοινοτικό Μ.Ο. και αυτό σε μια περίοδο εκτιμώμενης υψηλής μεγέθυνσης. Αυτό θα μπορούσε να αποδοθεί είτε σε μισθολογικό κόστος κατά 60% χαμηλότερο του κοινοτικού Μ.Ο., είτε σε αντίστοιχα χαμηλότερη απασχόληση, αν υποθέταμε μισθολογική εξίσωση! Δυστυχώς, ποτέ στο παρελθόν, ούτε και προ κρίσης, η ελληνική Πολιτεία δεν διέθεσε πόρους στην έρευνα και τα αποτελέσματα της πολιτικής αυτής στην ανάπτυξη φαίνονται ξεκάθαρα στο πιο κάτω διάγραμμα **: Πρόταση της ΕΕΕ : Να ληφθούν επιτέλους άμεσα αποφάσεις για «γενναία» κρατική χρηματοδότηση της έρευνας (που δεν υπόκειται ούτως ή άλλως σε καμιά μνημονιακή δέσμευση), σε υψηλό πολιτικό/κυβερνητικό επίπεδο και να θεσμοθετηθούν οι αντίστοιχες ρυθμίσεις, καθώς, όπως αναφέρεται -μεταξύ άλλων- και στην πρόσφατη έκθεση «The Economic Significance of the UK Science Base*** » που στοιχειοθετεί τη θετική επίδραση της δημόσιας χρηματοδότησης στο σύστημα Ε&Α της Βρετανίας: (α) Η δημόσια δαπάνη στην επιστήμη και στην τεχνολογική έρευνα είναι μια επένδυση που παράγει οικονομική ανάπτυξη. (β) Υπάρχει μία συμπληρωματική σχέση μεταξύ των τομέων της βιομηχανίας και του δημοσίου στην Ε&Α. (γ) Οι δημόσιες επενδύσεις στην έρευνα αυξάνουν αντί να μειώνουν τις επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα. 4. Ερευνητικές προτεραιότητες Οι ερευνητικές προτεραιότητες, όπως αυτές αναπτύσσονται στο Κεφάλαιο 4, αν και εν γένει αποδεκτές, είναι πολλές και απαιτείται πιθανότατα περεταίρω θέσπιση προτεραιοτήτων, μέσω σειράς αντικειμενικών κριτηρίων, για την ένταξή τους ανά έτος και τον προγραμματισμό σχετικών προκηρύξεων ερευνητικών προγραμμάτων. Η θεσμοθέτηση των τομέων ενδιαφέροντος και εθνικής προτεραιότητας θα πρέπει να είναι σαφής, όπως σαφή θα πρέπει να είναι και τα «εργαλεία» με τα οποία οι τομείς αυτοί θα ενισχυθούν και θα χρηματοδοτηθούν, καθώς και τα σχετικά χρονοδιαγράμματα. Οι Πλατφόρμες Καινοτομίας (Σχήμα 7, Κεφάλαιο 4) προέκυψαν με μέθοδο που αναφέρεται και εξειδικεύεται, αλλά -παρόλα αυτά- παραμένει ασαφής. Αναγνωρίζεται πάντως ότι καλύπτουν τις κύριες περιοχές ερευνητικού ενδιαφέροντος, συμπεριλαμβάνοντας και τον τουρισμό που συμβάλλει σημαντικά στην εθνική οικονομία. Επίσης, η περιφερειακή διάσταση (όπως αυτή παρουσιάζεται στο Κεφάλαιο 5) δεν περιλαμβάνει κάποιο μηχανισμό δέσμευσης των Περιφερειών και συνεπώς είναι πολύ πιθανόν να καταλήξει σε απλό «ευχολόγιο». Ίσως απαιτείται η δημιουργία κάποιου συντονιστικού οργάνου, μέσω συνεννόησης με το Υπ. Εσωτερικών. Πρόταση της ΕΕΕ: Να γίνει ρητή αναφορά στο μελλοντικό τρόπο θέσπισης ερευνητικών προτεραιοτήτων ανά έτος. Να αναφερθούν συγκεκριμένα χρηματοδοτικά προγράμματα και χρονοδιαγράμματα, τουλάχιστον για τα αμέσως επόμενα χρόνια για όλους τους τομείς προτεραιότητας. Να υπάρξει συντονισμός με συναρμόδια Υπουργεία και Περιφέρειες για εναρμόνιση των Περιφερειακών Προγραμμάτων με το όλο Σχέδιο. 5. Προτάσεις ερευνητικής πολιτικής Με βάση τα ανωτέρω, θα θέλαμε να επισημάνουμε τα ακόλουθα σημεία: 1.Ο πρώτος, βασικός στόχος θα πρέπει να είναι η δημιουργία ενός οικονομικού και επιχειρησιακού περιβάλλοντος που θα αναζητά την νέα γνώση, την έρευνα και την καινοτομία. Ο στόχος αυτός μπορεί να επιτευχθεί με την ενίσχυση των ανάλογων επιχειρήσεων και από άλλες χρηματοδοτήσεις και πολιτικές των αντίστοιχων υπουργείων. 2. Ο σχεδιασμός της ερευνητικής πολιτικής θα πρέπει να βασίζεται στη διαπίστωση που περιλαμβάνεται στο ίδιο το κείμενο: Η έρευνα στην Ελλάδα είναι εξ’ αντικειμένου εξωστρεφής τομέας προσανατολισμένος προς τις Ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις. Άρα, ο σχεδιασμός θα πρέπει να στοχεύει σε αυτό το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, δηλαδή στην ενίσχυση του ερευνητικού δυναμικού της χώρας και της υπάρχουσας έρευνας, έστω κι αν το ερευνητικό αποτέλεσμα εξάγεται στη διεθνή αγορά. Η έρευνα, στην παρούσα φάση ανάπτυξης της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας, θα πρέπει να αναπτυχθεί στις περιοχές όπου χρειάζεται ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και σε σχέση με το Ευρωπαϊκό περιβάλλον, ως σχεδιασμένη δημόσια επιλογή, χωρίς να περιμένει στήριξη από τον ελληνικό ιδιωτικό τομέα που προς το παρόν αδυνατεί να την παρέχει. Η επιλογή των στόχων της έρευνας επομένως δεν μπορεί να γίνει μόνο με πρωταρχική στόχευση τις υποτιθέμενες ανάγκες της σύγχρονης και καινοτόμου Ελληνικής παραγωγής που σπανίζει, αλλά σε συνδυασμό με τα θέματα και σημεία που η ελληνική έρευνα παρουσιάζει δυναμική στο διεθνές πεδίο (με βάση τους δείκτες και τις διεθνείς αξιολογήσεις). 3. Η σύνδεση με τον ιδιωτικό τομέα, σήμερα που η Ελληνική οικονομία αναδιαρθρώνεται για να ανταποκριθεί στις συνθήκες κρίσης, δεν μπορεί παρά να γίνει με έναν σχεδιασμό «ανίχνευσης» του χώρου, ο οποίος λόγω ακριβώς της κρίσης είναι «εν τω γενάσθαι». Για το σκοπό αυτό οι επιχειρήσεις που χρηματοδοτούν έρευνα θα πρέπει να ενισχύονται ισχυρά από μια σειρά από άλλες πολιτικές, π.χ., φορολογική πολιτική. 4.Η στόχευση του ΕΣΠΕΚ θα πρέπει να οργανωθεί κυρίως γύρω από τον Πυλώνα 2 «Αριστεία στην έρευνα και ανάπτυξη του ανθρώπινου ερευνητικού δυναμικού». Η πρώτη προτεραιότητα του ΕΣΠΕΚ πρέπει να είναι η διατήρηση του υπάρχοντος ερευνητικού δυναμικού στην χώρα, μέσα από ένα δημόσιο σχέδιο συγκράτησης του “brain drain”. 5. Τέλος είναι σημαντικό να γίνει πλήρης διασύνδεση του νέου νόμου για την Έρευνα και την Καινοτομία (που το τελικό κείμενό του δεν είναι ακόμη γνωστό) με το Εθνικό Στρατηγικό Πλαίσιο Ε&Κ. Δυστυχώς κάτι τέτοιο δεν συνάγεται από τη συνοπτική περιγραφή του Κεφαλαίου 7. Πρόταση της ΕΕΕ: Με βάση και τη διεθνή εμπειρία και πρακτική, θα πρέπει και στη χώρα μας να θεσμοθετηθεί ο μηχανισμός και οι διαδικασίες στη βάση των οποίων θα διαμορφώνεται και θα επικαιροποιείται το Εθνικό Στρατηγικό Πλαίσιο Έρευνας και Καινοτομίας. Θα πρέπει να γίνει σαφές στους υπεύθυνους που χαράζουν την πολική στη χώρα μας ότι σημαντικοί παράγοντες που συμβάλλουν στην οικονομική ανάπτυξη είναι: • Η δημόσια χρηματοδότηση στην Έρευνα και στην Καινοτομία. • Η συμπληρωματική σχέση ανάμεσα στη βιομηχανία και στο δημόσιο τομέα της Ε&Α. • Η συνέργεια μεταξύ του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα. • Η επένδυση στο δημόσιο τομέα Ε&Α προσελκύει ιδιωτικές επενδύσεις από το εξωτερικό. • Η δημόσια επένδυση στην έρευνα αυξάνει τις επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα. • Οι επενδύσεις στο τομέα της έρευνας και της καινοτομίας δεν είναι και δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται ως ένα «παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος», στο οποίο οι δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις μπορεί να υποκαταστήσουν η μία την άλλη. Για το Δ.Σ. της Ένωσης Ελλήνων Ερευνητών Η Πρόεδρος Η Γ. Γραμματέας Μαρία Θ. Στουμπούδη Μαρία Α. Κωνσταντοπούλου * http://www.opengov.gr/ypepth/wp-content/uploads/downloads/2010/08/Sxedio_Drasis_Enisxysi_ETAK.pdf ** βλ. slide 7 στο http://www.eee-researchers.gr/Anakoinoseis-EEE/EEE-Paroysiasi_Epitropi-ET-BOYLH_27-11-13.pdf ***http://sciencecampaign.org.uk/UKScienceBase.pdf