Το ζήτημα της εκπαιδευτικής και κοινωνικής ένταξης των αναπήρων παιδιών έχει αποτελέσει αντικείμενο συζήτησης ανάμεσα στους θεωρητικούς της εκπαίδευσης, ενώ εμφανίζεται και ως δομικό στοιχείο της εκπαιδευτικής πολιτικής εδώ και χρόνια σε πολλές χώρες. Οδηγός προς την κατεύθυνση αυτή στάθηκε η παρέμβαση διεθνών οργανισμών και κινημάτων αναπήρων, μέσω των οποίων αναγνωρίστηκαν, αναδείχθηκαν, επισημοποιήθηκαν και κατοχυρώθηκαν σε μια σειρά από νομοθετικές ρυθμίσεις και πράξεις τα ίσα δικαιώματα στην εκπαίδευση και η προώθηση της ένταξης. Στη χώρα μας, η ένταξη θεσμοθετήθηκε με το νόμο 1566/1985 «Περί γενικής εκπαίδευσης», σύμφωνα με τον οποίο, ωστόσο, ο αποκλεισμός και οι διακρίσεις συνεχίστηκαν, καθώς οι συνθήκες δεν ήταν ακόμη ώριμες ή έτοιμες για την εισαγωγή και εφαρμογή της ενταξιακής προσέγγισης στην εκπαίδευση, καθώς οι εκπαιδευτικές πρακτικές ήταν οργανωμένες γύρω από τη λογική της αποτυχίας, της ανεπάρκειας και κατά συνέπεια της περιθωριοποίησης. Τριάντα χρόνια μετά, διαπιστώνουμε με απογοήτευση πως ελάχιστα έχουν αλλάξει, κυρίως ως προς τη νοοτροπία και τις πρακτικές των εκάστοτε ιθυνόντων και των υπεύθυνων του σχεδιασμού και υλοποίησης της εγχώριας εκπαιδευτικής πολιτικής. Το εν λόγω άρθρο, ενώ φαινομενικά διατυμπανίζει την ισότιμη συμμετοχή, έχει σημεία υπαινικτικού λόγου (π.χ. "..ώστε να καταστεί δυνατή η ένταξη ή η επανένταξη τους στο γενικό σχολείο, όπου και όταν αυτό είναι δυνατόν"), όπου η προσβασιμότητα και η ισότιμη συμμετοχή κάθε άλλο παρά δεδομένες επιδιώξεις της Ε.Ε. που επιθυμεί να προωθήσει το Υ.ΠΑΙ.Θ. είναι.
Το ζήτημα της εκπαιδευτικής και κοινωνικής ένταξης των αναπήρων παιδιών έχει αποτελέσει αντικείμενο συζήτησης ανάμεσα στους θεωρητικούς της εκπαίδευσης, ενώ εμφανίζεται και ως δομικό στοιχείο της εκπαιδευτικής πολιτικής εδώ και χρόνια σε πολλές χώρες. Οδηγός προς την κατεύθυνση αυτή στάθηκε η παρέμβαση διεθνών οργανισμών και κινημάτων αναπήρων, μέσω των οποίων αναγνωρίστηκαν, αναδείχθηκαν, επισημοποιήθηκαν και κατοχυρώθηκαν σε μια σειρά από νομοθετικές ρυθμίσεις και πράξεις τα ίσα δικαιώματα στην εκπαίδευση και η προώθηση της ένταξης. Στη χώρα μας, η ένταξη θεσμοθετήθηκε με το νόμο 1566/1985 «Περί γενικής εκπαίδευσης», σύμφωνα με τον οποίο, ωστόσο, ο αποκλεισμός και οι διακρίσεις συνεχίστηκαν, καθώς οι συνθήκες δεν ήταν ακόμη ώριμες ή έτοιμες για την εισαγωγή και εφαρμογή της ενταξιακής προσέγγισης στην εκπαίδευση, καθώς οι εκπαιδευτικές πρακτικές ήταν οργανωμένες γύρω από τη λογική της αποτυχίας, της ανεπάρκειας και κατά συνέπεια της περιθωριοποίησης. Τριάντα χρόνια μετά, διαπιστώνουμε με απογοήτευση πως ελάχιστα έχουν αλλάξει, κυρίως ως προς τη νοοτροπία και τις πρακτικές των εκάστοτε ιθυνόντων και των υπεύθυνων του σχεδιασμού και υλοποίησης της εγχώριας εκπαιδευτικής πολιτικής. Το εν λόγω άρθρο, ενώ φαινομενικά διατυμπανίζει την ισότιμη συμμετοχή, έχει σημεία υπαινικτικού λόγου (π.χ. "..ώστε να καταστεί δυνατή η ένταξη ή η επανένταξη τους στο γενικό σχολείο, όπου και όταν αυτό είναι δυνατόν"), όπου η προσβασιμότητα και η ισότιμη συμμετοχή κάθε άλλο παρά δεδομένες επιδιώξεις της Ε.Ε. που επιθυμεί να προωθήσει το Υ.ΠΑΙ.Θ. είναι.