Σε αυτό το άρθρο του Νόμου, το οποίο αναφέρεται στις «έννοιες» θα πρέπει να συμπεριληφθούν και οι ακόλουθες ΚΕΝΤΡΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ του χώρου της ΕΑΕ:
«Εκπαιδευτική Ένταξη – Συνεκπαίδευση είναι η διαδικασία η οποία έχει ως στόχο το σχολείο γενικότερα και οι εκπαιδευτικοί γενικής και ειδικής αγωγής ειδικότερα –σε συνεργασία μεταξύ τους – να διδάξουν με τέτοιο τρόπο ώστε να παρέχουν όσο το δυνατόν περισσότερες ευκαιρίες για συμμετοχή και πρόσβαση ΟΛΩΝ των μαθητών - ανεξαρτήτως φύλου, φυλής, εθνικότητας, ικανότητας κ.λ.π. – στις κοινωνικές και ακαδημαϊκές δραστηριότητες της τάξης και του σχολείου. Επομένως, 1. η ένταξη ασχολείται με την ευημερία όλων των μαθητών και θέτει ως βασική προϋπόθεση τη μετατροπή των σχολείων σε οργανισμούς, έτοιμους και πρόθυμους να υποδεχτούν το μαθητικό πληθυσμό. Στόχος είναι κανένας μαθητής να μην μείνει έξω από το σχολείο. Αυτό προϋποθέτει ότι πρέπει να μάθουμε να συμβιώνουμε ο ένας με τον άλλον, 2. Η ένταξη είναι μία διαδικασία που στοχεύει στην αύξηση της συμμετοχής όλων των μαθητών και στον περιορισμό του αποκλεισμού τους. Άλλωστε το ένα προϋποθέτει το άλλο. 3. Είναι η προσπάθεια δημιουργίας ενός αποτελεσματικού σχολείου: ενός σχολείου που θα μπορεί να ανταποκρίνεται στην ανομοιογένεια των μαθητών. 4. Η ένταξη προϋποθέτει βασικές αλλαγές που αφορούν τις στάσεις, αξίες, πεποιθήσεις μας, το ήθος, την οργάνωση, τη διδασκαλία και το αναλυτικό πρόγραμμα στο σχολείο. 5. Η ένταξη δεν αναφέρεται στον όρο «ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες» αλλά στον όρο «φραγμοί στη μάθηση και τη συμμετοχή» και 5.Η ένταξη καλείται να αντιμετωπίσει ζητήματα κοινωνικής δικαιοσύνης, ισότητας, ανθρώπινων δικαιωμάτων, κατάργησης των διακρίσεων. Ένταξη= Συμμετοχή & Πρόσβαση.
“Εκπαιδευτική αξιολόγηση είναι η συστηματική διαδικασία συγκέντρωσης εκπαιδευτικά σημαντικών πληροφοριών για τη λήψη νομικών και διδακτικών αποφάσεων που σχετίζονται με την παροχή υπηρεσιών εκπαίδευσης. Επιπλέον, η εκπαιδευτική αξιολόγηση αποτελεί προσπάθεια προσδιορισμού όχι μόνο του τι ξέρει ο μαθητής και πώς το χρησιμοποιεί αλλά και των συνθηκών που ευνοούν την απόκτηση γνώσεων, των μεθοδολογικών επιλογών που μπορούν να βελτιώσουν τη διδασκαλία, των συναισθηματικών παραγόντων που επηρεάζουν την προσπάθεια του μαθητή και των περιβαλλοντικών παραμέτρων που καθορίζουν τη δράση όλων των μετεχόντων στη μαθησιακή διαδικασία»
«Διαφοροποιημένη διδασκαλία [Δ.Δ]. Η "ΔΔ" είναι μία συνεχής διαδικασία η οποία επιτρέπει στον εκπαιδευτικό να χρησιμοποιεί όσο το δυνατόν πιο αποτελεσματικά ένα εύρος εκπαιδευτικών προσεγγίσεων & στρατηγικών διδασκαλίας με στόχο την πρόσβαση στη γνώση (στο Α.Π) και την πρόοδο όλων των μαθητών. Στην εκπαιδευτική πρακτική, Διαφοροποιημένη Διδασκαλία σημαίνει ότι οι μαθητές έχουν πολλαπλές επιλογές ως προς την λήψη της πληροφορίας, τον τρόπο με τον οποίο θα κατανοήσουν τις ιδέες, και στο πώς θα εκφράσουν αυτό που έμαθαν. Με άλλα λόγια, μια διαφοροποιημένη τάξη παρέχει διαφορετικές πληροφορίες: στην απόκτηση του περιεχομένου, στην επεξεργασία ή την κατανόηση των ιδεών και στην ανάπτυξη των προϊόντων/μορφές αξιολόγησης, έτσι ώστε κάθε μαθητής/ήτρια να μπορεί να μάθει αποτελεσματικά.
H διαφοροποιημένη παιδαγωγική:
1) Δεν είναι εξατομίκευση της μαθησιακής εμπειρίας
2) Δεν είναι «ειδική μέθοδος» διδασκαλίας για τους ανάπηρους μαθητές
3) Εξαρτάται από την υιοθέτηση των εκάστοτε θεωριών μάθησης που υιοθετεί ο κάθε εκπαιδευτικός.
Σε διεθνές επίπεδο, η διαφοροποίηση προβάλλεται ως ένας τρόπος ανταπόκρισης της διδασκαλίας στην ετερογένεια του μαθητικού πληθυσμού και κατ’ επέκταση ως ένας τρόπος αντιμετώπισης της σχολικής αποτυχίας και της σχολικής διαρροής.
Η διαφοροποιημένη παιδαγωγική δεν ισοδυναμεί με μια μέθοδο παραγωγής εξατομικευμένων πλάνων εργασίας για κάθε μαθητή μέσα στην τάξη (Hart, 1992· Fox & Hoffman, 2011· Perrenoud, 2005· Westwood, 2001· Tomlinson, 1999, 2001).
Η διαφοροποιημένη παιδαγωγική, στο πλαίσιο των κοινωνικών πολιτισμικών θεωριών μάθησης (Bruner, Vygotsky), προσεγγίζεται ως μια ανοιχτή διαδικασία αξιοποίησης των διαφορετικών εμπειριών, ενδιαφερόντων, αναγκών και τρόπων μάθησης των μαθητών, η οποία έχει ως στόχο την οικοδόμηση μιας συλλογικής μαθησιακής εμπειρίας που «θα έχει νόημα», θα τους «κινητοποιεί», «θα συνιστά μια πρόκληση» γι’ αυτούς και που, συγχρόνως, δεν «θα απειλεί την ταυτότητά» τους, την «ασφάλεια» και τη «νοητική» τους «διαθεσιμότητα» (Perrenoud, 2005).
«Έγκαιρη παρέμβαση. Με τον όρο έγκαιρη παρέμβαση αναφερόμαστε σε όλες τις μορφές παιδοκεντρικών δραστηριοτήτων εξάσκησης και εκπαίδευσης καθώς και σε δραστηριότητες που αφορούν στην καθοδήγηση και υποστήριξη των γονέων αμέσως μετά τον προσδιορισμό της αναπτυξιακής κατάστασης των παιδιών. Κάθε πρόγραμμα έγκαιρης παρέμβασης καθοδηγείται άμεσα ή έμμεσα από ένα αναπτυξιακό/ οικολογικό μοντέλο σχετικά με το πώς θα μπορούσε να επηρεαστεί θετικά η ανάπτυξη του παιδιού και με το πώς θα μπορούσε να προωθηθεί η οικογενειακή ευεξία, συμπεριλαμβανομένων και των αρμονικών οικογενειακών σχέσεων. Μολονότι τα προγράμματα έγκαιρης παρέμβασης δε θεωρούνται ουσιαστικά ως μέρος της διαδικασίας ένταξης του παιδιού στο σχολείο, εντούτοις έχει διαπιστωθεί (European Agency for Development in Special Needs Education, 1998) ότι αποτελούν το κλειδί για τη σχολική και κοινωνική τους ‘ένταξη στα επόμενα ηλικιακά στάδια. Έτσι, για παράδειγμα, σε πολλές Ευρωπαϊκές χώρες τα περισσότερα προγράμματα έγκαιρης παρέμβασης εντάσσονται, κατά το μεγαλύτερο μέρος τους, στο εκπαιδευτικό πλαίσιο και αποτελούν την αρχή της προετοιμασίας του παιδιού για τη μετάβασή του στο δημοτικό σχολείο της γενικής εκπαίδευσης. Στη δε Αμερική, η έγκαιρη παρέμβαση θεωρήθηκε ως εναλλακτική πολιτική μείωσης της σχολικής αποτυχίας και της μεταφοράς των παιδιών σε ειδικές τάξεις και ειδικά σχολεία.
ΚΑΤΕΠΕΙΓΟΥΣΑ ΔΙΟΡΘΩΣΗ: Σε καμία χώρα του αναπτυγμένου αλλά και του αναπτυσσόμενου κόσμου - και σε καμία βιβλιογραφική ή/και άλλη επιστημονική πηγή - δεν υπάρχει ο όρος «παράλληλη στήριξη». Υπάρχει ο όρος παράλληλη διδασκαλία ή ο όρος ‘υποστήριξη μέσα στην τάξη’ (in-classroom support). Ο όρος ‘υποστήριξη μέσα στην τάξη’ (in class room support) δημιουργήθηκε ως εξέλιξη των Τμημάτων Ένταξης (pull-out programs) για να δηλώσει ότι στην πράξη η προώθηση της συνεκπαίδευσης προϋποθέτει αντί να βγαίνει ο μαθητής και να πηγαίνει στο τμήμα ένταξης να μπαίνει μέσα στην γενική τάξη ο ειδικός παιδαγωγός και να συνεργάζεται με τον δάσκαλο της γενικής τάξης. Κι έτσι οδηγηθήκαμε στην συνεργατική διδασκαλία ή συνδιδασκαλία μία εκ των οποίων είναι και η παράλληλη διδασκαλία (άλλες μορφές συνεργατικής διδασκαλίας είναι, η συμπληρωματική διδασκαλία, εναλλακτική διδασκαλία, ομαδική διδασκαλία κ.λ.π.). Η παράλληλη στήριξη έτσι όπως εφαρμόζεται ενισχύει την εξάρτηση ενώ στόχος της εκπαίδευσης και της υποστήριξης είναι η ανάπτυξη της αυτονομίας.
Επομένως, στο Άρθρο 1
-Να προστεθεί: «Όπου στη νομοθεσία αναφέρεται ο όρος "παράλληλη στήριξη", "εκπαιδευτικός παράλληλης στήριξης" και “τάξη με παράλληλη στήριξη” αντικαθίσταται από τους όρους “συνδιδασκαλία”, “εκπαιδευτικός συνδιδασκαλίας” και “τάξη συνδιδασκαλίας”».
Αιτιολόγηση: Ο όρος παράλληλη στήριξη χρειάζεται να αντικατασταθεί από τον όρο συνδιδασκαλία γιατί (α) δε συνάδει με την ορολογία της ένταξης/συνεκπαίδευσης αφού παραπέμπει σε διαχωριστική διδασκαλία για τα παιδιά με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες μέσα στην τάξη της γενικής εκπαίδευσης, (β) με βάση τη διεθνή βιβλιογραφία όρος “παράλληλη στήριξη” παραπέμπει σε μία μόνο μορφή συνδιδασκαλίας, αυτή της “υποστηρικτικής διδασκαλίας”, παραλείποντας άλλες μορφές συνδιδασκαλίας, όπως αυτές της “παράλληλης συνδιδασκαλίας”, “εναλλακτικής ή συμπληρωματικής συνδιδασκαλίας” και “ομαδικής συνδιδασκαλίας”, και (γ) ο όρος “συνδιδασκαλία” (co-teaching ή collaborative teaching) χρησιμοποιείται διεθνώς ως ο καταλληλότερος για να περιγράψει τη σχέση δυο εκπαιδευτικών μέσα στην τάξη της γενικής εκπαίδευσης
-Να προστεθεί: «Ως συνδιδασκαλία ορίζεται η εκπαιδευτική πρακτική κατά την οποία δύο (ή περισσότεροι) εκπαιδευτικοί, συνήθως ένας της γενικής αγωγής και ένας της ΕΑΕ, διδάσκουν μία ομάδα μαθητών με διαφορετικές εκπαιδευτικές ανάγκες. Η συνδιδασκαλία μπορεί να έχει τις παρακάτω μορφές (μοντέλα συνδιδασκαλίας): α. Την Υποστηρικτική Διδασκαλία, όπου ο ένας εκπαιδευτικός διδάσκει όλη την τάξη και άλλος υποστηρίζει παράλληλα έναν μαθητή ή μία μικρή ομάδα μαθητών που δυσκολεύονται να ακολουθήσουν την εκπαιδευτική διαδικασία, β. Την Παράλληλη Διδασκαλία, όπου ο κάθε εκπαιδευτικός διδάσκει το ίδιο ή παρόμοιο περιεχόμενο χωρίζοντας την τάξη σε δύο ή περισσότερες ομάδες, γ. Τη Συμπληρωματική Διδασκαλία, όπου ο ένας εκπαιδευτικός μπορεί να αναλάβει μια ομάδα μαθητών σε συγκεκριμένο χώρο μέσα στην τάξη για να επαναλάβει το περιεχόμενο της διδασκαλίας που προηγήθηκε ή να προσφέρει περισσότερες ασκήσεις εμπέδωσης ώστε να υποστηρίξει τους μαθητές που αντιμετωπίζουν δυσκολίες μάθησης σε συγκεκριμένα γνωστικά αντικείμενα, και δ. Την Ομαδική Διδασκαλία όπου και οι δύο εκπαιδευτικοί σχεδιάζουν, διδάσκουν, αξιολογούν και είναι από κοινού υπεύθυνοι για όλη την τάξη».
Άρθρο 1§1. Δεν αποσαφηνίζεται η διαφορά ανάμεσα στους «μαθητές με διαπιστωμένες ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες» και σ’ αυτούς με «ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες», στους οποίους γίνεται αναφορά.
Άρθρο 1§3. Η «διάγνωση» να μην ταυτίζεται - όπως λανθασμένα αναφέρεται στην εν λόγω παράγραφο - με την εκπαιδευτική αξιολόγηση. Η εκπαιδευτική αξιολόγηση αποτελεί μέρος των ευρύτερων επιστημονικών διαδικασιών που εμπεριέχονται στη διαδικασία της διεπιστημονική διάγνωσης -διαφοροδιάγνωσης.
Θα πρέπει, να ληφθεί υπόψη ότι η εκπαιδευτική αξιολόγηση αποτελεί δομικό στοιχείο της εκπαιδευτικής διαδικασίας, διεξάγεται από τους εκπαιδευτικούς γενικής και ειδικής αγωγής σε συνεργασία με στόχο τον σχεδιασμό, την εφαρμογή και την παρακολούθηση των εκάστοτε εκπαιδευτικών προγραμμάτων –παρεμβάσεων που παρέχονται είτε μέσα στη γενική τάξη- συνεκπαίδευση-, είτε σε μονάδες ειδικής αγωγής. Επομένως, πέρα από τη διάγνωση, η εκπαιδευτική αξιολόγηση αποτελεί μία από τις βασικότερες πρακτικές κατά το σχεδιασμό, την εφαρμογή, την παρακολούθηση και τον έλεγχο κάθε διδακτικής διαδικασίας και παρέμβασης
Σε αυτό το άρθρο του Νόμου, το οποίο αναφέρεται στις «έννοιες» θα πρέπει να συμπεριληφθούν και οι ακόλουθες ΚΕΝΤΡΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ του χώρου της ΕΑΕ: «Εκπαιδευτική Ένταξη – Συνεκπαίδευση είναι η διαδικασία η οποία έχει ως στόχο το σχολείο γενικότερα και οι εκπαιδευτικοί γενικής και ειδικής αγωγής ειδικότερα –σε συνεργασία μεταξύ τους – να διδάξουν με τέτοιο τρόπο ώστε να παρέχουν όσο το δυνατόν περισσότερες ευκαιρίες για συμμετοχή και πρόσβαση ΟΛΩΝ των μαθητών - ανεξαρτήτως φύλου, φυλής, εθνικότητας, ικανότητας κ.λ.π. – στις κοινωνικές και ακαδημαϊκές δραστηριότητες της τάξης και του σχολείου. Επομένως, 1. η ένταξη ασχολείται με την ευημερία όλων των μαθητών και θέτει ως βασική προϋπόθεση τη μετατροπή των σχολείων σε οργανισμούς, έτοιμους και πρόθυμους να υποδεχτούν το μαθητικό πληθυσμό. Στόχος είναι κανένας μαθητής να μην μείνει έξω από το σχολείο. Αυτό προϋποθέτει ότι πρέπει να μάθουμε να συμβιώνουμε ο ένας με τον άλλον, 2. Η ένταξη είναι μία διαδικασία που στοχεύει στην αύξηση της συμμετοχής όλων των μαθητών και στον περιορισμό του αποκλεισμού τους. Άλλωστε το ένα προϋποθέτει το άλλο. 3. Είναι η προσπάθεια δημιουργίας ενός αποτελεσματικού σχολείου: ενός σχολείου που θα μπορεί να ανταποκρίνεται στην ανομοιογένεια των μαθητών. 4. Η ένταξη προϋποθέτει βασικές αλλαγές που αφορούν τις στάσεις, αξίες, πεποιθήσεις μας, το ήθος, την οργάνωση, τη διδασκαλία και το αναλυτικό πρόγραμμα στο σχολείο. 5. Η ένταξη δεν αναφέρεται στον όρο «ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες» αλλά στον όρο «φραγμοί στη μάθηση και τη συμμετοχή» και 5.Η ένταξη καλείται να αντιμετωπίσει ζητήματα κοινωνικής δικαιοσύνης, ισότητας, ανθρώπινων δικαιωμάτων, κατάργησης των διακρίσεων. Ένταξη= Συμμετοχή & Πρόσβαση. “Εκπαιδευτική αξιολόγηση είναι η συστηματική διαδικασία συγκέντρωσης εκπαιδευτικά σημαντικών πληροφοριών για τη λήψη νομικών και διδακτικών αποφάσεων που σχετίζονται με την παροχή υπηρεσιών εκπαίδευσης. Επιπλέον, η εκπαιδευτική αξιολόγηση αποτελεί προσπάθεια προσδιορισμού όχι μόνο του τι ξέρει ο μαθητής και πώς το χρησιμοποιεί αλλά και των συνθηκών που ευνοούν την απόκτηση γνώσεων, των μεθοδολογικών επιλογών που μπορούν να βελτιώσουν τη διδασκαλία, των συναισθηματικών παραγόντων που επηρεάζουν την προσπάθεια του μαθητή και των περιβαλλοντικών παραμέτρων που καθορίζουν τη δράση όλων των μετεχόντων στη μαθησιακή διαδικασία» «Διαφοροποιημένη διδασκαλία [Δ.Δ]. Η "ΔΔ" είναι μία συνεχής διαδικασία η οποία επιτρέπει στον εκπαιδευτικό να χρησιμοποιεί όσο το δυνατόν πιο αποτελεσματικά ένα εύρος εκπαιδευτικών προσεγγίσεων & στρατηγικών διδασκαλίας με στόχο την πρόσβαση στη γνώση (στο Α.Π) και την πρόοδο όλων των μαθητών. Στην εκπαιδευτική πρακτική, Διαφοροποιημένη Διδασκαλία σημαίνει ότι οι μαθητές έχουν πολλαπλές επιλογές ως προς την λήψη της πληροφορίας, τον τρόπο με τον οποίο θα κατανοήσουν τις ιδέες, και στο πώς θα εκφράσουν αυτό που έμαθαν. Με άλλα λόγια, μια διαφοροποιημένη τάξη παρέχει διαφορετικές πληροφορίες: στην απόκτηση του περιεχομένου, στην επεξεργασία ή την κατανόηση των ιδεών και στην ανάπτυξη των προϊόντων/μορφές αξιολόγησης, έτσι ώστε κάθε μαθητής/ήτρια να μπορεί να μάθει αποτελεσματικά. H διαφοροποιημένη παιδαγωγική: 1) Δεν είναι εξατομίκευση της μαθησιακής εμπειρίας 2) Δεν είναι «ειδική μέθοδος» διδασκαλίας για τους ανάπηρους μαθητές 3) Εξαρτάται από την υιοθέτηση των εκάστοτε θεωριών μάθησης που υιοθετεί ο κάθε εκπαιδευτικός. Σε διεθνές επίπεδο, η διαφοροποίηση προβάλλεται ως ένας τρόπος ανταπόκρισης της διδασκαλίας στην ετερογένεια του μαθητικού πληθυσμού και κατ’ επέκταση ως ένας τρόπος αντιμετώπισης της σχολικής αποτυχίας και της σχολικής διαρροής. Η διαφοροποιημένη παιδαγωγική δεν ισοδυναμεί με μια μέθοδο παραγωγής εξατομικευμένων πλάνων εργασίας για κάθε μαθητή μέσα στην τάξη (Hart, 1992· Fox & Hoffman, 2011· Perrenoud, 2005· Westwood, 2001· Tomlinson, 1999, 2001). Η διαφοροποιημένη παιδαγωγική, στο πλαίσιο των κοινωνικών πολιτισμικών θεωριών μάθησης (Bruner, Vygotsky), προσεγγίζεται ως μια ανοιχτή διαδικασία αξιοποίησης των διαφορετικών εμπειριών, ενδιαφερόντων, αναγκών και τρόπων μάθησης των μαθητών, η οποία έχει ως στόχο την οικοδόμηση μιας συλλογικής μαθησιακής εμπειρίας που «θα έχει νόημα», θα τους «κινητοποιεί», «θα συνιστά μια πρόκληση» γι’ αυτούς και που, συγχρόνως, δεν «θα απειλεί την ταυτότητά» τους, την «ασφάλεια» και τη «νοητική» τους «διαθεσιμότητα» (Perrenoud, 2005). «Έγκαιρη παρέμβαση. Με τον όρο έγκαιρη παρέμβαση αναφερόμαστε σε όλες τις μορφές παιδοκεντρικών δραστηριοτήτων εξάσκησης και εκπαίδευσης καθώς και σε δραστηριότητες που αφορούν στην καθοδήγηση και υποστήριξη των γονέων αμέσως μετά τον προσδιορισμό της αναπτυξιακής κατάστασης των παιδιών. Κάθε πρόγραμμα έγκαιρης παρέμβασης καθοδηγείται άμεσα ή έμμεσα από ένα αναπτυξιακό/ οικολογικό μοντέλο σχετικά με το πώς θα μπορούσε να επηρεαστεί θετικά η ανάπτυξη του παιδιού και με το πώς θα μπορούσε να προωθηθεί η οικογενειακή ευεξία, συμπεριλαμβανομένων και των αρμονικών οικογενειακών σχέσεων. Μολονότι τα προγράμματα έγκαιρης παρέμβασης δε θεωρούνται ουσιαστικά ως μέρος της διαδικασίας ένταξης του παιδιού στο σχολείο, εντούτοις έχει διαπιστωθεί (European Agency for Development in Special Needs Education, 1998) ότι αποτελούν το κλειδί για τη σχολική και κοινωνική τους ‘ένταξη στα επόμενα ηλικιακά στάδια. Έτσι, για παράδειγμα, σε πολλές Ευρωπαϊκές χώρες τα περισσότερα προγράμματα έγκαιρης παρέμβασης εντάσσονται, κατά το μεγαλύτερο μέρος τους, στο εκπαιδευτικό πλαίσιο και αποτελούν την αρχή της προετοιμασίας του παιδιού για τη μετάβασή του στο δημοτικό σχολείο της γενικής εκπαίδευσης. Στη δε Αμερική, η έγκαιρη παρέμβαση θεωρήθηκε ως εναλλακτική πολιτική μείωσης της σχολικής αποτυχίας και της μεταφοράς των παιδιών σε ειδικές τάξεις και ειδικά σχολεία. ΚΑΤΕΠΕΙΓΟΥΣΑ ΔΙΟΡΘΩΣΗ: Σε καμία χώρα του αναπτυγμένου αλλά και του αναπτυσσόμενου κόσμου - και σε καμία βιβλιογραφική ή/και άλλη επιστημονική πηγή - δεν υπάρχει ο όρος «παράλληλη στήριξη». Υπάρχει ο όρος παράλληλη διδασκαλία ή ο όρος ‘υποστήριξη μέσα στην τάξη’ (in-classroom support). Ο όρος ‘υποστήριξη μέσα στην τάξη’ (in class room support) δημιουργήθηκε ως εξέλιξη των Τμημάτων Ένταξης (pull-out programs) για να δηλώσει ότι στην πράξη η προώθηση της συνεκπαίδευσης προϋποθέτει αντί να βγαίνει ο μαθητής και να πηγαίνει στο τμήμα ένταξης να μπαίνει μέσα στην γενική τάξη ο ειδικός παιδαγωγός και να συνεργάζεται με τον δάσκαλο της γενικής τάξης. Κι έτσι οδηγηθήκαμε στην συνεργατική διδασκαλία ή συνδιδασκαλία μία εκ των οποίων είναι και η παράλληλη διδασκαλία (άλλες μορφές συνεργατικής διδασκαλίας είναι, η συμπληρωματική διδασκαλία, εναλλακτική διδασκαλία, ομαδική διδασκαλία κ.λ.π.). Η παράλληλη στήριξη έτσι όπως εφαρμόζεται ενισχύει την εξάρτηση ενώ στόχος της εκπαίδευσης και της υποστήριξης είναι η ανάπτυξη της αυτονομίας. Επομένως, στο Άρθρο 1 -Να προστεθεί: «Όπου στη νομοθεσία αναφέρεται ο όρος "παράλληλη στήριξη", "εκπαιδευτικός παράλληλης στήριξης" και “τάξη με παράλληλη στήριξη” αντικαθίσταται από τους όρους “συνδιδασκαλία”, “εκπαιδευτικός συνδιδασκαλίας” και “τάξη συνδιδασκαλίας”». Αιτιολόγηση: Ο όρος παράλληλη στήριξη χρειάζεται να αντικατασταθεί από τον όρο συνδιδασκαλία γιατί (α) δε συνάδει με την ορολογία της ένταξης/συνεκπαίδευσης αφού παραπέμπει σε διαχωριστική διδασκαλία για τα παιδιά με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες μέσα στην τάξη της γενικής εκπαίδευσης, (β) με βάση τη διεθνή βιβλιογραφία όρος “παράλληλη στήριξη” παραπέμπει σε μία μόνο μορφή συνδιδασκαλίας, αυτή της “υποστηρικτικής διδασκαλίας”, παραλείποντας άλλες μορφές συνδιδασκαλίας, όπως αυτές της “παράλληλης συνδιδασκαλίας”, “εναλλακτικής ή συμπληρωματικής συνδιδασκαλίας” και “ομαδικής συνδιδασκαλίας”, και (γ) ο όρος “συνδιδασκαλία” (co-teaching ή collaborative teaching) χρησιμοποιείται διεθνώς ως ο καταλληλότερος για να περιγράψει τη σχέση δυο εκπαιδευτικών μέσα στην τάξη της γενικής εκπαίδευσης -Να προστεθεί: «Ως συνδιδασκαλία ορίζεται η εκπαιδευτική πρακτική κατά την οποία δύο (ή περισσότεροι) εκπαιδευτικοί, συνήθως ένας της γενικής αγωγής και ένας της ΕΑΕ, διδάσκουν μία ομάδα μαθητών με διαφορετικές εκπαιδευτικές ανάγκες. Η συνδιδασκαλία μπορεί να έχει τις παρακάτω μορφές (μοντέλα συνδιδασκαλίας): α. Την Υποστηρικτική Διδασκαλία, όπου ο ένας εκπαιδευτικός διδάσκει όλη την τάξη και άλλος υποστηρίζει παράλληλα έναν μαθητή ή μία μικρή ομάδα μαθητών που δυσκολεύονται να ακολουθήσουν την εκπαιδευτική διαδικασία, β. Την Παράλληλη Διδασκαλία, όπου ο κάθε εκπαιδευτικός διδάσκει το ίδιο ή παρόμοιο περιεχόμενο χωρίζοντας την τάξη σε δύο ή περισσότερες ομάδες, γ. Τη Συμπληρωματική Διδασκαλία, όπου ο ένας εκπαιδευτικός μπορεί να αναλάβει μια ομάδα μαθητών σε συγκεκριμένο χώρο μέσα στην τάξη για να επαναλάβει το περιεχόμενο της διδασκαλίας που προηγήθηκε ή να προσφέρει περισσότερες ασκήσεις εμπέδωσης ώστε να υποστηρίξει τους μαθητές που αντιμετωπίζουν δυσκολίες μάθησης σε συγκεκριμένα γνωστικά αντικείμενα, και δ. Την Ομαδική Διδασκαλία όπου και οι δύο εκπαιδευτικοί σχεδιάζουν, διδάσκουν, αξιολογούν και είναι από κοινού υπεύθυνοι για όλη την τάξη». Άρθρο 1§1. Δεν αποσαφηνίζεται η διαφορά ανάμεσα στους «μαθητές με διαπιστωμένες ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες» και σ’ αυτούς με «ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες», στους οποίους γίνεται αναφορά. Άρθρο 1§3. Η «διάγνωση» να μην ταυτίζεται - όπως λανθασμένα αναφέρεται στην εν λόγω παράγραφο - με την εκπαιδευτική αξιολόγηση. Η εκπαιδευτική αξιολόγηση αποτελεί μέρος των ευρύτερων επιστημονικών διαδικασιών που εμπεριέχονται στη διαδικασία της διεπιστημονική διάγνωσης -διαφοροδιάγνωσης. Θα πρέπει, να ληφθεί υπόψη ότι η εκπαιδευτική αξιολόγηση αποτελεί δομικό στοιχείο της εκπαιδευτικής διαδικασίας, διεξάγεται από τους εκπαιδευτικούς γενικής και ειδικής αγωγής σε συνεργασία με στόχο τον σχεδιασμό, την εφαρμογή και την παρακολούθηση των εκάστοτε εκπαιδευτικών προγραμμάτων –παρεμβάσεων που παρέχονται είτε μέσα στη γενική τάξη- συνεκπαίδευση-, είτε σε μονάδες ειδικής αγωγής. Επομένως, πέρα από τη διάγνωση, η εκπαιδευτική αξιολόγηση αποτελεί μία από τις βασικότερες πρακτικές κατά το σχεδιασμό, την εφαρμογή, την παρακολούθηση και τον έλεγχο κάθε διδακτικής διαδικασίας και παρέμβασης