Σχόλιο ΣΑΤΕΑ στο άρθρο 6
Το συγκεκριμένο άρθρο 6 φέρνει μεγάλες ανατροπές στο θεσμό της Παράλληλης Στήριξης, δείχνοντας ολοφάνερα τις προθέσεις της Πολιτείας να μειώσει πάρα πολύ τις παρεχόμενες πιστώσεις εκπαιδευτικών ΕΕ για Παράλληλη Στήριξη. Ταυτόχρονα, δε γίνεται καμία μνεία για την ίδρυση νέων Τμημάτων Ένταξης ή Ειδικών Σχολείων ή τη δημιουργία προγραμμάτων συνεκπαίδευσης, που θα αντικαταστήσουν το θεσμό της Παράλληλης Στήριξης. Αυτή η επιλογή συνδέεται με τον «περιορισμό» των κονδυλίων των προγραμμάτων ΕΣΠΑ. Όμως, το γεγονός ότι η ΕΕ στηρίζεται αποκλειστικά από ευρωπαϊκά κονδύλια με ημερομηνία λήξης έρχεται σε αντίθεση με το άρθρο 2 του σχεδίου νόμου, όπου αναφέρει: «Η ΕΕ, όπως και η γενική εκπαίδευση, είναι υποχρεωτική και λειτουργεί ως αναπόσπαστο τμήμα της ενιαίας δημόσιας και δωρεάν εκπαίδευσης». Η πολιτεία δηλαδή αποποιείται την ευθύνη της για δημόσια και δωρεάν εκπαίδευση όλων των μαθητών, και προτίθεται να κρίνει το πλαίσιο και την στήριξη που θα παρέχεται ως αντισταθμιστικό μέσο σε κάθε μαθητή με αναπηρία ή/και εκπαιδευτικές ανάγκες, όχι με βάση τις δυνατότητες και τις ανάγκες του, αλλά βάση των κονδυλίων που είναι διαθέσιμα κάθε σχολική χρονιά.
Η μείωση των προγραμμάτων Παράλληλης Στήριξης θα επιτευχθεί με πολλές διατάξεις:
• Τη διάταξη της παρ.2α που αναφέρει ότι «Παράλληλη στήριξη δέχεται ο μαθητής με αναπηρία ή με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες εφ’ όσον μπορεί με αυτήν ν’ ανταποκριθεί στο αναλυτικό πρόγραμμα της τάξης φοίτησής του καθώς και σε κάθε εκδήλωση σχολικής διαδικασίας». Πρόκειται για πάρα πολύ αυστηρό κριτήριο. Κανένας μαθητής δεν μπορεί ν’ ανταποκριθεί 100% σε όλα τα αναλυτικά προγράμματα μιας τάξης, κανένας μαθητής δεν μπορεί ν’ ανταποκριθεί 100% σε όλες τις εκδηλώσεις της σχολικής διαδικασίας. Θα πρέπει ν’ αλλάξει η διατύπωση ως εξής: «Οι μαθητές που δέχονται παράλληλη στήριξη μπορούν ν’ ανταποκριθούν στο μεγαλύτερο μέρος των περισσότερων αναλυτικών προγραμμάτων της τάξης τους». Επίσης, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι μερικοί μαθητές που δέχονται παράλληλη στήριξη μπορεί να έχουν σοβαρά ελλείμματα και να πρέπει να παρακολουθήσουν ύλη και διδακτικούς στόχους αναλυτικών προγραμμάτων παλαιότερων τάξεων.
• Την διάταξη της παρ.2α που αναφέρει ότι: «Σε κάθε περίπτωση για να δοθεί γνωμάτευση χορήγησης παράλληλης στήριξης από το ΚΕΔΥ, θα πρέπει το νοητικό δυναμικό του μαθητή να βρίσκεται εντός των οριζομένων ως φυσιολογικών ορίων».
Η παράγραφος αυτή έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την φιλοσοφία της «Ένταξης» που θα έπρεπε να εξυπηρετεί ο θεσμός της παράλληλης στήριξης – συνεκπαίδευσης. Ουσιαστικά αποκλείεται μια μεγάλη μερίδα του μαθητικού πληθυσμού με αναπηρία ή/και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες από το δικαίωμα παροχής παράλληλης στήριξης – συνεκπαίδευσης. Θα πρέπει ν’ αναλογιστούμε ότι τα ΚΕΔΥ, που αξιολογούν το νοητικό δυναμικό των μαθητών μέσω σταθμισμένων τεστ, έχουν τεράστιο φόρτο εργασίας και μεγάλα κενά σε προσωπικό, με αποτέλεσμα να υπάρχει αναμονή χρόνων για την παροχή μιας διάγνωσης. Επιπρόσθετα, οι μαθητές με αναπηρία ή/και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες είναι δύσκολο να παρουσιάσουν τις δυνατότητές τους και να συνεργαστούν, πόσο μάλλον κατά τη χορήγηση διαγνωστικών εργαλείων, από άτομα που δεν γνωρίζουν και υπό την πίεση του χρόνου. Πόσο αντικειμενικό είναι λοιπόν αυτό το κριτήριο; Μήπως είναι απλά ένα κριτήριο αποκλεισμού; Για άλλη μια φορά γίνεται προσπάθεια ποσοτικοποίησης ποιοτικών στοιχείων. Το μόνο κριτήριο που μπορεί να είναι όσο το δυνατόν αντικειμενικό είναι η ολόπλευρη, περιγραφική εκπαιδευτική αξιολόγηση των μαθητών, ο βαθμός λειτουργικότητάς τους στην (ακαδημαϊκή και κοινωνική) αλληλεπίδραση με το γενικό σχολείο. Με την παρούσα διάταξη δημιουργείται και εντείνεται ο κίνδυνος οι μαθητές που παρουσιάζονται με μικρότερο νοητικό δυναμικό σε ένα διαγνωστικό εργαλείο, το οποίο χορηγήθηκε σε συγκεκριμένο χρόνο και συνθήκη, να παραπέμπονται άμεσα ή έμμεσα στις Σχολικές Μονάδες Ειδικής Εκπαίδευσης. Ταυτόχρονα, λόγω του μικρού αριθμού ειδικών σχολείων, πολλά παιδιά θα μείνουν στο γενικό σχολείο χωρίς καμία στήριξη.
• «Στη συνέχεια τα ΚΕΔΥ και εφ’ όσον οι διαθέσιμες πιστώσεις παράλληλης στήριξης, είναι λιγότερες από τις εγκεκριμένες αιτήσεις, καταρτίζουν υποχρεωτικά αξιολογικό πίνακα με σειρά προτεραιότητας των μαθητών, που έχουν μεγαλύτερη ανάγκη έγκρισης χορήγησης παράλληλης στήριξης , τον οποίο αποστέλλουν στις οικείες Διευθύνσεις Εκπαίδευσης για την καλύτερη κατανομή των διαθέσιμων πιστώσεων. Ο πίνακας αυτός δύναται να τροποποιείται εφ’ όσον στην πορεία εγκριθούν νέες παράλληλες στηρίξεις».
Παρόλα τα αυστηρότητα κριτήρια περιορισμού που τίθενται στο παρόν νομοσχέδιο για την έγκριση της παράλληλης στήριξης σε ένα μαθητή, ουσιαστικά νομιμοποιείται σε αυτό το εδάφιο η μη χορήγηση παράλληλης στήριξης, ακόμη και αν είναι εγκεκριμένη η αίτηση, με κριτήριο αυτή τη φορά ξεκάθαρα οικονομικό. Το δικαίωμα στη δημόσια και δωρεάν εκπαίδευση για όλους εξαφανίζεται.
• «Η παράλληλη στήριξη χορηγείται μέχρι και την Γ΄ τάξη του Γυμνασίου. Στις περιπτώσεις κωφών , τυφλών μαθητών, καθώς και αυτών με αυτισμό υψηλής λειτουργικότητας, χορηγείται και στη μεταγυμνασιακή τυπική εκπαίδευση». Αυθαίρετα, για ορισμένες μόνο μορφές αναπηρίας ή/και ειδικών εκπαιδευτικών αναγκών, η παράλληλη στήριξη σταματά στο Γυμνάσιο.
• «Δεν μπορεί σε ένα τμήμα σχολείου να παρευρίσκεται εκτός του εκπαιδευτικού του τμήματος παραπάνω από ένας εκπαιδευτικός παράλληλης στήριξης και σε κάθε περίπτωση όχι παραπάνω από δύο σε κάθε σχολείο». Και όμως από την εμπειρία μας γνωρίζουμε και σχολεία με 5 και 6 εγκρίσεις Παράλληλης Στήριξης.
• «Η παράλληλη στήριξη δύναται να χορηγηθεί είτε για το σύνολο των ωρών διδασκαλίας στην Πρωτοβάθμια, είτε για ένα μέρος αυτής, είτε για συγκεκριμένες ώρες και μαθήματα στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση».
Εδώ ο θεσμός της Παράλληλης «ρευστοποιείται» τελείως και το ίδιο συμβαίνει με το ωράριο του εκπαιδευτικού και την εκπαιδευτική αποτελεσματικότητα.
• « Επίσης όπου υπάρχει ιδρυμένο και λειτουργεί Τ.Ε. δεν χορηγείται εκπαιδευτικός παράλληλης στήριξης. Εξαίρεση σε αυτό αποτελούν οι περιπτώσεις των κωφών και τυφλών μαθητών καθώς και οι περιπτώσεις μαθητών με αυτισμό υψηλής λειτουργικότητας. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις μόνο, μπορεί το ΚΕΔΥ με αναλυτική και απολύτως εμπεριστατωμένη έκθεσή του που συνοδεύει τη γνωμάτευση, να εισηγηθεί τη χορήγηση παράλληλης στήριξης και σε κάθε άλλη περίπτωση, πάντα με τις δεσμεύσεις της παραγράφου 2.α. του παρόντος άρθρου. Αυτές οι εξαιρετικές περιπτώσεις θα έχουν και την έγκριση της Β/θμιας ΕΔΕΑ».
Πρόκειται για την πιο άδικη και αντι-παιδαγωγική διάταξη του νόμου. Άλλες ανάγκες εξυπηρετεί το Τμήμα Ένταξης και άλλες η Παράλληλη Στήριξη - Συνεκπαίδευση. Το Υπουργείο γυρίζει στην εποχή πριν την ανάπτυξη του προγράμματος Παράλληλης Στήριξης μέσω των κονδυλίων ΕΣΠΑ. Τον Ιούνιο του 2009. Τότε, ο Συνήγορος του Πολίτη, είχε εκδώσει πόρισμα όπου έλεγε κατά λέξη:
Ο Συνήγορος του Πολίτη διαπιστώνει συστηματικές παραβιάσεις της νομοθεσίας εκ μέρους του ΥΠΕΠΘ όσον αφορά την εφαρμογή του μέτρου της παράλληλης στήριξης, με συνέπεια την παραβίαση του δικαιώματος ένταξης και φοίτησης των μαθητών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες στα γενικά σχολεία. Ειδικότερα: …………………. Γ) Ως προς το ζήτημα της απόρριψης αιτημάτων παράλληλης στήριξης με την αιτιολογία ότι στο σχολείο του μαθητή λειτουργεί τμήμα ένταξης, επισημαίνεται ότι ο νόμος δεν θέτει ως προϋπόθεση για την παροχή παράλληλης στήριξης τη μη ύπαρξη τμήματος ένταξης στο σχολείο του μαθητή, εφόσον η παράλληλη στήριξη κρίνεται αναγκαία από το οικείο ΚΕΔΔΥ βάσει του είδους των εκπαιδευτικών αναγκών του μαθητή, αναγνωρίζοντας, ως εκ τούτου, ότι πρόκειται για μέτρα διαφορετικά που εξυπηρετούν διαφορετικές ανάγκες και, συνεπώς, δεν μπορούν να υποκαταστήσουν το ένα το άλλο. Μολονότι το ΥΠΕΠΘ (όπως προκύπτει, μεταξύ άλλων και από το προαναφερόμενο έγγραφο υπ’ αρ. 3777/Γ6/10-01-08), αναγνωρίζει ότι η παράλληλη στήριξη μπορεί να παρέχεται «σε εξαιρετικές περιπτώσεις» ανεξαρτήτως της λειτουργίας τμήματος ένταξης, στην πράξη, συχνά, για λόγους σκοπιμότητας φαίνεται να παραβλέπει τον διαχωρισμό και δεν έχει δώσει καμία εξήγηση σε σχετικές επισημάνσεις του Συνηγόρου του Πολίτη. Περαιτέρω και ως προς το ζήτημα αυτό δεν φαίνεται να θεωρεί αντιφατικό ή προβληματικό το να «ακυρώνει» ή να θεωρεί καταχρηστικές τις γνωματεύσεις των διαγνωστικών του φορέων, των ΚΕΔΔΥ.»
Και παρακάτω:
(Γ) Σε πολλές περιπτώσεις το ΥΠΕΠΘ φαίνεται να αντιμετωπίζει τον θεσμό της παράλληλης στήριξης ως αντίστοιχο της φοίτησης ενός μαθητή σε τμήμα ένταξης, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις διαφορετικές ανάγκες που καθένας από τους θεσμούς αυτούς δημιουργήθηκε για να καλύψει, ή τη φύση των ειδικών εκπαιδευτικών αναγκών του κάθε μαθητή. Για παράδειγμα, σε περιπτώσεις μαθητών με καλό νοητικό δυναμικό που ανήκουν στο αυτιστικό φάσμα, είναι αναγκαίο να λαμβάνεται υπόψη ότι, πέραν της εκπαιδευτικής βοήθειας, χρειάζονται υποστήριξη σε θέματα κοινωνικοποίησης, τρόπου αντίληψης, διαχείρισης του άγχους κ.λπ. Ως εκ τούτου, ουσιώδης προϋπόθεση για τη σχολική τους ένταξη είναι τόσο η ατομική υποστήριξη που διασφαλίζει η παράλληλη στήριξη, όσο και η έγκαιρη παροχή αυτής, από την έναρξη του σχολικού έτους, και η διάρκεια και συνέχεια της σχέσης του μαθητή με το πρόσωπο που παρέχει την υποστήριξη.
Με αυτές τις διατάξεις, που αποκαρδιώνουν γονείς και εκπαιδευτικούς, η ρύθμιση λειτουργικών ζητημάτων της παράλληλης στήριξης περνά σε δεύτερη μοίρα, αν και κινείται σε σωστή κατεύθυνση. Επιτέλους ορίζεται ότι:
• «Η παράλληλη στήριξη παρέχεται ως ενισχυτικός και ενταξιακός θεσμός της παιδαγωγικής πράξης και της μαθησιακής διαδικασίας και δεν έχει σε καμία περίπτωση χαρακτήρα φύλαξης του παιδιού ή εξυπηρέτησης στην καθημερινή διαβίωση».
• «Ο εκπαιδευτικός της παράλληλης στήριξης συμμετέχει ισότιμα σε όλες τις εκδηλώσεις του σχολείου με το υπόλοιπο προσωπικό και έχει τις ίδιες υποχρεώσεις και δικαιώματα που απορρέουν από την ισχύουσα νομοθεσία».
• «Ο εκπαιδευτικός της παράλληλης στήριξης αναφέρεται και τοποθετείται στο τμήμα που φοιτά ο μαθητής στον οποίον παρέχεται παράλληλη στήριξη. Ο εκπαιδευτικός της παράλληλης στήριξης θεωρείται δεύτερος εκπαιδευτικός της τάξης, συνεργάζεται υποχρεωτικά με τον υπεύθυνο εκπαιδευτικό της τάξης και ως εκ τούτου, παρέχεται η δυνατότητα εναλλαγής των ρόλων μεταξύ τους, εντός της τάξης, εφ’ όσον ανήκουν στον ίδιο κλάδο με πρωτοβουλία του υπεύθυνου εκπαιδευτικού της τάξης».
Εδώ θα είχε ιδιαίτερη σημασία ν’ αποτυπωνόταν το ζήτημα της συνεργασίας και της εναλλαγής ρόλων στο καθηκοντολόγιο του εκπαιδευτικού της γενικής τάξης. Απαιτείται δηλαδή η δημιουργία καθηκοντολογίου για την Παράλληλη Στήριξη – Συνεκπαίδευση, όχι μόνο για τον εκπαιδευτικό ΕΕ αλλά και για τον εκπαιδευτικό της τάξης, και η εκπαιδευτική διαδικασία να μην εξαρτάται από «πρωτοβουλίες» και «προθέσεις».
• «Στις περιπτώσεις που ένας μαθητής αποδεδειγμένα βρίσκεται σε περιοχή που δεν υπάρχει άλλη δομή της Ε.Ε και σε απόσταση που να είναι δυνατή η μεταφορά του, τότε και μόνο, με εισήγηση του οικείου σχολικού συμβούλου και του συμβούλου Ε.Ε προς το οικείο ΚΕΔΥ, μπορεί αυτό να γνωμοδοτήσει για παράλληλη στήριξη, αναφέροντας αναλυτικά και τους λόγους της γνωμάτευσης».
• «Την ευθύνη των μαθητών που έχουν παράλληλη στήριξη σε κάθε εκδήλωση και στα διαλείμματα έχει σε κάθε περίπτωση όπως και για όλους τους μαθητές το σχολείο».
Τέλος, όσον αφορά στο θεσμό της Παράλληλης Στήριξης, το σχέδιο νόμου μπορεί να βελτιωθεί σε σημεία όπως:
- ο προγραμματισμός των διαγνώσεων και ακολούθως των εγκρίσεων Παράλληλης Στήριξης, καθώς και η παροχή των απαραίτητων κονδυλίων/πιστώσεων να γίνεται από την άνοιξη του προηγούμενου σχολικού έτους αντί του καλοκαιριού. Έτσι, ο εκάστοτε σύλλογος διδασκόντων θα μπορεί να αποφανθεί από το καλοκαίρι για το ποιοι θα είναι οι γενικοί δάσκαλοι των τάξεων, στις οποίες θα φοιτούν οι εν λόγω μαθητές, έτσι ώστε να υπάρχει επιμόρφωση των συγκεκριμένων εκπαιδευτικών από την αρχή της χρονιάς με μέριμνα του Υπουργείου Παιδείας. Μόνο σε έκτακτα αιτήματα, τα οποία θα έχουν την απαραίτητη αιτιολόγηση από τους συλλόγους διδασκόντων, τους σχολικούς συμβούλους και τα ΚΕΔΥ, θα πρέπει να εξετάζεται η έγκριση και η παροχή πίστωσης Παράλληλης Στήριξης μετά το ξεκίνημα της σχολικής χρονιάς. Τέτοια αιτήματα αφορούν ως επί το πλείστον τα παιδιά, για τα οποία δεν υπάρχει σχολική καταγραφή (π.χ. αυτά που πηγαίνουν για πρώτη φορά στο Νηπιαγωγείο), καθώς και τους μαθητές που αλλάζουν βαθμίδα και δεν είναι γνωστή η φύση των δυσκολιών που θ’ αντιμετωπίσουν (π.χ. από το Νηπιαγωγείο στην Α΄ Δημοτικού ή από την έκτη τάξη στην Α΄ Γυμνασίου).
- το μέτρο της μείωσης μαθητών σε ένα τμήμα, όπου δεν υπάρχει παράλληλη στήριξη, αλλά υπάρχουν μαθητές με αναπηρία ή/και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες (και εδώ το σχέδιο νόμου πρέπει να προσθέσει και τα παιδιά με ειδικές μαθησιακές δυσκολίες) έχει νόημα, όταν δε σταματά αυθαίρετα στους 21 ή 23 μαθητές (κάτι που δεν τεκμηριώνεται επιστημονικά-παιδαγωγικά). Επίσης, είναι προκλητικό να ισχύει το συγκεκριμένο μέτρο για συγκεκριμένες αναπηρίες και μόνο.
- «Στις δύο τελευταίες τάξεις του Δημοτικού Σχολείου και σε αυτές του Γυμνασίου, θα βαθμολογούν και ο εκπαιδευτικός της τάξης και ο εκπαιδευτικός της παράλληλης στήριξης και θα βγαίνει ο μέσος όρος αυτών». Και: «Η ύλη και τα θέματα εξετάσεων για τα μαθήματα των μαθητών που έχουν παράλληλη στήριξη, είναι ίδια με των υπολοίπων μαθητών. Οι εκπαιδευτικοί της παράλληλης στήριξης και του ΤΕ, μετέχουν στην βαθμολογία μαζί με τους εκπαιδευτικούς του τμήματος και η βαθμολογία προκύπτει από τον μέσο όρο».
Για να επιτευχθεί η ένταξη των μαθητών με αναπηρία ή/και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, απαιτείται αλλαγή στον τρόπο αξιολόγησης όλων των μαθητών. Η βαθμολόγηση, η καταγραφή π.χ. ενός 8 στα μαθηματικά, δεν περιγράφει τίποτα για το τι έχει κατακτήσει ή όχι ο μαθητής. Τι βαθμό θα βάλουμε στην κοινωνική αλληλεπίδραση και τους στόχους που κατακτά ένα παιδί με αυτισμό που δέχεται παράλληλη στήριξη; Είναι η ώρα να συζητηθεί σοβαρά το θέμα της περιγραφικής αξιολόγησης όλων των μαθητών. Τέλος, νομοθετικές διατάξεις που μιλούν για «ίδια ύλη» και «ίδια θέματα εξετάσεων» είναι εκτός της λογικής της ένταξης, των εκπαιδευτικών προσαρμογών, της διαφοροποιημένης διδασκαλίας.
- Ο εκπαιδευτικός της παράλληλης στήριξης να αναφέρεται και να τοποθετείται ως δεύτερος εκπαιδευτικός στην τάξη και να εξυπηρετεί διδακτικές ανάγκες της «τάξης συνεκπαίδευσης».
Άποψη των ΣΑΤΕΑ είναι πως αυτό, το οποίο στην Παράλληλη Στήριξη εμφανίζεται ως ατομικό ζήτημα, είναι σχολικό-κοινωνικό ζήτημα: δεν αφορά μόνο τις προσαρμογές που πρέπει να γίνουν στα αναλυτικά προγράμματα του γενικού σχολείου για το συγκεκριμένο μαθητή, δεν αφορά μόνο τη διδασκαλία συγκεκριμένων αναλυτικών προγραμμάτων για συγκεκριμένους μαθητές (π.χ. παιχνίδι στον αυτισμό), αλλά προπαντός αφορά το «μετασχηματισμό» όλου του σχολικού πλαισίου και κατά κύριο λόγο μιας συγκεκριμένης τυπικής σχολικής τάξης σε «τάξη συνεκπαίδευσης» -τάξη στην οποία εφαρμόζεται η συνεκπαίδευση των μαθητών από δύο διαφορετικούς αλλά ισότιμους εκπαιδευτικούς, τάξη στην οποία γίνεται αποδεκτή και προάγεται η διαφορετικότητα όλων των μαθητών (σε μαθησιακό στυλ, σε κίνητρα, σε επιδόσεις κτλ.) και συνακόλουθα γίνεται αποδεκτή η διαφοροποίηση των εκπαιδευτικών στόχων, των διδακτικών μεθόδων, της αξιολόγησης των μαθητών κτλ. Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία αλλά και με την πρακτική εμπειρία, η Ένταξη/Συνεκπαίδευση/Συμπερίληψη των μαθητών περιλαμβάνει πολλές πτυχές που ξεπερνούν την «ατομική» στήριξη/διδασκαλία ενός ή δύο μαθητών.
Περιλαμβάνει:
α) αρχικά την ευαισθητοποίηση και, ει δυνατόν, επιμόρφωση όλων των εκπαιδευτικών του σχολείου σε συγκεκριμένες ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες συγκεκριμένων μαθητών. Μη ξεχνάμε άλλωστε πως σήμερα ένα πλήθος εκπαιδευτικών διαφόρων ειδικοτήτων διδάσκει σε μια τυπική σχολική τάξη,
β) την ευαισθητοποίηση των μαθητών μιας τάξης (και αν γίνεται όλων των τάξεων) στη διαφορετικότητα και στις ιδιαίτερες ανάγκες αλλά και δυνατότητες κάθε μαθητή,
γ) την ενημέρωση και ευαισθητοποίηση των γονέων μιας συγκεκριμένης τάξης (και αν γίνεται όλων των τάξεων) για τις ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, οι οποίες ξεπερνούν κατά πολύ την κλασσική έννοια της αναπηρίας, ειδικά σήμερα που π.χ. ο υποσιτισμός και η γονεϊκή παραμέληση θεωρούνται ειδική εκπαιδευτική ανάγκη και εμφανίζονται πολύ συχνά στην ελληνική σχολική πραγματικότητα,
δ) τη διερεύνηση της δυναμικής των κοινωνικών σχέσεων των παιδιών στην τάξη όπου εντάσσεται ο μαθητής με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες,
ε) τον κοινό σχεδιασμό και την κοινή εφαρμογή εκπαιδευτικών δράσεων από τον εκπαιδευτικό Γενικής και Ειδικής Αγωγής, εντός και εκτός τάξης, προς όφελος όλης της τάξης και όχι μόνο του μαθητή με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες.
Θα πρέπει να επισημανθεί ότι κατά τη διάρκεια της Παράλληλης Στήριξης και εντός της ίδιας σχολικής ημέρας, ο εκπαιδευτικός ΕΕ μπορεί να χρειαστεί: 1) να εργαστεί με το συγκεκριμένο μαθητή εξατομικευμένα, ακόμα και σε χώρο εκτός της τάξης (π.χ. στο Τμήμα Ένταξης, αν υπάρχει, ή στην αυλή) 2) να εργαστεί με μικρή ομάδα μαθητών, στην οποία βρίσκονται μαθητές με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, εντός ή εκτός τάξης 3) να διδάξει υποστηρικτικά στο γενικό δάσκαλο, συμπληρωματικά ή παράλληλα μ’ αυτόν 4) να επωμιστεί έργο εκπαιδευτικής αξιολόγησης, συμβουλευτικής γονέων, επιμόρφωσης/στήριξης συναδέλφων ή ευαισθητοποίησης μαθητών. Όλα αυτά τα πολύπλευρα καθήκοντα καθιστούν αναγκαία τη στελέχωση των Παράλληλων Στηρίξεων με πλήρες ωράριο από εκπαιδευτικό ΕΕ. Όπως είναι ολοφάνερο, η κατανομή πολλών μαθητών σε έναν εκπαιδευτικό ΕΕ δε δημιουργεί τους όρους της πραγματικής ένταξής τους και, συνάμα, η πολυπλοκότητα των καθηκόντων της Ένταξης δεν επιτρέπουν τη μη ύπαρξη δεύτερου εξειδικευμένου εκπαιδευτικού στην τυπική σχολική τάξη.
Για τα Τμήματα Ένταξης
Όσον αφορά στα ΤΕ, δεν υπάρχει καμία ουσιαστικά ρύθμιση στο σχέδιο νόμου που να σκοπεύει στην επίλυση των προβλημάτων τους (ακατάλληλοι χώροι, ελλείψεις σε υλικά κλπ.). Το μόνο που αναφέρεται είναι ότι ο αριθμός των μαθητών που μπορούν να φοιτούν σε ΤΕ ανέρχεται πια σε 15! Είναι άλλο ένα μέτρο το οποίο θέτει σε κίνδυνο την ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης. Θεωρούμε ότι δημιουργείται ένας ακόμη τρόπος προώθησης των μαθητών που δέχονταν Παράλληλη Στήριξη προς τα τμήματα ένταξης.
Η πρόταση των ΣΑΤΕΑ είναι γνωστή, αναγκαία και πρακτικά εφαρμόσιμη. Απαιτείται αυτόματη ίδρυση Τμήματος Ένταξης σε κάθε σχολική μονάδα, με μόνιμο εκπαιδευτικό ΕΕ και με την κατάλληλη κτιριακή και υλικοτεχνική υποδομή.
Σχόλιο ΣΑΤΕΑ στο άρθρο 6 Το συγκεκριμένο άρθρο 6 φέρνει μεγάλες ανατροπές στο θεσμό της Παράλληλης Στήριξης, δείχνοντας ολοφάνερα τις προθέσεις της Πολιτείας να μειώσει πάρα πολύ τις παρεχόμενες πιστώσεις εκπαιδευτικών ΕΕ για Παράλληλη Στήριξη. Ταυτόχρονα, δε γίνεται καμία μνεία για την ίδρυση νέων Τμημάτων Ένταξης ή Ειδικών Σχολείων ή τη δημιουργία προγραμμάτων συνεκπαίδευσης, που θα αντικαταστήσουν το θεσμό της Παράλληλης Στήριξης. Αυτή η επιλογή συνδέεται με τον «περιορισμό» των κονδυλίων των προγραμμάτων ΕΣΠΑ. Όμως, το γεγονός ότι η ΕΕ στηρίζεται αποκλειστικά από ευρωπαϊκά κονδύλια με ημερομηνία λήξης έρχεται σε αντίθεση με το άρθρο 2 του σχεδίου νόμου, όπου αναφέρει: «Η ΕΕ, όπως και η γενική εκπαίδευση, είναι υποχρεωτική και λειτουργεί ως αναπόσπαστο τμήμα της ενιαίας δημόσιας και δωρεάν εκπαίδευσης». Η πολιτεία δηλαδή αποποιείται την ευθύνη της για δημόσια και δωρεάν εκπαίδευση όλων των μαθητών, και προτίθεται να κρίνει το πλαίσιο και την στήριξη που θα παρέχεται ως αντισταθμιστικό μέσο σε κάθε μαθητή με αναπηρία ή/και εκπαιδευτικές ανάγκες, όχι με βάση τις δυνατότητες και τις ανάγκες του, αλλά βάση των κονδυλίων που είναι διαθέσιμα κάθε σχολική χρονιά. Η μείωση των προγραμμάτων Παράλληλης Στήριξης θα επιτευχθεί με πολλές διατάξεις: • Τη διάταξη της παρ.2α που αναφέρει ότι «Παράλληλη στήριξη δέχεται ο μαθητής με αναπηρία ή με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες εφ’ όσον μπορεί με αυτήν ν’ ανταποκριθεί στο αναλυτικό πρόγραμμα της τάξης φοίτησής του καθώς και σε κάθε εκδήλωση σχολικής διαδικασίας». Πρόκειται για πάρα πολύ αυστηρό κριτήριο. Κανένας μαθητής δεν μπορεί ν’ ανταποκριθεί 100% σε όλα τα αναλυτικά προγράμματα μιας τάξης, κανένας μαθητής δεν μπορεί ν’ ανταποκριθεί 100% σε όλες τις εκδηλώσεις της σχολικής διαδικασίας. Θα πρέπει ν’ αλλάξει η διατύπωση ως εξής: «Οι μαθητές που δέχονται παράλληλη στήριξη μπορούν ν’ ανταποκριθούν στο μεγαλύτερο μέρος των περισσότερων αναλυτικών προγραμμάτων της τάξης τους». Επίσης, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι μερικοί μαθητές που δέχονται παράλληλη στήριξη μπορεί να έχουν σοβαρά ελλείμματα και να πρέπει να παρακολουθήσουν ύλη και διδακτικούς στόχους αναλυτικών προγραμμάτων παλαιότερων τάξεων. • Την διάταξη της παρ.2α που αναφέρει ότι: «Σε κάθε περίπτωση για να δοθεί γνωμάτευση χορήγησης παράλληλης στήριξης από το ΚΕΔΥ, θα πρέπει το νοητικό δυναμικό του μαθητή να βρίσκεται εντός των οριζομένων ως φυσιολογικών ορίων». Η παράγραφος αυτή έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την φιλοσοφία της «Ένταξης» που θα έπρεπε να εξυπηρετεί ο θεσμός της παράλληλης στήριξης – συνεκπαίδευσης. Ουσιαστικά αποκλείεται μια μεγάλη μερίδα του μαθητικού πληθυσμού με αναπηρία ή/και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες από το δικαίωμα παροχής παράλληλης στήριξης – συνεκπαίδευσης. Θα πρέπει ν’ αναλογιστούμε ότι τα ΚΕΔΥ, που αξιολογούν το νοητικό δυναμικό των μαθητών μέσω σταθμισμένων τεστ, έχουν τεράστιο φόρτο εργασίας και μεγάλα κενά σε προσωπικό, με αποτέλεσμα να υπάρχει αναμονή χρόνων για την παροχή μιας διάγνωσης. Επιπρόσθετα, οι μαθητές με αναπηρία ή/και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες είναι δύσκολο να παρουσιάσουν τις δυνατότητές τους και να συνεργαστούν, πόσο μάλλον κατά τη χορήγηση διαγνωστικών εργαλείων, από άτομα που δεν γνωρίζουν και υπό την πίεση του χρόνου. Πόσο αντικειμενικό είναι λοιπόν αυτό το κριτήριο; Μήπως είναι απλά ένα κριτήριο αποκλεισμού; Για άλλη μια φορά γίνεται προσπάθεια ποσοτικοποίησης ποιοτικών στοιχείων. Το μόνο κριτήριο που μπορεί να είναι όσο το δυνατόν αντικειμενικό είναι η ολόπλευρη, περιγραφική εκπαιδευτική αξιολόγηση των μαθητών, ο βαθμός λειτουργικότητάς τους στην (ακαδημαϊκή και κοινωνική) αλληλεπίδραση με το γενικό σχολείο. Με την παρούσα διάταξη δημιουργείται και εντείνεται ο κίνδυνος οι μαθητές που παρουσιάζονται με μικρότερο νοητικό δυναμικό σε ένα διαγνωστικό εργαλείο, το οποίο χορηγήθηκε σε συγκεκριμένο χρόνο και συνθήκη, να παραπέμπονται άμεσα ή έμμεσα στις Σχολικές Μονάδες Ειδικής Εκπαίδευσης. Ταυτόχρονα, λόγω του μικρού αριθμού ειδικών σχολείων, πολλά παιδιά θα μείνουν στο γενικό σχολείο χωρίς καμία στήριξη. • «Στη συνέχεια τα ΚΕΔΥ και εφ’ όσον οι διαθέσιμες πιστώσεις παράλληλης στήριξης, είναι λιγότερες από τις εγκεκριμένες αιτήσεις, καταρτίζουν υποχρεωτικά αξιολογικό πίνακα με σειρά προτεραιότητας των μαθητών, που έχουν μεγαλύτερη ανάγκη έγκρισης χορήγησης παράλληλης στήριξης , τον οποίο αποστέλλουν στις οικείες Διευθύνσεις Εκπαίδευσης για την καλύτερη κατανομή των διαθέσιμων πιστώσεων. Ο πίνακας αυτός δύναται να τροποποιείται εφ’ όσον στην πορεία εγκριθούν νέες παράλληλες στηρίξεις». Παρόλα τα αυστηρότητα κριτήρια περιορισμού που τίθενται στο παρόν νομοσχέδιο για την έγκριση της παράλληλης στήριξης σε ένα μαθητή, ουσιαστικά νομιμοποιείται σε αυτό το εδάφιο η μη χορήγηση παράλληλης στήριξης, ακόμη και αν είναι εγκεκριμένη η αίτηση, με κριτήριο αυτή τη φορά ξεκάθαρα οικονομικό. Το δικαίωμα στη δημόσια και δωρεάν εκπαίδευση για όλους εξαφανίζεται. • «Η παράλληλη στήριξη χορηγείται μέχρι και την Γ΄ τάξη του Γυμνασίου. Στις περιπτώσεις κωφών , τυφλών μαθητών, καθώς και αυτών με αυτισμό υψηλής λειτουργικότητας, χορηγείται και στη μεταγυμνασιακή τυπική εκπαίδευση». Αυθαίρετα, για ορισμένες μόνο μορφές αναπηρίας ή/και ειδικών εκπαιδευτικών αναγκών, η παράλληλη στήριξη σταματά στο Γυμνάσιο. • «Δεν μπορεί σε ένα τμήμα σχολείου να παρευρίσκεται εκτός του εκπαιδευτικού του τμήματος παραπάνω από ένας εκπαιδευτικός παράλληλης στήριξης και σε κάθε περίπτωση όχι παραπάνω από δύο σε κάθε σχολείο». Και όμως από την εμπειρία μας γνωρίζουμε και σχολεία με 5 και 6 εγκρίσεις Παράλληλης Στήριξης. • «Η παράλληλη στήριξη δύναται να χορηγηθεί είτε για το σύνολο των ωρών διδασκαλίας στην Πρωτοβάθμια, είτε για ένα μέρος αυτής, είτε για συγκεκριμένες ώρες και μαθήματα στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση». Εδώ ο θεσμός της Παράλληλης «ρευστοποιείται» τελείως και το ίδιο συμβαίνει με το ωράριο του εκπαιδευτικού και την εκπαιδευτική αποτελεσματικότητα. • « Επίσης όπου υπάρχει ιδρυμένο και λειτουργεί Τ.Ε. δεν χορηγείται εκπαιδευτικός παράλληλης στήριξης. Εξαίρεση σε αυτό αποτελούν οι περιπτώσεις των κωφών και τυφλών μαθητών καθώς και οι περιπτώσεις μαθητών με αυτισμό υψηλής λειτουργικότητας. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις μόνο, μπορεί το ΚΕΔΥ με αναλυτική και απολύτως εμπεριστατωμένη έκθεσή του που συνοδεύει τη γνωμάτευση, να εισηγηθεί τη χορήγηση παράλληλης στήριξης και σε κάθε άλλη περίπτωση, πάντα με τις δεσμεύσεις της παραγράφου 2.α. του παρόντος άρθρου. Αυτές οι εξαιρετικές περιπτώσεις θα έχουν και την έγκριση της Β/θμιας ΕΔΕΑ». Πρόκειται για την πιο άδικη και αντι-παιδαγωγική διάταξη του νόμου. Άλλες ανάγκες εξυπηρετεί το Τμήμα Ένταξης και άλλες η Παράλληλη Στήριξη - Συνεκπαίδευση. Το Υπουργείο γυρίζει στην εποχή πριν την ανάπτυξη του προγράμματος Παράλληλης Στήριξης μέσω των κονδυλίων ΕΣΠΑ. Τον Ιούνιο του 2009. Τότε, ο Συνήγορος του Πολίτη, είχε εκδώσει πόρισμα όπου έλεγε κατά λέξη: Ο Συνήγορος του Πολίτη διαπιστώνει συστηματικές παραβιάσεις της νομοθεσίας εκ μέρους του ΥΠΕΠΘ όσον αφορά την εφαρμογή του μέτρου της παράλληλης στήριξης, με συνέπεια την παραβίαση του δικαιώματος ένταξης και φοίτησης των μαθητών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες στα γενικά σχολεία. Ειδικότερα: …………………. Γ) Ως προς το ζήτημα της απόρριψης αιτημάτων παράλληλης στήριξης με την αιτιολογία ότι στο σχολείο του μαθητή λειτουργεί τμήμα ένταξης, επισημαίνεται ότι ο νόμος δεν θέτει ως προϋπόθεση για την παροχή παράλληλης στήριξης τη μη ύπαρξη τμήματος ένταξης στο σχολείο του μαθητή, εφόσον η παράλληλη στήριξη κρίνεται αναγκαία από το οικείο ΚΕΔΔΥ βάσει του είδους των εκπαιδευτικών αναγκών του μαθητή, αναγνωρίζοντας, ως εκ τούτου, ότι πρόκειται για μέτρα διαφορετικά που εξυπηρετούν διαφορετικές ανάγκες και, συνεπώς, δεν μπορούν να υποκαταστήσουν το ένα το άλλο. Μολονότι το ΥΠΕΠΘ (όπως προκύπτει, μεταξύ άλλων και από το προαναφερόμενο έγγραφο υπ’ αρ. 3777/Γ6/10-01-08), αναγνωρίζει ότι η παράλληλη στήριξη μπορεί να παρέχεται «σε εξαιρετικές περιπτώσεις» ανεξαρτήτως της λειτουργίας τμήματος ένταξης, στην πράξη, συχνά, για λόγους σκοπιμότητας φαίνεται να παραβλέπει τον διαχωρισμό και δεν έχει δώσει καμία εξήγηση σε σχετικές επισημάνσεις του Συνηγόρου του Πολίτη. Περαιτέρω και ως προς το ζήτημα αυτό δεν φαίνεται να θεωρεί αντιφατικό ή προβληματικό το να «ακυρώνει» ή να θεωρεί καταχρηστικές τις γνωματεύσεις των διαγνωστικών του φορέων, των ΚΕΔΔΥ.» Και παρακάτω: (Γ) Σε πολλές περιπτώσεις το ΥΠΕΠΘ φαίνεται να αντιμετωπίζει τον θεσμό της παράλληλης στήριξης ως αντίστοιχο της φοίτησης ενός μαθητή σε τμήμα ένταξης, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις διαφορετικές ανάγκες που καθένας από τους θεσμούς αυτούς δημιουργήθηκε για να καλύψει, ή τη φύση των ειδικών εκπαιδευτικών αναγκών του κάθε μαθητή. Για παράδειγμα, σε περιπτώσεις μαθητών με καλό νοητικό δυναμικό που ανήκουν στο αυτιστικό φάσμα, είναι αναγκαίο να λαμβάνεται υπόψη ότι, πέραν της εκπαιδευτικής βοήθειας, χρειάζονται υποστήριξη σε θέματα κοινωνικοποίησης, τρόπου αντίληψης, διαχείρισης του άγχους κ.λπ. Ως εκ τούτου, ουσιώδης προϋπόθεση για τη σχολική τους ένταξη είναι τόσο η ατομική υποστήριξη που διασφαλίζει η παράλληλη στήριξη, όσο και η έγκαιρη παροχή αυτής, από την έναρξη του σχολικού έτους, και η διάρκεια και συνέχεια της σχέσης του μαθητή με το πρόσωπο που παρέχει την υποστήριξη. Με αυτές τις διατάξεις, που αποκαρδιώνουν γονείς και εκπαιδευτικούς, η ρύθμιση λειτουργικών ζητημάτων της παράλληλης στήριξης περνά σε δεύτερη μοίρα, αν και κινείται σε σωστή κατεύθυνση. Επιτέλους ορίζεται ότι: • «Η παράλληλη στήριξη παρέχεται ως ενισχυτικός και ενταξιακός θεσμός της παιδαγωγικής πράξης και της μαθησιακής διαδικασίας και δεν έχει σε καμία περίπτωση χαρακτήρα φύλαξης του παιδιού ή εξυπηρέτησης στην καθημερινή διαβίωση». • «Ο εκπαιδευτικός της παράλληλης στήριξης συμμετέχει ισότιμα σε όλες τις εκδηλώσεις του σχολείου με το υπόλοιπο προσωπικό και έχει τις ίδιες υποχρεώσεις και δικαιώματα που απορρέουν από την ισχύουσα νομοθεσία». • «Ο εκπαιδευτικός της παράλληλης στήριξης αναφέρεται και τοποθετείται στο τμήμα που φοιτά ο μαθητής στον οποίον παρέχεται παράλληλη στήριξη. Ο εκπαιδευτικός της παράλληλης στήριξης θεωρείται δεύτερος εκπαιδευτικός της τάξης, συνεργάζεται υποχρεωτικά με τον υπεύθυνο εκπαιδευτικό της τάξης και ως εκ τούτου, παρέχεται η δυνατότητα εναλλαγής των ρόλων μεταξύ τους, εντός της τάξης, εφ’ όσον ανήκουν στον ίδιο κλάδο με πρωτοβουλία του υπεύθυνου εκπαιδευτικού της τάξης». Εδώ θα είχε ιδιαίτερη σημασία ν’ αποτυπωνόταν το ζήτημα της συνεργασίας και της εναλλαγής ρόλων στο καθηκοντολόγιο του εκπαιδευτικού της γενικής τάξης. Απαιτείται δηλαδή η δημιουργία καθηκοντολογίου για την Παράλληλη Στήριξη – Συνεκπαίδευση, όχι μόνο για τον εκπαιδευτικό ΕΕ αλλά και για τον εκπαιδευτικό της τάξης, και η εκπαιδευτική διαδικασία να μην εξαρτάται από «πρωτοβουλίες» και «προθέσεις». • «Στις περιπτώσεις που ένας μαθητής αποδεδειγμένα βρίσκεται σε περιοχή που δεν υπάρχει άλλη δομή της Ε.Ε και σε απόσταση που να είναι δυνατή η μεταφορά του, τότε και μόνο, με εισήγηση του οικείου σχολικού συμβούλου και του συμβούλου Ε.Ε προς το οικείο ΚΕΔΥ, μπορεί αυτό να γνωμοδοτήσει για παράλληλη στήριξη, αναφέροντας αναλυτικά και τους λόγους της γνωμάτευσης». • «Την ευθύνη των μαθητών που έχουν παράλληλη στήριξη σε κάθε εκδήλωση και στα διαλείμματα έχει σε κάθε περίπτωση όπως και για όλους τους μαθητές το σχολείο». Τέλος, όσον αφορά στο θεσμό της Παράλληλης Στήριξης, το σχέδιο νόμου μπορεί να βελτιωθεί σε σημεία όπως: - ο προγραμματισμός των διαγνώσεων και ακολούθως των εγκρίσεων Παράλληλης Στήριξης, καθώς και η παροχή των απαραίτητων κονδυλίων/πιστώσεων να γίνεται από την άνοιξη του προηγούμενου σχολικού έτους αντί του καλοκαιριού. Έτσι, ο εκάστοτε σύλλογος διδασκόντων θα μπορεί να αποφανθεί από το καλοκαίρι για το ποιοι θα είναι οι γενικοί δάσκαλοι των τάξεων, στις οποίες θα φοιτούν οι εν λόγω μαθητές, έτσι ώστε να υπάρχει επιμόρφωση των συγκεκριμένων εκπαιδευτικών από την αρχή της χρονιάς με μέριμνα του Υπουργείου Παιδείας. Μόνο σε έκτακτα αιτήματα, τα οποία θα έχουν την απαραίτητη αιτιολόγηση από τους συλλόγους διδασκόντων, τους σχολικούς συμβούλους και τα ΚΕΔΥ, θα πρέπει να εξετάζεται η έγκριση και η παροχή πίστωσης Παράλληλης Στήριξης μετά το ξεκίνημα της σχολικής χρονιάς. Τέτοια αιτήματα αφορούν ως επί το πλείστον τα παιδιά, για τα οποία δεν υπάρχει σχολική καταγραφή (π.χ. αυτά που πηγαίνουν για πρώτη φορά στο Νηπιαγωγείο), καθώς και τους μαθητές που αλλάζουν βαθμίδα και δεν είναι γνωστή η φύση των δυσκολιών που θ’ αντιμετωπίσουν (π.χ. από το Νηπιαγωγείο στην Α΄ Δημοτικού ή από την έκτη τάξη στην Α΄ Γυμνασίου). - το μέτρο της μείωσης μαθητών σε ένα τμήμα, όπου δεν υπάρχει παράλληλη στήριξη, αλλά υπάρχουν μαθητές με αναπηρία ή/και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες (και εδώ το σχέδιο νόμου πρέπει να προσθέσει και τα παιδιά με ειδικές μαθησιακές δυσκολίες) έχει νόημα, όταν δε σταματά αυθαίρετα στους 21 ή 23 μαθητές (κάτι που δεν τεκμηριώνεται επιστημονικά-παιδαγωγικά). Επίσης, είναι προκλητικό να ισχύει το συγκεκριμένο μέτρο για συγκεκριμένες αναπηρίες και μόνο. - «Στις δύο τελευταίες τάξεις του Δημοτικού Σχολείου και σε αυτές του Γυμνασίου, θα βαθμολογούν και ο εκπαιδευτικός της τάξης και ο εκπαιδευτικός της παράλληλης στήριξης και θα βγαίνει ο μέσος όρος αυτών». Και: «Η ύλη και τα θέματα εξετάσεων για τα μαθήματα των μαθητών που έχουν παράλληλη στήριξη, είναι ίδια με των υπολοίπων μαθητών. Οι εκπαιδευτικοί της παράλληλης στήριξης και του ΤΕ, μετέχουν στην βαθμολογία μαζί με τους εκπαιδευτικούς του τμήματος και η βαθμολογία προκύπτει από τον μέσο όρο». Για να επιτευχθεί η ένταξη των μαθητών με αναπηρία ή/και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, απαιτείται αλλαγή στον τρόπο αξιολόγησης όλων των μαθητών. Η βαθμολόγηση, η καταγραφή π.χ. ενός 8 στα μαθηματικά, δεν περιγράφει τίποτα για το τι έχει κατακτήσει ή όχι ο μαθητής. Τι βαθμό θα βάλουμε στην κοινωνική αλληλεπίδραση και τους στόχους που κατακτά ένα παιδί με αυτισμό που δέχεται παράλληλη στήριξη; Είναι η ώρα να συζητηθεί σοβαρά το θέμα της περιγραφικής αξιολόγησης όλων των μαθητών. Τέλος, νομοθετικές διατάξεις που μιλούν για «ίδια ύλη» και «ίδια θέματα εξετάσεων» είναι εκτός της λογικής της ένταξης, των εκπαιδευτικών προσαρμογών, της διαφοροποιημένης διδασκαλίας. - Ο εκπαιδευτικός της παράλληλης στήριξης να αναφέρεται και να τοποθετείται ως δεύτερος εκπαιδευτικός στην τάξη και να εξυπηρετεί διδακτικές ανάγκες της «τάξης συνεκπαίδευσης». Άποψη των ΣΑΤΕΑ είναι πως αυτό, το οποίο στην Παράλληλη Στήριξη εμφανίζεται ως ατομικό ζήτημα, είναι σχολικό-κοινωνικό ζήτημα: δεν αφορά μόνο τις προσαρμογές που πρέπει να γίνουν στα αναλυτικά προγράμματα του γενικού σχολείου για το συγκεκριμένο μαθητή, δεν αφορά μόνο τη διδασκαλία συγκεκριμένων αναλυτικών προγραμμάτων για συγκεκριμένους μαθητές (π.χ. παιχνίδι στον αυτισμό), αλλά προπαντός αφορά το «μετασχηματισμό» όλου του σχολικού πλαισίου και κατά κύριο λόγο μιας συγκεκριμένης τυπικής σχολικής τάξης σε «τάξη συνεκπαίδευσης» -τάξη στην οποία εφαρμόζεται η συνεκπαίδευση των μαθητών από δύο διαφορετικούς αλλά ισότιμους εκπαιδευτικούς, τάξη στην οποία γίνεται αποδεκτή και προάγεται η διαφορετικότητα όλων των μαθητών (σε μαθησιακό στυλ, σε κίνητρα, σε επιδόσεις κτλ.) και συνακόλουθα γίνεται αποδεκτή η διαφοροποίηση των εκπαιδευτικών στόχων, των διδακτικών μεθόδων, της αξιολόγησης των μαθητών κτλ. Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία αλλά και με την πρακτική εμπειρία, η Ένταξη/Συνεκπαίδευση/Συμπερίληψη των μαθητών περιλαμβάνει πολλές πτυχές που ξεπερνούν την «ατομική» στήριξη/διδασκαλία ενός ή δύο μαθητών. Περιλαμβάνει: α) αρχικά την ευαισθητοποίηση και, ει δυνατόν, επιμόρφωση όλων των εκπαιδευτικών του σχολείου σε συγκεκριμένες ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες συγκεκριμένων μαθητών. Μη ξεχνάμε άλλωστε πως σήμερα ένα πλήθος εκπαιδευτικών διαφόρων ειδικοτήτων διδάσκει σε μια τυπική σχολική τάξη, β) την ευαισθητοποίηση των μαθητών μιας τάξης (και αν γίνεται όλων των τάξεων) στη διαφορετικότητα και στις ιδιαίτερες ανάγκες αλλά και δυνατότητες κάθε μαθητή, γ) την ενημέρωση και ευαισθητοποίηση των γονέων μιας συγκεκριμένης τάξης (και αν γίνεται όλων των τάξεων) για τις ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, οι οποίες ξεπερνούν κατά πολύ την κλασσική έννοια της αναπηρίας, ειδικά σήμερα που π.χ. ο υποσιτισμός και η γονεϊκή παραμέληση θεωρούνται ειδική εκπαιδευτική ανάγκη και εμφανίζονται πολύ συχνά στην ελληνική σχολική πραγματικότητα, δ) τη διερεύνηση της δυναμικής των κοινωνικών σχέσεων των παιδιών στην τάξη όπου εντάσσεται ο μαθητής με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, ε) τον κοινό σχεδιασμό και την κοινή εφαρμογή εκπαιδευτικών δράσεων από τον εκπαιδευτικό Γενικής και Ειδικής Αγωγής, εντός και εκτός τάξης, προς όφελος όλης της τάξης και όχι μόνο του μαθητή με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες. Θα πρέπει να επισημανθεί ότι κατά τη διάρκεια της Παράλληλης Στήριξης και εντός της ίδιας σχολικής ημέρας, ο εκπαιδευτικός ΕΕ μπορεί να χρειαστεί: 1) να εργαστεί με το συγκεκριμένο μαθητή εξατομικευμένα, ακόμα και σε χώρο εκτός της τάξης (π.χ. στο Τμήμα Ένταξης, αν υπάρχει, ή στην αυλή) 2) να εργαστεί με μικρή ομάδα μαθητών, στην οποία βρίσκονται μαθητές με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, εντός ή εκτός τάξης 3) να διδάξει υποστηρικτικά στο γενικό δάσκαλο, συμπληρωματικά ή παράλληλα μ’ αυτόν 4) να επωμιστεί έργο εκπαιδευτικής αξιολόγησης, συμβουλευτικής γονέων, επιμόρφωσης/στήριξης συναδέλφων ή ευαισθητοποίησης μαθητών. Όλα αυτά τα πολύπλευρα καθήκοντα καθιστούν αναγκαία τη στελέχωση των Παράλληλων Στηρίξεων με πλήρες ωράριο από εκπαιδευτικό ΕΕ. Όπως είναι ολοφάνερο, η κατανομή πολλών μαθητών σε έναν εκπαιδευτικό ΕΕ δε δημιουργεί τους όρους της πραγματικής ένταξής τους και, συνάμα, η πολυπλοκότητα των καθηκόντων της Ένταξης δεν επιτρέπουν τη μη ύπαρξη δεύτερου εξειδικευμένου εκπαιδευτικού στην τυπική σχολική τάξη. Για τα Τμήματα Ένταξης Όσον αφορά στα ΤΕ, δεν υπάρχει καμία ουσιαστικά ρύθμιση στο σχέδιο νόμου που να σκοπεύει στην επίλυση των προβλημάτων τους (ακατάλληλοι χώροι, ελλείψεις σε υλικά κλπ.). Το μόνο που αναφέρεται είναι ότι ο αριθμός των μαθητών που μπορούν να φοιτούν σε ΤΕ ανέρχεται πια σε 15! Είναι άλλο ένα μέτρο το οποίο θέτει σε κίνδυνο την ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης. Θεωρούμε ότι δημιουργείται ένας ακόμη τρόπος προώθησης των μαθητών που δέχονταν Παράλληλη Στήριξη προς τα τμήματα ένταξης. Η πρόταση των ΣΑΤΕΑ είναι γνωστή, αναγκαία και πρακτικά εφαρμόσιμη. Απαιτείται αυτόματη ίδρυση Τμήματος Ένταξης σε κάθε σχολική μονάδα, με μόνιμο εκπαιδευτικό ΕΕ και με την κατάλληλη κτιριακή και υλικοτεχνική υποδομή.