Η Ελληνική δημοκρατία και οι Έλληνες πολίτες έχουν ανάγκη ένα δικαιοδοτικό σύστημα που θα επιλύει δημοκρατικά και με αφοσίωση στο Ελληνικό Σύνταγμα και στις παραδοσιακές αρχές της ελληνικής και παγκόσμιας δικαιοσύνης τις διαφορές της ελληνικής αθλητικής οικογένειας. Σήμερα υπάρχει μόνο ένα μη συνταγματικά τεθειμένο δευτεροβάθμιο δικαστήριο (ΑΣΕΑΔ), το οποίο δικάζει με ερμαφρόδιτο σύστημα που αναμιγνύει την διοικητική και πολιτική δικονομία χωρίς όμως να έχουν προβλεφθεί κανόνες στοιχειώδους εγγύησης των δικαιωμάτων των αθλητών και των μετεχόντων στην αθλητική ζωή, αλλά αντίθετα έχουν προβλεφθεί κανόνες υπέρ των εκδιδόντων τις προσβαλλόμενες αποφάσεις, με αποτέλεσμα το έλλειμμα δημοκρατίας στην αθλητική δικαιοσύνη. Το αποτέλεσμα είναι να εκδίδονται συνεχείς αντιφατικές και μεροληπτικές δικαστικές αποφάσεις και να επικρατεί πλήρης σύγχυση και χάος στην ελληνική αθλητική δικαιοσύνη, ώστε στο τέλος να επωφελούνται από αυτή την κατάσταση μόνο οι ισχυροί διάδικοι που εκδίδουν τις προσβαλλόμενες αποφάσεις, που είναι οι ελληνικές αθλητικές ομοσπονδίες. Προτείνεται η ίδρυση δύο νέων διαφορετικών δικαστηρίων, ένα διοικητικό αθλητικό δικαστήριο για τις διαφορές μεταξύ κράτους και ιδιωτών, και ένα πολιτικό αθλητικό δικαστήριο για τις διαφορές μεταξύ ιδιωτών στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και οι αθλητικές ομοσπονδίες.
Ο επαγγελματικός αθλητισμός έχει ήδη οργανωθεί σε υψηλό βαθμό ώστε πλέον οι σχέσεις των εμπλεκομένων ήδη ενδελεχώς προβλέπονται σε ισχυρά ιδιωτικά συμβόλαια, και τα προβλήματα της αθλητικής δικαιοσύνης του επαγγελματικού αθλητισμού που πλέον μένουν να λυθούν, θα λυθούν εύκολα όταν αυτοί οι επαγγελματίες αποφασίσουν να οργανώσουν το κάθε άθλημά τους με αντικειμενικό τρόπο και μέσα (για παράδειγμα με τη χρήση του βίντεο και μηχανημάτων μέτρησης και καταγραφής στις ποδοσφαιρικές συναντήσεις, όπως στο ράγκμπυ, που κάποτε θα γίνει για να προστατευθεί και ο αδύνατος).
Στον (αυτοαποκαλούμενο) ερασιτεχνικό αθλητισμό, η οργάνωση έχει ακόμη πολλά βήματα να κάνει και αυτή κυρίως θα μας απασχολήσει στην παρουσίαση αυτή.
Όσο αφορά τις ποινές θα μπορούσε να πει κανείς ότι οι αθλητικές επιτροπές που επιβάλλουν τις τιμωρίες θα έπρεπε να έχουν την αρμοδιότητα να επιβάλλουν ποινές μικρού χρονικού διαστήματος, και τιμωρίες που ξεπερνούν κάποιο χρονικό διάστημα (ένα μήνα, ένα χρόνο ανάλογα με το άθλημα κλπ.) θα έπρεπε να επιβάλλονται μόνο από φυσικό δικαστή αφού αποτελούν επαγγελματική εξόντωση των αθλητών ή προπονητών.
Όταν όμως φθάνουμε στα ερωτήματα «ποια διαδικασία και ποιος δικαστής» επιβάλλουν τις ποινές, τότε έχουμε να κάνουμε με πολύ σοβαρά ζητήματα δυνατότητας η μη εξάσκησης ατομικών δικαιωμάτων ή στέρησης αυτών. Καθώς στο αθλητικό οικοδόμημα υπάρχει πάντα ο διοργανωτής που είναι το ισχυρό μέρος (διοργανωτικά και οικονομικά) και ο διοργανωτής αυτός είναι οι αθλητικές ομοσπονδίες, οι οποίες μάλιστα ισχυροποιούν ακόμη περισσότερο την θέση τους με το προνόμιο της μοναδικότητας που τους έχει αποδώσει η παγκόσμια έννομη αθλητική κοινότητα, είτε πρόκειται για εθνικές είτε για διεθνείς ομοσπονδίες, τότε θα υπάρχει πάντα και ο αδύνατος για τον οποίο αποτελεί υποχρέωση της όποιας έννομης τάξης, αθλητικής και μη, να τον προστατεύσει με διαφανείς και δημοκρατικές διαδικασίες και στα αυταπόδεικτα αδικήματα, πόσο μάλλον στα δυσαναπόδεικτα.
Ως προς τα σοβαρά ζητήματα υιοθέτησης και απορρόφησης των συνταγματικών αρχών και των βασικών αρχών του δικαίου, η ελληνική αθλητική δικαιοσύνη (νομοθεσία και νομολογία) έχει μείνει ακόμη πολύ πίσω, στη δεκαετία του 1970, σε εποχές όπου επικρατούσε το δίκαιο του ισχυροτέρου, και ακόμη συνεχίζει να υποστηρίζει τον ισχυρό κάνοντάς τον ισχυρότερο και αντιθέτως να καταστρέφει τον αδύνατο.
Αποδεικτικά Στοιχεία
Το Σύνταγμα της Ελλάδας αναφέρει στο άρθρο 8 ότι «κανένας δεν στερείται χωρίς τη θέλησή του το δικαστή που του έχει ορίσει ο νόμος. Δικαστικές επιτροπές και έκτακτα δικαστήρια, με οποιοδήποτε όνομα, δεν επιτρέπεται να συσταθούν». Στον ελληνικό αθλητικό νόμο 2725/1999, στο άρθρο 119 προβλέπονται «Πρωτοβάθμια δικαιοδοτικά όργανα» στις αθλητικές ομοσπονδίες για την επίλυση αθλητικών διαφορών, τα οποία ασκούν αρμοδιότητες, σχετικά με αγώνες και κατηγορίες πρωταθλημάτων. Σε αυτά διορίζεται ως μονομελές δικαιοδοτικό όργανο ένας πρωτοδίκης της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης με ιδιαίτερη γνώση και εμπειρία σε θέματα αθλητισμού. Όμως
- στις περισσότερες ελληνικές ομοσπονδίες τέτοιος φυσικός δικαστής δεν έχει διορισθεί ποτέ.
- στις ομοσπονδίες, και για παράδειγμα στο Σ.Ε.Γ.Α.Σ. (κλασσικός αθλητισμός) τα χρέη δικαστή πρωταθλημάτων εκτελούν μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του, και έχει οργανωθεί δικαστική επιτροπή, αποτελούμενη από μέλη του διοικητικού συμβουλίου του ΣΕΓΑΣ, που δικάζει οτιδήποτε, ακόμη και θέματα που δεν αφορούν αγώνες ή πρωταθλήματα και δεν προβλέπονται από τον ελληνικό αθλητικό νόμο, όπως πρόσφατα η δικαστική επιτροπή του ΣΕΓΑΣ δίκασε ιδιωτική διαφορά (χειροδικία) μεταξύ αθλητή και προπονητή κατά τη διάρκεια προπόνησης.
Το ελληνικό Σύνταγμα
- στο άρθρο 5 έχει ήδη προβλέψει ότι «η προσωπική ελευθερία είναι απαραβίαστη... απαγορεύονται ατομικά διοικητικά μέτρα που περιορίζουν σε οποιονδήποτε Έλληνα την ελεύθερη κίνηση ή εγκατάσταση στη Χώρα, καθώς και την ελεύθερη έξοδο και είσοδο σ' αυτήν. Τέτοιου περιεχομένου περιοριστικά μέτρα είναι δυνατόν να επιβληθούν μόνο ως παρεπόμενη ποινή με απόφαση ποινικού δικαστηρίου, σε εξαιρετικές περιπτώσεις ανάγκης και μόνο για την πρόληψη αξιόποινων πράξεων, όπως νόμος ορίζει».
- στο άρθρο 7 (Νομιμότητα ποινών) «έγκλημα δεν υπάρχει ούτε ποινή επιβάλλεται χωρίς νόμο που να ισχύει πριν από την τέλεση της πράξης και να ορίζει τα στοιχεία της».
Όμως στην παραπάνω περίπτωση της διαφοράς αθλητή – προπονητή η δικαστική επιτροπή του ΣΕΓΑΣ και το διοικητικό συμβούλιο του, επικυρώνοντας την απόφαση αυτής της δικαστικής επιτροπής, εξέδωσε την αντισυνταγματική ποινή «απαγόρευσης εισόδου σε αγωνιστικούς χώρους» κατά του υπαλλήλου-προπονητή της ομοσπονδίας (= ένας ιδιώτης περιορίζει την ελεύθερη κίνηση ενός άλλου ιδιώτη και απαγορεύει την άσκηση των εργατικών του δικαιωμάτων).
Οι αρχές του πολιτικού και διοικητικού δικαίου προβλέπουν ότι ποτέ δύο διαφορετικά όργανα, ανώτερο και κατώτερο, δεν μπορούν να έχουν στην σύνθεσή τους κοινά μέλη όταν δικάζουν την ίδια υπόθεση κατά κάποιου πολίτη. Όμως σε όλες τις ελληνικές ομοσπονδίες συμβαίνει, αντί να χρησιμοποιείται φυσικός δικαστής, τα ίδια συγκεκριμένα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου τους να αποφασίζουν την παραπομπή (συμμετέχοντας στη σύνθεση του Δ.Σ. που αποφασίζει την παραπομπή), την ποινή (συμμετέχοντας στη σύνθεση της δικαστικής επιτροπής που αποφασίζει την ποινή) και την επικύρωση της ποινής της δικαστικής επιτροπής από το Δ.Σ. (συμμετέχοντας πάλι στη σύνθεση του Δ.Σ. που επικυρώνει την ποινή).
Τι μένει στον τιμωρημένο ?
Να προσφύγει σε δευτεροβάθμιο όργανο για να βρει το δίκιο του.
Τέτοιο δευτεροβάθμιο όργανο έχει προβλεφθεί το Ανώτατο Συμβούλιο Εκδικάσεως Αθλητικών Διαφορών. Για το δικαστήριο αυτό δεν έχει προβλεφθεί να υπάρχει δικονομία εκδίκασης, και συνεπώς δικάζει κατά το δοκούν χωρίς να ακολουθεί ΚΑΝΕΝΑ συγκεκριμένο δικονομικό κανόνα και κάποια ελληνική δικονομία, αλλά όλες μαζί. Σε έναν από τους ελάχιστους κανόνες διαδικασίας εκδίκασης υποθέσεων από το Α.Σ.Ε.Α.Δ. που έχουν προβλεφθεί στον αθλητικό νόμο, έχει τεθεί για την προσφυγή προθεσμία 2 ημερών (ή 8 ημερών σε μερικές περιπτώσεις) από τη γνωστοποίηση, με οποιονδήποτε τρόπο, της προσβαλλόμενης απόφασης. Η γνωστοποίηση σύμφωνα με πρόσφατη απόφαση του Α.Σ.Ε.Α.Δ. (59 / 9-5-08) μπορεί να γίνει και με αναγραφή της ποινής σε αθλητική εφημερίδα και εφόσον ο τιμωρημένος διαβάσει την εφημερίδα αυτή ή ενημερωθεί από τον δημοσιογράφο για την ποινή, τότε αμέσως ξεκινά η προθεσμία αυτών των 2 ή 8 ημερών για την κατάθεση της προσφυγής. Φυσικά τέτοιου είδους κανόνας μόνο τον ισχυρότερο ωφελεί (δηλαδή τον εκδότη της απόφασης) και ποτέ τον αδύνατο γιατί δίνεται η δυνατότητα στην ισχυρή ομοσπονδία που τιμώρησε αθλητή ή προπονητή να γνωστοποιήσει στις εφημερίδες την απόφαση για την τιμωρία και να μην επιδώσει ποτέ την απόφαση (το σκεπτικό και το διατακτικό της) και τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία στον τιμωρημένο. Χωρίς γνώση του σκεπτικού της απόφασης δεν μπορεί να συνταχθεί ορισμένη και πλήρης προσφυγή.
Επίσης η ανυπαρξία συγκεκριμένων δικονομικών κανόνων οδηγεί τους δικαστές να λαμβάνουν υπόψη κατά το δοκούν πότε την πολιτική δικονομία και πότε την διοικητική δικονομία που σε πολλές διατάξεις συγκρούονται. Για παράδειγμα στο πολιτικό δίκαιο οι αποφάσεις που εκδίδονται υπόκεινται σε έφεση στο αρμόδιο τακτικό δικαστήριο, η οποία έχει ανασταλτική δύναμη, ενώ στο διοικητικό δίκαιο τα ένδικα μέσα δεν έχουν τις περισσότερες φορές ανασταλτική δύναμη. Για αυτό το θέμα και για να ισχυροποιηθεί ο ισχυρός έχει προβλεφθεί στον αθλητικό νόμο ότι «οι αποφάσεις του Α.Σ.Ε.Α.Δ. εκτελούνται αμέσως μετά την κοινοποίησή τους και η προθεσμία για την προσβολή τους στο αρμόδιο δικαστήριο δεν αναστέλλει την εκτέλεσή τους». Δηλαδή σε ιδιωτικές διαφορές μεταξύ ιδιωτών στις οποίες θα έπρεπε να εφαρμόζεται η πολιτική δικονομία, έχει προβλεφθεί να εφαρμόζεται η διοικητική δικονομία για να ισχυροποιούνται οι αποφάσεις των ισχυρών !
Μετά το δευτεροβάθμιο αυτό όργανο ο τιμωρημένος θα προσπαθήσει να δικαιωθεί σε ανώτερο δικαστήριο, αλλά τέτοιο δεν αναφέρεται καθόλου στον ελληνικό αθλητικό νόμο. Τότε θα αναρωτηθεί κανείς εάν θα πρέπει να εφαρμόσει την πολιτική δικονομία και να προσφύγει σε πρωτοβάθμιο πολιτικό δικαστήριο (Μονομελές Πρωτοδικείο) ή να εφαρμόσει την διοικητική δικονομία και να προσφύγει στο ανώτατο δικαστήριο της χώρας (Συμβούλιο της Επικρατείας). Όμως πρόσφατες αποφάσεις των δύο αυτών δικαστηρίων έχουν κηρύξει εαυτόν αναρμόδια για να ασχοληθούν με τις ιδιωτικές διαφορές του αθλητικού χώρου ή για να δικάσουν ως ανώτερα δικαστήρια από το Α.Σ.Ε.Α.Δ., με αποτέλεσμα τελικά ο αδύνατος τιμωρημένος να μη έχει κανένα τρόπο να δικαιωθεί (7643 / 15-9-08 ΜονΠρωτΑθ και οι αποφάσεις του Στε 2234/2002 & 351/2003).
Μερικά ακόμη παραδείγματα δείχνουν την έλλειψη δημοκρατικότητας που επικρατεί στην ελληνική αθλητική δικαιοσύνη, η οποία αποβαίνει υπέρ του ισχυρού.
Πρόσφατα ωρίμασε η άποψη ότι υπάρχουν ειδικά αθλητικά αδικήματα και η ελληνική Πολιτεία αποφάσισε να προσθέσει στον αθλητικό νόμο το άρθρο 128 με το οποίο θεσμοθετείται ο Αθλητικός Εισαγγελέας ο οποίος ασκεί την ποινική δίωξη για ποινικά αδικήματα που τελούνται σε αθλητικές εκδηλώσεις, καθώς και για αδικήματα που τελούνται από πρόσωπα που συμμετέχουν στη διοίκηση των αθλητικών φορέων κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων ή καθηκόντων τους και εποπτεύει στην εκτέλεση των κύριων και παρεπόμενων ποινών που επιβάλλονται κατά τον νόμο. Όμως ο Αθλητικός Εισαγγελέας δεν είναι αρμόδιος για ΟΛΑ όσα αφορούν τα αθλητικά δρώμενα, και περιορίζεται η αρμοδιότητά του σε συγκεκριμένα αδικήματα, και έτσι συνεχίζουν να ασκούν εισαγγελικό έργο οι ίδιες οι Ομοσπονδίες με τα όργανα και τις επιτροπές τους.
Ανάμεσα σε αυτές τις επιτροπές συνεχίζει να έχει λόγο ύπαρξης η Ε.Φ.Ι.Π., μια επιτροπή της Εθνικής Ολυμπιακής Επιτροπής που είναι αρμόδια να τιμωρεί τον πολίτη με την αφαίρεση της φίλαθλης ιδιότητας για όλα τα αδικήματα που συμβαίνουν στον αθλητικό χώρο (με την αιτιολόγηση ότι παραβιάζεται το Φίλαθλο Πνεύμα). Σε πρόσφατη απόφαση του ΣΕΓΑΣ τιμωρήθηκε προπονητής-υπάλληλος (ανωτέρω παράδειγμα) με «απαγόρευση εισόδου στους αγωνιστικούς χώρους για δύο χρόνια», και για το ίδιο πιθανό παράπτωμα η Ε.Φ.Ι.Π. τον τιμώρησε με ενάμιση χρόνο. Δηλαδή για το ίδιο πιθανό παράπτωμα ισχύουν δύο ποινές από δύο διαφορετικά όργανα του αθλητικού χώρου, χωρίς η μία να απορροφά την άλλη, και χωρίς το ένα όργανο να γνωρίζει ή να αποδέχεται την ποινή του άλλου, ή να υπάρχει νομική πρόβλεψη να λύνει τέτοια προβλήματα. Τελικά το ΑΣΕΑΔ μειώνει την ποινή της Ε.Φ.Ι.Π. σε έξι μήνες αλλά ο ΣΕΓΑΣ δεν υποχρεώνεται από καμία διάταξη να αναγνωρίζει την μείωση της ποινής αυτής του άλλου οργάνου (Ε.Φ.Ι.Π.) για το ίδιο πιθανό παράπτωμα, και διατηρεί την δική του ποινή σε δύο χρόνια. Όμως το Σύνταγμα στο άρθρο 95 επιτάσσει ότι «η διοίκηση έχει υποχρέωση να συμμορφώνεται προς τις δικαστικές αποφάσεις... Η παράβαση της υποχρέωσης αυτής γεννά ευθύνη για κάθε αρμόδιο όργανο, όπως νόμος ορίζει. Νόμος ορίζει τα αναγκαία μέτρα για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης της διοίκησης». Και τέτοια υποχρέωση πρέπει να έχει και η διοίκηση που έχει αναγνωριστεί από το κράτος ως μοναδική, όπως είναι οι αθλητικές ομοσπονδίες.
Η έλλειψη τέτοιας νομικής πρόβλεψης και η εκμετάλλευση εκ μέρους των ομοσπονδιών της ανοχής από το ελληνικό κράτος (και το αρμόδιο υπουργείο) της αντισυνταγματικότητας των αθλητικών νομικών διαδικασιών περιγράφεται γλαφυρά σε προτάσεις του ΣΕΓΑΣ ενώπιον του ΑΣΕΑΔ «…σύµφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 44 του Καταστατικού και του άρθρου 25 του Γενικού Κανονισµού του ΣΕΓΑΣ, η παραποµπή στην Επιτροπή Φιλάθλου Ιδιότητος (ΕΦΙ) και ήδη Επιτροπή Φιλάθλου Πνεύµατος (ΕΦΙΠ) αποτελεί ποινή και δη την αυστηροτέρα, καθόσον η επιβαλλόµενη από την Επιτροπή αυτή ποινή στερήσεως (συχνά πολυετούς) της Φιλάθλου Ιδιότητος, είναι βαρυτάτη και ισοδυναµεί µε capitis deminutio, αφού αποκλείει οιαδήποτε συµµετοχή σε οποιαδήποτε δραστηριότητα έχει σχέση µε τον Αθλητισµό. Ο ΣΕΓΑΣ, εκ λόγων επιεικείας και λόγω της εκφρασµένης θέσεώς του ότι η ΕΦΙΠ δεν πρέπει να επιλαµβάνεται επί περιπτώσεων όπου οι Κανονισµοί των αθλητικών Οµοσπονδιών περιέχουν διατάξεις επαρκείς και ικανές να ελέγξουν παραβατικές συµπεριφορές, καίτοι θα µπορούσε, απέφυγε να παραπέµψει την υπόθεση στην ΕΦΙΠ και προτίµησε να ελέγξει τον προσφεύγοντα, τόσον υπό την ιδιότητα του προπονητή, όσον και υπό την ιδιότητα του Φιλάθλου, στα πλαίσια των διατάξεων του Καταστατικού και των Κανονισµών του ΣΕΓΑΣ και να επιβάλει ποινή προβλεπόµενη από τις διατάξεις αυτές» (σημείωση: και η οποία ήταν βαρύτερη της ποινής που τελικά επέβαλλε η Ε.Φ.Ι.Π., και η οποία επιλήφθηκε της υπόθεσης άσχετα με τις «καλές» προθέσεις του ΣΕΓΑΣ).
Όσο δεν θα δραστηριοποιηθεί η ελληνική πολιτεία να διαμορφώσει μια νέα αθλητική δικαιοσύνη στα πλαίσια των δημοκρατικών θεσμών, τόσο οι ισχυροί (ομοσπονδίες) θα αυθαιρετούν και θα εκμεταλλεύονται την κατάσταση, όπως φαίνεται και στο νέο καταστατικό (Μάρτιος 2008) του ΣΕΓΑΣ το οποίο στο άρθρο 42 εφαρμόζει ανύπαρκτες ποινικές και ποινικές δικονομικές διατάξεις με την φράση «η (τρίμηνη) παραγραφή (από την τέλεση των παραπτωμάτων) δεν ισχύει για παραπτώματα τα οποία ο Ποινικός Νόμος θεωρεί ατιμωτικά». Η περιγραφή (στο καταστατικό του ΣΕΓΑΣ) «ατιμωτικό» δεν υπάρχει στον ποινικό Νόμο και έτσι διευκολύνει την αυθαίρετη κρίση των οργάνων της ομοσπονδίας να βαφτίσουν ένα παράπτωμα ως «ατιμωτικό» ώστε ποτέ να μην παραγραφεί.
Συμπέρασμα - Αίτημα
Με τα προβλήματα που περιγράφηκαν στην ελληνική αθλητική δικαιοδοτική δομή φαίνεται ότι είναι υπερεπείγον να αναθεωρηθεί ριζικά το δικαιοδοτικό σύστημα επίλυσης των αθλητικών διαφορών, ώστε επιτέλους να τελούν υπό την στοιχειώδη εγγύηση για δικαστική προστασία τα δικαιώματα των μετεχόντων στην αθλητική ζωή. Επειδή τα υφιστάμενα αθλητικά δικαιοδοτικά όργανα, και ιδιαίτερα το Α.Σ.Ε.Α.Δ., δεν προσφέρουν τις ουσιαστικές και δικονομικές εγγυήσεις που απαιτούνται για εξασφάλιση του δικαιώματος να μπορούν οι εμπλεκόμενοι στον αθλητισμό να προσφύγουν σε ένα αμερόληπτο δικαστήριο για την επίλυση της διαφοράς τους με μια δίκαιη δίκη, όπως ορίζεται στην διεθνή σύμβαση των ανθρώπινων δικαιωμάτων και το ελληνικό Σύνταγμα, πρέπει να καταργηθούν.
Στη θέση τους πρέπει να ιδρυθεί το Αθλοδικείο. Το Πολιτικό Αθλοδικείο για τις ιδιωτικές διαφορές (οικονομικές και μη) και το Διοικητικό Αθλοδικείο για τις διοικητικές διαφορές, με τους ανάλογους σε πρώτο και δεύτερο βαθμό.
Σχετικά:
1. Α.Σ.Ε.Α.Δ. αποφάσεις 2 / 7-1-2005 & 59 / 9-5-2008
2. ΜονΠρωτΑθ. απόφαση 7643 / 15-9-08 (διαδικασία ασφ/κών μέτρων)
3. Στε αποφάσεις 2234/2002 & 351/2003 & 1143/1989
4. Καταστατικό Σ.Ε.Γ.Α.Σ. 6283/2008 απόφ. ΜονΠρωτΑθ
Η Ελληνική δημοκρατία και οι Έλληνες πολίτες έχουν ανάγκη ένα δικαιοδοτικό σύστημα που θα επιλύει δημοκρατικά και με αφοσίωση στο Ελληνικό Σύνταγμα και στις παραδοσιακές αρχές της ελληνικής και παγκόσμιας δικαιοσύνης τις διαφορές της ελληνικής αθλητικής οικογένειας. Σήμερα υπάρχει μόνο ένα μη συνταγματικά τεθειμένο δευτεροβάθμιο δικαστήριο (ΑΣΕΑΔ), το οποίο δικάζει με ερμαφρόδιτο σύστημα που αναμιγνύει την διοικητική και πολιτική δικονομία χωρίς όμως να έχουν προβλεφθεί κανόνες στοιχειώδους εγγύησης των δικαιωμάτων των αθλητών και των μετεχόντων στην αθλητική ζωή, αλλά αντίθετα έχουν προβλεφθεί κανόνες υπέρ των εκδιδόντων τις προσβαλλόμενες αποφάσεις, με αποτέλεσμα το έλλειμμα δημοκρατίας στην αθλητική δικαιοσύνη. Το αποτέλεσμα είναι να εκδίδονται συνεχείς αντιφατικές και μεροληπτικές δικαστικές αποφάσεις και να επικρατεί πλήρης σύγχυση και χάος στην ελληνική αθλητική δικαιοσύνη, ώστε στο τέλος να επωφελούνται από αυτή την κατάσταση μόνο οι ισχυροί διάδικοι που εκδίδουν τις προσβαλλόμενες αποφάσεις, που είναι οι ελληνικές αθλητικές ομοσπονδίες. Προτείνεται η ίδρυση δύο νέων διαφορετικών δικαστηρίων, ένα διοικητικό αθλητικό δικαστήριο για τις διαφορές μεταξύ κράτους και ιδιωτών, και ένα πολιτικό αθλητικό δικαστήριο για τις διαφορές μεταξύ ιδιωτών στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και οι αθλητικές ομοσπονδίες. Ο επαγγελματικός αθλητισμός έχει ήδη οργανωθεί σε υψηλό βαθμό ώστε πλέον οι σχέσεις των εμπλεκομένων ήδη ενδελεχώς προβλέπονται σε ισχυρά ιδιωτικά συμβόλαια, και τα προβλήματα της αθλητικής δικαιοσύνης του επαγγελματικού αθλητισμού που πλέον μένουν να λυθούν, θα λυθούν εύκολα όταν αυτοί οι επαγγελματίες αποφασίσουν να οργανώσουν το κάθε άθλημά τους με αντικειμενικό τρόπο και μέσα (για παράδειγμα με τη χρήση του βίντεο και μηχανημάτων μέτρησης και καταγραφής στις ποδοσφαιρικές συναντήσεις, όπως στο ράγκμπυ, που κάποτε θα γίνει για να προστατευθεί και ο αδύνατος). Στον (αυτοαποκαλούμενο) ερασιτεχνικό αθλητισμό, η οργάνωση έχει ακόμη πολλά βήματα να κάνει και αυτή κυρίως θα μας απασχολήσει στην παρουσίαση αυτή. Όσο αφορά τις ποινές θα μπορούσε να πει κανείς ότι οι αθλητικές επιτροπές που επιβάλλουν τις τιμωρίες θα έπρεπε να έχουν την αρμοδιότητα να επιβάλλουν ποινές μικρού χρονικού διαστήματος, και τιμωρίες που ξεπερνούν κάποιο χρονικό διάστημα (ένα μήνα, ένα χρόνο ανάλογα με το άθλημα κλπ.) θα έπρεπε να επιβάλλονται μόνο από φυσικό δικαστή αφού αποτελούν επαγγελματική εξόντωση των αθλητών ή προπονητών. Όταν όμως φθάνουμε στα ερωτήματα «ποια διαδικασία και ποιος δικαστής» επιβάλλουν τις ποινές, τότε έχουμε να κάνουμε με πολύ σοβαρά ζητήματα δυνατότητας η μη εξάσκησης ατομικών δικαιωμάτων ή στέρησης αυτών. Καθώς στο αθλητικό οικοδόμημα υπάρχει πάντα ο διοργανωτής που είναι το ισχυρό μέρος (διοργανωτικά και οικονομικά) και ο διοργανωτής αυτός είναι οι αθλητικές ομοσπονδίες, οι οποίες μάλιστα ισχυροποιούν ακόμη περισσότερο την θέση τους με το προνόμιο της μοναδικότητας που τους έχει αποδώσει η παγκόσμια έννομη αθλητική κοινότητα, είτε πρόκειται για εθνικές είτε για διεθνείς ομοσπονδίες, τότε θα υπάρχει πάντα και ο αδύνατος για τον οποίο αποτελεί υποχρέωση της όποιας έννομης τάξης, αθλητικής και μη, να τον προστατεύσει με διαφανείς και δημοκρατικές διαδικασίες και στα αυταπόδεικτα αδικήματα, πόσο μάλλον στα δυσαναπόδεικτα. Ως προς τα σοβαρά ζητήματα υιοθέτησης και απορρόφησης των συνταγματικών αρχών και των βασικών αρχών του δικαίου, η ελληνική αθλητική δικαιοσύνη (νομοθεσία και νομολογία) έχει μείνει ακόμη πολύ πίσω, στη δεκαετία του 1970, σε εποχές όπου επικρατούσε το δίκαιο του ισχυροτέρου, και ακόμη συνεχίζει να υποστηρίζει τον ισχυρό κάνοντάς τον ισχυρότερο και αντιθέτως να καταστρέφει τον αδύνατο. Αποδεικτικά Στοιχεία Το Σύνταγμα της Ελλάδας αναφέρει στο άρθρο 8 ότι «κανένας δεν στερείται χωρίς τη θέλησή του το δικαστή που του έχει ορίσει ο νόμος. Δικαστικές επιτροπές και έκτακτα δικαστήρια, με οποιοδήποτε όνομα, δεν επιτρέπεται να συσταθούν». Στον ελληνικό αθλητικό νόμο 2725/1999, στο άρθρο 119 προβλέπονται «Πρωτοβάθμια δικαιοδοτικά όργανα» στις αθλητικές ομοσπονδίες για την επίλυση αθλητικών διαφορών, τα οποία ασκούν αρμοδιότητες, σχετικά με αγώνες και κατηγορίες πρωταθλημάτων. Σε αυτά διορίζεται ως μονομελές δικαιοδοτικό όργανο ένας πρωτοδίκης της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης με ιδιαίτερη γνώση και εμπειρία σε θέματα αθλητισμού. Όμως - στις περισσότερες ελληνικές ομοσπονδίες τέτοιος φυσικός δικαστής δεν έχει διορισθεί ποτέ. - στις ομοσπονδίες, και για παράδειγμα στο Σ.Ε.Γ.Α.Σ. (κλασσικός αθλητισμός) τα χρέη δικαστή πρωταθλημάτων εκτελούν μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του, και έχει οργανωθεί δικαστική επιτροπή, αποτελούμενη από μέλη του διοικητικού συμβουλίου του ΣΕΓΑΣ, που δικάζει οτιδήποτε, ακόμη και θέματα που δεν αφορούν αγώνες ή πρωταθλήματα και δεν προβλέπονται από τον ελληνικό αθλητικό νόμο, όπως πρόσφατα η δικαστική επιτροπή του ΣΕΓΑΣ δίκασε ιδιωτική διαφορά (χειροδικία) μεταξύ αθλητή και προπονητή κατά τη διάρκεια προπόνησης. Το ελληνικό Σύνταγμα - στο άρθρο 5 έχει ήδη προβλέψει ότι «η προσωπική ελευθερία είναι απαραβίαστη... απαγορεύονται ατομικά διοικητικά μέτρα που περιορίζουν σε οποιονδήποτε Έλληνα την ελεύθερη κίνηση ή εγκατάσταση στη Χώρα, καθώς και την ελεύθερη έξοδο και είσοδο σ' αυτήν. Τέτοιου περιεχομένου περιοριστικά μέτρα είναι δυνατόν να επιβληθούν μόνο ως παρεπόμενη ποινή με απόφαση ποινικού δικαστηρίου, σε εξαιρετικές περιπτώσεις ανάγκης και μόνο για την πρόληψη αξιόποινων πράξεων, όπως νόμος ορίζει». - στο άρθρο 7 (Νομιμότητα ποινών) «έγκλημα δεν υπάρχει ούτε ποινή επιβάλλεται χωρίς νόμο που να ισχύει πριν από την τέλεση της πράξης και να ορίζει τα στοιχεία της». Όμως στην παραπάνω περίπτωση της διαφοράς αθλητή – προπονητή η δικαστική επιτροπή του ΣΕΓΑΣ και το διοικητικό συμβούλιο του, επικυρώνοντας την απόφαση αυτής της δικαστικής επιτροπής, εξέδωσε την αντισυνταγματική ποινή «απαγόρευσης εισόδου σε αγωνιστικούς χώρους» κατά του υπαλλήλου-προπονητή της ομοσπονδίας (= ένας ιδιώτης περιορίζει την ελεύθερη κίνηση ενός άλλου ιδιώτη και απαγορεύει την άσκηση των εργατικών του δικαιωμάτων). Οι αρχές του πολιτικού και διοικητικού δικαίου προβλέπουν ότι ποτέ δύο διαφορετικά όργανα, ανώτερο και κατώτερο, δεν μπορούν να έχουν στην σύνθεσή τους κοινά μέλη όταν δικάζουν την ίδια υπόθεση κατά κάποιου πολίτη. Όμως σε όλες τις ελληνικές ομοσπονδίες συμβαίνει, αντί να χρησιμοποιείται φυσικός δικαστής, τα ίδια συγκεκριμένα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου τους να αποφασίζουν την παραπομπή (συμμετέχοντας στη σύνθεση του Δ.Σ. που αποφασίζει την παραπομπή), την ποινή (συμμετέχοντας στη σύνθεση της δικαστικής επιτροπής που αποφασίζει την ποινή) και την επικύρωση της ποινής της δικαστικής επιτροπής από το Δ.Σ. (συμμετέχοντας πάλι στη σύνθεση του Δ.Σ. που επικυρώνει την ποινή). Τι μένει στον τιμωρημένο ? Να προσφύγει σε δευτεροβάθμιο όργανο για να βρει το δίκιο του. Τέτοιο δευτεροβάθμιο όργανο έχει προβλεφθεί το Ανώτατο Συμβούλιο Εκδικάσεως Αθλητικών Διαφορών. Για το δικαστήριο αυτό δεν έχει προβλεφθεί να υπάρχει δικονομία εκδίκασης, και συνεπώς δικάζει κατά το δοκούν χωρίς να ακολουθεί ΚΑΝΕΝΑ συγκεκριμένο δικονομικό κανόνα και κάποια ελληνική δικονομία, αλλά όλες μαζί. Σε έναν από τους ελάχιστους κανόνες διαδικασίας εκδίκασης υποθέσεων από το Α.Σ.Ε.Α.Δ. που έχουν προβλεφθεί στον αθλητικό νόμο, έχει τεθεί για την προσφυγή προθεσμία 2 ημερών (ή 8 ημερών σε μερικές περιπτώσεις) από τη γνωστοποίηση, με οποιονδήποτε τρόπο, της προσβαλλόμενης απόφασης. Η γνωστοποίηση σύμφωνα με πρόσφατη απόφαση του Α.Σ.Ε.Α.Δ. (59 / 9-5-08) μπορεί να γίνει και με αναγραφή της ποινής σε αθλητική εφημερίδα και εφόσον ο τιμωρημένος διαβάσει την εφημερίδα αυτή ή ενημερωθεί από τον δημοσιογράφο για την ποινή, τότε αμέσως ξεκινά η προθεσμία αυτών των 2 ή 8 ημερών για την κατάθεση της προσφυγής. Φυσικά τέτοιου είδους κανόνας μόνο τον ισχυρότερο ωφελεί (δηλαδή τον εκδότη της απόφασης) και ποτέ τον αδύνατο γιατί δίνεται η δυνατότητα στην ισχυρή ομοσπονδία που τιμώρησε αθλητή ή προπονητή να γνωστοποιήσει στις εφημερίδες την απόφαση για την τιμωρία και να μην επιδώσει ποτέ την απόφαση (το σκεπτικό και το διατακτικό της) και τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία στον τιμωρημένο. Χωρίς γνώση του σκεπτικού της απόφασης δεν μπορεί να συνταχθεί ορισμένη και πλήρης προσφυγή. Επίσης η ανυπαρξία συγκεκριμένων δικονομικών κανόνων οδηγεί τους δικαστές να λαμβάνουν υπόψη κατά το δοκούν πότε την πολιτική δικονομία και πότε την διοικητική δικονομία που σε πολλές διατάξεις συγκρούονται. Για παράδειγμα στο πολιτικό δίκαιο οι αποφάσεις που εκδίδονται υπόκεινται σε έφεση στο αρμόδιο τακτικό δικαστήριο, η οποία έχει ανασταλτική δύναμη, ενώ στο διοικητικό δίκαιο τα ένδικα μέσα δεν έχουν τις περισσότερες φορές ανασταλτική δύναμη. Για αυτό το θέμα και για να ισχυροποιηθεί ο ισχυρός έχει προβλεφθεί στον αθλητικό νόμο ότι «οι αποφάσεις του Α.Σ.Ε.Α.Δ. εκτελούνται αμέσως μετά την κοινοποίησή τους και η προθεσμία για την προσβολή τους στο αρμόδιο δικαστήριο δεν αναστέλλει την εκτέλεσή τους». Δηλαδή σε ιδιωτικές διαφορές μεταξύ ιδιωτών στις οποίες θα έπρεπε να εφαρμόζεται η πολιτική δικονομία, έχει προβλεφθεί να εφαρμόζεται η διοικητική δικονομία για να ισχυροποιούνται οι αποφάσεις των ισχυρών ! Μετά το δευτεροβάθμιο αυτό όργανο ο τιμωρημένος θα προσπαθήσει να δικαιωθεί σε ανώτερο δικαστήριο, αλλά τέτοιο δεν αναφέρεται καθόλου στον ελληνικό αθλητικό νόμο. Τότε θα αναρωτηθεί κανείς εάν θα πρέπει να εφαρμόσει την πολιτική δικονομία και να προσφύγει σε πρωτοβάθμιο πολιτικό δικαστήριο (Μονομελές Πρωτοδικείο) ή να εφαρμόσει την διοικητική δικονομία και να προσφύγει στο ανώτατο δικαστήριο της χώρας (Συμβούλιο της Επικρατείας). Όμως πρόσφατες αποφάσεις των δύο αυτών δικαστηρίων έχουν κηρύξει εαυτόν αναρμόδια για να ασχοληθούν με τις ιδιωτικές διαφορές του αθλητικού χώρου ή για να δικάσουν ως ανώτερα δικαστήρια από το Α.Σ.Ε.Α.Δ., με αποτέλεσμα τελικά ο αδύνατος τιμωρημένος να μη έχει κανένα τρόπο να δικαιωθεί (7643 / 15-9-08 ΜονΠρωτΑθ και οι αποφάσεις του Στε 2234/2002 & 351/2003). Μερικά ακόμη παραδείγματα δείχνουν την έλλειψη δημοκρατικότητας που επικρατεί στην ελληνική αθλητική δικαιοσύνη, η οποία αποβαίνει υπέρ του ισχυρού. Πρόσφατα ωρίμασε η άποψη ότι υπάρχουν ειδικά αθλητικά αδικήματα και η ελληνική Πολιτεία αποφάσισε να προσθέσει στον αθλητικό νόμο το άρθρο 128 με το οποίο θεσμοθετείται ο Αθλητικός Εισαγγελέας ο οποίος ασκεί την ποινική δίωξη για ποινικά αδικήματα που τελούνται σε αθλητικές εκδηλώσεις, καθώς και για αδικήματα που τελούνται από πρόσωπα που συμμετέχουν στη διοίκηση των αθλητικών φορέων κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων ή καθηκόντων τους και εποπτεύει στην εκτέλεση των κύριων και παρεπόμενων ποινών που επιβάλλονται κατά τον νόμο. Όμως ο Αθλητικός Εισαγγελέας δεν είναι αρμόδιος για ΟΛΑ όσα αφορούν τα αθλητικά δρώμενα, και περιορίζεται η αρμοδιότητά του σε συγκεκριμένα αδικήματα, και έτσι συνεχίζουν να ασκούν εισαγγελικό έργο οι ίδιες οι Ομοσπονδίες με τα όργανα και τις επιτροπές τους. Ανάμεσα σε αυτές τις επιτροπές συνεχίζει να έχει λόγο ύπαρξης η Ε.Φ.Ι.Π., μια επιτροπή της Εθνικής Ολυμπιακής Επιτροπής που είναι αρμόδια να τιμωρεί τον πολίτη με την αφαίρεση της φίλαθλης ιδιότητας για όλα τα αδικήματα που συμβαίνουν στον αθλητικό χώρο (με την αιτιολόγηση ότι παραβιάζεται το Φίλαθλο Πνεύμα). Σε πρόσφατη απόφαση του ΣΕΓΑΣ τιμωρήθηκε προπονητής-υπάλληλος (ανωτέρω παράδειγμα) με «απαγόρευση εισόδου στους αγωνιστικούς χώρους για δύο χρόνια», και για το ίδιο πιθανό παράπτωμα η Ε.Φ.Ι.Π. τον τιμώρησε με ενάμιση χρόνο. Δηλαδή για το ίδιο πιθανό παράπτωμα ισχύουν δύο ποινές από δύο διαφορετικά όργανα του αθλητικού χώρου, χωρίς η μία να απορροφά την άλλη, και χωρίς το ένα όργανο να γνωρίζει ή να αποδέχεται την ποινή του άλλου, ή να υπάρχει νομική πρόβλεψη να λύνει τέτοια προβλήματα. Τελικά το ΑΣΕΑΔ μειώνει την ποινή της Ε.Φ.Ι.Π. σε έξι μήνες αλλά ο ΣΕΓΑΣ δεν υποχρεώνεται από καμία διάταξη να αναγνωρίζει την μείωση της ποινής αυτής του άλλου οργάνου (Ε.Φ.Ι.Π.) για το ίδιο πιθανό παράπτωμα, και διατηρεί την δική του ποινή σε δύο χρόνια. Όμως το Σύνταγμα στο άρθρο 95 επιτάσσει ότι «η διοίκηση έχει υποχρέωση να συμμορφώνεται προς τις δικαστικές αποφάσεις... Η παράβαση της υποχρέωσης αυτής γεννά ευθύνη για κάθε αρμόδιο όργανο, όπως νόμος ορίζει. Νόμος ορίζει τα αναγκαία μέτρα για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης της διοίκησης». Και τέτοια υποχρέωση πρέπει να έχει και η διοίκηση που έχει αναγνωριστεί από το κράτος ως μοναδική, όπως είναι οι αθλητικές ομοσπονδίες. Η έλλειψη τέτοιας νομικής πρόβλεψης και η εκμετάλλευση εκ μέρους των ομοσπονδιών της ανοχής από το ελληνικό κράτος (και το αρμόδιο υπουργείο) της αντισυνταγματικότητας των αθλητικών νομικών διαδικασιών περιγράφεται γλαφυρά σε προτάσεις του ΣΕΓΑΣ ενώπιον του ΑΣΕΑΔ «…σύµφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 44 του Καταστατικού και του άρθρου 25 του Γενικού Κανονισµού του ΣΕΓΑΣ, η παραποµπή στην Επιτροπή Φιλάθλου Ιδιότητος (ΕΦΙ) και ήδη Επιτροπή Φιλάθλου Πνεύµατος (ΕΦΙΠ) αποτελεί ποινή και δη την αυστηροτέρα, καθόσον η επιβαλλόµενη από την Επιτροπή αυτή ποινή στερήσεως (συχνά πολυετούς) της Φιλάθλου Ιδιότητος, είναι βαρυτάτη και ισοδυναµεί µε capitis deminutio, αφού αποκλείει οιαδήποτε συµµετοχή σε οποιαδήποτε δραστηριότητα έχει σχέση µε τον Αθλητισµό. Ο ΣΕΓΑΣ, εκ λόγων επιεικείας και λόγω της εκφρασµένης θέσεώς του ότι η ΕΦΙΠ δεν πρέπει να επιλαµβάνεται επί περιπτώσεων όπου οι Κανονισµοί των αθλητικών Οµοσπονδιών περιέχουν διατάξεις επαρκείς και ικανές να ελέγξουν παραβατικές συµπεριφορές, καίτοι θα µπορούσε, απέφυγε να παραπέµψει την υπόθεση στην ΕΦΙΠ και προτίµησε να ελέγξει τον προσφεύγοντα, τόσον υπό την ιδιότητα του προπονητή, όσον και υπό την ιδιότητα του Φιλάθλου, στα πλαίσια των διατάξεων του Καταστατικού και των Κανονισµών του ΣΕΓΑΣ και να επιβάλει ποινή προβλεπόµενη από τις διατάξεις αυτές» (σημείωση: και η οποία ήταν βαρύτερη της ποινής που τελικά επέβαλλε η Ε.Φ.Ι.Π., και η οποία επιλήφθηκε της υπόθεσης άσχετα με τις «καλές» προθέσεις του ΣΕΓΑΣ). Όσο δεν θα δραστηριοποιηθεί η ελληνική πολιτεία να διαμορφώσει μια νέα αθλητική δικαιοσύνη στα πλαίσια των δημοκρατικών θεσμών, τόσο οι ισχυροί (ομοσπονδίες) θα αυθαιρετούν και θα εκμεταλλεύονται την κατάσταση, όπως φαίνεται και στο νέο καταστατικό (Μάρτιος 2008) του ΣΕΓΑΣ το οποίο στο άρθρο 42 εφαρμόζει ανύπαρκτες ποινικές και ποινικές δικονομικές διατάξεις με την φράση «η (τρίμηνη) παραγραφή (από την τέλεση των παραπτωμάτων) δεν ισχύει για παραπτώματα τα οποία ο Ποινικός Νόμος θεωρεί ατιμωτικά». Η περιγραφή (στο καταστατικό του ΣΕΓΑΣ) «ατιμωτικό» δεν υπάρχει στον ποινικό Νόμο και έτσι διευκολύνει την αυθαίρετη κρίση των οργάνων της ομοσπονδίας να βαφτίσουν ένα παράπτωμα ως «ατιμωτικό» ώστε ποτέ να μην παραγραφεί. Συμπέρασμα - Αίτημα Με τα προβλήματα που περιγράφηκαν στην ελληνική αθλητική δικαιοδοτική δομή φαίνεται ότι είναι υπερεπείγον να αναθεωρηθεί ριζικά το δικαιοδοτικό σύστημα επίλυσης των αθλητικών διαφορών, ώστε επιτέλους να τελούν υπό την στοιχειώδη εγγύηση για δικαστική προστασία τα δικαιώματα των μετεχόντων στην αθλητική ζωή. Επειδή τα υφιστάμενα αθλητικά δικαιοδοτικά όργανα, και ιδιαίτερα το Α.Σ.Ε.Α.Δ., δεν προσφέρουν τις ουσιαστικές και δικονομικές εγγυήσεις που απαιτούνται για εξασφάλιση του δικαιώματος να μπορούν οι εμπλεκόμενοι στον αθλητισμό να προσφύγουν σε ένα αμερόληπτο δικαστήριο για την επίλυση της διαφοράς τους με μια δίκαιη δίκη, όπως ορίζεται στην διεθνή σύμβαση των ανθρώπινων δικαιωμάτων και το ελληνικό Σύνταγμα, πρέπει να καταργηθούν. Στη θέση τους πρέπει να ιδρυθεί το Αθλοδικείο. Το Πολιτικό Αθλοδικείο για τις ιδιωτικές διαφορές (οικονομικές και μη) και το Διοικητικό Αθλοδικείο για τις διοικητικές διαφορές, με τους ανάλογους σε πρώτο και δεύτερο βαθμό. Σχετικά: 1. Α.Σ.Ε.Α.Δ. αποφάσεις 2 / 7-1-2005 & 59 / 9-5-2008 2. ΜονΠρωτΑθ. απόφαση 7643 / 15-9-08 (διαδικασία ασφ/κών μέτρων) 3. Στε αποφάσεις 2234/2002 & 351/2003 & 1143/1989 4. Καταστατικό Σ.Ε.Γ.Α.Σ. 6283/2008 απόφ. ΜονΠρωτΑθ