Αρχική Ρυθμίσεις για την ανώτατη εκπαίδευσηΆρθρο 47: Θέματα αναπληρωτών εκπαιδευτικών πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσηςΣχόλιο του χρήστη Στάθης | 18 Ιουνίου 2015, 16:34
Υπουργείο Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Σύμφωνα με τη Σύμβαση για τα Δικαιώματα των Αναπήρων του ΟΗΕ, η οποία αποτελεί πλέον νόμο του ελληνικού κράτους (4074/2014), η Ελληνική Κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να διασφαλίσει ένα ενταξιακό εκπαιδευτικό σύστημα (inclusive education system όπως αναφέρεται στο πρωτότυπο κείμενο). Η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας δείχνει να έχει πλήρη επίγνωση της υποχρέωσης αυτής, όπως μαρτυρούν οι δηλώσεις του Αναπληρωτή Υπουργού κυρίου Α. Κουράκη στο Δελτίου Τύπου του ΥΠΟΠΑΙΘ 13/03 /2015. Συγκεκριμένα σύμφωνα με το εν λόγω Δελτίο Τύπου «Η ενιαία εκπαίδευση ή «το Σχολείο για Όλους» μπορεί να υλοποιηθεί εφόσον το πολιτικό σύστημα το αποφασίσει. Η θεσμοθέτησή του και η υποστήριξη της λειτουργίας του είναι ζήτημα άσκησης πολιτικής. Άλλωστε η Σύμβαση για τα Δικαιώματα των Αναπήρων του ΟΗΕ αποτελεί πλέον νόμο του ελληνικού κράτους και υποχρεώνει την πολιτεία να ευθυγραμμίσει τη νομοθεσία της και τις πρακτικές της προς αυτήν την κατεύθυνση». Στο σημείο αυτό όμως οφείλουμε να διευκρινίσουμε ότι η θεσμοθέτηση και η υποστήριξη της λειτουργίας «ενός σχολείου για όλους» προϋποθέτει την απομάκρυνση από το μοντέλο της «ειδικής αγωγής» και τη βαθιά κατανόηση και πραγματική υιοθέτηση της ενταξιακής φιλοσοφίας η οποία επ ουδενί δεν συνάδει με την θεσμοθέτηση ρυθμίσεων που στηρίζονται στον διαχωρισμό μεταξύ ειδικής και γενικής εκπαίδευσης. Συνεπώς, αν οι φήμες σύμφωνα με τις οποίες οι υπεύθυνοι του Υπουργείου Παιδείας σκοπεύουν να προωθήσουν ρυθμίσεις για την αποκλειστική προσμέτρηση της προϋπηρεσίας των αναπληρωτών του κλάδου ΠΕ70.50 και ΠΕ60.50, κατόχων μεταπτυχιακού τίτλου ή σεμιναρίου στην ειδική αγωγή το οποίο αποκτήθηκε μέχρι τις 31/08/2010 αποκλειστικά στον πίνακα της ειδικής εκπαίδευσης είναι αληθείς, οφείλουμε να ενημερώσουμε την πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας ότι μία τέτοια διάκριση, η οποία οδηγεί τους κλάδους των εκπαιδευτικών της προσχολικής και δημοτικής εκπαίδευσης σε περαιτέρω κατακερματισμό στη βάση της διάκρισης ειδικής-γενικής αγωγής αποτελεί πολιτική, που κινείται προς κατεύθυνση εκ διαμέτρου αντίθετη προς τα όσα η Σύμβαση για τα Δικαιώματα των Αναπήρων επιβάλλει, ενώ ταυτόχρονα αποτελεί ολοφάνερη αθέτηση των υποσχέσεων της πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου Παιδείας περί διασφάλισης ίδιων εργασιακών δικαιωμάτων σε αναπληρωτές εκπαιδευτικούς με τους μόνιμους (δημοσίευση στο Έθνος gr στις 25/3/2015). Η διασφάλιση ενός ενταξιακού εκπαιδευτικού συστήματος (inclusive education system), δηλαδή «ενός σχολείου για όλους», για το οποίο ο κύριος Αναπληρωτής Υπουργός έκανε λόγο στο προαναφερόμενο Δελτίο Τύπου του ΥΠΟΠΑΙΘ, προϋποθέτει απομάκρυνση από τη λογική της κατηγοριοποίησης των μαθητών σε φυσιολογικούς και αποκλίνοντες και των πρακτικών που απορρέουν από τη λογική αυτή και στροφή προς την αναδόμηση του γενικού σχολείου, προκειμένου αυτό να μετατραπεί σε «ένα σχολείο για όλους», ένα ενιαίο σχολείο δηλαδή που μπορεί να ανταποκριθεί στις ανάγκες όλων των μαθητών (με ή χωρίς αναπηρίες, με ή χωρίς ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες). Όπως επισημαίνεται και σε κείμενα της UNESCO η ύπαρξη ξεχωριστών συστημάτων ειδικής και γενικής αγωγής δεν είναι πλέον ούτε έγκυρη ούτε κατάλληλη ενώ η θεσμοθέτηση οποιουδήποτε χάσματος μεταξύ των δύο είναι αντίθετη προς την προάσπιση των δικαιωμάτων των ατόμων με αναπηρία ή ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες. Στο ίδιο πλαίσιο, τα προγράμματα αρχικής εκπαίδευσης όλων των εκπαιδευτικών θα πρέπει να προσανατολιστούν στην προετοιμασία εκπαιδευτικών για τις γενικές συμπεριληπτικές τάξεις, δηλαδή τάξεις οι οποίες χαρακτηρίζονται από μεγάλο εύρος ικανοτήτων και χαρακτηριστικών μάθησης, ενώ η εκπαίδευση των ειδικών εκπαιδευτικών δεν θα πρέπει να είναι ανεξάρτητη από την εκπαίδευση των γενικών εκπαιδευτικών, αλλά να κτίζεται συμπληρωματικά πάνω σε αυτήν ως επιπλέον και συμπληρωματικό προσόν έτσι ώστε οι ειδικοί εκπαιδευτικοί να είναι σε θέση να στηρίξουν τη διαδικασία ενδυνάμωσης της ικανότητας των γενικών σχολείων να ανταποκριθούν στην ποικιλότητα/διαφορετικότητα[1] . Δυστυχώς, αν και η χώρα μας, μη διαθέτοντας μία μεγάλη παράδοση στη διαχωριστική ειδική αγωγή, θεωρητικά πληρούσε όλες τις προϋποθέσεις για μία ομαλή μετάβαση προς τη συμπερίληψη/ένταξη, μέσα από μία σειρά πολιτικών αποφάσεων των προηγούμενων κυβερνήσεων μεθοδεύτηκε η δημιουργία χάσματος μεταξύ ειδικής και γενικής αγωγής. Και η μεθόδευση αυτή, η οποία σε καμία περίπτωση δεν συνάδει με την προάσπιση του δικαιώματος σε ισότιμη εκπαίδευση των ατόμων με αναπηρία ή/και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, όπως αυτό ορίζεται από την Σύμβαση για τα Δικαιώματα των Αναπήρων, έγινε μέσα από την σταδιακή θεσμοθέτηση της ειδικής αγωγής ως ξεχωριστής επιστημονικής και επαγγελματικής/κλαδικής οντότητας και τη χρήση αυτής της διάκρισης (με χαρακτηριστικό παράδειγμα την αναφορά στην ύπαρξη βασικού πτυχίου στην ειδική αγωγή ως επιχείρημα για περεταίρω διάσπαση) για την πλήρη αλλοίωση της ταυτότητας των δασκάλων και των νηπιαγωγών μέσα από τον αυθαίρετο χαρακτηρισμό τους ως γενικών δασκάλων και γενικών νηπιαγωγών κατεδαφίζοντας με αυτό τον τρόπο ένα πυλώνα στον οποίο η ενταξιακή/συμπεριληπτική εκπαίδευση μπορούσε να στηριχθεί. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι τα Παιδαγωγικά Τμήματα Νηπιαγωγών και Δημοτικής Εκπαίδευσης τα οποία αντικατέστησαν τις Παιδαγωγικές Ακαδημίες ουδέποτε ιδρύθηκαν ως τμήματα προετοιμασίας εκπαιδευτικών γενικής αγωγής και η αποστολή τους και οι τίτλοι σπουδών που αυτά απονέμουν ουδέποτε προσδιορίστηκαν στη βάση της διάκρισης φυσιολογικού- αποκλίνοντος (Προεδρικό Διάταγμα 320/1983). Ο υποβιβασμός ενός τόσο σημαντικού θέματος, όπως είναι το χάσμα μεταξύ ειδικής-γενικής εκπαίδευσης, από σοβαρότατο εμπόδιο για την άσκηση του δικαιώματος για ισότιμη συμμετοχή στο γενικό σχολείο από όλους τους μαθητές (σύμφωνα με τα κείμενα της UNESCO) σε ζήτημα κλαδικής αντιπαράθεσης αποτέλεσε την πάγια τακτική των προηγούμενων κυβερνήσεων. Αυτό το οποίο ουδέποτε διευκρινίστηκε από τις προηγούμενες πολιτικές ηγεσίες του Υπουργείου Παιδείας είναι οι πραγματικοί λόγοι που οδήγησαν στην αναζήτηση λύσεων σε υπαρκτά προβλήματα συγκεκριμένων πτυχιούχων/κλάδων μόνο στα πλαίσια της ενίσχυσης του χάσματος μεταξύ ειδικής-γενικής αγωγής και όχι στα πλαίσια της ενταξιακής/συμπεριληπτικής εκπαίδευσης, η οποία βέβαια δεν αποτελεί ούτε μετονομασία της ειδικής αγωγής, ούτε μετεξέλιξη της, ούτε μεταφύτευσή της στο γενικό πλαίσιο. Επειδή η θεσμοθέτηση και η υποστήριξη της λειτουργίας του «σχολείου για όλους» είναι θέμα άσκησης πολιτικής αλλά και δια νόμου επιβεβλημένη υποχρέωση της πολιτείας, η πολιτική αυτή οφείλει να προσανατολίζεται προς την υποχρέωση αυτή και όχι την υποτιθέμενη επίλυση ζητημάτων πιθανής πλημμελούς εφαρμογής της νομοθεσίας από δημόσιους φορείς, όπως είναι ο ΔΟΑΤΑΠ ο οποίος σύμφωνα με τον νόμο 3328/2005 είναι ο αρμόδιος φορέας για την αναγνώριση τίτλων σπουδών που απονέμονται από ιδρύματα ανώτατης εκπαίδευσης της αλλοδαπής, μετακυλίοντας μάλιστα την ευθύνη της φημολογούμενης υπολειτουργίας από το αρμόδιο για την εποπτεία του φορέα Υπουργείο στους πολίτες που λαμβάνουν τις υπηρεσίες του φορέα αυτού. Προσδοκούμε από τους υπεύθυνους του Υπουργείου Παιδείας μίας αριστερής ριζοσπαστικής κυβέρνησης να δείξουν ευαισθησία στη συνταγματική και δημοκρατική νομιμότητα και να μην υποκύψουν σε ανθρωπαφαγικούς συντεχνιασμούς που διαμέσου μίας λανθάνουσας ιδεολογίας συντηρούν τον σχολικό και κοινωνικό αποκλεισμό, και απαιτούμε μια δημοκρατική στάση στη διαχείριση των διορισμών αναπληρωτών και μονίμων εκπαιδευτικών στο δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα που να συνδέεται καθοριστικά με την υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη χώρα μας. Για να πάρει λοιπόν ουσιαστικό περιεχόμενο η μετονομασία της «ειδικής αγωγής» σε «ειδικής εκπαίδευση» και κυρίως προκειμένου η χώρα μας να διασφαλίσει ένα εκπαιδευτικό σύστημα ένταξης/συμπερίληψης, όπως η Σύμβαση για τα Δικαιώματα των Αναπήρων επιβάλλει, είναι απαραίτητη συνταγματική προϋπόθεση η εισαγωγή νομοθετικής ρύθμισης που να κατοχυρώνει την προϋπηρεσία δασκάλων και νηπιαγωγών ανεξαρτήτως αν υπηρετούν σε θέσεις ειδικής ή γενικής αγωγής. Η διαφύλαξη και η ενίσχυση του ενιαίου χαρακτήρα της εκπαίδευσης (ο οποίος είναι σαφής στην παράγραφο 1 του άρθρου 16 του νόμου 3699/2008) καθώς και η προώθηση ρυθμίσεων που αίρουν τα εμπόδια προς αυτή την κατεύθυνση αποτελεί υποχρέωση του κράτους. Και η δημιουργία, αλλά και η διατήρηση οποιουδήποτε χάσματος και διάκρισης μεταξύ ειδικής- γενικής αγωγής σε όλα τα επίπεδα (μαθητών, εκπαιδευτικών, σχολείων) αποτελεί σαφή παραβίαση του δικαιώματος των μαθητών με αναπηρία ή/και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες σε ισότιμη εκπαίδευση, καθώς είναι τα προβλήματα ερευνητικής τεκμηρίωσης της χρησιμότητας μίας τέτοιας διάκρισης και του ρόλου της διάκρισης αυτής στη αναπαραγωγή κοινωνικών ανισοτήτων που κατέστησαν την απομάκρυνση από το μοντέλο της ειδικής αγωγής και τη στροφή προς τη συμπερίληψη επιτακτική ανάγκη. Τέλος, η διάκριση αυτή της ειδικής-γενικής που σύμφωνα με φήμες επιχειρείται στο πολυνομοσχέδιο, δεν στηρίζεται επουδενί σε μια λογική επιχειρηματολογία, και καταπατά ολοφάνερα τα εργασιακά/επαγγελματικά δικαιώματα μιας μερίδας εκπαιδευτικών κατόχων βασικού πτυχίου παιδαγωγικών τμημάτων και επιπλέον μεταπτυχιακού ή /-ων ή ακόμα και διδακτορικού τίτλου σπουδών στην εκπαίδευση παιδιών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, οι οποίοι όλα αυτά τα χρόνια πρόσφεραν εκπαιδευτική υποστήριξη στους μαθητές με αναπηρία ή/και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες σε δημόσιες δομές του Υπουργείου Παιδείας και μάλιστα ακόμη και μέσα στα σχολεία Γενικής Αγωγής (π.χ. Παράλληλη Στήριξη, Τμήματα Ένταξης). Μία τέτοιου είδους διάκριση σε συνδυασμό με την Υπουργική Απόφαση με αριθ. 128005/Δ2/08-08-2014(ΦΕΚ 2217/23.08.2014 Τ.Β’), η οποία για πρώτη φορά το σχολικό έτος 2014-2015 δεν εφάρμοσε τα επί σειράς ετών ισχύοντα (κοινά με τα κριτήρια για τις υπηρεσιακές μεταβολές των μονίμων), και από τον νόμο 3699/2008 προβλεπόμενα, κριτήρια για την πρόσληψη των αναπληρωτών ειδικής αγωγής, αποτελεί κίνηση πλήρους αποκλεισμού των νηπιαγωγών και δασκάλων ΠΕ70.50 πε60.50 τόσο από την ειδική όσο και από την γενική εκπαίδευση. Οι πραγματικές ανάγκες της εκπαίδευσης αλλά και το πρόβλημα της αδιοριστίας συγκεκριμένων κλάδων εκπαιδευτικών και σε καμία περίπτωση δεν αντιμετωπίζονται με τον επαγγελματικό αφανισμό δασκάλων και νηπιαγωγών πλήρως εξειδικευμένων για τις ανάγκες της ένταξης/συμπερίληψης, όπως αυτή ορίζεται και περιγράφεται από τα σχετικά κείμενα της UNESCO. Παρακαλούμε θερμά, να δείξετε την απαιτούμενη προσοχή και ευελπιστούμε να διαψευστούν εν τέλει αυτές οι φήμες της μη προσμέτρησης της προϋπηρεσίας μας στο πολυνομοσχέδιο που θα τεθεί σε διαβούλευση. Το Δ.Σ. του Συλλόγου αναπληρωτών - νηπιαγωγών δασκάλων με μεταπτυχιακές - διδακτορικές σπουδές στην Ειδική Αγωγή/Σχολική ψυχολογία anaplirotes60.50.70.50@gmail.com Αλκμήνη Λαχανά Πρόεδρος Εμμανουέλλα Φύτρου Αντιπρόεδρος [1] UNESCO, (1994). The Salamanca Statement and Framework for Action on Special Needs Education. UNESCO, (2008). ‘Inclusive Education: The Way of the Future’, International Conference on Education, 48th session, Final Report. UNESCO, (2009). Towards inclusive education for children with disabilities: a guideline. Αθήνα, 30/05/15 Αριθ. Πρωτ.: 11 ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΩΝ – ΝΗΠΙΑΓΩΓΩΝ ΔΑΣΚΑΛΩΝ ΜΕ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΕΣ - ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΕΣ ΣΠΟΥΔΕΣ ΣΤΗΝ ΕΙΔΙΚΗ ΑΓΩΓΗ/ΣΧΟΛΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ Προς Το Υπουργείο Παιδείας Κοινοποίηση Βουλευτές του Ελληνικού Κοινοβουλίου Πρόεδρο και Μέλη Διαρκούς Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων Επιτροπές Παιδείας Κομμάτων Βουλής των Ελλήνων Συλλόγους Εκπαιδευτικών Π.Ε. ΔΣ της ΔΟΕ - Έντυπα, Ηλεκτρονικά και Τηλεοπτικά Μέσα Eνημέρωσης