Αρχική Ρυθμίσεις για την ανώτατη εκπαίδευσηΆρθρο 47: Θέματα αναπληρωτών εκπαιδευτικών πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσηςΣχόλιο του χρήστη Γρηγόρης Γιακοβής | 19 Ιουνίου 2015, 17:09
Υπουργείο Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Με αφορμή τις ανωτέρω νομοθετικές ρυθμίσεις, θεωρείται απαράδεκτος ο προωθούμενος διαχωρισμός γενικής και ειδικής εκπαίδευσης, μέσω της μη προσμέτρησης της αποκτηθείσης προϋπηρεσίας και στους δυο πίνακες γενικής. Τα τελευταία χρόνια, έχει δημιουργηθεί στην εκπαίδευση μια συγκεκριμένη πραγματικότητα, ένα συγκεκριμένο προηγούμενο. Δια νόμου, άτομα με προπτυχιακές σπουδές γενικής εκπαίδευσης μπορούσαν να στελεχώνουν τις δομές της ειδικής εκπαίδευσης, έχοντας λάβει κάποια επιπλέον εκπαίδευση γι' αυτόν ακριβώς τον σκοπό. Ο ίδιος δηλαδή ο νομοθέτης θεώρησε τα άτομα αυτά επαρκή όσον αφορά το επιστημονικό τους υπόβαθρο για να στελεχώνουν την ειδική εκπαίδευση, καλύπτοντας τεράστιες λειτουργικές ανάγκες ολόκληρων των δομών ειδικής αγωγής σε ολόκληρη τη χώρα. Ωστόσο, οι βασικές σπουδές αυτών των ατόμων είναι πάνω στη γενική εκπαίδευση. Μάλιστα, αυτά τα άτομα κατατάσσονται στον 2ο πίνακα αναπληρωτών ειδικής αγωγής, ενώ στον 1ο πίνακα κατατάσσονται οι απόφοιτοι τμημάτων ειδικής αγωγής. Οι παραπάνω αναφορές έχουν ως στόχο να καταδείξουν το πώς η παραπάνω ρύθμιση στην ουσία θέτει στο περιθώριο αυτήν την κατηγορία εκπαιδευτικών, που έχουν βασικό πτυχίο για να εργαστούν στη γενική εκπαίδευση, αλλά τόσα χρόνια έχουν προσφέρει (έχοντας τις απαραίτητες γνώσεις) τις υπηρεσίες τους στην ειδική εκπαίδευση τίθενται σε μειονεκτική θέση, τόσο στους πίνακες της ειδικής αγωγής, αφού εκεί προτάσσονται οι απόφοιτοι των σχετικών προπτυχιακών τμημάτων, όσο και στη γενική εκπαίδευση (που αποτελεί και το αντικείμενο των βασικών τους σπουδών), αφού λόγω συνθηκών εργάζονται στην ειδική εκπαίδευση, αλλά η προϋπηρεσία τους δεν προσμετράτε στη γενική εκπαίδευση, με αποτέλεσμα να «χάνουν συνεχώς έδαφος» έναντι των συναδέλφων τους, που εργάζονται στη γενική εκπαίδευση τα τελευταία χρόνια. Ανεξάρτητα από τα όσα αναφέρθηκαν έως τώρα, δε νοείται διαχωρισμός γενικής και ειδικής εκπαίδευσης, όσον αφορά τα βασικά χαρακτηριστικά της εν γένει εκπαιδευτικής διαδικασίας. Σαφώς και υπάρχουν κάποια διαφοροποιητικά στοιχεία, τα οποία όμως δεν αλλοιώνουν τον ενιαίο χαρακτήρα της εκπαίδευσης και της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Συνεπώς, είναι ανεπίτρεπτο να υιοθετείται ένας τέτοιος διαχωρισμός των εκπαιδευτικών κι ένας επακόλουθος διαχωρισμός της εκπαίδευσης. Υποτίθεται πως στόχος της εκπαίδευσης είναι η ένταξη και η συμπερίληψη. Αυτοί οι όροι δεν αναφέρονται αποκλειστικά στη μαθησιακή διαδικασία κι εκπαιδευτική πράξη, αλλά αφορούν και ένα ευρύτερο οργανωτικό επίπεδο. Έχουν να κάνουν με μια γενικότερη φιλοσοφία περί μη διαχωρισμού γενικής και ειδικής εκπαίδευσης. Αυτή η φιλοσοφία έχει υιοθετηθεί από το σύνολο των εκπαιδευτικών συστημάτων ανά τον κόσμο κι έχει αποτυπωθεί σε συγκεκριμένες νομοθετικές ρυθμίσεις, οι οποίες συνάδουν προς μια ενοποίηση κι όχι προς έναν διαχωρισμό. Η ανωτέρω ρύθμιση συνιστά και διάκριση εις βάρους των ατόμων με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, αφού θα συμβάλει σε μια αποθάρρυνση των εκπαιδευτικών της γενικής εκπαίδευσης να στελεχώνουν δομές της ειδικής αγωγής, αφού, όπως ήδη ειπώθηκε, θα παραμένουν σε δυσχερή θέση σε σύγκριση με τους συναδέλφους τους που εργάζονται κι αποκτούν προϋπηρεσία στη γενική εκπαίδευση. Έτσι, οι δομές αυτές, με τις τόσες λειτουργικές ανάγκες, και τα ίδια τα άτομα με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, υφίστανται ένα βαρύ πλήγμα, μια διάκριση εις βάρος τους, αφού παραβιάζεται η αρχή της ισότητας στην εκπαίδευση. Με βάση το σκεπτικό που αναπτύχθηκε, κρίνεται απαράδεκτος ο διαχωρισμός που πάει να «περάσει», με τη μη προσμέτρηση της προϋπηρεσίας στην ειδική αγωγή και στους πίνακες της γενικής αγωγής. Απευθύνεται έκκληση στους αρμοδίους να μην υλοποιηθεί αυτό, καθώς θα πληγεί η εκπαίδευση κι όσον αφορά το ουσιαστικό της περιεχόμενο, αλλά κι ως οικοδόμημα, αφού θα οδηγηθούμε σε συγκρούσεις και διαχωρισμούς, πράγμα απευκταίο γενικότερα και δη αυτήν την τόσο δύσκολη εποχή για τη χώρα, ενόψει των πολιτικο-οικονομικών εξελίξεων.