• Σχόλιο του χρήστη 'Βασίλης Τσάφος' | 2 Δεκεμβρίου 2009, 23:50

    Οι εξετάσεις των εκπαιδευτικών ή πώς υπονομεύεται μια διαδικασία επιλογής. Δέκα χρόνια συμπληρώθηκαν από τον πρώτο διαγωνισμό των εκπαιδευτικών που διοργάνωσε το Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού. Και είναι απορίας άξιο πώς μια δεκαετία δεν επήρκεσε για τη μετάβαση στη νέα πραγματικότητα. Γιατί σε οποιαδήποτε σύγχρονη, ευνομούμενη και ορθολογικά οργανωμένη πολιτεία δεν θα συνέχιζαν να ισχύουν επ’ αόριστον οι μεταβατικές ρυθμίσεις. Στη χώρα μας όμως καταφέραμε να βρεθούμε σταδιακά μπροστά σε ένα πολυσύνθετο - και γι’ αυτό σε αρκετές πτυχές του αδιαφανές - σύστημα επιλογής των εκπαιδευτικών. Τα ερωτήματα που προκύπτουν πολλά και σχεδόν όλα ρητορικά. Γιατί μετά από τόσα χρόνια συνεχίζει να καλύπτεται ακόμη μόνο το 60% των διορισμών από όσους κρίνονται επιτυχόντες στο διαγωνισμό; Γιατί, ενώ το ποσοστό μένει σταθερό, ο αριθμός όσων διορίζονται μέσω του διαγωνισμού μειώνεται; Πώς μπορούν να ελεγχθούν τόσοι άλλοι πίνακες υποψηφίων εκπαιδευτικών (ενιαίος πίνακας αναπληρωτών, εκπαιδευτικοί με προϋπηρεσία 30 μηνών, 24 μηνών…); Με ποια κριτήρια επιλέγονται οι εκπαιδευτικοί για την Πρόσθετη Διδακτική Στήριξη, που ως προϋπηρεσία τους δίνει τη δυνατότητα να εγγραφούν στη συνέχεια στον πίνακα των αναπληρωτών και σταδιακά να διοριστούν; Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς ότι για μια ακόμη φορά στο βωμό των πελατειακών σχέσεων και των μικροπολιτικών, μικροκομματικών σκοπιμοτήτων υπονομεύουμε – με εντυπωσιακή πράγματι συναίνεση - μια διαδικασία. Γιατί για αυτή την υπονόμευση δεν ευθύνεται μόνο η κ. Γιαννάκου, που ως Υπουργός Παιδείας τότε ανέτρεψε την πορεία μετάβασης στο νέο σύστημα. Ευθύνονται και όλοι όσοι, ενώ προασπίζονται τη νομιμότητα και τη διαφάνεια, ανέχονται την παράκαμψη των αντικειμενικών και διαφανών κριτηρίων. Αυτό το μισάνοικτο παράθυρο για το διορισμό των ημετέρων. Και αυτή είναι η μια πλευρά της υπονόμευσης. Υπάρχει και η άλλη, αυτή που αφορά τον ίδιο το διαγωνισμό και την επιστημονική του εγκυρότητα και αξιοπιστία. Γιατί δεν είναι δύσκολο κάποιος να διαπιστώσει ότι για μια δεκαετία τώρα ο διαγωνισμός, παρά τους προβληματισμούς που διατυπώθηκαν, κινείται στο πλαίσιο που από την αρχή είχε διαμορφωθεί. Ούτε η λογική των πολλαπλών επιλογών διαφοροποιείται, ή έστω αναμορφώνεται στην προοπτική μιας πιο διευρυμένης και λιγότερο σχολαστικής αξιολόγησης, ούτε περιορίζονται οι προβληματικές εκδοχές των θεμάτων. Για μια ακόμη φορά άλλωστε μπορούμε να θέσουμε τα ίδια ερωτήματα: «Σε ποιο βαθμό μπορούμε να πιστοποιήσουμε τη γνωστική επάρκεια του υποψηφίου φιλολόγου, όταν στο γνωστικό αντικείμενο της Ιστορίας ελέγχουμε τις γνώσεις του αποκλειστικά για γεγονότα και μάλιστα ήσσονος σημασίας, υποβαθμίζοντας έτσι την ικανότητά του να πραγματεύεται ευρύτερες περιόδους και αδιαφορώντας ουσιαστικά για την ιστορική του κρίση; Μήπως με αυτό τον τρόπο νομιμοποιούμε την απομνημονευτική πρακτική, που για δεκαετίες τώρα φαίνεται να υπονομεύει τη στοχοθεσία του μαθήματος και να αλλοιώνει τη φυσιογνωμία του; Πόσο επίσης μπορούμε να πιστοποιήσουμε την διδακτική ικανότητα του υποψηφίου, όταν στη διδακτική του μαθήματος των Αρχαίων Ελληνικών ελέγχουμε και πάλι τη γνωστική του και μόνο υποδομή (Ερώτημα 2α+β); Εκτός εάν επιστρέψαμε στην - προεπιστημονική μάλλον - αντίληψη ότι η γνωστική υποδομή εξασφαλίζει και τη διδακτική επάρκεια». Άρα και ο διαγωνισμός των εκπαιδευτικών πρέπει να αναμορφωθεί.