Αρχική Ρυθμίσεις για την ανώτατη εκπαίδευσηΆρθρο 47: Θέματα αναπληρωτών εκπαιδευτικών πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσηςΣχόλιο του χρήστη Μυρτώ | 22 Ιουνίου 2015, 21:30
Υπουργείο Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
το Διεθνή χώρο, τις τελευταίες δεκαετίες άρχισε να ΑΜΦΙΣΒΗΤΕΙΤΑΙ η ιδέα της ύπαρξης δυο διαφορετικών εκπαιδευτικών συστημάτων Γενικής και Ειδικής εκπαίδευσης. Η συγκεκριμένη κριτική οδήγησε πολλές χώρες στην ιδεολογία της συμπερίληψης των παιδιών που κρίθηκαν ως να έχουν ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες στις σχολικές μονάδες γενικής εκπαίδευσης. Σημαντικό σταθμό στην αποδοχή της συμπεριληπτικής εκπαίδευσης, αποτέλεσε η Διακήρυξη της Σαλαμάνκα (UNESCO, 1994). H νέα αυτή τάση στην εκπαίδευση έχει ως προϋπόθεση τη δημιουργία ενός σχολείου για ΟΛΟΥΣ. Το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα δεν πρέπει να μείνει αμέτοχο στις εξελίξεις που αφορούν την εκπαίδευση των μαθητών που κρίθηκαν ως να έχουν ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες. Έτσι, στα πλαίσια της συμπεριληπτικής εκπαίδευσης η εκπαίδευση αυτών των μαθητών δε θα πρέπει να αναγνωρίζεται ως ξεχωριστό και ανεξάρτητο από τη γενική εκπαίδευση σύστημα αλλά να έχει ως επίκεντρο την ΕΝΙΑΙΑ ΕΝΤΑΞΙΑΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ. Η θεσμοθέτηση χάσματος και ο ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΣ μεταξύ γενικής και ειδικής εκπαίδευσης και η αναγνώρισή τους ως ξεχωριστών συστημάτων και κλάδων αναπαράγει την ιδεολογία του αποκλεισμού, αποτελεί σοβαρότατο ΕΜΠΟΔΙΟ για την προώθηση της ΣΥΜΠΕΡΙΛΗΠΤΙΚΗΣ ΕΚΠΙΑΔΕΥΣΗΣ και αποτελεί εξ ορισμού διάκριση σε βάρος των μαθητών που κρίθηκαν ως να έχουν ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες. Η επιμονή στην δημιουργία παράλληλων θεσμών διαχωριστικής ειδικής αγωγής που νομιμοποιούν την απαλλαγή του γενικού σχολείου και του γενικού εκπαιδευτικού της τάξης από την υποχρέωση να προσαρμοστεί στις ανάγκες όλων των μαθητών, όχι μόνο δεν ενδυναμώνει το σύστημα της γενικής εκπαίδευση να ανταποκριθεί στις ανάγκες της συμπερίληψης αλλά, αντιθέτως, μειώνει την ανοχή της γενικής εκπαίδευσης στην ποικιλότητα/διαφορετικότητα των μαθητών αναπαράγοντας την πρακτική του αποκλεισμού ακόμη και μέσα στον ίδιο τον χώρο του γενικού σχολείου. Ένα συμπεριληπτικό εκπαιδευτικό σύστημα δεν είναι δυνατό να προωθεί το χάσμα στην εκπαίδευση των γενικών και ειδικών εκπαιδευτικών. Η αναγνώριση των εκπαιδευτικών ειδικής αγωγής, ως ξεχωριστού και πλήρως διακριτού από τους εκπαιδευτικούς γενικής αγωγής κλάδου στηρίζεται στην κατηγοριοποίηση των μαθητών σε φυσιολογικούς και αποκλίνοντες και ως εκ τούτου αποτελεί εξ ορισμού εμπόδιο στην ενταξιακή/συμπεριληπτική μεταρρύθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος. Οι Νηπιαγωγοί ΠΕ 60.50 & οι Δάσκαλοι ΠΕ 70.50 ανήκουν στον κλάδο ΠΕ70/ΠΕ60. Είναι δάσκαλοι και νηπιαγωγοί με ένα επιπρόσθετο τυπικό προσόν (σεμινάριο στην Ειδική Αγωγή, μεταπτυχιακό ή διδακτορικό τίτλο). Αυτόνομοι κλάδοι 70.50 και 60.50 δεν υπάρχουν. Η διαφύλαξη και η ενίσχυση του ΕΝΙΑΙΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ της ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ (ο οποίος είναι σαφής στην παράγραφο 1 του άρθρου 16 του νόμου 3699/2008) αποτελεί υποχρέωση της πολιτείας. Η ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ είναι ΕΝΙΑΙΑ. Η διάκριση μεταξύ Ειδικής- Γενικής αγωγής σε όλα τα επίπεδα (μαθητών, εκπαιδευτικών, σχολείων) αποτελεί σαφή παραβίαση του δικαιώματος των μαθητών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες για ισότιμη εκπαίδευση και δε ΣΤΗΡΙΖΕΤΑΙ ΣΕ ΚΑΜΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ. Η προϋπηρεσία των αναπληρωτών εκπαιδευτικών ΠΕ 60.50 και ΠΕ 70.50 πρέπει να προσμετράτε και στους δύο πίνακες (Γενικής και Ειδικής Αγωγής). Είναι επιτακτικής ανάγκης η τήρηση δικαιοσύνης και ίσης μεταχείριση στο χώρο της Εκπαίδευσης. H Εκπαίδευση είναι Ενιαία και ο κλάδος δεν πρέπει να διασπαστεί/ διαχωριστεί. Από την πιο πάνω ανάλυση προκύπτει ότι το Υπουργείο Παιδείας αποτελεί ένα σημαντικό ΕΜΠΟΔΙΟ στην εφαρμογή και αποτελεσματική λειτουργία της ΣΥΜΠΕΡΙΛΗΠΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣΗ εκπαίδευσης στην Ελλάδα. Προκειμένου να υλοποιηθεί το όραμα της συμπεριληπτικής εκπαίδευσης επιβάλλονται ριζικές αλλαγές τόσο στάσεων και συμπεριφοράς απέναντι στα παιδιά με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες όσο και σε θέματα συνεργασίας μεταξύ των εμπλεκομένων. Η αλλαγή εκπαιδευτικής πολιτικής και πρακτικής δεν αποτελεί δρόμο χωρίς εμπόδιο. Η συμπεριληπτική εκπαίδευση θεωρείται ένα από τα πιο φιλόδοξα εκπαιδευτικά σχήματα της εποχής και απαιτεί ριζοσπαστικές αλλαγές στη παραδοσιακή λειτουργία των σχολείων ώστε να λειτουργήσει αποτελεσματικά. Αλλαγές στην ιδεολογία, τη στάση, τη συμπεριφορά, την διδακτική προσέγγιση, και τον προγραμματισμό. Την ευθύνη για την μεθόδευση των αλλαγών αναμφίβολα επωμίζεται το Υπουργείο Παιδείας. Αρχικά, θεωρείται σημαντική η τοποθέτηση του κατάλληλου προσωπικού στις θέσεις των λειτουργών του Υπουργείου Παιδείας. Οι λειτουργοί αυτοί είναι καλό να είναι άτομα ικανά να βοηθήσουν στην επίλυση προβλημάτων και στη προώθηση καινοτομιών οι οποίες θα προωθήσουν την εφαρμογή της συμπεριληπτικής εκπαίδευσης. Δυστυχώς η Ελληνική πορεία προς την συμπεριληπτική εκπαίδευση χαράχθηκε κατά τις προηγούμενες δεκαετίες μέσα από την αποσπασματική και σε αρκετές περιπτώσεις, άκριτη υιοθέτηση πολιτικών και πρακτικών του εξωτερικού, χωρίς προηγούμενη ανάλυση των ιδιαίτερων συνθηκών της χώρας, χωρίς συστηματικό έλεγχο συνεπειών και αποτελεσμάτων και τελικά χωρίς πραγματικό ενδιαφέρον για την κατανόηση της συμπεριληπτικής φιλοσοφίας.