Αρχική Ρυθμίσεις για την ανώτατη εκπαίδευσηΆρθρο 45: Προγραμματισμός και κριτική αποτίμηση του εκπαιδευτικού έργου των σχολικών μονάδωνΣχόλιο του χρήστη ΣΚΕΦΤΟΜΑΣΤΕ ΚΡΙΤΙΚΑ | 24 Ιουνίου 2015, 00:10
Υπουργείο Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΠΟΥ ΒΙΩΝΟΥΜΕ… Είναι ένα σχολείο κλειστό… Κλειστό σε κάθε αντίληψη συλλογικής – ομαδικής δράσης τόσο μέσα στην τάξη, όσο και έξω από αυτήν. Οι όποιες ιδέες και πρωτοβουλίες των εκπαιδευτικών βρίσκονται στο περιθώριο. Κυριαρχούν τα κλειστά αναλυτικά προγράμματα, που καθορίζονται από την κεντρική εξουσία, μακριά από τους εκπαιδευτικούς και την κοινωνία. Κυριαρχεί η ομογενοποιημένη –μαζική σκέψη που εμπεδώνεται μέσα από το ανελαστικό πρόγραμμα σπουδών, την κατά παράδοση και τυποποιημένη διδακτική πορεία, τα τυποποιημένα εκπαιδευτικά προγράμματα, το ένα και μοναδικό εγχειρίδιο διδασκαλίας, που με την αγοραία σύνδεσή του με τα εμπορικά βοηθήματα των εκδοτικών οίκων καθορίζει κατά κανόνα το περιεχόμενο και τη μέθοδο διδασκαλίας. Είναι ένα κάθετο και ιεραρχικό σχολείο…ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΤΩΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΕΩΝ Όπου όλα δομούνται με προϊστάμενες ιεραρχίες και δεν υπάρχει κανένας ζωντανός θεσμός επικοινωνίας των εκπαιδευτικών. Οι σύλλογοι διδασκόντων μέρα με τη μέρα μετατρέπονται σε διακοσμητικά όργανα, που σπανίως συνεδριάζουν και ακόμα σπανιότερα αποφασίζουν. Ενώ, τόσο στο επίπεδο του συλλόγου διδασκόντων όσο και στο επίπεδο της εσωτερικής παιδαγωγικής σχέσης, κυριαρχούν συμπεριφορές επί αντιπαροχή (αξιολογήσεις, portfolio, βαθμοί, προγράμματα κ.ά.) Είναι ένα σχολείο της ποσότητας και της εντατικοποίησης… Όπου η γνώση έχει μετατραπεί σε τυποποιημένες και αποσπασματικές διδακτικές ποσότητες, που «πρέπει να διδαχθούν» και να «μαθευτούν» ως έχουν, χωρίς την άμεση ερευνητική συμμετοχή των μαθητών. Όπου η διδακτική πράξη από διαδικασία αναζήτησης εργαλείων για την ανακάλυψη της γνώσης μετατρέπεται σε διαδικασία υποκλοπής έτοιμων απαντήσεων από το μυαλό του διδάσκοντα. Εκπαιδευτικοί, μαθητές και γονείς σπαταλούν χιλιάδες ώρες δουλειάς και έντασης για μια ύλη που έτσι κι αλλιώς – με τη λογική που διέπει τα κλειστά αναλυτικά προγράμματα –σε μεγάλο βαθμό θα ξεχαστεί μέσα σε ελάχιστο χρόνο. Η σχολική γνώση αλλοτριώνεται και μετατρέπεται σε πληροφορία. Ο σχολικός χρόνος κατακερματίζεται και εντατικοποιείται. Το περιεχόμενο της γνώσης υποτάσσεται στις κυρίαρχες κοινωνικές «αξίες». Η φαντασία, η τέχνη, το απροσδόκητο, το παιχνίδι, το συναίσθημα απουσιάζουν. Είναι ένα σχολείο ταξικό… Όπου οι κοινωνικές σχέσεις κυριαρχίας εξασφαλίζουν τη συνέχειά τους, εξωθώντας τους μαθητές στη σχολική εγκατάλειψη. Ο σχολικός γλωσσικός κώδικας, η σχολική νοοτροπία, οι πολιτισμικές νόρμες που κυριαρχούν και, τέλος, οι οικονομικοί όροι του σχολικού ανταγωνισμού, που εξαντλούν τον οικογενειακό προϋπολογισμό, ελαχιστοποιούν την κοινωνική κινητικότητα και βάζουν τον καθένα εκεί που ορίζει «η μοίρα της κοινωνικής του θέσης». Ενώ στο επίπεδο αναπαραγωγής της κυρίαρχης Ιδεολογίας είναι ένα σχολείο που κυριαρχούν οι ιδεολογικές αποσιωπήσεις και αποκρύψεις. Από το 1997 με το νόμο 2525 και τη λεγόμενη «μεταρρύθμιση Αρσένη» ως και σήμερα, για περισσότερα από 15 χρόνια, με πυξίδα και έμπνευση τις νεοφιλελεύθερες – νεοσυντηρητικές εκπαιδευτικές πολιτικές που προωθεί η ΕΕ και ο ΟΟΣΑ και συγκεκριμένα, με τις ποικιλώνυμες αναδιαρθρώσεις που προωθήθηκαν – με ιδιαίτερη μάλιστα ένταση στα χρόνια της κρίσης- η εκπαίδευση βρέθηκε μπροστά σε μια δομική επίθεση που στόχους είχε: Ο άνθρωπος από εκπαιδευόμενος και εργαζόμενος να μετατραπεί σε καταρτίσιμο και απασχολήσιμο - που θα αλλάζει και δυο και τρεις δουλείες στη διάρκεια του εργασιακού του βίου. Το μορφωτικό αγαθό από κοινωνικό αίτημα να μετατραπεί σε εμπορικό προϊόν και το σχολείο σε επιχείρηση. Τα σχολεία, οι μαθητές και οι εκπαιδευτικοί να κατηγοριοποιηθούν οικοδομώντας ένα εκπαιδευτικό σύστημα πολλαπλών ταχυτήτων. Με κυρίαρχο εργαλείο για την επίτευξη αυτού του στόχου την ένταση των αξιολογικών διαδικασιών σε όλο το φάσμα της εκπαίδευσης – σχολικές μονάδες, εκπαιδευτικούς και μαθητές . Οι εργασιακές σχέσεις στην εκπαίδευση να ανατραπούν και να ελαστικοποιηθούν. Να ισχυροποιηθούν οι γραφειοκρατικές ιεραρχίες με απώτερο σκοπό τον έλεγχο και την ομοιομορφία του παραγόμενου εκπαιδευτικού έργου. Την ανάδυση στη θέση του δημόσιου, δωρεάν και καθολικού σχολείου, ενός ευέλικτου σχολείου της αγοράς και του κέρδους. Αυτή η στοχοθεσία διαμόρφωσε -στη διάρκεια όλων αυτών των χρόνων- μια σειρά από αρχές που καθόρισαν τις ασκούμενες εκπαιδευτικές πολιτικές και συνοψίζονται στα ακόλουθα: Η κρατική χρηματοδότηση για το δημόσιο σχολείο πρέπει να μειωθεί, Κάθε μορφωτικό σχέδιο για τις λαϊκές τάξεις είναι ξεπερασμένη φενάκη, δεν τους χρειάζεται, Η εκμάθηση μιας σειράς δεξιοτήτων τους αρκεί (από τα στοιχειώδη αγγλικά και τον χειρισμό κάποιων προγραμμάτων στον υπολογιστή ως την καλλιέργεια διάφορων “καλών τρόπων” από τη διατροφή ως την ανοχή της διαφοράς), Η μόρφωση είναι ατομική υπόθεση και κάθε οικογένεια θα μορφώνει τα παιδιά της στο μέτρο των δυνατοτήτων της. Έτσι τα κοινωνικά στρώματα υψηλού μορφωτικού και οικονομικού κεφαλαίου θα διαιωνίζουν την κυριαρχία τους (εργασιακά, κοινωνικά, ιδεολογικά, πολιτικά) φοιτώντας στα ιδιωτικά σχολεία, στα πρότυπα–πειραματικά, στα φροντιστήρια κ.λπ. Αφού δεν υπάρχει ενιαίο μορφωτικό σχέδιο δεν υπάρχει και ανάγκη ενιαίου σχολείου, ας δημιουργηθούν σχολεία διαφορετικών ταχυτήτων (κλασσικά, ΕΑΕΠ, πρότυπα – πειραματικά), ας αναπτυχθεί ένα αρχιπέλαγος «καινοτόμων προγραμμάτων» και ειδικών ημερών του κοινωνικού σχολείου, το εκπαιδευτικό δυναμικό που εμμένει σε «ξεπερασμένες ιδέες» περί μόρφωσης και γνώσης θα πειθαρχήσει με τον αξιολογικό μηχανισμό, ο ιδανικός τρόπος λειτουργίας όλων των δημόσιων υπηρεσιών (και των σχολείων) είναι αυτός των επιχειρήσεων, με το διευθυντικό δικαίωμα, την ιεραρχία, το συνεχή γραφειοκρατικό έλεγχο, την ανισότητα των μισθών, τον ανταγωνισμό, την ανασφάλεια και την υπαγωγή όλων στο ατομικό όφελος. καθετί που εξυπηρετεί την (υπό υπουργικό έλεγχο) απορρόφηση των κονδυλίων των ΕΣΠΑ είναι νόμιμο, θεμιτό και έχει προτεραιότητα έναντι κάθε άλλης ανάγκης. Η εκπαιδευτική πολιτική που βασίζεται στις αρχές αυτές έχει προσελκύσει και το προσωπικό της. Δίπλα και γύρω από το δημόσιο σχολείο διαμορφώθηκε αργά αλλά σταθερά μια ολόκληρη μαφία από πανεπιστημιακούς συμβούλους, υπουργικούς μανδαρίνους, σχολάρχες, ιδιοκτήτες φροντιστηρίων, εκδότες σχολικών βοηθημάτων, μάνατζερ εταιριών με εκπαιδευτικό λογισμικό, μεγαλοεπιχειρηματίες – χορηγούς. Αυτή είναι η πραγματική ατμομηχανή των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων, των «μεταρρυθμίσεων» της Διαμαντοπούλου και του Λοβέρδου. Τα εντατικά φροντιστήρια γύρω από την προετοιμασία των μαθητών για τις εξετάσεις επιλογής για τα πρότυπα – πειραματικά και την Τράπεζα Θεμάτων αποδεικνύουν ότι η ανώτερη γραφειοκρατία του υπουργείου και η επιχειρηματική παραπαιδεία συνεργάζονται αποτελεσματικά στην εφαρμογή της κυβερνητικής πολιτικής, διαμορφώνουν νέες μεγάλες δεξαμενές μαθητικής πελατείας και ορθώνουν αξεπέραστους φραγμούς για το «μαθητικό πόπολο». ΚΑΜΙΑ ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ Δεν νοσταλγούμε το παρελθόν του δημόσιου σχολείου ούτε αγωνιζόμαστε για την επαναφορά του. Επρόκειτο για μια διαφορετική εκδοχή ενός σχολείου ταξικού, συντηρητικού, με πολλαπλές, ρητές ή άρρητες, διαδικασίες αποκλεισμού και διαφοροποίησης στο εσωτερικό του. Ενός σχολείου που βασίλευε η αποστήθιση και κυριαρχούσαν φαινόμενα σχολικής αποτυχίας, ταξικών φραγμών και παραπαιδείας. Ενός σχολείου ρουτίνας, που έβαζε στο περιθώριο κάθε ίχνος φαντασίας και δημιουργικότητας. Βέβαια, στα πλαίσια αυτού του σχολείου και κάτω από την πίεση του κινήματος, αποτυπωνόταν θετικά ο κοινωνικός και ταξικός συσχετισμός της προηγούμενης περιόδου: η σημαντική επίδραση των θεσμοθετημένων συλλογικών οργάνων που διαμόρφωναν ένα επίπεδο δημοκρατικής λειτουργίας, ένας βαθμός παιδαγωγικής αυτονομίας, μια κουλτούρα ανθρωπιστικής παιδείας και ένα αυξημένο ενδιαφέρον από το σώμα των εκπαιδευτικών για τα «παιδιά των πίσω θρανίων» που μεταφραζόταν σε διδακτικούς αυτοσχεδιασμούς και εκπαιδευτικά αιτήματα για την υποστήριξή τους. Όλα αυτά δεν είναι για πέταμα, κάθε άλλο. Αποτελούν κομμάτι μιας σημαντικής παράδοσης που πεισματικά αντιστέκεται στη νέα εποχή της εκπαιδευτικής νεοφιλελεύθερης ζούγκλας. Ωστόσο, απαιτείται να συνδεθούν σήμερα με ένα νέο προγραμματικό και οραματικό λόγο για το δημόσιο δωρεάν σχολείο των όλων και των ίσων. Διαφορετικά θα χαρακτηριστούν εξαιρέσεις, ανθρωπιστικά και συναισθηματικά υπολείμματα στα πλαίσια μιας "σοβαρής" και "επαγγελματικής" εργασίας που πρέπει να επιβιώσει και να προχωρήσει σε ένα εξαιρετικά ανταγωνιστικό περιβάλλον χωρίς τα βαρίδια του ρομαντισμού. ΑΝΙΧΝΕΥΟΝΤΑΣ ΜΙΑ ΛΑΪΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ Σήμερα χρειαζόμαστε ένα νέο μορφωτικό/κοινωνικό σχέδιο για το δημόσιο δωρεάν σχολείο – αναπόσπαστο τμήμα μιας συνολικότερης στρατηγικής ριζικής κοινωνικής και εκπαιδευτικής χειραφέτησης. Ονειρευόμαστε ένα σχολείο που θα αναμετριέται με όλες τις αντιφάσεις που διαπερνούν το σημερινή εκπαίδευση και δεν θα τις αναπαράγει (με νέες μορφές) σε βάρος των λαϊκών συμφερόντων. Οι αντιφάσεις αυτές είναι άλλοτε αντιφάσεις της ίδιας της καπιταλιστικής κοινωνίας και άλλοτε προέρχονται από τις ιδιαιτερότητες της ειδικής δραστηριότητας «μόρφωση». Ανάμεσα τους αναφέρουμε: την αντίφαση μεταξύ χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας (σε ένα πρώτο επίπεδο την κυριαρχία των πιστοποιητικών της πνευματικής εργασίας επί κάθε μορφωτικού σχεδίου και τη μετατροπή του σχολείου σε προπονητήριο και πίστα αγώνων για την απόκτησή τους), τη σχέση μεταξύ της πειθαρχίας που απαιτεί η γνώση και του σεβασμού της παιδικής ηλικίας, την αντίφαση ανάμεσα στην καλλιέργεια της κριτικής σκέψης ταυτόχρονα με την ανάπτυξη των αξιών της ισότητας και της ελευθερίας, την ένταση μεταξύ της μόρφωσης ως ένα έργο που είναι αδύνατο να υπαχθεί σε όποια ποσοτικοποίηση χωρίς να διαστραφεί και της ανάγκης που έχουμε οι εκπαιδευτικοί να αναστοχαζόμαστε τη δουλειά μας και να αποτιμούμε τις μεθόδους και τα εργαλεία μας σε συνεργασία με τους εκπαιδευόμενους, τη δύσκολη σύνθεση του σεβασμού της τοπικής «λαϊκής» κουλτούρας αλλά και της υπέρβασης της στο πλαίσιο της επιστήμης και των μεθόδων της, της ανάγκης για ένα ενιαίο μορφωτικό σχέδιο για όλα τα παιδιά με την παράλληλη ανάγκη αναγνώρισης των προσωπικών επιθυμιών και κλίσεων, του στόχου το σχολείο να οδηγεί σε πραγματική μορφωτική ισότητα αντί για την ισότητα ευκαιριών που μετατρέπει σε μορφωτική την κοινωνική ανισότητα, σε μια κοινωνία που παραμένει άνιση και εκμεταλλευτική Θα ήταν ανόητο να προσπαθήσει κανείς να περιγράψει τη μορφή που θα δώσει στο σχολείο η λύση αυτών των αντιφάσεων. Κάτι τέτοιο αποτελεί έργο κοινωνικών δυνάμεων που ξεπερνούν ακόμη και τη δυνατότητά μας να τις συλλάβουμε. Μπορούμε ωστόσο στη βάση αυτού του ονείρου να διαμορφώσουμε μια σειρά αρχών εκπαιδευτικής (και όχι μόνο) πολιτικής στην βάση των οποίων θα δοκιμάζονται συγκεκριμένες αλλαγές και μέτρα που θα αλλάζουν το σημερινό σχολείο στην κατεύθυνση του απώτερου στόχου. ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΓΙΑ ΜΙΑ ΛΑΪΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ Η μορφωτική ισότητα είναι δυνατή και αποτελεί θεμέλιο στόχο για το σύνολο της λαϊκής εκπαιδευτικής πολιτικής. Αυτός ο θεμέλιος στόχος προϋποθέτει την οριστική ρήξη με τα ιδεολογήματα των «ίσων ευκαιριών» και της «αξιοκρατίας» και απαιτεί την κρατική στήριξη όλων εκείνων που συνήθως αποτυγχάνουν στα σχολεία μας και την κινητοποίηση της ζωντανής εκπαίδευσης. Κοινωνικές και εκπαιδευτικές πολιτικές που προχωρούν σε θετικές διακρίσεις υπέρ των μαθητών που αντιμετωπίζουν περισσότερες δυσκολίες, είναι η αρχή στη μάχη αυτή. Το σχολείο έχει ανάγκη από ένα ενιαίο μορφωτικό σχέδιο ικανό να εμπνεύσει τον καθημερινό μορφωτικό αγώνα στο σχολείο. Ο αγώνας αυτός δεν είναι ιδιωτική υπόθεση των μαθητών και των οικογενειών τους ούτε επαγγελματική υπόθεση των εκπαιδευτικών. Είναι υπόθεση της κοινωνίας (δηλαδή των ταξικών συσχετισμών), αφού μόνο η επιτυχής έκβαση του μπορεί να εγγυηθεί το δημοκρατικό μέλλον. Συνεπώς η χρηματοδότησή του δεν μπορεί παρά να είναι αποκλειστικά δημόσια. Ο ενιαίος χαρακτήρας του μορφωτικού σχεδίου θεμελιώνεται στην ανάγκη μιας κοινής μορφωτικής βάσης του λαού, που θα αποτυπώνει την ηγεμονία των αξιών της ισότητας και της ελευθερίας και θα εξασφαλίζει σε όλους εκείνα τα διανοητικά εργαλεία που θα καθιστούν αδύνατη τη χειραγώγηση των συνειδήσεων. Η μόρφωση, ως ένας στόχος που ξεπερνά την απλή κατοχή γνώσεων, ενώ ταυτόχρονα την εμπεριέχει, δεν μπορεί να επιδιωχθεί από ιεραρχικούς - γραφειοκρατικούς μηχανισμούς που στηρίζονται στον γραφειοκρατικό έλεγχο και τη μέτρηση. Το ίδιο ισχύει και για το λαϊκό μορφωτικό σχέδιο ως ένα πρωτότυπο έργο που δεν μπορεί παρά να στηριχθεί και στην παιδαγωγική ελευθερία και την αυτονομία των δασκάλων που συνειδητά στρατεύονται στη συλλογική εργασία για την επιτυχία του. Ακόμη όμως και στο επίπεδο της απλής κατοχής γνώσεων ο γραφειοκρατικός έλεγχος και οι τεχνικές των τεστ διαστρέφουν τη διδασκαλία ιδιαίτερα όταν μετατρέπονται σε κρίσιμα σταυροδρόμια ελέγχου της «αξίας» μαθητών και δασκάλων. ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΚΙΝΟΥΝΤΑΙ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΩΝ ΑΡΧΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥ ΟΡΑΜΑΤΟΣ Οι διεκδικήσεις μας στα πλαίσια των αρχών εκπαιδευτικής πολιτικής που προτείνουμε και στην κατεύθυνση που επιβάλλει το γενικότερο όραμα μας είναι αποτελέσματα της δράσης και των περιορισμών που αυτή έχει. Οι αγώνες ενάντια στην αξιολόγηση αποτελούν την βασική πηγή για τη διαμόρφωσή τους. Αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι δεν κατορθώσαμε τον ατομικό καθημερινό αγώνα που δίνουμε στην τάξη να τον κάνουμε πολιτική και συλλογική υπόθεση. Είναι κάτι που μένει για το επόμενο διάστημα. Πριν παραθέσουμε τις ελάχιστες ακόμη διεκδικήσεις μας ας το πούμε ξεκάθαρα. Πραγματικές διεκδικήσεις για το σχολείο θα υπάρξουν στο βαθμό που υπάρξουν πραγματικοί συλλογικοί αγώνες για το περιεχόμενο της δουλειάς μας. Χωρίς τη πολιτικοποίηση και τη συλλογική οργάνωση του καθημερινού αγώνα της τάξης, οι διεκδικήσεις που θα προκύψουν από ομάδες μελέτης και εργασίας, μπορεί να αποτελέσουν άψυχα αιτήματα που θα διακοσμούν το λόγο της Ομοσπονδίας ή και κρατική εκπαιδευτική πολιτική. Όμως δεν θα μπορέσουν ποτέ να αποτελέσουν πραγματικά αιτούμενα. Με αυτή την έννοια οι διεκδικήσεις μας αντικατοπτρίζουν τους αγώνες μας. Η επιδίωξη για ένα δημοκρατικό σχολείο για να είναι ρεαλιστική απαιτεί τη συμμετοχή των εκπαιδευτικών στη δημιουργία του, ενώ για να γίνει πράξη χρειάζεται το μυαλό και την ψυχή τους. Δημοκρατικό σχολείο σημαίνει ισότητα των εκπαιδευτικών, εμπιστοσύνη, παιδαγωγική ελευθερία, συλλογική λειτουργία και ευθύνη. Σημαίνει ότι ο σύλλογος διδασκόντων απόκτα κεντρικό και κυρίαρχο ρόλο στην διοικητική και παιδαγωγική λειτουργία του σχολείου. Απαιτεί διευθυντή/συντονιστή, αιρετό και ανακλητό συνάδελφο που θα έχει διδακτικά καθήκοντα και τις ίδιες απολαβές με όλους τους υπόλοιπους εκπαιδευτικούς και ανώτατο όριο θητείας. Όλες οι διεκδικήσεις για την κατάργηση του αξιολογικού πλέγματος πρέπει να συμπληρώνονται και από μια πρόταση για τη συλλογική λειτουργία της σχολικής κοινότητας. Συλλογική λειτουργία που καθορίζεται από τα μέλη της σχολικής κοινότητας και δεν ετεροπροσδιορίζεται από ένα πλέγμα τυπικών και έξωθεν θεσμοθετημένων διαδικασιών. Συλλογική λειτουργία αυτορρύθμισης στο εσωτερικό της σχολικής κοινότητας, από αυτήν για αυτήν, χωρίς ποσοτικοποιήσεις με ενεργητική την συμμετοχή εκπαιδευτικών, γονιών και μαθητών με βάση τη διακριτότητα των ρόλων τους. Κάθε προσπάθεια αποτελεσματικών αντισταθμιστικών εκπαιδευτικών πολιτικών με στόχο τη μορφωτική ισότητα – που περιγράψαμε πιο πάνω- απαιτεί την ρήξη με τον απαξιωμένο στη συνείδηση των εκπαιδευτικών θεσμό του Σχολικού Συμβούλου και τη διεκδίκηση νέων συμβουλευτικών δομών που θα γεφυρώνουν το χάσμα ανάμεσα στο σχολείο και τον άμεσο κοινωνικό περίγυρό του. Η αναγκαιότητα για την παραγωγή, στα πλαίσια της εκπαιδευτικής πράξης, κοινωνικά χρήσιμων αποτελεσμάτων απο την μια και η επιδίωξη για την παραγωγή χαράς μέσα από την γνώση από την άλλη θεμελιώνουν μια κεντρική αντίφαση. Η λύση αυτής της αντίφασης, αν και είναι δύσκολο εδώ να περιγραφεί, δεν μπορεί παρά να περνά μέσα από διεκδικήσεις για λιγότερη ύλη και νέα αναλυτικά προγράμματα. Ένα κίνημα κοινωνικής χειραφέτησης και ριζοσπαστικής κριτικής παιδαγωγικής, δεν μπορεί να μένει αδιάφορο απέναντι στα άμεσα προβλήματα που θέτει η διδακτική πράξη. Πολύ περισσότερο, οφείλει να δίνει συλλογικές διεξόδους και ριζοσπαστικές απαντήσεις στις ατομικές προσπάθειες αμφισβήτησης του επίσημου αναλυτικού προγράμματος ή υπέρβασης των σχολικών εγχειριδίων. Ας αναφέρουμε το παράδειγμα των μαθηματικών της ε΄ δημοτικού ή της ιστορίας της στ΄ δημοτικού. Οι συλλογικές προσπάθειες παρέμβασης, με τα αντιπολεμικά μαθήματα, το υλικό για τις σχολικές γιορτές, την πρωτομαγιά, το ρατσισμό, το περιβάλλον, την ιστορία της στ΄ δημοτικού, αποτελούν έμπρακτα δείγματα συλλογικής αμφισβήτησης της κυρίαρχης παιδαγωγικής.