Παρακαλώ τους αρμοδίους να λάβουν υπόψη την κριτική που παραθέτω στον υπό διαβούλευση νόμο του Υπουργείου Παιδείας και συγκεκριμένα σχετικά με την 3.17. παράγραφο που αντικαθιστά τον 3 του άρθρου 23 του ν.4009/2011 (Α’ 195) με ακόμα πιο δυσβάστακτες υποχρεώσεις σχετικά με: «Αμοιβές των μελών ΔΕΠ πλήρους απασχόλησης οι οποίοι ασκούν ιδιωτικώς επάγγελμα σε δική τους επαγγελματική στέγη. Η ανωτέρω παρακράτηση αποτελεί πόρο του Ειδικού Λογαριασμού Κονδυλίων Έρευνας του οικείου Α.Ε.Ι.
Η άποψη μου είναι πως πρόκειται για παρακράτηση η οποία, με τη μορφή αυτή, δεν γίνεται πουθενά στο κόσμο. Η επιβολή οιασδήποτε «αντικαταβολής» και μάλιστα με μορφή μπερδεμένη, στο υπέρογκο ποσοστό 10% επί των ακαθαρίστων αποδοχών, σε όσους Πανεπιστημιακούς ασκούν ελευθέριο επάγγελμα, σε δικούς τους χώρους, είναι αδιανόητη και αντισυνταγματική.
Η διάταξη αυτή θα μπορούσε να θεωρηθεί λογική και να ισχύει σε περιπτώσεις ΔΕΠ που εργάζονται και αμείβονται ιδιωτικά σε δημόσιους φορείς και χρησιμοποιούν τους χώρους, τον εξοπλισμό και το προσωπικό του δημόσιου φορέα (Νοσοκομεία) η και σε περιπτώσεις «Group practice» (όπως γίνεται στο εξωτερικό) μελών ΔΕΠ εντός Πανεπιστημιακών κλινικών.
Είναι παράλογο να καταβάλλεται «ποσοστό» στο Πανεπιστήμιο, χωρίς να χρησιμοποιούνται ούτε οι υποδομές του ούτε το προσωπικό του. Αντίθετα, τα μέλη ΔΕΠ έχουν επενδύσει προσωπικά κεφάλαια σε εξοπλισμό και η εργασία τους αυτή γίνεται εκτός και πέραν των ωρών του Πανεπιστημίου και των υποχρεώσεών τους. Επί πλέον, ο τίτλος του μέλους ΔΕΠ, αποτελεί καρπό προσωπικής προσπάθειας και μόχθου του καθενός ξεχωριστά και σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί τίτλο για τον οποίο το πανεπιστήμιο η το κράτος δικαιούται κέρδος, με βάση όχι μόνο τους περί δικαίου κανόνες άλλα και τους νόμους της ηθικής. Η προχειρότητα και η επιπολαιότητα που χαρακτηρίζει το νόμο, φαίνεται και απο το ότι τόσα χρόνια όλοι ανεξαιρέτως οι υπουργοί τον τροποποιούν και μάλιστα χωρίς επιτυχές αποτέλεσμα. Στο σημείο αυτό σας επισημαίνω ότι δεν κάνει καν διάκριση σε όσους κάνουν ελεύθερο επάγγελμα χωρίς έξοδα και υποδομές από αυτούς που έχουν επενδύσει και δαπανούν πολλά χρήματα σε εξοπλισμούς και συντήρησή τους, όπως τα Οδοντιατρεία.
Τα μέλη ΔΕΠ της Οδοντιατρικής εργάζονται πυρετωδώς σε προπτυχιακό και μεταπτυχιακό επίπεδο με αρμοδιότητες Διδακτικές, Κλινικές, Ερευνητικές και Διοικητικές, με απολαβές μόνον επί του Προπτυχιακού, μη έχοντας εγείρει καμιά αξίωση για τη συμμετοχή τους στη διδασκαλία και Κλινική συμμετοχή στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα. Η επιλογή του κάθε επιστήμονα να γίνει Πανεπιστημιακός έγινε επί τη βάσει της υπάρχουσας δυνατότητας να κάνει και ελεύθερο επάγγελμα, λόγω των πενιχρών αμοιβών σε σχέση με το εξωτερικό, γι’ αυτό και επένδυσε χρήματα για κάτι τέτοιο. Παράλληλα τα μέλη ΔΕΠ ουδέποτε αξίωσαν αποζημίωση επί του Κλινικού έργου το οποίο παρέχουν όπως αυτό ορθώς γίνεται σε άλλες Σχολές για Κλινικό έργο και εφημερίες.
Από την Κλινική παρουσία του διδακτικού προσωπικού εισρέουν κάθε χρόνο πολλές εκατοντάδες χιλιάδες ΕΥΡΩ που σε ετήσια βάση φτάνουν και ξεπερνούν, με αυξητική τάση μάλιστα, κυρίως λόγω της ποιότητας του προσφερόμενου έργου τις 900000 ευρώ. Το ποσόν αυτό, παρακρατουμένου του 15% από τον ΕΛΚΕ, αποδίδεται αυτούσιο στην εκπαίδευση καθώς και στη μισθοδοσία πολλών δεκάδων διοικητικών υπαλλήλων και προσωπικού υποστήριξης και δεν επιτρέπεται καμιά εκτροπή προς άλλη κατεύθυνση όπως χρηματοδότηση συμμετοχής σε συνέδρια , κλπ.
Οι παρούσες ασφυκτικές οικονομικές συνθήκες και κυρίως η επί πενταετία οικονομική ύφεση που χαρακτηρίζει την Οδοντιατρική έχει δημιουργήσει, ιδιαίτερα εκτεταμένα μάλιστα για τους Πανεπιστημιακούς, σοβαρά προβλήματα στη σχέση εσόδων - εξόδων από την άσκηση ελευθέρου επαγγέλματος. Συγκεκριμένα, οι πανεπιστημιακοί ενώ λειτουργούν τα ιατρεία με μειωμένο ωράριο λόγω αφενός των υποχρεώσεών τους και αφετέρου του υφιστάμενου Νόμου περί λειτουργίας των ιατρείων συνολικά 8 ώρες εβδομαδιαίως που κατανέμονται σε 2 τετράωρα , υποχρεούνται να έχουν πλήρεις υποδομές και επάρκεια υλικών και υπηρεσιών, για τόσο περιορισμένο έργο.
Για όλους αυτούς τους λόγους που ανέφερα, αλλά και σωρεία άλλων, νομικού κυρίως ενδιαφέροντος, το σύνολο των Μελών ΔΕΠ της Οδοντιατρικής Σχολής Αθηνών, διαφωνούν πλήρως με τη συγκεκριμένη Νομοθεσία και παρακαλούν τους υπεύθυνους φορείς να νομοθετήσουν λογικά, ψύχραιμα και αντικειμενικά, αφαιρώντας αυτό το αγκάθι από το νέο νόμο, το οποίο ενώ ουσιαστικά δεν προσφέρει τίποτα πουθενά, στις παρούσες συνθήκες, αδικεί κατάφορα και δυσκολεύει ακόμα περισσότερο τη λειτουργία, όχι μόνο ξεχωριστά, κάθε ενός μέλους ΔΕΠ της Οδοντιατρικής Αθηνών αλλά και συνολικά της Σχολής μας, μιας εξαιρετικής Σχολής σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, με ποικίλο μάλιστα και ογκώδες έργο κοινωνικής προσφοράς.
Παρακαλώ τους αρμοδίους να λάβουν υπόψη την κριτική που παραθέτω στον υπό διαβούλευση νόμο του Υπουργείου Παιδείας και συγκεκριμένα σχετικά με την 3.17. παράγραφο που αντικαθιστά τον 3 του άρθρου 23 του ν.4009/2011 (Α’ 195) με ακόμα πιο δυσβάστακτες υποχρεώσεις σχετικά με: «Αμοιβές των μελών ΔΕΠ πλήρους απασχόλησης οι οποίοι ασκούν ιδιωτικώς επάγγελμα σε δική τους επαγγελματική στέγη. Η ανωτέρω παρακράτηση αποτελεί πόρο του Ειδικού Λογαριασμού Κονδυλίων Έρευνας του οικείου Α.Ε.Ι. Η άποψη μου είναι πως πρόκειται για παρακράτηση η οποία, με τη μορφή αυτή, δεν γίνεται πουθενά στο κόσμο. Η επιβολή οιασδήποτε «αντικαταβολής» και μάλιστα με μορφή μπερδεμένη, στο υπέρογκο ποσοστό 10% επί των ακαθαρίστων αποδοχών, σε όσους Πανεπιστημιακούς ασκούν ελευθέριο επάγγελμα, σε δικούς τους χώρους, είναι αδιανόητη και αντισυνταγματική. Η διάταξη αυτή θα μπορούσε να θεωρηθεί λογική και να ισχύει σε περιπτώσεις ΔΕΠ που εργάζονται και αμείβονται ιδιωτικά σε δημόσιους φορείς και χρησιμοποιούν τους χώρους, τον εξοπλισμό και το προσωπικό του δημόσιου φορέα (Νοσοκομεία) η και σε περιπτώσεις «Group practice» (όπως γίνεται στο εξωτερικό) μελών ΔΕΠ εντός Πανεπιστημιακών κλινικών. Είναι παράλογο να καταβάλλεται «ποσοστό» στο Πανεπιστήμιο, χωρίς να χρησιμοποιούνται ούτε οι υποδομές του ούτε το προσωπικό του. Αντίθετα, τα μέλη ΔΕΠ έχουν επενδύσει προσωπικά κεφάλαια σε εξοπλισμό και η εργασία τους αυτή γίνεται εκτός και πέραν των ωρών του Πανεπιστημίου και των υποχρεώσεών τους. Επί πλέον, ο τίτλος του μέλους ΔΕΠ, αποτελεί καρπό προσωπικής προσπάθειας και μόχθου του καθενός ξεχωριστά και σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί τίτλο για τον οποίο το πανεπιστήμιο η το κράτος δικαιούται κέρδος, με βάση όχι μόνο τους περί δικαίου κανόνες άλλα και τους νόμους της ηθικής. Η προχειρότητα και η επιπολαιότητα που χαρακτηρίζει το νόμο, φαίνεται και απο το ότι τόσα χρόνια όλοι ανεξαιρέτως οι υπουργοί τον τροποποιούν και μάλιστα χωρίς επιτυχές αποτέλεσμα. Στο σημείο αυτό σας επισημαίνω ότι δεν κάνει καν διάκριση σε όσους κάνουν ελεύθερο επάγγελμα χωρίς έξοδα και υποδομές από αυτούς που έχουν επενδύσει και δαπανούν πολλά χρήματα σε εξοπλισμούς και συντήρησή τους, όπως τα Οδοντιατρεία. Τα μέλη ΔΕΠ της Οδοντιατρικής εργάζονται πυρετωδώς σε προπτυχιακό και μεταπτυχιακό επίπεδο με αρμοδιότητες Διδακτικές, Κλινικές, Ερευνητικές και Διοικητικές, με απολαβές μόνον επί του Προπτυχιακού, μη έχοντας εγείρει καμιά αξίωση για τη συμμετοχή τους στη διδασκαλία και Κλινική συμμετοχή στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα. Η επιλογή του κάθε επιστήμονα να γίνει Πανεπιστημιακός έγινε επί τη βάσει της υπάρχουσας δυνατότητας να κάνει και ελεύθερο επάγγελμα, λόγω των πενιχρών αμοιβών σε σχέση με το εξωτερικό, γι’ αυτό και επένδυσε χρήματα για κάτι τέτοιο. Παράλληλα τα μέλη ΔΕΠ ουδέποτε αξίωσαν αποζημίωση επί του Κλινικού έργου το οποίο παρέχουν όπως αυτό ορθώς γίνεται σε άλλες Σχολές για Κλινικό έργο και εφημερίες. Από την Κλινική παρουσία του διδακτικού προσωπικού εισρέουν κάθε χρόνο πολλές εκατοντάδες χιλιάδες ΕΥΡΩ που σε ετήσια βάση φτάνουν και ξεπερνούν, με αυξητική τάση μάλιστα, κυρίως λόγω της ποιότητας του προσφερόμενου έργου τις 900000 ευρώ. Το ποσόν αυτό, παρακρατουμένου του 15% από τον ΕΛΚΕ, αποδίδεται αυτούσιο στην εκπαίδευση καθώς και στη μισθοδοσία πολλών δεκάδων διοικητικών υπαλλήλων και προσωπικού υποστήριξης και δεν επιτρέπεται καμιά εκτροπή προς άλλη κατεύθυνση όπως χρηματοδότηση συμμετοχής σε συνέδρια , κλπ. Οι παρούσες ασφυκτικές οικονομικές συνθήκες και κυρίως η επί πενταετία οικονομική ύφεση που χαρακτηρίζει την Οδοντιατρική έχει δημιουργήσει, ιδιαίτερα εκτεταμένα μάλιστα για τους Πανεπιστημιακούς, σοβαρά προβλήματα στη σχέση εσόδων - εξόδων από την άσκηση ελευθέρου επαγγέλματος. Συγκεκριμένα, οι πανεπιστημιακοί ενώ λειτουργούν τα ιατρεία με μειωμένο ωράριο λόγω αφενός των υποχρεώσεών τους και αφετέρου του υφιστάμενου Νόμου περί λειτουργίας των ιατρείων συνολικά 8 ώρες εβδομαδιαίως που κατανέμονται σε 2 τετράωρα , υποχρεούνται να έχουν πλήρεις υποδομές και επάρκεια υλικών και υπηρεσιών, για τόσο περιορισμένο έργο. Για όλους αυτούς τους λόγους που ανέφερα, αλλά και σωρεία άλλων, νομικού κυρίως ενδιαφέροντος, το σύνολο των Μελών ΔΕΠ της Οδοντιατρικής Σχολής Αθηνών, διαφωνούν πλήρως με τη συγκεκριμένη Νομοθεσία και παρακαλούν τους υπεύθυνους φορείς να νομοθετήσουν λογικά, ψύχραιμα και αντικειμενικά, αφαιρώντας αυτό το αγκάθι από το νέο νόμο, το οποίο ενώ ουσιαστικά δεν προσφέρει τίποτα πουθενά, στις παρούσες συνθήκες, αδικεί κατάφορα και δυσκολεύει ακόμα περισσότερο τη λειτουργία, όχι μόνο ξεχωριστά, κάθε ενός μέλους ΔΕΠ της Οδοντιατρικής Αθηνών αλλά και συνολικά της Σχολής μας, μιας εξαιρετικής Σχολής σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, με ποικίλο μάλιστα και ογκώδες έργο κοινωνικής προσφοράς.