Θα ήθελα να εστιάσω την προσοχή μου στις εξελίξεις των ακαδημαϊκών που κατέχουν μη μόνιμες θέσεις (Λέκτορες και Επίκουροι), καθώς σε αυτές τις βαθμίδες οι εξελίξεις είναι μονόδρομος: είτε εξελίσσεσαι εντός συγκεκριμένων χρονικών ορίων είτε φεύγεις. Για να παταχθεί η δημιουργία κυκλωμάτων που στην ουσία μονιμοποιούσαν ακαδημαϊκούς αποκλειστικά ελέω διαπλοκής και χωρίς σύνδεση με την επιστημονική τους πορεία, στον νόμο Γιαννάκου (και στον νόμο Διαμαντοπούλου) προβλέφθηκε η ανοιχτή διαδικασία εξέλιξης. Δηλαδή ο ενδιαφερόμενος έχει το δικαίωμα να ζητήσει / εκκινήσει τη διαδικασία, αλλά αυτή αυτομάτως μετατρέπεται σε ανοιχτή πρόσκληση υποψηφιοτήτων για τη συγκεκριμένη θέση.
Νομίζω πως αυτή η ρύθμιση αποτελεί παγκόσμια πρωτοτυπία, αλλά κυρίως αποτελεί αντιεπιστημονική και αντιακαδημαϊκή πρακτική, χωρίς να αντιμετωπίζει τα ζητήματα διαπλοκής. Η επαγγελματική - ακαδημαϊκή εξέλιξη είναι εξ ορισμού μία προσωποκεντρική διαδικασία, δηλαδή αποτελεί κρίση της μέχρι τότε πορείας του συγκεκριμένου προσώπου και αντιδιαστέλλεται με μία διαδικασία ανοιχτή σε άλλες υποψηφιότητες, δηλαδή σε μία διαδικασία επαναπρόσληψης.
Η λογική συνέχεια των πραγμάτων θα έπρεπε (με βάση την ευρωπαϊκή εμπειρία) να είναι η εξής: Εκλέγεσαι σε μία οποιαδήποτε βαθμίδα μέσω διαδικασίας ανοιχτής σε υποψηφιότητες και μετά από κρίση με βάση συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που θέτουν ο νόμος και το οικείο τμήμα ή σχολή. Η εκλογή θα πρέπει να συνοδεύεται από τη διατύπωση / συμφωνία συγκεκριμένων στόχων με βάση τις δυνατότητες και ανάγκες του τμήματος.
Στη συνέχεια το οποιοδήποτε αίτημα εξέλιξης κρίνεται αποκλειστικά στο επίπεδο του επιστήμονα που ζητάει να εξελιχθεί με βάση τους στόχους, την επιστημονική πορεία του σε σχέση με την εξέλιξη του αντικειμένου του σε παγκόσμιο επίπεδο, αλλά και τις συγκεκριμένες συνθήκες που επικρατούν στο τμήμα (δυνατότητες χρηματοδότησης, νομοθετικό πλαίσιο κ.λπ.). Το πανεπιστήμιο οφείλει να κρίνει τον επιστήμονα με αυστηρότητα, σαφήνεια και ορθολογισμό σε προσωποπαγές επίπεδο. Εάν αποφασισθεί πως δεν εγκρίνεται η εξέλιξή του, τότε μπορεί και πρέπει να αναζητηθεί ο αντικαταστάτης του με ανοιχτή διαδικασία.
Η μετατροπή της εξέλιξης σε ανοιχτή σε υποψηφιότητες διαδικασία είναι άλογη, διότι συγκρίνει τον ακαδημαϊκό κάθε φορά με το σύνολο των ομοειδών ακαδημαϊκών παγκοσμίως. Μα πάντα θα υπάρχει κάποιος καλύτερος στον κόσμο. Δεν μπορεί η ακαδημαϊκή εξέλιξη ενός επιστήμονα να αποτελεί θέμα τύχης, εάν δηλαδή κάποιος συνάδελφος που έχει ακαδημαϊκή καριέρα στο εξωτερικό ή το εσωτερικό της χώρας -πιθανώς σε ίδρυμα πολύ καλύτερα οργανωμένο και ισχυρό- θα τύχει να διεκδικήσει αυτήν τη θέση.
Σκεφτείτε έναν εξωτερικό κριτή (π.χ. έναν Βρετανό διακεκριμένο επιστήμονα) στον οποίον καταλήγουν δύο βιογραφικά υποψηφίων για θέση επίκουρου σε τμήμα ΑΕΙ της Ελλάδας. Αφενός του προς εξέλιξη λέκτορα με καλό βιογραφικό, ο οποίος έχει δουλέψει σκληρά να επιτελέσει τα καθήκοντά του στην ελληνική πραγματικότητα, έχει μία συνεπή επιστημονική παρουσία και ζητά την εξέλιξή του. Αφετέρου ενός ώριμου επιστήμονα από το εξωτερικό με εξαιρετική επιστημονική και διδακτική παρουσία.
Πώς θα εκτιμηθεί και αποτιμηθεί αντικειμενικά η εξέλιξη του λέκτορα σε σύγκριση με τον εξωτερικό υποψήφιο; Πώς θα διώξεις έναν συνεπή και εργατικό νέο επιστήμονα διότι δεν μπόρεσε να ανταγωνιστεί τα ιδρύματα του εξωτερικού, αλλά και πώς θα πεις σε έναν εξαιρετικό υποψήφιο πως τον απορρίπτεις μόνο και μόνο διότι υπάρχει ένας «εσωτερικός» υποψήφιος; Το μόνο που επιτυγχάνει η θέσπιση ανοιχτής διαδικασίας εξέλιξης είναι να ενδυναμώνει τη δημιουργία κυκλωμάτων.
Ο προς εξέλιξη ακαδημαϊκός, ενόψει της τυχαίας εμφάνισης ισχυρού συνδιεκδικητή της θέσης, «οφείλει» να ενταχθεί σε κύκλωμα υποστήριξής του. Οφείλει να αναζητήσει τη λειτουργία μηχανισμών αποτροπής συνυποψηφιοτήτων ή να διεκδικήσει τη μη ορθολογική κρίση των συνυποψηφίων του (φαινόμενα που έχουν για χρόνια ταλαιπωρήσει το ελληνικό πανεπιστήμιο). Αντίστοιχα, με αυτό το πλαίσιο ευνοείται η δημιουργία μηχανισμών συνδιαλλαγής των πανεπιστημιακών με πιθανούς εξωτερικούς υποψηφίους, οι οποίοι απλώς περιμένουν πότε ένας επιστήμονας θα υποχρεωθεί να ζητήσει την εξέλιξή του για να διεκδικήσουν τη θέση ξέροντας εκ των προτέρων τις αδυναμίες του.
Τέλος, η ρύθμιση αυτή αποτελεί αντικίνητρο προσέλκυσης νέων επιστημόνων, ιδίως εκείνων που δεν λειτουργούν με τη λογική των κυκλωμάτων, καθώς αυξάνει εξαιρετικά τον βαθμό αβεβαιότητας όσον αφορά τη δυνατότητα ακαδημαϊκής εξέλιξης και ζητάει επένδυση χρόνου και δυνάμεων δυσανάλογη με την πιθανότητα ανέλιξης. Αυτό μάλιστα σε πλαίσιο δυσπραγίας και οικονομικής καχεξίας των ιδρυμάτων.
Η αποσύνδεση της ακαδημαϊκής εξέλιξης από την όποια διαδικασία πρόσληψης νέων επιστημόνων πρέπει να είναι μία από τις αλλαγές του υφιστάμενου νομοθετικού πλαισίου. Ο νομοθέτης οφείλει να αφιερώσει περισσότερο χώρο στην περιγραφή του πλαισίου πρόσληψης των ακαδημαϊκών, αλλά και να οριοθετήσει τον τρόπο με τον οποίον τα τμήματα ή οι σχολές θα θέτουν και θα αναθεωρούν (στον μέγιστο δυνατό βαθμό, συλλογικά και δημοκρατικά) τους στόχους τους, στη βάση των οποίων θα κρίνονται οι εξελίξεις των πανεπιστημιακών.
Η λειτουργία των πανεπιστημίων οφείλει να γίνεται με τρόπο που να αποδυναμώνει την ανάγκη δημιουργίας κυκλωμάτων και να δημιουργεί κλίμα εμπιστοσύνης, αξιοκρατίας και ευκαιριών επιστημονικής εξέλιξης.
Θα ήθελα να εστιάσω την προσοχή μου στις εξελίξεις των ακαδημαϊκών που κατέχουν μη μόνιμες θέσεις (Λέκτορες και Επίκουροι), καθώς σε αυτές τις βαθμίδες οι εξελίξεις είναι μονόδρομος: είτε εξελίσσεσαι εντός συγκεκριμένων χρονικών ορίων είτε φεύγεις. Για να παταχθεί η δημιουργία κυκλωμάτων που στην ουσία μονιμοποιούσαν ακαδημαϊκούς αποκλειστικά ελέω διαπλοκής και χωρίς σύνδεση με την επιστημονική τους πορεία, στον νόμο Γιαννάκου (και στον νόμο Διαμαντοπούλου) προβλέφθηκε η ανοιχτή διαδικασία εξέλιξης. Δηλαδή ο ενδιαφερόμενος έχει το δικαίωμα να ζητήσει / εκκινήσει τη διαδικασία, αλλά αυτή αυτομάτως μετατρέπεται σε ανοιχτή πρόσκληση υποψηφιοτήτων για τη συγκεκριμένη θέση. Νομίζω πως αυτή η ρύθμιση αποτελεί παγκόσμια πρωτοτυπία, αλλά κυρίως αποτελεί αντιεπιστημονική και αντιακαδημαϊκή πρακτική, χωρίς να αντιμετωπίζει τα ζητήματα διαπλοκής. Η επαγγελματική - ακαδημαϊκή εξέλιξη είναι εξ ορισμού μία προσωποκεντρική διαδικασία, δηλαδή αποτελεί κρίση της μέχρι τότε πορείας του συγκεκριμένου προσώπου και αντιδιαστέλλεται με μία διαδικασία ανοιχτή σε άλλες υποψηφιότητες, δηλαδή σε μία διαδικασία επαναπρόσληψης. Η λογική συνέχεια των πραγμάτων θα έπρεπε (με βάση την ευρωπαϊκή εμπειρία) να είναι η εξής: Εκλέγεσαι σε μία οποιαδήποτε βαθμίδα μέσω διαδικασίας ανοιχτής σε υποψηφιότητες και μετά από κρίση με βάση συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που θέτουν ο νόμος και το οικείο τμήμα ή σχολή. Η εκλογή θα πρέπει να συνοδεύεται από τη διατύπωση / συμφωνία συγκεκριμένων στόχων με βάση τις δυνατότητες και ανάγκες του τμήματος. Στη συνέχεια το οποιοδήποτε αίτημα εξέλιξης κρίνεται αποκλειστικά στο επίπεδο του επιστήμονα που ζητάει να εξελιχθεί με βάση τους στόχους, την επιστημονική πορεία του σε σχέση με την εξέλιξη του αντικειμένου του σε παγκόσμιο επίπεδο, αλλά και τις συγκεκριμένες συνθήκες που επικρατούν στο τμήμα (δυνατότητες χρηματοδότησης, νομοθετικό πλαίσιο κ.λπ.). Το πανεπιστήμιο οφείλει να κρίνει τον επιστήμονα με αυστηρότητα, σαφήνεια και ορθολογισμό σε προσωποπαγές επίπεδο. Εάν αποφασισθεί πως δεν εγκρίνεται η εξέλιξή του, τότε μπορεί και πρέπει να αναζητηθεί ο αντικαταστάτης του με ανοιχτή διαδικασία. Η μετατροπή της εξέλιξης σε ανοιχτή σε υποψηφιότητες διαδικασία είναι άλογη, διότι συγκρίνει τον ακαδημαϊκό κάθε φορά με το σύνολο των ομοειδών ακαδημαϊκών παγκοσμίως. Μα πάντα θα υπάρχει κάποιος καλύτερος στον κόσμο. Δεν μπορεί η ακαδημαϊκή εξέλιξη ενός επιστήμονα να αποτελεί θέμα τύχης, εάν δηλαδή κάποιος συνάδελφος που έχει ακαδημαϊκή καριέρα στο εξωτερικό ή το εσωτερικό της χώρας -πιθανώς σε ίδρυμα πολύ καλύτερα οργανωμένο και ισχυρό- θα τύχει να διεκδικήσει αυτήν τη θέση. Σκεφτείτε έναν εξωτερικό κριτή (π.χ. έναν Βρετανό διακεκριμένο επιστήμονα) στον οποίον καταλήγουν δύο βιογραφικά υποψηφίων για θέση επίκουρου σε τμήμα ΑΕΙ της Ελλάδας. Αφενός του προς εξέλιξη λέκτορα με καλό βιογραφικό, ο οποίος έχει δουλέψει σκληρά να επιτελέσει τα καθήκοντά του στην ελληνική πραγματικότητα, έχει μία συνεπή επιστημονική παρουσία και ζητά την εξέλιξή του. Αφετέρου ενός ώριμου επιστήμονα από το εξωτερικό με εξαιρετική επιστημονική και διδακτική παρουσία. Πώς θα εκτιμηθεί και αποτιμηθεί αντικειμενικά η εξέλιξη του λέκτορα σε σύγκριση με τον εξωτερικό υποψήφιο; Πώς θα διώξεις έναν συνεπή και εργατικό νέο επιστήμονα διότι δεν μπόρεσε να ανταγωνιστεί τα ιδρύματα του εξωτερικού, αλλά και πώς θα πεις σε έναν εξαιρετικό υποψήφιο πως τον απορρίπτεις μόνο και μόνο διότι υπάρχει ένας «εσωτερικός» υποψήφιος; Το μόνο που επιτυγχάνει η θέσπιση ανοιχτής διαδικασίας εξέλιξης είναι να ενδυναμώνει τη δημιουργία κυκλωμάτων. Ο προς εξέλιξη ακαδημαϊκός, ενόψει της τυχαίας εμφάνισης ισχυρού συνδιεκδικητή της θέσης, «οφείλει» να ενταχθεί σε κύκλωμα υποστήριξής του. Οφείλει να αναζητήσει τη λειτουργία μηχανισμών αποτροπής συνυποψηφιοτήτων ή να διεκδικήσει τη μη ορθολογική κρίση των συνυποψηφίων του (φαινόμενα που έχουν για χρόνια ταλαιπωρήσει το ελληνικό πανεπιστήμιο). Αντίστοιχα, με αυτό το πλαίσιο ευνοείται η δημιουργία μηχανισμών συνδιαλλαγής των πανεπιστημιακών με πιθανούς εξωτερικούς υποψηφίους, οι οποίοι απλώς περιμένουν πότε ένας επιστήμονας θα υποχρεωθεί να ζητήσει την εξέλιξή του για να διεκδικήσουν τη θέση ξέροντας εκ των προτέρων τις αδυναμίες του. Τέλος, η ρύθμιση αυτή αποτελεί αντικίνητρο προσέλκυσης νέων επιστημόνων, ιδίως εκείνων που δεν λειτουργούν με τη λογική των κυκλωμάτων, καθώς αυξάνει εξαιρετικά τον βαθμό αβεβαιότητας όσον αφορά τη δυνατότητα ακαδημαϊκής εξέλιξης και ζητάει επένδυση χρόνου και δυνάμεων δυσανάλογη με την πιθανότητα ανέλιξης. Αυτό μάλιστα σε πλαίσιο δυσπραγίας και οικονομικής καχεξίας των ιδρυμάτων. Η αποσύνδεση της ακαδημαϊκής εξέλιξης από την όποια διαδικασία πρόσληψης νέων επιστημόνων πρέπει να είναι μία από τις αλλαγές του υφιστάμενου νομοθετικού πλαισίου. Ο νομοθέτης οφείλει να αφιερώσει περισσότερο χώρο στην περιγραφή του πλαισίου πρόσληψης των ακαδημαϊκών, αλλά και να οριοθετήσει τον τρόπο με τον οποίον τα τμήματα ή οι σχολές θα θέτουν και θα αναθεωρούν (στον μέγιστο δυνατό βαθμό, συλλογικά και δημοκρατικά) τους στόχους τους, στη βάση των οποίων θα κρίνονται οι εξελίξεις των πανεπιστημιακών. Η λειτουργία των πανεπιστημίων οφείλει να γίνεται με τρόπο που να αποδυναμώνει την ανάγκη δημιουργίας κυκλωμάτων και να δημιουργεί κλίμα εμπιστοσύνης, αξιοκρατίας και ευκαιριών επιστημονικής εξέλιξης.