Ένα από τα βασικότερα προβλήματα Ελληνικής Έρευνας δημοσίου συμφέροντος είναι η πολυδιάσπαση και ο κατακερματισμός της. Εκτός από τον βασικό κορμό της έρευνας που είναι τα ΑΕΙ και Ερευνητικά Κέντρα της ΓΓΕΤ, υπάρχουν πολυάριθμοι ερευνητικοί φορείς, διεσπαρμένοι σε διαφορετικά Υπουργεία, Οργανισμούς ή Υπηρεσίες, που δεν διέπονται από ενιαίο θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας. Σε αυτήν την πανσπερμία συναντάμε και ακρότητες του τύπου ερευνητικοί φορείς του ίδιου του Υπουργείου Παιδείας, (π.χ. της Ακαδημίας Αθηνών, τα ΕΠΙ και ΕΠΙΣΕΥ) να μην είναι ενταγμένοι στην ΓΓΕΤ, ούτε καν στο θεσμικό πλαίσιο για την έρευνα: Η κακοδαιμονία του Ελληνικού Κράτους στην αποθέωσή της.
Η κατάσταση αυτή στην ουσία αντιστρατεύεται την χάραξη και την εκτέλεση μιας Εθνικής Πολιτικής για την Έρευνα, εξυπηρετεί προσωπικά μικροσυμφέροντα, και συμφέροντα υπουργών, υπονομεύοντας την κοινή προσπάθεια. Η μεγάλη καινοτομία που πιστεύω ότι θα πρέπει να γίνει στο χώρο της έρευνας είναι εθνικός συντονισμός, με συγκέντρωση όλων των ερευνητικών δραστηριοτήτων στην ΓΓΕΤ. Η ένταξη όλων των ερευνητικών φορέων σε ένα κοινό θεσμικό πλαίσιο, με επιτελικό τον ρόλο της ΓΓΕΤ, είναι ένα βασικό βήμα το οποίο έχει καθυστερήσει. Με άλλα λόγια όλοι οι ερευνητές να είναι εκλεγμένοι και να κρίνονται, ενώ οι Ερευνητικοί Φορείς να αξιολογούνται σε τακτά χρονικά διαστήματα από Διεθνείς επιτροπές. Δυστυχώς το παρόν νομοσχέδιο δεν παίρνει πρωτοβουλίες προς αυτή την κατεύθυνση ενώ σε ορισμένα σημεία κινείται και αντίθετα προς αυτήν.
Κατ’ ελάχιστον στο πεδίο εφαρμογής του νόμου θα πρέπει να ενταχθούν οι Ερευνητικοί Φορείς του Υπουργείου Παιδείας (π.χ. Ακαδημίας, ΕΠΙ), καθώς και το πρώην ΕΘΙΑΓΕ, ώστε οι ερευνητές και οι ερευνητικές μονάδες να αποκτήσουν ουσιαστική υπόσταση και δομημένο καθεστώς.
Επιπλέον, σε μια εποχή που η χώρα βρίσκεται σε δεινή οικονομική κατάσταση και η συνένωση δυνάμεων και πόρων αποτελούν ζητήματα κρίσιμης σημασίας, ο κατακερματισμός του δημόσιου ερευνητικού ιστού όχι μόνο δεν αντιμετωπίζεται, αλλά ενισχύεται. Δεν καταργούνται τα νέα ΕΚ και Ινστιτούτα του Ν. 4310/2014, αλλά απλώς αναστέλλεται προσωρινά η ίδρυσή τους. Η ίδρυση των οργανισμών αυτών δεν εντάσσεται σε κανένα εθνικό σχεδιασμό για την ανάπτυξη του δημόσιου ερευνητικού συστήματος. Αν κριθεί ότι οι οργανισμοί αυτοί πρέπει να παραμείνουν, θα πρέπει κατ’ ελάχιστον να ενταχθούν στα ήδη υπάρχοντα ερευνητικά κέντρα της ΓΓΕΤ, ώστε να ελαχιστοποιηθούν οι επικαλύψεις που προκείπτουν και να εξασφαλιστεί ότι δεν θα λειτουργήσουν σαν προσωπικοί οργανισμοί χωρίς κανονικές διοικήσεις και χωρίς ένταξη σε μια κανονική λειτουργία, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από τον παρόντα νόμο
Θανάσης Μαχιάς
Διευθυντής Ερευνών ΕΛΚΕΘΕ
Ένα από τα βασικότερα προβλήματα Ελληνικής Έρευνας δημοσίου συμφέροντος είναι η πολυδιάσπαση και ο κατακερματισμός της. Εκτός από τον βασικό κορμό της έρευνας που είναι τα ΑΕΙ και Ερευνητικά Κέντρα της ΓΓΕΤ, υπάρχουν πολυάριθμοι ερευνητικοί φορείς, διεσπαρμένοι σε διαφορετικά Υπουργεία, Οργανισμούς ή Υπηρεσίες, που δεν διέπονται από ενιαίο θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας. Σε αυτήν την πανσπερμία συναντάμε και ακρότητες του τύπου ερευνητικοί φορείς του ίδιου του Υπουργείου Παιδείας, (π.χ. της Ακαδημίας Αθηνών, τα ΕΠΙ και ΕΠΙΣΕΥ) να μην είναι ενταγμένοι στην ΓΓΕΤ, ούτε καν στο θεσμικό πλαίσιο για την έρευνα: Η κακοδαιμονία του Ελληνικού Κράτους στην αποθέωσή της. Η κατάσταση αυτή στην ουσία αντιστρατεύεται την χάραξη και την εκτέλεση μιας Εθνικής Πολιτικής για την Έρευνα, εξυπηρετεί προσωπικά μικροσυμφέροντα, και συμφέροντα υπουργών, υπονομεύοντας την κοινή προσπάθεια. Η μεγάλη καινοτομία που πιστεύω ότι θα πρέπει να γίνει στο χώρο της έρευνας είναι εθνικός συντονισμός, με συγκέντρωση όλων των ερευνητικών δραστηριοτήτων στην ΓΓΕΤ. Η ένταξη όλων των ερευνητικών φορέων σε ένα κοινό θεσμικό πλαίσιο, με επιτελικό τον ρόλο της ΓΓΕΤ, είναι ένα βασικό βήμα το οποίο έχει καθυστερήσει. Με άλλα λόγια όλοι οι ερευνητές να είναι εκλεγμένοι και να κρίνονται, ενώ οι Ερευνητικοί Φορείς να αξιολογούνται σε τακτά χρονικά διαστήματα από Διεθνείς επιτροπές. Δυστυχώς το παρόν νομοσχέδιο δεν παίρνει πρωτοβουλίες προς αυτή την κατεύθυνση ενώ σε ορισμένα σημεία κινείται και αντίθετα προς αυτήν. Κατ’ ελάχιστον στο πεδίο εφαρμογής του νόμου θα πρέπει να ενταχθούν οι Ερευνητικοί Φορείς του Υπουργείου Παιδείας (π.χ. Ακαδημίας, ΕΠΙ), καθώς και το πρώην ΕΘΙΑΓΕ, ώστε οι ερευνητές και οι ερευνητικές μονάδες να αποκτήσουν ουσιαστική υπόσταση και δομημένο καθεστώς. Επιπλέον, σε μια εποχή που η χώρα βρίσκεται σε δεινή οικονομική κατάσταση και η συνένωση δυνάμεων και πόρων αποτελούν ζητήματα κρίσιμης σημασίας, ο κατακερματισμός του δημόσιου ερευνητικού ιστού όχι μόνο δεν αντιμετωπίζεται, αλλά ενισχύεται. Δεν καταργούνται τα νέα ΕΚ και Ινστιτούτα του Ν. 4310/2014, αλλά απλώς αναστέλλεται προσωρινά η ίδρυσή τους. Η ίδρυση των οργανισμών αυτών δεν εντάσσεται σε κανένα εθνικό σχεδιασμό για την ανάπτυξη του δημόσιου ερευνητικού συστήματος. Αν κριθεί ότι οι οργανισμοί αυτοί πρέπει να παραμείνουν, θα πρέπει κατ’ ελάχιστον να ενταχθούν στα ήδη υπάρχοντα ερευνητικά κέντρα της ΓΓΕΤ, ώστε να ελαχιστοποιηθούν οι επικαλύψεις που προκείπτουν και να εξασφαλιστεί ότι δεν θα λειτουργήσουν σαν προσωπικοί οργανισμοί χωρίς κανονικές διοικήσεις και χωρίς ένταξη σε μια κανονική λειτουργία, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από τον παρόντα νόμο Θανάσης Μαχιάς Διευθυντής Ερευνών ΕΛΚΕΘΕ