Αρχική Ρυθμίσεις για την ανώτατη εκπαίδευσηΆρθρο 47: Θέματα αναπληρωτών εκπαιδευτικών πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσηςΣχόλιο του χρήστη Ανδρέας Ζεργιώτης | 26 Ιουνίου 2015, 15:04
Υπουργείο Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Σήμερα, λόγω της συνεχιζόμενης οικονομικής κρίσης που μαστίζει τη χώρα μας, υπάρχουν πολλές αρνητικές εξελίξεις και αλλαγές σε όλα τα πεδία της καθημερινότητας, που έχουν επηρεάσει τόσο τα εργασιακά των εκπαιδευτικών όσο και τη λειτουργία της κάθε σχολικής μονάδας. Περισσότερο όμως, θεωρώ ότι έχουν πληγεί τα εργασιακά δικαιώματα των νεότερων εκπαιδευτικών, οι οποίοι χρόνια ολόκληρα αναγκάζονται να δουλεύουν ως συμβασιούχοι και ως αναπληρωτές, ενώ περιμένουν το διορισμό τους. Σαν να μην έφτανε αυτό, και παρά το γεγονός ότι θεωρητικά όλοι οι εκπαιδευτικοί είναι «ισότιμοι» μέσα στους Συλλόγους Διδασκόντων, εξακολουθεί να υπάρχει ένας σημαντικός και καθοριστικός -αλλά και ταυτόχρονα αναχρονιστικός, θα έλεγα- διαχωρισμός μεταξύ των εκπαιδευτικών που υπηρετούν, τόσο στην Πρωτοβάθμια, όσο και στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, ανάλογα με τη σχέση εργασίας με την οποία αυτοί τοποθετούνται στα σχολεία και προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στην εκπαίδευση. Το γεγονός αυτό, όπως θα τεκμηριώσω παρακάτω, έχει ένα πλήθος αρνητικές συνέπειες, τόσο στους ίδιους τους νέους συναδέλφους που εργάζονται κάθε χρόνο ως αναπληρωτές ή με σύμβαση έργου στα σχολεία, όσο και στην ποιότητα του παρεχομένου εκπαιδευτικού έργου στα σχολεία όλης της χώρας συνολικά. Συγκεκριμένα, υπάρχει και ένας πολύ εμφανής διαχωρισμός από το ισχύον σύστημα ανάμεσα στους εκπαιδευτικούς, αναφορικά με τον τρόπο που αυτοί τοποθετούνται σήμερα στα σχολεία. Αν και ο διαχωρισμός των εκπαιδευτικών σε μόνιμους και μη, σε ένα τουλάχιστον βαθμό είναι αναγκαίος για την ομαλή λειτουργία του εκπαιδευτικού μας συστήματος, είναι επίσης προφανές, κατά την άποψή μου, ότι το σύστημα ενώ από μία πλευρά προστατεύει απόλυτα –και σωστά κατά τη γνώμη μου- τους μόνιμους εκπαιδευτικούς, διασφαλίζοντας τη μόνιμη παραμονή τους σε μία σχολική μονάδα μέσα από την οργανική τους θέση, οι αναπληρωτές και συμβασιούχοι εκπαιδευτικοί εξαναγκάζονται κάθε χρόνο να συμμετέχουν εξαρχής σε νέες ψυχοφθόρες διαδικασίες επανεπιλογής τους και υπολογισμού εκ νέου των μορίων τους, προκειμένου αυτοί να τοποθετηθούν και να εργαστούν τελικά σε κάποιο σχολείο. Με άλλα λόγια, ενώ την ίδια στιγμή όλοι οι μόνιμοι εκπαιδευτικοί, αμέσως μετά τη μονιμοποίησή τους, μπορούν να εξασφαλίζουν μια οργανική θέση σε κάποιο σχολείο της επιλογής τους με δυνατότητα ΜΟΝΟ βελτίωσης αυτής της θέσης και μόνο ύστερα από δική τους αίτηση, οι αναπληρωτές, ακόμα και μετά από πολλά χρόνια προϋπηρεσίας στα σχολεία, δεν αποκτούν ποτέ αυτό το δικαίωμα μιας σταθερής τους τοποθέτησης σε ένα σχολείο. Δηλαδή, το ίδιο το σύστημα, αντί να κατανοεί τη δυσχερή τους εργασιακή θέση και να ευνοεί με κάποιον τρόπο αυτούς τους αναπληρωτές ή τους με σύμβαση έργου εργαζόμενους εκπαιδευτικούς με οποιονδήποτε πρόσφορο τρόπο, ώστε και αυτοί να μπορούν να διαχειριστούν καλύτερα τη ζωή τους σε προσωπικό ή ακόμα και σε οικογενειακό επίπεδο, τους «τιμωρεί» επιπλέον, εξαναγκάζοντάς τους με υποχρεωτικές κάθε χρόνο μετακινήσεις από σχολείο σε σχολείο και από περιοχή σε περιοχή, οι οποίες ακόμα και αν στην καλύτερη περίπτωση γίνονται μέσα στην ίδια Περιφέρεια ή ακόμα και στην ίδια Διεύθυνση Εκπαίδευσης, μπορεί τα σχολεία όπου θα τοποθετηθούν κάθε σχολική χρονιά να απέχουν σημαντικά μεταξύ τους χιλιομετρικά, π.χ. στην Ανατολική Αττική: Λαύριο-Ωρωπός. Είναι νομίζω προφανές, ότι όλοι αυτοί οι νέοι συνάδελφοι, αντί να υποστηρίζονται έμπρακτα στο ξεκίνημα του εργασιακού τους βίου από το σύστημα, χρησιμοποιούνται από αυτό περίπου ως «αλεξιπτωτιστές» στα σχολεία, αν και με τις σημερινές δυσμενείς εργασιακές συνθήκες στο χώρο της Πρωτοβάθμιας και της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, πολλοί από αυτούς έχουν ήδη συμπληρώσει έξι ή ακόμα και περισσότερα χρόνια προϋπηρεσίας στην εκπαίδευση. Αυτό είναι πραγματικά μια εξοντωτική διαδικασία για τους νέους συναδέλφους μας, αφού τους υποχρεώνει συνήθως να μετακινούνται κάθε χρόνο σε διαφορετικές περιοχές ή ακόμα και σε διαφορετικά νησιά ή και σε διαφορετικές Εκπαιδευτικές Περιφέρειες. Το γεγονός αυτό, εκτός του ότι συνιστά, κατά τη γνώμη μου, δυσμενή διακριτική μεταχείριση σε βάρος τους σε σχέση με τους ‘μόνιμους’ συναδέλφους τους, δεν εξυπηρετεί ούτε καν το ίδιο το εκπαιδευτικό μας σύστημα, ώστε να μπορούσε ίσως κάποιος βάσιμα να σκεφτεί ότι εφόσον πρόκειται για το συμφέρον της υπηρεσίας, τότε ας ταλαιπωρούνται για κάποια χρόνια και οι νέοι συνάδελφοι. Όμως ούτε αυτό δεν συμβαίνει, αφού στην πραγματικότητα τα σχολεία και οι μαθητές τους στερούνται των υπηρεσιών άξιων εκπαιδευτικών που έχουν αποκτήσει ήδη μια εργασιακή εμπειρία σε αυτά, δεν μπορούν να κεφαλαιοποιήσουν από αυτή την προστιθέμενη ανθρώπινη αξία και χάνουν ουσιαστικά τα σημαντικά πρόσωπα που στήριξαν τη λειτουργία τους για μια ολόκληρη χρονιά, αφιέρωσαν χρόνο και έμαθαν για τις ιδιαιτερότητές τους και εκπαιδεύτηκαν στην ειδική διαχείριση που οι μαθητές και τα σχολεία αυτά απαιτούν από τους εκπαιδευτικούς. Εκτός από τα παραπάνω, υπάρχουν σήμερα ευρωπαϊκά και άλλα σημαντικά προγράμματα, που εφαρμόζονται σε πολλά σχολεία σε ολόκληρη την Ελλάδα (π.χ. σχολεία ΖΕΠ, προγράμματα Comenius, προγράμματα για το bullying, κλπ.) τα οποία δε μπορούν φυσικά να ολοκληρωθούν μέσα σε ένα μόνο σχολικό έτος και συνήθως έχουν ορίζοντα τριετίας ή και περισσότερο. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα, οι νεότεροι αυτοί συνάδελφοι δικαιολογημένα να αισθάνονται είτε ότι δεν αξίζει καν να προσπαθήσουν ,είτε ότι η αφοσίωση και συνέπεια και η δέσμευση που επέδειξαν για μια ολόκληρη σχολική χρονιά στο έργο τους δεν πρόκειται ποτέ να βρει αναγνώριση και ανταπόδοση σε αυτή την ίδια σχολική μονάδα. Αυτή, όμως, η συνεχής εναλλαγή των εκπαιδευτικών στα σχολεία της χώρας, επιβαρύνει κυρίως τις πιο στερημένες εκπαιδευτικά περιοχές, οι οποίες δεν καλύπτονται συνήθως από μόνιμα διορισμένους εκπαιδευτικούς, αν και θα έπρεπε, αντίθετα, να τυγχάνουν ακόμα μεγαλύτερης φροντίδας και προστασίας από όλους μας. Τη στιγμή, δηλαδή, που οι εκπαιδευτικοί οι οποίοι υπηρέτησαν σε αυτά τα απομακρυσμένα σχολεία αποκτούν τη σχετική εμπειρία, συνδέονται με την τοπική κοινωνία, συντονίζουν και εναρμονίζουν τις ενέργειές τους με αυτές των συναδέλφων τους στην κοινή προσπάθεια να στηρίξουν τη λειτουργία των σχολείων αυτών, την επόμενη χρονιά το σύστημα τους ξαναρίχνει στον ανεμιστήρα των ΠΥΣΠΕ και ΠΥΣΔΕ, όπου με αντικειμενικό ομολογουμένως τρόπο σε ό,τι αφορά τη μοριοδότησή τους, αλλά οπωσδήποτε χωρίς να λαμβάνονται υπόψη ούτε οι προσωπικές ανάγκες των ίδιων των εκπαιδευτικών, ούτε όμως και η εμπειρία που αυτοί απέκτησαν στα σχολεία αυτά και την οποία θα μπορούσαν, ασφαλώς, να αξιοποιήσουν ακόμα περισσότερο στα επόμενα χρόνια της παραμονής τους προς όφελος του σχολείου, των μαθητών και της τοπικής κοινωνίας γενικότερα. Έτσι, το σύστημα ξαναμοιράζει πάλι στα τυφλά κάθε χρόνο τους ίδιους εκπαιδευτικούς, στις ίδιες ή σε άλλες περιοχές, σπάνια όμως στα ίδια σχολεία. Πολύ περισσότερο σήμερα, με την εφαρμογή του νέου συστήματος ψηφοφορίας των Διευθυντών από τους υπάρχοντες Συλλόγους Διδασκόντων, αναδεικνύεται ανάγλυφα η αδυναμία αυτού του συστήματος διαχείρισης των νέων συναδέλφων και η αναγκαιότητα δραστικής, κατά τη γνώμη μου, αναμόρφωσής του. Με το σύστημα τοποθετήσεων όπως αυτό εφαρμόζεται σήμερα, συνάδελφοι που δεν έχουν οργανική θέση σε κάποιο σχολείο στην πραγματικότητα ψήφισαν εχθές ή θα ψηφίσουν σε λίγες ημέρες για ένα Διευθυντή, με τον οποίο όμως ξέρουν ήδη ότι ουσιαστικά δεν θα έχουν ποτέ τη δυνατότητα να συνεργαστούν, αφού την επόμενη χρονιά το σύστημα θα τους τοποθετήσει πιθανότατα σε κάποια άλλη περιοχή, σε κάποιο άλλο σχολείο κλπ. Συνοψίζοντας, προτείνεται η εξής αλλαγή: Όταν ένας εκπαιδευτικός τοποθετείται με οποιαδήποτε σχέση εργασίας, (αναπληρωτής, ΕΣΠΑ κλπ.) από το αρμόδιο όργανο της εκπαίδευσης (ΠΥΣΠΕ ή ΠΥΣΔΕ), ο εκπαιδευτικός αυτός να έχει το δικαίωμα, με αίτησή του, να επανατοποθετείται αυτοδίκαια στο ίδιο σχολείο και για όσα χρόνια εκείνος το επιλέγει και το επιθυμεί, εφόσον η θέση παραμένει ανοιχτή και δεν έχει στο μεταξύ καλυφθεί οργανικά. Αυτό είναι απόλυτα συμμετρικό και ισορροπημένο, συγκρινόμενο με αυτό που ισχύει για τους μόνιμους και έχοντες οργανική θέση συναδέλφους, οι οποίοι εφόσον κατάφεραν για μια μόνο χρονιά, με αξιοκρατικό φυσικά και με διαφανή τρόπο, έστω και με λίγα μόρια να «πιάσουν» μια καλή οργανική θέση, ακόμα και αν την επόμενη χρονιά υπάρχουν συνάδελφοι με πολύ περισσότερα μόρια που διεκδικούν την τοποθέτησή τους στο ίδιο σχολείο, η θέση αυτή θεωρείται κλειστή και δεν δίνεται ποτέ από το σύστημα ως κενή και οι ίδιοι φυσικά δεν μετακινούνται. Ο αναπληρωτής εκπαιδευτικός, επομένως, με την αλλαγή που προτείνεται θα χάνει τη θέση του στο σχολείο που υπηρέτησε την προηγούμενη χρονιά, όχι απλά για να τοποθετηθεί στη θέση του ένας άλλος αναπληρωτής με περισσότερα μόρια, όπως συνήθως γίνεται σήμερα, αλλά μόνο εφόσον αυτή η θέση κλείσει, είτε γιατί καταλαμβάνεται οργανικά από κάποιον μόνιμο εκπαιδευτικό που τη ζητά ή γιατί έχει αιτηθεί να επιστρέψει σε αυτή ο εκπαιδευτικός οποίος την κατέχει οργανικά και έπαψαν οι λόγοι της απόσπασής του. Επιπλέον, ακόμα και στην περίπτωση που η θέση που κάλυπτε ο συγκεκριμένος αναπληρωτής ή με σύμβαση εργαζόμενος εκπαιδευτικός καλυφθεί, ο εκπαιδευτικός αυτός θα έχει τη δυνατότητα να τοποθετείται κατά προτεραιότητα ύστερα από αίτησή του στο ίδιο σχολείο, σε οποιαδήποτε άλλη κενούμενη σε αυτό θέση. Επίλογος Νομίζω ότι είναι καιρός, αντί να αναπαράγουμε άκριτα και συνεχόμενα μια ανορθολογική και χωρίς συγκεκριμένο σχέδιο και κριτήρια κατανομή του πολύτιμου εκπαιδευτικού μας δυναμικού από περιοχή σε περιοχή και από σχολείο σε σχολείο, να αλλάξουμε ριζικά αυτή τη διαδικασία, εξοικονομώντας μεταξύ άλλων σημαντικούς πόρους και έξοδα μετακινήσεων για χιλιάδες νέους εκπαιδευτικούς, προσφέροντάς τους περισσότερη εργασιακή ηρεμία και ασφάλεια και προστατεύοντας ουσιαστικά τις ζωές τους και την προσωπική τους εξέλιξη και ανάπτυξη. Ταυτόχρονα, θα απαλλάξουμε τα αρμόδια υπηρεσιακά όργανα (ΠΥΣΠΕ και ΠΥΣΔΕ κλπ.) από χιλιάδες ώρες άσκοπων συνεδριάσεων, κάνοντάς τα επί της ουσίας πιο ευέλικτα και πιο λειτουργικά, προστατεύοντας και το εκπαιδευτικό μας σύστημα από άσκοπες και χρονοβόρες διαδικασίες οι οποίες συνήθως γίνονται εν μέσω σχολικής χρονιάς, επιβαρύνουν συνολικά και υποβαθμίζουν τη λειτουργία των σχολείων και επιβραδύνουν ακόμα περισσότερο την εξέλιξη και ολοκληρωμένη εφαρμογή των ωρολογίων προγραμμάτων τους.