Η βασικότερη μεταρρύθμιση που έχει ανάγκη η έρευνα στην χώρα μας είναι η άρση της πολυδιάσπασής σε υπουργεία και θεσμικά πλαίσια. Είναι πιστεύω αμεση προτεραιότητα η ένταξη του συνόλου της ερευνητικής δραστηριότητας σε μιά αρχή (υπουργείο Παιδείας) και σε ένα ενιαίο θεσμικό πλαίσιο. Δυστυχώς αυτό δεν γίνεται. Δυστυχώς ούτε ο παρόν νόμος επιλέγει να συγκρουστεί με τα συντεχνιακά συμφέροντα υπουργών και υπουργείων. Είναι μια ακόμη χαμένη ευκαιρία.
Το κυριότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο ερευνητικός ιστός της χώρας είναι η πολυδιάσπασή του. Εκτός από τα Ερευνητικά Κέντρα της ΓΓΕΤ υπάρχει πληθώρα άλλων κέντρων που είναι διεσπαρμένα σε 16 άλλα Υπουργεία και υπηρεσίες. Το κάθε ένα από αυτά υπόκειται σε διαφορετικό θεσμικό πλαίσιο. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα συχνά η ερευνητική δραστηριότητα να εκφυλίζεται σε υπηρεσία, τις αλληλοεπικαλύψεις δραστηριοτήτων, την σπατάλη προσωπικού και υποδομών, την αποδυνάμωση της συνεργασίας μεταξύ του ερευνητικού δυναμικού της χώρας.
Είναι απαράδεκτο ακόμα και ερευνητικά κέντρα του υπουργείου Παιδείας να μην εντάσσονται στο ίδιο θεσμικό πλαίσιο με ακραία παραδείγματα αυτά της Ακαδημίας (που εντάσσεται αλά κάρτ – όσο αφορά το προσωπικό αλλά όχι την διοίκηση) ή του Πολυτεχνείου και άλλων (που παραμένουν εκτός του ερευνητικού ιστού).
Η ένταξη των ερευνητικών Ινστιτούτων του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και ΥΠΕΚΑ στο θεσμικό πλαίσιο του παρόντος νομοσχεδίου (εκλεγμένη σε βαθμίδες ερευνητές, διεθνής αξιολόγηση κ.ο.κ.) θα ήταν μια ελάχιστη κίνηση προς αυτή την κατεύθυνση. Το ζήτημα αυτό έχει τεθεί κατ’ επανάληψη από την ΕΕΕ για να συναντήσει την εκκωφαντική σιωπή του Υπουργείου.
Θα έπρεπε τουλάχιστον οι αρμόδιοι να πληροφορήσουν τον κ. Πρωθυπουργό αλλά και τον κ. Φλαμπουράρη όσον αφορά τις δημόσιες δηλώσεις τους (να μην λένε ότι θεωρούν λογικό και αυτονόητο), ότι (π.χ.) η έρευνα και η καινοτομία στους τομείς της Γεωργίας δεν αφορούν τον παρόντα νόμο, για τον απλό λόγο ότι τα περισσότερα σχετικά ερευνητικά ινστιτούτα ανήκουν στο Υπουργείο Γεωργίας, δεν υπόκεινται ούτε προβλέπεται να ενταχθούν στον παρόντα νόμο.
Η βασικότερη μεταρρύθμιση που έχει ανάγκη η έρευνα στην χώρα μας είναι η άρση της πολυδιάσπασής σε υπουργεία και θεσμικά πλαίσια. Είναι πιστεύω αμεση προτεραιότητα η ένταξη του συνόλου της ερευνητικής δραστηριότητας σε μιά αρχή (υπουργείο Παιδείας) και σε ένα ενιαίο θεσμικό πλαίσιο. Δυστυχώς αυτό δεν γίνεται. Δυστυχώς ούτε ο παρόν νόμος επιλέγει να συγκρουστεί με τα συντεχνιακά συμφέροντα υπουργών και υπουργείων. Είναι μια ακόμη χαμένη ευκαιρία. Το κυριότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο ερευνητικός ιστός της χώρας είναι η πολυδιάσπασή του. Εκτός από τα Ερευνητικά Κέντρα της ΓΓΕΤ υπάρχει πληθώρα άλλων κέντρων που είναι διεσπαρμένα σε 16 άλλα Υπουργεία και υπηρεσίες. Το κάθε ένα από αυτά υπόκειται σε διαφορετικό θεσμικό πλαίσιο. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα συχνά η ερευνητική δραστηριότητα να εκφυλίζεται σε υπηρεσία, τις αλληλοεπικαλύψεις δραστηριοτήτων, την σπατάλη προσωπικού και υποδομών, την αποδυνάμωση της συνεργασίας μεταξύ του ερευνητικού δυναμικού της χώρας. Είναι απαράδεκτο ακόμα και ερευνητικά κέντρα του υπουργείου Παιδείας να μην εντάσσονται στο ίδιο θεσμικό πλαίσιο με ακραία παραδείγματα αυτά της Ακαδημίας (που εντάσσεται αλά κάρτ – όσο αφορά το προσωπικό αλλά όχι την διοίκηση) ή του Πολυτεχνείου και άλλων (που παραμένουν εκτός του ερευνητικού ιστού). Η ένταξη των ερευνητικών Ινστιτούτων του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και ΥΠΕΚΑ στο θεσμικό πλαίσιο του παρόντος νομοσχεδίου (εκλεγμένη σε βαθμίδες ερευνητές, διεθνής αξιολόγηση κ.ο.κ.) θα ήταν μια ελάχιστη κίνηση προς αυτή την κατεύθυνση. Το ζήτημα αυτό έχει τεθεί κατ’ επανάληψη από την ΕΕΕ για να συναντήσει την εκκωφαντική σιωπή του Υπουργείου. Θα έπρεπε τουλάχιστον οι αρμόδιοι να πληροφορήσουν τον κ. Πρωθυπουργό αλλά και τον κ. Φλαμπουράρη όσον αφορά τις δημόσιες δηλώσεις τους (να μην λένε ότι θεωρούν λογικό και αυτονόητο), ότι (π.χ.) η έρευνα και η καινοτομία στους τομείς της Γεωργίας δεν αφορούν τον παρόντα νόμο, για τον απλό λόγο ότι τα περισσότερα σχετικά ερευνητικά ινστιτούτα ανήκουν στο Υπουργείο Γεωργίας, δεν υπόκεινται ούτε προβλέπεται να ενταχθούν στον παρόντα νόμο.