ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΕΡΕΥΝΗΤΩΝ
Παρατηρήσεις / προτεινόμενες ρυθμίσεις:
Μια βασική μεταβολή που θα πρέπει να υπάρξει στο χώρο της Έρευνας, με στόχο την ενίσχυσή του, είναι η συγκέντρωση όλων των Ερευνητικών Κέντρων και Ινστιτούτων και των ερευνητικών δραστηριοτήτων τους, τα οποία είναι διεσπαρμένα σε διάφορα Υπουργεία και υπηρεσίες και διέπονται από διαφορετικά θεσμικά πλαίσια, σε μια ενιαία αρχή και σε ένα ενιαίο θεσμικό πλαίσιο. Το αυτό ισχύει για τη διασπορά της χρηματοδότησης της Έρευνας σε διάφορα Υπουργεία, τα οποία δεν έχουν ενδεχομένως την απαραίτητη τεχνογνωσία για τη διαχείριση αυτών των κονδυλίων (π.χ., η ΓΓΕΤ διαθέτει Ειδικό Λογαριασμό για την αξιοποίηση των Ευρωπαϊκών κονδυλίων). Για το σκοπό αυτό θα πρέπει να υπάρξουν κίνητρα, αν όχι νομοθετικές ρυθμίσεις, από πλευράς της Πολιτείας.
Η ΓΓΕΤ θα πρέπει να είναι ο κύριος φορέας που θα διαχειρίζεται τα χρήματα όλων των Υπουργείων που κατευθύνονται για Έρευνα, ερευνητικές υποδομές και άλλες υποστηρικτικές για την Έρευνα δράσεις. Ως προς το κομβικό αυτό θέμα, η Ένωση έχει προτείνει την ύπαρξη συμπληρωματικών ρυθμίσεων, σύμφωνα με τις οποίες «η ΓΓΕΤ, σε συνεργασία με λοιπά Υπουργεία, θα αναλαμβάνει για λογαριασμό τους τη διενέργεια προκηρύξεων, και τη διάθεση των κονδυλίων που κατευθύνονται για έρευνα, εθνικές ερευνητικές υποδομές και άλλες υποστηρικτικές για την έρευνα δράσεις».
Το γεγονός ότι η έρευνα υποχρηματοδοτείται στη χώρα μας είναι κοινός τόπος, που προκύπτει τόσο από τα αντικειμενικά στοιχεία, όσο και από διαχρονικές δηλώσεις της πολιτικής ηγεσίας. Η χρηματοδότηση της Έρευνας προέρχεται κυρίως από Ευρωπαϊκές πηγές, είτε αυτές είναι ανταγωνιστικά προγράμματα (απ’ ευθείας στα Ερευνητικά Κέντρα από την Ευρωπαϊκή Ένωση), είτε συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα (ΕΣΠΑ κλπ.).
Επιπλέον αν η Δημόσια Εθνική Χρηματοδότηση δεν καλύπτει τη μισθοδοσία του τακτικού ερευνητικού, τεχνικού και διοικητικού προσωπικού των Ερευνητικών Κέντρων, όπως ακριβώς συμβαίνει στα ΑΕΙ, υποσκάπτεται η δυνατότητα ισότιμης συμμετοχής και συνεργασίας Καθηγητών και Ερευνητών σε ερευνητικά προγράμματα, η κινητικότητα μεταξύ ΑΕΙ και Ερευνητικών Κέντρων και βέβαια και αυτή η ίδια η μισθολογική εξίσωση Καθηγητών και Ερευνητών.
Η ΕΕΕ πιστεύει ότι θα πρέπει να εξασφαλιστεί νομοθετικά μια ελάχιστη χρηματοδότηση προς τον «σκληρό πυρήνα» της ερευνητικής δραστηριότητας της χώρας που είναι τα Ερευνητικά Κέντρα της ΓΓΕΤ. Η ελάχιστη αυτή χρηματοδότηση θα πρέπει στην παρούσα φάση να καλύπτει τη μισθοδοσία των ερευνητών και των μονίμων/αορίστου χρόνου υπαλλήλων, καθώς και τη συντήρηση των μεγάλων εθνικών ερευνητικών υποδομών – επενδύσεων που έχουν γίνει έως σήμερα.
Η χρηματοδότηση αυτή (α) θα επιτρέψει στα ΕΚ να πολλαπλασιάσουν τις εισροές τους από την ΕΕ, γιατί θα τα καταστήσει εξ ίσου ανταγωνιστικά με τα Κέντρα των άλλων Ευρωπαϊκών χωρών που έχουν εξασφαλισμένη μισθοδοσία και (β) θα διασφαλίσει τη δυνατότητα των Κέντρων να κατευθύνουν τα χρήματα τα οποία κερδίζουν από τα ανταγωνιστικά ερευνητικά προγράμματα στην αναχαίτιση του “brain drain”, μέσω προσλήψεων νέου ερευνητικού προσωπικού. Θετική κρίνεται η αύξηση του προϋπολογισμού των ΕΚ του 2016, σε σχέση με αυτόν του 2015, η οποία επιτρέπει την κάλυψη της μισθοδοσίας του τακτικού προσωπικού των Κέντρων, κατ΄εφαρμογή του Άρθρου 23, παράγραφος 2.α) του Ν. 4310/2014.
Ενώ στο Άρθρο 17 γίνεται αναφορά στην εμπορική αξιοποίηση των έργων διανοητικής ιδιοκτησίας των ερευνητικών οργανισμών και τεχνολογικών φορέων, δεν υπάρχει συνολική ορθολογική ρύθμιση για τα πνευματικά δικαιώματα στο σ/ν.
Αντιθέτως εκχωρεί τις «ανεξάρτητες και εκκρεμείς» εφευρέσεις και τα σχετικά πνευματικά δικαιώματα στα Ερευνητικά Κέντρα (άρθρο 21, παρ. 5 και 6 του Ν. 4310/2014).
Το ζήτημα αυτό είναι ιδιαίτερα σοβαρό λαμβάνοντας υπόψη ότι οι σημερινές κοινωνίες χαρακτηρίζονται ως κοινωνίες της γνώσης. Η Πολιτεία οφείλει να διαμορφώσει ένα ενιαίο, διαφανές όσο και διασαφηνισμένο, εθνικό σύστημα διαχείρισης πνευματικών δικαιωμάτων που αφορούν στα δημόσια ΑΕΙ και στα Ερευνητικά Κέντρα. Η ερευνητική αριστεία πρέπει έμπρακτα να επιβραβεύεται αναγνωρίζοντας τον κοινωνικά ανταποδοτικό της ρόλο, ενώ θα πρέπει να προστατεύεται ο εφευρέτης και η εφεύρεση από πολύπλοκες, ασαφείς και χρονικά αόριστες διεργασίες αδειοδότησης.
Ως θετική αποτιμάται η απαλοιφή της ρύθμισης που αφορά σε «Δάνεια από τράπεζες και χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς...».
Πρόταση της ΕΕΕ:
Αναμόρφωση της παραγράφου 1 του Άρθρου 17 ως ακολούθως:
Οι πόροι των Ερευνητικών Κέντρων και Ινστιτούτων προέρχονται από:
Δημόσια Εθνική Χρηματοδότηση, σύμφωνα με τις αρχές της ΕΣΕΤΑΚ και το Σχέδιο Δράσης. Η χρηματοδότηση δεν μπορεί να υπολείπεται του κόστους μισθοδοσίας των ερευνητών και των μονίμων υπαλλήλων ή υπαλλήλων αορίστου χρόνου, καθώς και του λειτουργικού κόστους συντήρησης των εθνικών ερευνητικών υποδομών.
Προτείνεται η απαλοιφή των παραγράφων 5 και 6 του Άρθρου 21 του Ν. 4310/2014.
Να προστεθούν ρυθμίσεις για τα Πνευματικά δικαιώματα ως ακολούθως:
Οι ερευνητές δημόσιοι λειτουργοί αμείβονται για να παράγουν νέα γνώση. Είναι λογικό στα ζητήματα πνευματικής ιδιοκτησίας να υπάρχει ένας επιμερισμός μεταξύ του δημοσίου που καταβάλλει το τίμημα της μισθοδοσίας και του ερευνητή που παράγει τη γνώση. Στα πνευματικά δικαιώματα (πατέντες) είναι εύλογο να υπάρχει ένας επιμερισμός ποσοστών, π.χ., 40% για τον εφευρέτη ή την ομάδα εφευρετών, 40% για το οικείο ΕΚ ή Ινστιτούτο και 20% για τον κεντρικό προϋπολογισμό ερευνητικών προγραμμάτων της ΓΓΕΤ, προκειμένου να υπαχθεί στο πρόγραμμα των ερευνητικών προκηρύξεων.
2η προσέγγιση για το θέμα των πνευματικών δικαιωμάτων:
Οι προβλέψεις για το θέμα των πνευματικών δικαιωμάτων θα πρέπει να διέπονται από την αρχή ότι μια πατέντα είναι "Υπηρεσιακή" όταν προκύπτει από συγκεκριμένη χρηματοδότηση που είχε το αντίστοιχο τεχνικό περιεχόμενό της ως αρχικό στόχο, ενώ όλες οι υπόλοιπες θα θεωρούνται "Εξαρτημένες" ως αποκύημα της ερευνητικής εργασίας των φυσικών προσώπων που παρήγαγαν την εκμεταλλεύσιμη γνώση στο πλαίσιο των εργασιών του ΕΚ. Επίσης, τα ΕΚ πρέπει να συμπεριλάβουν στους Εσωτερικούς Κανονισμούς Λειτουργίας τους ρυθμίσεις που θα διαφυλάσσουν τη λειτουργία των ΕΚ, καθορίζοντας το πλαίσιο ενασχόλησης των ερευνητών ή των διευθυντών με επιχειρήσεις που αξιοποιούν τα αποτελέσματα της έρευνας. Οι ερευνητικοί φορείς υποχρεούνται να ενημερώνουν το προσωπικό τους για τις ρυθμίσεις αυτές.
Το ΔΣ της Ένωσης Ελλήνων Ερευνητών
Ολόκληρο το κείμενο θέσεων της ΕΕΕ επί του υπό διαβούλευση σ/ν για την ΕΤΑΚ είναι αναρτημένο στο: http://www.eee-researchers.gr/wp-content/uploads/2016/01/EEE_EX_487_Theseis-epi-tou-SN-EREYNAS_Jan2016.pdf
ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΕΡΕΥΝΗΤΩΝ Παρατηρήσεις / προτεινόμενες ρυθμίσεις: Μια βασική μεταβολή που θα πρέπει να υπάρξει στο χώρο της Έρευνας, με στόχο την ενίσχυσή του, είναι η συγκέντρωση όλων των Ερευνητικών Κέντρων και Ινστιτούτων και των ερευνητικών δραστηριοτήτων τους, τα οποία είναι διεσπαρμένα σε διάφορα Υπουργεία και υπηρεσίες και διέπονται από διαφορετικά θεσμικά πλαίσια, σε μια ενιαία αρχή και σε ένα ενιαίο θεσμικό πλαίσιο. Το αυτό ισχύει για τη διασπορά της χρηματοδότησης της Έρευνας σε διάφορα Υπουργεία, τα οποία δεν έχουν ενδεχομένως την απαραίτητη τεχνογνωσία για τη διαχείριση αυτών των κονδυλίων (π.χ., η ΓΓΕΤ διαθέτει Ειδικό Λογαριασμό για την αξιοποίηση των Ευρωπαϊκών κονδυλίων). Για το σκοπό αυτό θα πρέπει να υπάρξουν κίνητρα, αν όχι νομοθετικές ρυθμίσεις, από πλευράς της Πολιτείας. Η ΓΓΕΤ θα πρέπει να είναι ο κύριος φορέας που θα διαχειρίζεται τα χρήματα όλων των Υπουργείων που κατευθύνονται για Έρευνα, ερευνητικές υποδομές και άλλες υποστηρικτικές για την Έρευνα δράσεις. Ως προς το κομβικό αυτό θέμα, η Ένωση έχει προτείνει την ύπαρξη συμπληρωματικών ρυθμίσεων, σύμφωνα με τις οποίες «η ΓΓΕΤ, σε συνεργασία με λοιπά Υπουργεία, θα αναλαμβάνει για λογαριασμό τους τη διενέργεια προκηρύξεων, και τη διάθεση των κονδυλίων που κατευθύνονται για έρευνα, εθνικές ερευνητικές υποδομές και άλλες υποστηρικτικές για την έρευνα δράσεις». Το γεγονός ότι η έρευνα υποχρηματοδοτείται στη χώρα μας είναι κοινός τόπος, που προκύπτει τόσο από τα αντικειμενικά στοιχεία, όσο και από διαχρονικές δηλώσεις της πολιτικής ηγεσίας. Η χρηματοδότηση της Έρευνας προέρχεται κυρίως από Ευρωπαϊκές πηγές, είτε αυτές είναι ανταγωνιστικά προγράμματα (απ’ ευθείας στα Ερευνητικά Κέντρα από την Ευρωπαϊκή Ένωση), είτε συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα (ΕΣΠΑ κλπ.). Επιπλέον αν η Δημόσια Εθνική Χρηματοδότηση δεν καλύπτει τη μισθοδοσία του τακτικού ερευνητικού, τεχνικού και διοικητικού προσωπικού των Ερευνητικών Κέντρων, όπως ακριβώς συμβαίνει στα ΑΕΙ, υποσκάπτεται η δυνατότητα ισότιμης συμμετοχής και συνεργασίας Καθηγητών και Ερευνητών σε ερευνητικά προγράμματα, η κινητικότητα μεταξύ ΑΕΙ και Ερευνητικών Κέντρων και βέβαια και αυτή η ίδια η μισθολογική εξίσωση Καθηγητών και Ερευνητών. Η ΕΕΕ πιστεύει ότι θα πρέπει να εξασφαλιστεί νομοθετικά μια ελάχιστη χρηματοδότηση προς τον «σκληρό πυρήνα» της ερευνητικής δραστηριότητας της χώρας που είναι τα Ερευνητικά Κέντρα της ΓΓΕΤ. Η ελάχιστη αυτή χρηματοδότηση θα πρέπει στην παρούσα φάση να καλύπτει τη μισθοδοσία των ερευνητών και των μονίμων/αορίστου χρόνου υπαλλήλων, καθώς και τη συντήρηση των μεγάλων εθνικών ερευνητικών υποδομών – επενδύσεων που έχουν γίνει έως σήμερα. Η χρηματοδότηση αυτή (α) θα επιτρέψει στα ΕΚ να πολλαπλασιάσουν τις εισροές τους από την ΕΕ, γιατί θα τα καταστήσει εξ ίσου ανταγωνιστικά με τα Κέντρα των άλλων Ευρωπαϊκών χωρών που έχουν εξασφαλισμένη μισθοδοσία και (β) θα διασφαλίσει τη δυνατότητα των Κέντρων να κατευθύνουν τα χρήματα τα οποία κερδίζουν από τα ανταγωνιστικά ερευνητικά προγράμματα στην αναχαίτιση του “brain drain”, μέσω προσλήψεων νέου ερευνητικού προσωπικού. Θετική κρίνεται η αύξηση του προϋπολογισμού των ΕΚ του 2016, σε σχέση με αυτόν του 2015, η οποία επιτρέπει την κάλυψη της μισθοδοσίας του τακτικού προσωπικού των Κέντρων, κατ΄εφαρμογή του Άρθρου 23, παράγραφος 2.α) του Ν. 4310/2014. Ενώ στο Άρθρο 17 γίνεται αναφορά στην εμπορική αξιοποίηση των έργων διανοητικής ιδιοκτησίας των ερευνητικών οργανισμών και τεχνολογικών φορέων, δεν υπάρχει συνολική ορθολογική ρύθμιση για τα πνευματικά δικαιώματα στο σ/ν. Αντιθέτως εκχωρεί τις «ανεξάρτητες και εκκρεμείς» εφευρέσεις και τα σχετικά πνευματικά δικαιώματα στα Ερευνητικά Κέντρα (άρθρο 21, παρ. 5 και 6 του Ν. 4310/2014). Το ζήτημα αυτό είναι ιδιαίτερα σοβαρό λαμβάνοντας υπόψη ότι οι σημερινές κοινωνίες χαρακτηρίζονται ως κοινωνίες της γνώσης. Η Πολιτεία οφείλει να διαμορφώσει ένα ενιαίο, διαφανές όσο και διασαφηνισμένο, εθνικό σύστημα διαχείρισης πνευματικών δικαιωμάτων που αφορούν στα δημόσια ΑΕΙ και στα Ερευνητικά Κέντρα. Η ερευνητική αριστεία πρέπει έμπρακτα να επιβραβεύεται αναγνωρίζοντας τον κοινωνικά ανταποδοτικό της ρόλο, ενώ θα πρέπει να προστατεύεται ο εφευρέτης και η εφεύρεση από πολύπλοκες, ασαφείς και χρονικά αόριστες διεργασίες αδειοδότησης. Ως θετική αποτιμάται η απαλοιφή της ρύθμισης που αφορά σε «Δάνεια από τράπεζες και χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς...». Πρόταση της ΕΕΕ: Αναμόρφωση της παραγράφου 1 του Άρθρου 17 ως ακολούθως: Οι πόροι των Ερευνητικών Κέντρων και Ινστιτούτων προέρχονται από: Δημόσια Εθνική Χρηματοδότηση, σύμφωνα με τις αρχές της ΕΣΕΤΑΚ και το Σχέδιο Δράσης. Η χρηματοδότηση δεν μπορεί να υπολείπεται του κόστους μισθοδοσίας των ερευνητών και των μονίμων υπαλλήλων ή υπαλλήλων αορίστου χρόνου, καθώς και του λειτουργικού κόστους συντήρησης των εθνικών ερευνητικών υποδομών. Προτείνεται η απαλοιφή των παραγράφων 5 και 6 του Άρθρου 21 του Ν. 4310/2014. Να προστεθούν ρυθμίσεις για τα Πνευματικά δικαιώματα ως ακολούθως: Οι ερευνητές δημόσιοι λειτουργοί αμείβονται για να παράγουν νέα γνώση. Είναι λογικό στα ζητήματα πνευματικής ιδιοκτησίας να υπάρχει ένας επιμερισμός μεταξύ του δημοσίου που καταβάλλει το τίμημα της μισθοδοσίας και του ερευνητή που παράγει τη γνώση. Στα πνευματικά δικαιώματα (πατέντες) είναι εύλογο να υπάρχει ένας επιμερισμός ποσοστών, π.χ., 40% για τον εφευρέτη ή την ομάδα εφευρετών, 40% για το οικείο ΕΚ ή Ινστιτούτο και 20% για τον κεντρικό προϋπολογισμό ερευνητικών προγραμμάτων της ΓΓΕΤ, προκειμένου να υπαχθεί στο πρόγραμμα των ερευνητικών προκηρύξεων. 2η προσέγγιση για το θέμα των πνευματικών δικαιωμάτων: Οι προβλέψεις για το θέμα των πνευματικών δικαιωμάτων θα πρέπει να διέπονται από την αρχή ότι μια πατέντα είναι "Υπηρεσιακή" όταν προκύπτει από συγκεκριμένη χρηματοδότηση που είχε το αντίστοιχο τεχνικό περιεχόμενό της ως αρχικό στόχο, ενώ όλες οι υπόλοιπες θα θεωρούνται "Εξαρτημένες" ως αποκύημα της ερευνητικής εργασίας των φυσικών προσώπων που παρήγαγαν την εκμεταλλεύσιμη γνώση στο πλαίσιο των εργασιών του ΕΚ. Επίσης, τα ΕΚ πρέπει να συμπεριλάβουν στους Εσωτερικούς Κανονισμούς Λειτουργίας τους ρυθμίσεις που θα διαφυλάσσουν τη λειτουργία των ΕΚ, καθορίζοντας το πλαίσιο ενασχόλησης των ερευνητών ή των διευθυντών με επιχειρήσεις που αξιοποιούν τα αποτελέσματα της έρευνας. Οι ερευνητικοί φορείς υποχρεούνται να ενημερώνουν το προσωπικό τους για τις ρυθμίσεις αυτές. Το ΔΣ της Ένωσης Ελλήνων Ερευνητών Ολόκληρο το κείμενο θέσεων της ΕΕΕ επί του υπό διαβούλευση σ/ν για την ΕΤΑΚ είναι αναρτημένο στο: http://www.eee-researchers.gr/wp-content/uploads/2016/01/EEE_EX_487_Theseis-epi-tou-SN-EREYNAS_Jan2016.pdf