Αρχική Σχέδιο Νόμου - «Ελληνικό Ίδρυμα Έρευνας και Καινοτομίας»Άρθρο 1 – Ίδρυση Ελληνικού Ιδρύματος Έρευνας και Καινοτομίας – Διάρκεια – ΈδραΣχόλιο του χρήστη Βασίλης Κωστόπουλος | 5 Ιουλίου 2016, 18:18
Υπουργείο Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Η ποιότητα της εκπαίδευσης που παρέχουν τα Πανεπιστήμια της χώρας στους νέους είναι αδιαμφισβήτητη και αποδεικνύεται από τη διεθνή επιστημονική-ερευνητική παρουσία των Ελλήνων αποφοίτων στο εξωτερικό εδώ και πάρα πολλές δεκαετίες . Η ποιότητα αυτή, δυστυχώς, επιβεβαιώνεται από τη φυγή εκατοντάδων χιλιάδων επιστημόνων στο εξωτερικό, προς αναζήτηση εργασίας, τα χρόνια της κρίσης γεγονός, που έχει σοβαρές –αρνητικές - επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία. Η έρευνα, η τεχνολογία και η καινοτομία είναι δομικά χαρακτηριστικά της σύγχρονης οικονομικής ανάπτυξης και ενσωματώνονται στο αναπτυξιακό μοντέλο όλων των προηγμένων χωρών, στις εθνικές επενδύσεις στην έρευνα και στην τεχνολογία, προκειμένου να δημιουργηθούν ανταγωνιστικά προϊόντα, μεθοδολογίες και καινοτομίες για την παγκόσμια αγορά καθώς και για τις εσωτερικές αγορές, αλλά και για να καλύπτονται οι εθνικές ανάγκες. Τα μεγάλα κράτη δραστηριοποιούνται σε όλους τους τομείς, ενώ τα μικρότερα κράτη επικεντρώνονται σε έναν μικρό αριθμό τομέων που στοχεύουν: 1. Στη διεκδίκηση και την κατάκτηση ενός μεριδίου της παγκόσμιας τεχνολογικής αγοράς με τη δημιουργία παραγωγικών επιχειρήσεων που εκμεταλλεύονται τα αποτελέσματα της έρευνας των Πανεπιστημίων και των Ερευνητικών Κέντρων και δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας για επιστήμονες στην εσωτερική αγορά. 2. Στην κάλυψη ενός μέρους των εθνικών αναγκών με καινοτομίες και μεθοδολογικές λύσεις που βελτιώνουν τη λειτουργία του κράτους. Η σύνδεση του αποτελέσματος της έρευνας, της τεχνολογίας και της καινοτομίας με τη διεθνή αγορά και τις εθνικές ανάγκες είναι απαραίτητες προϋποθέσεις για τη βιωσιμότητα του ερευνητικού συστήματος της κάθε χώρας δημιουργώντας νέες θέσεις εργασίας στην αγορά και βελτιώνοντας τη λειτουργία του κράτους. Σε αυτό το σύστημα τα Πανεπιστήμια και τα Ερευνητικά Κέντρα του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα έχουν κοινές επιστημονικές - ερευνητικές αρχές αλλά και διακριτές στοχεύσεις. Τα Πανεπιστήμια παρέχουν εκπαίδευση σε πολλαπλά γνωστικά αντικείμενα και έχουν την ελευθερία για τη δημιουργία ερευνητικών δομών/εργαστηρίων σε διάφορους τομείς. Τα ερευνητικά κέντρα, τα ινστιτούτα και οι λοιποί επιστημονικοί θεσμοί κάθε χώρας δραστηριοποιούνται σε συγκεκριμένους τομείς και παρέχουν στοχευμένες υπηρεσίες που καλύπτουν ανάγκες της αγοράς, είτε επιλύουν εθνικές ανάγκες. Παρά το μικρό σχετικά πληθυσμιακό μέγεθος της χώρας μας, τα τελευταία 40 περίπου χρόνια πολλαπλασιάστηκαν τα ΑΕΙ, τα ΑΤΕΙ , τα Ερευνητικά Κέντρα και οι λοιποί επιστημονικοί φορείς της χώρας χωρίς όμως να έχει επιτευχθεί η υιοθέτηση ερευνητικών προτεραιοτήτων και η συστηματική σύνδεση των ερευνητικών τους αποτελεσμάτων με τη δημιουργία νεοφυών επιχειρήσεων, με την υποστήριξη της όποιας βιομηχανίας και με την κάλυψη εθνικών αναγκών. Επισημαίνεται ότι η συνεχής και κυλιόμενη σχεδίαση ενός 5ετούς εθνικού προγράμματος έρευνας και τεχνολογίας (Π.Α.Ε.Τ) που κάλυπτε και τους δύο προαναφερόμενους στόχους και που, σύμφωνα με το άρθρο 5 του Νόμου 1514/1985, θα ψηφίζεται από τη Βουλή, ουδέποτε πραγματοποιήθηκε. Το ερευνητικό/τεχνολογικό μας σύστημα στοχεύει κυρίως στην εκπόνηση δημοσιεύσεων και οχι στη σύνδεση του ερευνητικού αποτελέσματος με την αγορά και τις ανάγκες του ευρύτερου δημόσιου τομέα . Δημιουργεί απορίες η χρήση του όρου της «καινοτομίας» στην κυβερνητική πρωτοβουλία για τη δημιουργία ενός νέου θεσμού διαχείρισης πόρων για την έρευνα με τίτλο «‘Ελληνικό Ίδρυμα Έρευνας και Καινοτομίας», με πόρους ειδικής στόχευσης μέσω της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, οι οποίοι, σε κάθε περίπτωση, πρέπει να παρουσιάζουν και την ανάλογη απόδοση. Εντούτοις, και μέχρι στιγμής, το όλο εγχείρημα δεν συνδέεται με την επιτακτικότητα της παραγωγής καινοτομιών με την αγορά ή τις ερευνητικές/τεχνολογικές ανάγκες του δημόσιου τομέα. Επιπλέον, δεν γίνεται κατανοητό γιατί η χρηματοδότηση/δημιουργία νεοφυών επιχειρήσεων δεν εντάσσεται στο ανωτέρω πλαίσιο ειδικής στόχευσης, παρά το γεγονός ότι προβλέπονται στους σκοπούς του νέου φορέα (Υποπαράγραφοι 1.ε, και 2.γ του άρθρου 2: Σκοπός του ιδρύματος και υποπαράγραφος 1.δ του άρθρου 3: Περιουσία-πόροι, του σχεδίου νόμου); Η δημιουργία προσωρινής απασχόλησης των νέων με μεταδιδακτορικές, διδακτορικές θέσεις και προγράμματα που καθορίζονται αποκλειστικά με ευθύνη του ακαδημαϊκού και ερευνητικού ιστού είναι θετικό στοιχείο για τη βελτίωση του γενικότερου ερευνητικού αποτελέσματος της χώρας . Είναι όμως ταυτόχρονα προσωρινό και πρόσκαιρο μέτρο βελτίωσης του προβλήματος της ανεργίας και της φυγής στο εξωτερικό, αφού οι επιστήμονες θα συνεχίζουν να φεύγουν στο εξωτερικό εφοδιασμένοι μάλιστα με περισσότερα ακαδημαϊκά και ερευνητικά εχέγγυα, εάν τα αποτελέσματα της έρευνας δεν δημιουργούν αντίστοιχες θέσεις στον ιδιωτικό τομέα ή στο κράτος. Δύο σημαντικές ακόμα παρατηρήσεις /ελλείψεις στο υπό διαβούλευση σχέδιο νόμου είναι: 1. Το σχέδιο νόμου απευθύνεται σε Πανεπιστήμια, ΑΤΕΙ και Ερευνητικά Ινστιτούτα της ΓΓΕΤ, εξαιρώντας από τη θεσμική δυνατότητα της συσχεδίασης προγραμμάτων με άλλους επιστημονικούς εθνικούς θεσμούς της χώρας όπως το ΕΘΙΑΓΕ και το ΙΓΜΕ, που έχουν άμεση σχέση με την οικονομία, αφού ερευνούν και αποτυπώνουν το γεωργικό και ορυκτό μας πλούτο αντίστοιχα, αλλά και εθνικές υπηρεσίες όπως την ΕΜΥ, που είναι ο διεθνής μας επιχειρησιακός και ερευνητικός εταίρος στους διεθνείς μετεωρολογικούς οργανισμούς, που προάγουν διεθνώς την έρευνα σε θέματα κλίματος και κλιματικής αλλαγής. 2. Αγνοεί στους σκοπούς του ότι η χώρα συμμετέχει σε ένα σημαντικό αριθμό διεθνών και ευρωπαϊκών ερευνητικών – επιστημονικών οργανισμών καταβάλλοντας σε ετήσια βάση δεκάδες εκ. ΕΥΡΩ για τη συμμετοχή της. Η συμμετοχή αυτή προϋποθέτει ειδική μέριμνα στη σχεδίαση και των εθνικών επενδύσεων της έρευνας, που λειτουργούν συμπληρωματικά προκειμένου να ενισχύσουν την ικανότητα για «επιστροφές» με τη συμμετοχή των ερευνητικών μας μονάδων στα προγράμματα των διεθνών αυτών οργανισμών. Η εποχή μας υποτίθεται πως είναι η εποχή των μεταρρυθμίσεων και ένα βασικό ερώτημα, που πρέπει να απασχολεί όλους τους πολιτικούς σχηματισμούς αλλά κυρίως την Κυβέρνηση που πρώτη οφείλει να σχεδιάσει το μέλλον της χώρας, είναι το πως θα δημιουργήσουμε ένα σύστημα χρηματοδότησης της έρευνας που θα προσφέρει στην εθνική οικονομία και στη βελτίωση της συνολικής λειτουργίας της χώρας. Παρόλο που πάντοτε υπήρξαν γκρίνιες για το ύψος των πόρων που διατέθηκαν στην έρευνα και στην τεχνολογία κατά τα τελευταία 30 χρόνια, πόροι υπήρξαν. Μπορεί να μην ήταν όσοι απαιτούνταν, αλλά τα ερευνητικά προγράμματα της ΓΓΕΤ, οι αντίστοιχες δαπάνες άλλων Υπουργείων (μη συνδεδεμένων με το ερευνητικό σύστημα της ΓΓΕΤ) και οι ετήσιες εισφορές σε διεθνείς οργανισμούς εκτιμώνται πως υπερβαίνουν τα δύο δις. Ευρώ τα τελευταία 30 χρόνια. Η στρατηγική ωστόσο επί των ερευνητικών/τεχνολογικών προτεραιοτήτων ήταν και εξακολουθεί να είναι ανύπαρκτη και οι μηχανισμοί που χρησιμοποιήθηκαν φάνηκαν ανεπαρκείς για να συνεισφέρουν αισθητά στην εθνική οικονομία. Η δημιουργία του νέου Οργανισμού με ταυτόχρονη συνύπαρξη των παλαιών (ΓΓΕΤ και Υπουργεία) δεν φαίνεται να αλλάζει το τοπίο στην οικονομία. Μια σχεδίαση της ανάπτυξης με βάση την έρευνα θα πρέπει μάλλον να προωθείται υπό την εποπτεία και τις κεντρικές κατευθύνσεις του Κυβερνητικού Συμβουλίου Οικονομικής Πολιτικής (ΚΥ.Σ.ΟΙ.Π), παρά από το Κυβερνητικό Συμβούλιο Κοινωνικής Πολιτικής (ΚΥ.Σ.ΚΟΙ.Π.).