«Oι ανάγκες των μαθητών και η εύρυθμη λειτουργία των δομών ΕΑΕ» δεν εξασφαλίζονται με προσωρινή τοποθέτηση ατόμων που έχουν απλώς επιμόρφωση , εξειδίκευση ,προϋπηρεσία σε προγράμματα ενισχυτικής διδασκαλίας ή υποχρεωτική κατά προτεραιότητα συμμετοχή σε προγράμματα επιμόρφωσης και εξειδίκευσης που υλοποιούνται από τους αρμόδιους φορείς για την επιμόρφωση των εκπαιδευτικών. Την ευελιξία παιδαγωγικών κινήσεων για κάθε περίπτωση μαθητή με ειδικές εκπαιδευτικές ικανότητες δεν την αποκτά κανείς με μια ευκαιριακή απόσπαση λόγω υπεραριθμίας ή συμπλήρωσης ωραρίου. Είναι ένας χώρος πολύ εξειδικευμένος σε γνώσεις και σε περιστατικά, που χρειάζεται και πολύ καλά διαβασμένο και ταγμένο πλέον προσωπικό. Η εξειδίκευση αυτή δεν αποκτάται όμως με μια απλή επιμόρφωση λίγων ωρών στη διαφοροποιημένη διδασκαλία. Η εξειδίκευση αποκτιέται με αέναη έρευνα.
Η δυνατότητα «μετακίνησης» των εκπαιδευτικών με εξειδίκευση στην ΕΑΕ, από δομές της ειδικής αγωγής και εκπαίδευσης στη γενική και επαγγελματική εκπαίδευση και το αντίστροφο δεν εξασφαλίζει και την επιθυμητή «σταθερότητα της παιδαγωγικής διαδικασίας» αλλά αποτελεί σπασμωδικές κινήσεις ενός πρόχειρου νοικοκυρέματος που δεν πληρεί τις Ευρωπαϊκές προδιαγραφές στην Ειδική Αγωγή.
Με συνεχείς αποσπάσεις ,μεταθέσεις, μια γενικότερη κινητικότητα του προσωπικού στις αντίστοιχες δομές ανά σχολικό έτος δεν εξασφαλίζεται σε μια σχολική μονάδα η απαραίτητος παιδαγωγικός προγραμματισμός για τους μαθητές με ειδικές εκπαιδευτικές ικανότητες. Οι παιδαγωγικοί στόχοι που θέτει ένας εκπαιδευτικός εξατομικευμένης ή εξειδικευμένης ή κατ’ οίκον διδασκαλίας μια χρονιά για κάθε μαθητή του επιβάλλεται να εξελίσσονται και την επόμενη χρονιά με μεράκι, υπομονή, σταθερότητα κι όχι άγχος μετάθεσης ή απόσπασης όπου εξυπηρετεί τον καθένα.
Η συμπερίληψη είναι τρόπος σκέψης, απαιτεί αλλαγή κουλτούρας, μόρφωση και δομές. Θέλει εξειδικευμένο εκπαιδευτικό με γνώσεις και όχι σεμινάρια, που θα συνεργάζεται μέσα στην ίδια τάξη ταυτόχρονα με τον εκπαιδευτικό του εκάστοτε κλάδου και θα διαμορφώνουν το πρόγραμμα από κοινού, προσαρμόζοντάς το στις ανάγκες του κάθε παιδιού – όχι του παιδιού με τις «ειδικές ανάγκες».
«Oι ανάγκες των μαθητών και η εύρυθμη λειτουργία των δομών ΕΑΕ» δεν εξασφαλίζονται με προσωρινή τοποθέτηση ατόμων που έχουν απλώς επιμόρφωση , εξειδίκευση ,προϋπηρεσία σε προγράμματα ενισχυτικής διδασκαλίας ή υποχρεωτική κατά προτεραιότητα συμμετοχή σε προγράμματα επιμόρφωσης και εξειδίκευσης που υλοποιούνται από τους αρμόδιους φορείς για την επιμόρφωση των εκπαιδευτικών. Την ευελιξία παιδαγωγικών κινήσεων για κάθε περίπτωση μαθητή με ειδικές εκπαιδευτικές ικανότητες δεν την αποκτά κανείς με μια ευκαιριακή απόσπαση λόγω υπεραριθμίας ή συμπλήρωσης ωραρίου. Είναι ένας χώρος πολύ εξειδικευμένος σε γνώσεις και σε περιστατικά, που χρειάζεται και πολύ καλά διαβασμένο και ταγμένο πλέον προσωπικό. Η εξειδίκευση αυτή δεν αποκτάται όμως με μια απλή επιμόρφωση λίγων ωρών στη διαφοροποιημένη διδασκαλία. Η εξειδίκευση αποκτιέται με αέναη έρευνα. Η δυνατότητα «μετακίνησης» των εκπαιδευτικών με εξειδίκευση στην ΕΑΕ, από δομές της ειδικής αγωγής και εκπαίδευσης στη γενική και επαγγελματική εκπαίδευση και το αντίστροφο δεν εξασφαλίζει και την επιθυμητή «σταθερότητα της παιδαγωγικής διαδικασίας» αλλά αποτελεί σπασμωδικές κινήσεις ενός πρόχειρου νοικοκυρέματος που δεν πληρεί τις Ευρωπαϊκές προδιαγραφές στην Ειδική Αγωγή. Με συνεχείς αποσπάσεις ,μεταθέσεις, μια γενικότερη κινητικότητα του προσωπικού στις αντίστοιχες δομές ανά σχολικό έτος δεν εξασφαλίζεται σε μια σχολική μονάδα η απαραίτητος παιδαγωγικός προγραμματισμός για τους μαθητές με ειδικές εκπαιδευτικές ικανότητες. Οι παιδαγωγικοί στόχοι που θέτει ένας εκπαιδευτικός εξατομικευμένης ή εξειδικευμένης ή κατ’ οίκον διδασκαλίας μια χρονιά για κάθε μαθητή του επιβάλλεται να εξελίσσονται και την επόμενη χρονιά με μεράκι, υπομονή, σταθερότητα κι όχι άγχος μετάθεσης ή απόσπασης όπου εξυπηρετεί τον καθένα. Η συμπερίληψη είναι τρόπος σκέψης, απαιτεί αλλαγή κουλτούρας, μόρφωση και δομές. Θέλει εξειδικευμένο εκπαιδευτικό με γνώσεις και όχι σεμινάρια, που θα συνεργάζεται μέσα στην ίδια τάξη ταυτόχρονα με τον εκπαιδευτικό του εκάστοτε κλάδου και θα διαμορφώνουν το πρόγραμμα από κοινού, προσαρμόζοντάς το στις ανάγκες του κάθε παιδιού – όχι του παιδιού με τις «ειδικές ανάγκες».