Αρχική Τροπολογία σε σ/ν ρυθμίσεις για την Ελληνόγλωσση ΕκπαίδευσηΆρθρο 01 – Θέματα Ειδικής Αγωγής και ΕκπαίδευσηςΣχόλιο του χρήστη Κατερίνα Κ. | 19 Αυγούστου 2016, 10:56
Υπουργείο Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
ΣΤΗΡΙΖΟΥΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΑΕ Οι ρυθμίσεις της παραγράφου 2 αποτελούν ουσιαστικότατο και βασικότατο βήμα για την προάσπιση των δικαιωμάτων των μαθητών με αναπηρία ή/και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες (ΕΕΑ), καθώς αποτρέπουν την κατεδάφιση ενός σημαντικότατου πυλώνα στήριξης της πορείας προς την ενταξιακή εκπαίδευση, η οποία επιβάλλεται από την ίδια την Σύμβαση για τα Δικαιώματα των Αναπήρων του ΟΗΕ (Ν.4074/2012). Σύμφωνα με διεθνή κείμενα, που διευκρινίζουν τις αρχές της ενταξιακής εκπαίδευσης και παρέχουν βασικές οδηγίες για την εφαρμογή της, η δημιουργία οπουδήποτε χάσματος μεταξύ ειδικής και γενικής εκπαίδευσης, με ιδιαίτερη έμφαση στους εκπαιδευτικούς, συνιστά όχι μόνο ένα διαχωρισμό επιστημονικά παρωχημένο αλλά και καταπάτηση των δικαιωμάτων των μαθητών με αναπηρία ή/και ΕΕΑ. Σε όλα αυτά τα κείμενα (UNESCO, (1994). The Salamanca statement and framework for action. Paris: UNESCO , UNESCO, (2008). Inclusive education the way of the future. Geneva: UNESCO , UNESCO, (2009). Towards inclusive education for children with disabilities: a guideline. Bangkok: UNESCO , Peters, S. J., (2004). Inclusive education an EFA strategy for all children. World Bank) γίνεται σαφές ότι αποτελεί καταπάτηση των δικαιωμάτων των μαθητών με αναπηρία ή/και ΕΕΑ η επίκληση των ιδιαίτερων αναγκών τους για τη συντήρηση ξεχωριστών συστημάτων ειδικής και γενικής αγωγής, η ύπαρξη των οποίων προδίδεται από (α) την αυστηρή διάκριση μεταξύ ειδικών και γενικών εκπαιδευτικών, και μάλιστα βάσει της αρχικής τους εκπαίδευσης, (β) τη λειτουργία ξεχωριστών σχολών προετοιμασίας γενικών και ειδικών παιδαγωγών, και (γ) την προώθηση της αντίληψης ότι ο ειδικός παιδαγωγός αποτελεί διαφορετική και πλήρως διακριτή επιστημονική και επαγγελματική οντότητα από τον γενικό παιδαγωγό, καθιστώντας τον τελευταίο αναρμόδιο για την εκπαίδευση όλων των μαθητών. Στην Ελλάδα δεν υπήρχε ανέκαθεν αυτή η διάκριση. Τα βασικά παιδαγωγικά πτυχία ουδέποτε ήταν πτυχία γενικής εκπαίδευσης και τα παιδαγωγικά τμήματα δεν δημιουργήθηκαν στην βάση μίας τέτοιας διάκρισης. Οι νηπιαγωγοί ΠΕ60 και δάσκαλοι ΠΕ70 διαθέτουν βασικό παιδαγωγικό πτυχίο, τίτλος που τους δίνει την δυνατότητα να διορίζονται ως δάσκαλοι και νηπιαγωγοί σε νηπιαγωγεία και δημοτικά σχολεία αντίστοιχα (χωρίς καμία διάκριση των σχολείων σε ειδικά και γενικά ή των μαθητών σε μαθητές με αναπηρία/ΕΕΑ και τυπικούς βλ.Π.Δ. 320/1983 και Ν.1566/1085). Όσοι εξ αυτών επέλεξαν να εξειδικευτούν στην εκπαίδευση παιδιών με αναπηρία ή/και ΕΕΑ, ήδη διέθεταν όταν ξεκίνησαν την εξειδίκευσή τους, το βασικό παιδαγωγικό πτυχίο, το οποίο απέκτησαν μετά από παρακολούθηση 4ετούς προγράμματος βασικών παιδαγωγικών σπουδών, των οποίων η εκπαίδευση παιδιών με αναπηρίες ή/και ΕΕΑ αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα και αντικείμενο, εμβαθύνοντας και επεκτείνοντας τις σχετικές γνώσεις και δεξιότητές τους. Και αυτός ήταν ο μόνος έγκυρος τρόπος απόκτησης επαγγελματικών δικαιωμάτων στην ΕΑΕ μέχρι την ψήφιση του νόμου 3699/2008. Το πτυχίο των τμημάτων ειδικής αγωγής μέχρι το 2008 δεν συνδέονταν με επαγγελματικά δικαιώματα στο χώρο της εκπαίδευσης (ούτε βέβαια της ΕΑΕ), παρόλα αυτά τα δύο τμήματα της χώρας από το 2001 συνέχιζαν διαρκώς να παράγουν αποφοίτους, κατά κύριο λόγο με κατεύθυνση (όχι επάρκεια) δασκάλων. Μέχρι το 2008, η δημιουργία ενός άτυπου ελαστικού πλαισίου έδωσε τη δυνατότητα στους αποφοίτους αυτούς να προσλαμβάνονται ως αναπληρωτές σε θέσεις νηπιαγωγών ΕΑΕ ΠΕ60 και δάσκαλων ΕΑΕ ΠΕ70, παρότι δεν διέθεταν την προαπαιτούμενη για τις θέσεις αυτές παιδαγωγική επάρκεια. Με την ψήφιση του νόμου 3699/2008 ικανοποιείται το πάγιο κλαδικό αίτημα των αποφοίτων ειδικής αγωγής (βλ. αιτιολογική έκθεση του Νόμου 3699), οι οποίοι χωρίς παιδαγωγική επάρκεια συγκέντρωσαν προϋπηρεσία στην ΕΑΕ, και αναγνωρίζονται για πρώτη φορά οι ξεχωριστοί κλάδοι δασκάλων ΕΑΕ ΠΕ71και νηπιαγωγών ΕΑΕ ΠΕ61, με τους δεύτερους να αριθμούν μόλις 15 άτομα την στιγμή εκείνη. Με το νόμο 3699 οι κλάδοι ΠΕ61/71 προστίθενται (δεν αντικαθιστούν) στους προϋπάρχοντες κλάδους νηπιαγωγών και δασκάλων ΠΕ60/70 ΕΑΕ και αποκτούν επαγγελματικά δικαιώματα. Η εξασφάλιση επαγγελματικών δικαιωμάτων στους ΠΕ61/71, η οποία είναι απόλυτα σεβαστή, σε καμία περίπτωση δεν δικαιώνει την απόπειρα αφαίρεσης, και μάλιστα με τρόπο αναδρομικό, των ίδιων επαγγελματικών δικαιωμάτων από τους προϋπάρχοντες κλάδους εκπαιδευτικών ΕΑΕ ΠΕ60/70. Και όμως αυτό ακριβώς επιχειρήθηκε να γίνει με το άρθρο 56 του νόμου 3966 το 2011 με την μετατροπή των οργανικών ΠΕ60/ΠΕ70 σε ΠΕ61/71, χωρίς κανένα επιχείρημα για την συγκεκριμένη ρύθμιση, πέραν της διασφάλισης της δυνατότητας διορισμού των Π61/71. Όσο για την παράκαμψη του ισχύοντος νομικού πλαισίου για τα κριτήρια πλήρωσης των θέσεων αυτών, το οποίο από την εμφάνιση της ειδικής αγωγής στη χώρα μας είναι σταθερό και προτάσσει τα αυξημένα προσόντα, με την εισαγωγή δύο ρυθμίσεων, της παρ.2.α του άρθρου 28 του Νόμου 4186 το 2013 και της περίπτωσης 5 της παρ. 2 του άρθρου 11 του Νόμου 4229, είναι δυνατό να παρακαμφθεί με την έκδοση μίας υπουργικής απόφασης. Η περίπτωση των αναπληρωτών νηπιαγωγών/δασκάλων ΕΑΕ από το σχολικό έτος 2014-2015 και μετά, που νηπιαγωγοί και δάσκαλοι ΠΕ60.50/70.50 , με βασικό παιδαγωγικό πτυχίο και μεταπτυχιακά/διδακτορικά στην ειδική αγωγή και τη σχολική ψυχολογία, σε αρκετές περιπτώσεις αποκτημένα πολύ πριν την αναγνώριση επαγγελματικών δικαιωμάτων στους αποφοίτους των τμημάτων ειδικής αγωγής, και πολυετή προϋπηρεσία ως αναπληρωτές ΕΑΕ, βρέθηκαν να εκτοπίζονται από αποφοίτους ΠΕ61/71 με ένα μόνο βασικό πτυχίο και μηδενική προϋπηρεσία, δίνει ένα παράδειγμα του πιθανού περιεχομένου μίας τέτοιας υπουργικής απόφασης. Δυστυχώς όμως, τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας προωθήθηκε συστηματικά η λήθη σχετικά με την ιστορία της ειδικής αγωγής στην Ελλάδα, η οποία βέβαια δεν ξεκίνησε με την ίδρυση των πανεπιστημιακών τμημάτων ειδικής αγωγής, και τον έντονο προβληματισμό που συνόδεψε την ίδρυση των τμημάτων αυτών, τα οποία δεν λειτούργησαν αμέσως μετά την ίδρυσή τους, ενώ ήταν γνωστό ότι η ίδρυσή τους αποτελούσε παλινδρόμηση σε, ήδη από τότε θεωρούμενα, παρωχημένα μοντέλα εκπαίδευσης. Παρόλα αυτά τα τμήματα αυτά ιδρύθηκαν και λειτούργησαν ενισχύοντας την απαράδεκτη, από πλευράς ανθρωπίνων δικαιωμάτων και παιδαγωγικής, αντίληψη ότι αποτελεί αρμοδιότητα "ειδικών επιστημόνων", η "εκπαίδευση ατόμων με εκ "γενετής" ή επίκτητες μόνιμες ή παροδικές σωματικές, αισθητηριακές και ψυχοπνευματικές αναπηρίες ή μαθησιακές δυσκολίες, που δεν τους επιτρέπουν να ακολουθήσουν τον ρυθμό και τον τρόπο της σχολικής εκπαίδευσης των άλλων παιδιών" (πρόκειται για τη διατύπωση του Π.Δ. 177/1993 με το οποίο ιδρύθηκε το Παιδαγωγικό Τμήμα Ειδικής Αγωγής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας), αν και στην ίδια την Σύμβαση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων των Αναπήρων αναφέρεται ρητώς ότι άτομα με αναπηρία δεν αποκλείονται από το γενικό εκπαιδευτικό σύστημα βάσει της αναπηρίας τους (Ν.4074/2012, article 24, παρ. 2a. Persons with disabilities are not excluded from the general education system on the basis of disability). Η τοποθέτηση των βασικών παιδαγωγικών σπουδών στον αντίποδα της ειδικής αγωγής, μέσα από τον χαρακτηρισμό τους ως "βασικών σπουδών γενικής αγωγής" δυστυχώς καταδεικνύει σοβαρότατη έλλειψη κατανόησης σχετικά με το τι είναι παιδαγωγική, τί συνιστά ειδική παιδαγωγική, ποιά η σχέση μεταξύ των δύο και έλλειψη ουσιαστικής κατανόησης των βασικών αρχών της φιλοσοφίας της ενταξιακής εκπαίδευσης. Ο ισχυρισμός λοιπόν ότι η ισότιμη αντιμετώπιση Π61/71 και ΠΕ60/70 ΕΑΕ, η οποία είναι μία εξισορροπητική μεταξύ εργαζομένων λύση για την επαναφορά της απαραίτητης για τον ευαίσθητο αυτό χώρο ηρεμίας, αποτελεί υποβάθμιση του βασικού πτυχίου στην ειδική αγωγή που εξισώνει τετραετείς σπουδές με ένα/δύο χρόνια σπουδών, είναι απόρροια παράληψης σειράς παραμέτρων, με κεντρική αυτή του βασικού παιδαγωγικού πτυχίου, το οποίο προηγήθηκε των συμπληρωματικών σπουδών. Αυτή η παράληψη δυστυχώς καταδεικνύει άγνοια και αντιλήψεις που εξυπηρετούν σκοπιμότητες άσχετες με τα δικαιώματα των μαθητών με αναπηρία ή/και ΕΕΑ. Και εδώ είναι σαφείς οι ευθύνες των ίδιων των τμημάτων ειδικής αγωγής, καθώς οι ελλείψεις αυτές έχουν εντοπιστεί και στις εξωτερικές τους αξιολογήσεις (http://www.hqaa.gr/eks/UniThessaly_SpecialEducation_2013.pdf http://www.hqaa.gr/eks/UniMacedonia_EducationalSocialPolicy_2013.pdf ). Είναι σαφές λοιπόν σε τί έγκειται η αποσπασματική νομοθέτηση των προηγούμενων ετών και ποιά είναι τα συντεχνιακά συμφέροντα που αυτή εξυπηρετεί, τα οποία προφανώς και δεν περιορίστηκαν στην επαγγελματική κατοχύρωση των ΠΕ61/71. Όσο για την επίκληση των ιδιαίτερων αναγκών κάποιων παιδιών ως επιχείρημα (α) για την απόλυτη κυριαρχία του βασικού πτυχίου ειδικής αγωγής, (β) για τον χαρακτηρισμό του βασικού παιδαγωγικού πτυχίου ως πτυχίου γενικής αγωγής, (γ) για την απαξίωση των συμπληρωματικών στο βασικό παιδαγωγικό πτυχίο σπουδών στην εκπαίδευση των μαθητών με αναπηρία ή/και ΕΕΑ, (δ) για την διακοπή της κινητικότητας των εκπαιδευτικών σε θέσεις ειδικής και γενικής αγωγής, εν ολίγοις, για την ίδια την ακύρωση του πλαισίου εκπαίδευσης των ειδικών εκπαιδευτικών όπως αυτό περιγράφεται στην Διακήρυξη της Σαλαμάνκα και σε άλλα κείμενα της UNESCO, καταδεικνύει το πόσο πίσω βρίσκεται η χώρα μας σε θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων και υπογραμμίζει το βάρος των ευθυνών που φέρουν για αυτή τη κατάσταση οι αρμόδιοι για τη διαμόρφωση εκπαιδευτικής πολιτικής στη χώρα μας. Η αναγνώριση από τη νυν ηγεσία του υπουργείου παιδείας των αδικαιολόγητων και άδικων αποτελεσμάτων των χειρισμών αυτών και η προώθηση μίας ρύθμιση που επιτέλους θέτει ένα φραγμό στην απόλυτη κυριαρχία της συντεχνιακής λογικής στον χώρο της ΕΑΕ αποτελούν κινήσεις αξιέπαινες. Τέλος στην παρ.2 περ. αα) και ββ) θα πρέπει να συμπληρωθεί ο όρος μεταπτυχιακά/διδακτορικά στην σχολική ψυχολογία. Η προσθήκη της εξειδίκευσης στην σχολική ψυχολογία, η οποία ανέκαθεν αναγνωρίζονταν ως προσόν εξειδίκευσης στην εκπαίδευση των παιδιών με αναπηρία ή/και ΕΕΑ, επιβάλλεται από το ίδιο το αντικείμενο της, που είναι η μελέτη και αξιολόγηση των διαδικασιών και των παραγόντων που επηρεάζουν την μάθηση, ο σχεδιασμός και η εφαρμογή παρεμβάσεων που στοχεύουν στην ενίσχυση της μάθησης των παιδιών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες και η δημιουργία και διασφάλιση των συνθηκών για την αποτελεσματικότερη συμμετοχή τους στην εκπαιδευτική διαδικασία.