Αρχική ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΚΑΙ ΤΡΙΤΟΣ ΚΥΚΛΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ - Προγράμματα μεταπτυχιακών σπουδών και διδακτορικές σπουδέςΆρθρο 01- Γενικές διατάξειςΣχόλιο του χρήστη ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ | 4 Οκτωβρίου 2016, 12:29
Υπουργείο Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Θα ήθελα ως πανεπιστημιακός καθηγητής, να εκφράσω τη διαφωνία μου σχετικά με το προτεινόμενο νομοσχέδιο που αφορά στις μεταπτυχιακές σπουδές στην Ελλάδα και έχει κατατεθεί για δημόσια διαβούλευση. Επίσης, θα ήθελα να προσπαθήσω να εξηγήσω, πως εάν αυτός ο νόμος ισχύσει θα σημάνει το τέλος της ποιοτικής μεταπτυχιακής εκπαίδευσης στην Ελλάδα, επηρεάζοντας έμμεσα και την ποιότητα της προπτυχιακής εκπαίδευσης. Η διαφωνία μου αναφέρεται σε τρεις βασικούς τομείς. Ο πρώτος αφορά στην ουσιαστική κατάργηση των διδάκτρων, ο δεύτερος αφορά στην επίσης ουσιαστική κατάργηση των αμοιβών των μελών ΔΕΠ και άλλων συμμετεχόντων στο διδακτικό έργο (όπως εξωτερικών συνεργατών) καθώς και διοικητικού προσωπικού που στηρίζει τις υποδομές των ΜΠΣ, και ο τρίτος αφορά στην κατάργηση του αυτοδιοίκητου των πανεπιστημιακών σχολών και τμημάτων από το ΥΠΕΠΘ. Θα αρχίσω το σχολιασμό μου από τον τελευταίο παράγοντα, καθώς διαφορετικές πανεπιστημιακές σχολές (ΑΕΙ & ΤΕΙ) έχουν διαφορετικές ανάγκες και πόρους. Έτσι, πανεπιστημιακά ιδρύματα όπως το ΕΜΠ τα οποία είναι εντάσεως τεχνολογίας χρησιμοποιούν πόρους από ευρωπαϊκά ερευνητικά προγράμματα προκειμένου να προωθούν την έρευνά τους και να αμείβουν τους συμμετέχοντες σε αυτά, και οικονομικές επιχειρηματικές σχολές (business schools), όπως το ΟΠΑ, ΠΑΠΕΙ, ΠΑΜΑΚ, Θεσσαλίας, κ.ά, τα οποία αντλούν πόρους από τα ΜΠΣ με δίδακτρα προκειμένου να προωθούν την έρευνά τους και να αμείβουν την υπερωριακή εργασία των καθηγητών σε αυτά ή και άλλων διδασκόντων, καθώς είτε δεν υπάρχουν αντίστοιχα ερευνητικά προγράμματα, ή διότι το υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο στην Ελλάδα δεν επιτρέπει χρηματοδότηση ΜΠΣ από τον ιδιωτικό επιχειρηματικό τομέα (όπως γίνεται σε άλλες χώρες του εξωτερικού), ή ακόμη επειδή ο ελληνικός επιχειρηματικός τομέας για διάφορους λόγους δεν είναι διατεθειμένος να ξοδέψει χρήματα για έρευνα και υποδομές στα ελληνικά ΑΕΙ & ΤΕΙ. Κατά τη γνώμη μου λοιπόν, δεν είναι σωστό να επεμβαίνει το ΥΠΕΠΘ ούτε στο εάν πρέπει να υπάρχουν δίδακτρα ή όχι, ούτε να καθορίζει διοικητικά το ποσό αυτών καθώς και τις αμοιβές των συμμετεχόντων σε αυτά. Αυτά τα καθορίζει σε μεγάλο βαθμό η ελληνική αγορά εργασίας και γι αυτό τα δίδακτρα και οι αμοιβές των καθηγητών από τα ΜΠΣ στην Ελλάδα είναι υπο-πολαπλάσσιες (από €4.000- €10.000) αυτών που ισχύουν στα περισσότερα αντίστοιχα ακαδημαϊκά ιδρύματα του εξωτερικού (π.χ. στη. Μ.Βρετανία ένα ΜΠΣ σε ένα καλό business school στοιχίζει €30.000, ενώ στις ΗΠΑ το κόστος ανεβαίνει από €60.000 και άνω). Εκτιμώ, ότι το έργο του ΥΠΕΠΘ είναι να αξιοποιήσει και να βελτιώσει το ισχύον νομικό πλαίσιο αξιολόγησης της ανώτατης εκπαίδευσης μέσω των ανεξάρτητων αρχών (π.χ. ΑΔΙΠ) έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η ποιότητα των μεταπτυχιακών προγραμμάτων και να μην γίνεται εις βάρος των προπτυχιακών προγραμμάτων. Και φυσικά, εκεί όπου, εάν υπάρχ-ουν, όπως έχει καταγγελθεί (δεν το γνωρίζω αυτό), εξαιρετικά ολιγομελή τμήματα που δεν μπορούν να υποστηρίξουν, ούτε καν προπτυχιακά προγράμματα, όχι μεταπτυχιακά, είναι καλύτερο να καταργηθούν εντελώς αυτά τα τμήματα και να συγχωνευθούν με ομοειδή τμήματα άλλων σχολών. Ο δεύτερος παράγοντας είναι το αν πρέπει να υπάρχουν δίδακτρα ή όχι και ποια πρέπει να είναι αυτά. Ας θεωρήσουμε ότι οι εισηγητές του παρόντος νομοσχεδίου έχουν την αγαθή πρόθεση να κάνουν δωρεάν ή σχεδόν δωρεάν την απόκτηση μεταπτυχιακών τίτλων για όλους ανεξαρτήτως εισοδήματος, όπως είναι και για τις προπτυχιακές σπουδές, και βέβαια σε αυτήν την περίπτωση θα ήταν ελάχιστοι οι φοιτητές που θα αρνούνταν αυτήν την προσφορά, τουλάχιστον σκεπτόμενοι με οικονομικά κριτήρια και μόνον. Αυτή η αγαθή πρόθεση θα ήταν εφικτή, μόνον σε εκείνη την περίπτωση κατά την οποία η κυβέρνηση αύξανε σημαντικά τις δαπάνες για την ανώτατη εκπαίδευση και κάλυπτε τα λειτουργικά έξοδα των ΜΠΣ, τα οποία πλην των αμοιβών των μελών ΔΕΠ (κατά μέσον όρο 30% περίπου) είναι υπέρογκα και αφορούν σε αρκετά εκατομμύρια ευρώ στο σύνολο των πανεπιστημίων. Αξίζει να αναφέρω, ότι στο δικό μου τμήμα μόνον ξοδεύουμε ετησίως περίιπου €50.000 μόνον για βάσεις δεδομένων (π.χ. Thomson Reuters, Bloomberg) που είναι απαραίτητες διεθνώς για εμπειρική έρευνα στη Χρηματοοικονομική των μελών ΔΕΠ, των διατριβών προπτυχιακών, μεταπτυχιακών και διδακτορικών φοιτητών, όταν σε ένα τυπικό business school του εξωτερικού, το αντίστοιχο κονδύλι ανεβαίνει τουλάχιστον στα €100.000. Και αυτό το προαναφερθέν ποσό των 50.000 ευρώ (μείωση της δαπάνης κατά 50% περίπου) έγινε εφικτό μετά από μια χρονοβόρα και επίπονη διαπραγμάτευση, όπου δυο καθηγητές του Τμήματος αφιέρωσαν μεγάλο μέρος από τον προσωπικό τους χρόνο. Επίσης, στο Τμήμα μου, αλλά και σε άλλα εξ’ όσων γνωρίζω, τα δίδακτρα από τα ΜΠΣ καλύπτουν οργάνωση ακαδημαϊκών σεμιναρίων με επισκέπτες καθηγητές κορυφαίου κύρους από ξένα πανεπιστήμια, έξοδα συμμετοχής σε συνέδρια μελών ΔΕΠ και διδακτορικών φοιτητών, έξοδα υποβολής δημοσιεύσεων σε διεθνή επιστημονικά περιοδικά, κ.ά. Όλα αυτά είναι σημαντικά έξοδα, τα οποία δεν υπάρχει κανείς πιστεύω που να θεωρεί, ότι έχει το ΥΠΕΠΘ σήμερα τη δυνατότητα να αποσπάσει πόρους από τον κρατικό προϋπολο-γισμό (που ούτε και στο παρελθόν την είχε βέβαια) για να τα καλύψει. Σημειωτέον δε, ότι από τα έσοδα των ΜΠΣ, μέσω της παρακράτησης στους ΕΛΚΕ, εξασφαλίζουν σημαντικούς πόρους και τα ίδια τα Παν/μια που διαφορετικά δεν θα τους είχαν από τον κρατικό προϋπολογισμό. Σε αυτήν λοιπόν την ελάφρυνση του κρατικού προϋπολογισμού συμβάλλουν τα μέγιστα τα ΜΠΣ με δίδακτρα. Φυσικά, υπάρχει και μια άλλη λύση πολύ πιο στενά «οικονομικίστικη», που λέει ότι εάν τα τμήματα κάνουν αποδεκτούς μαζικά πολλούς υποψηφίους τότε τα χρήματα θα βρεθούν. Ναι, μπορούν να βρεθούν αρκετά χρήματα (όχι όλα), αλλά αυτό θα είναι σε βάρος της ποιότητας, καθώς αυτά τα πτυχία δεν θα έχουν καν αξία, ούτε καν για το δημόσιο τομέα, στον οποίον σημειωτέον δεν στοχεύουν μέχρι τώρα οι περισσότεροι απόφοιτοι των οικονομικών τμημάτων των επιχειρηματικών σχολών. Αλλά και πάλι δεν θέλουμε αναβάθμιση του δημόσιου τομέα; Όλα αυτά είναι πολύ αντιφατικά μεταξύ τους, και καταδεικνύουν ότι καλό είναι το δωρεάν, αλλά για το πούμε πιο λαϊκά, κάποιος πρέπει να βάλει κοινώς το χέρι στην τσέπη, για να απολαμβάνουν το δωρεάν κάποιοι άλλοι. Στην Ολλανδία, π.χ. όπου τα ΜΠΣ έχουν χαμηλά δίδακτρα η κρατική επιχορήγηση είναι σημαντικότατη, αλλά τα δημόσια οικονομικά της Ελλάδας δεν συγκρίνονται με αυτά της Ολλανδίας. Στην Ελλάδα, από που θα βρεθούν τα χρήματα αυτά; Από νέους φόρους ; Πόσο μπορεί να πάει αυτό; Υπό αυτές τις συνθήκες η πρόταση του νομοσχεδίου στο να καταργηθούν τα δίδακτρα θα οδηγήσει στο τέλος της ποιοτικής μεταπτυχιακής εκπαίδευσης στη χώρα μας και φυγή των ικανότερων φοιτητών προς τα έξω (δηλαδή, φυγή συναλλάγματος κυρίως στη Μ.Βρετανία), ή σε Ελληνικά παραρτήματα ξένων κολλεγίων αμφιβόλου αξίας. Πρέπει, επίσης να λάβουμε υπόψη μας ότι τα ΜΠΣ λειτουργούν ως κέντρα αριστείας (δίδονται υποτροφίες σε αριστούχους φοιτητές οι οποίοι απαλάσσονται των διδάκτρων) τα οποία μπολιάζουν όλη την πανεπιστημιακή κοινότητα και σε προπτυχιακό επίπεδο. Αξίζει επίσης να αναφερθεί, ότι το Τμήμα στο οποίο ανήκω, δηλαδή το Τμήμα Χρηματοοικονομικής και Τραπεζικής Διοικη-τικής, της Σχολής Χρηματοοικονομικής και Στατιστικής του Πανεπιστημίου Πειραιώς, έχει λάβει μέχρι τώρα εξαιρετικές αξιολογήσεις από εξωτερικούς ελεγκτές (κορυφαίους Έλληνες ακαδημαϊκούς ξένων πανεπιστημίων) τόσο σε προπτυχιακό όσο και μεταπτυχιακό επίπεδο και και αναγνωρίζεται στα κορυφαία διεθνώς τμήματα για τις ερευνητικές δημοσιεύσεις των μελών ΔΕΠ, σύμφωνα με τη διεθνή βάση αξιολόγησης RePEC. Έτσι, Τον Ιούλιο του 2016 ήταν 21ο διεθνώς, σε σύνολο 414 τμημάτων, στην κατάταξη του RePEC και 7ο στην Ευρώπη (http://ideas.repec.org/top/top.finecon.html). Άφησα για τελευταίο στο σχολιασμό μου το θέμα των αμοιβών των διδασκόντων (καθηγητών-μελών ΔΕΠ και εξωτερικών συνεργατών) και διοικητικού προσωπικού των ΜΠΣ (π.χ. γραμματείες), όχι γιατί είναι ήσσονος σημασίας, αλλά γιατί στην ανάλυση σύνθετων θεμάτων πρέπει πρώτα κανείς να βλέπει τη μεγάλη εικόνα, και μετά να ασχολείται με τα επιμέρους θέματα, τα οποία έχουν όμως εξίσου μεγάλη σημασία και συνδέονται άρρηκτα με τα 2 προηγούμενα. Το ισχύον νομικό πλαίσιο ορίζει ότι όταν οι καθηγητές-μέλη ΔΕΠ έχουν εκπληρώσει τις διδακτικές τους υποχρεώσεις στο προπτυχιακό πρόγραμμα, τότε μόνον μπορούν να κάνουν μαθήματα σε μεταπτυχιακά προγράμματα. Δηλαδή, η διδασκαλία σε ΜΠΣ αφορά υπερωριακή εργασία, η οποία μάλιστα στα ΜΠΣ τα οποία απευθύνονται σε εργαζόμενους φοιτητές (μερικής απασχόλησης ή άλλου τύπου) γίνονται Σάββατα ή καθημερινώς 6μμ με 9μμ ή και 10μμ το βράδυ. Εάν λάβουμε υπόψη μας ότι ο διδακτικός φόρτος εργασίας των μελών ΔΕΠ στα Ελληνικά ΑΕΙ είναι κατά πολύ υψηλότερος (τουλάχιστον 200 ώρες ετησίως και επαναληπτικές εξεταστικές περίοδοι) σε σύγκριση με τα ΑΕΙ του εξωτερικού (π.χ. στη Μ.Βρετανία ο μέσος όρος αντίστοιχος όρος είναι 50-60 ώρες) με τα οποία όμως ανταγωνίζονται επί ίσοις όροις για διεθνείς επιστημονικές δημοσιεύσεις και καινοτομική έρευνα, με κατά πολύ χαμηλότερους μισθούς, μπορεί κανείς να καταλάβει εύκολα ότι το να θέλει η Πολιτεία να υποχρεώσει τα μέλη ΔΕΠ, να παρέχουν υπερωριακή εργασία δωρεάν ή με μια συμβολική αμοιβή στα ΜΠΣ είναι απλώς μια παράλογη και εξωφρενική ιδέα. Επίσης, αξίζει να σημειωθεί ότι οι τακτικές αποδοχές του καθηγητικού προσωπικού, αντίθετα με ότι ίσως διαχέεται κατά καιρούς στην κοινή γνώμη, βρίσκονται σήμερα σε απαράδεκτα χαμηλό επίπεδο, καθώς πρώτον αυξήθηκαν ελάχιστα (μεσοσταθμικά 6-7%) κατά την περίοδο 2000-6 σε αντίθεση με μεγάλες αυξήσεις που έγιναν σε άλλους κρατικούς λειτουργούς ειδικών μισθολογίων (π.χ. δικαστικοί), ενώ στα χρόνια των μνημονίων μειώθηκαν κατά 20-50% ανάλογα με τη βαθμίδα. Έτσι, σήμερα ενδεικτικά αναφέρω, ότι ο καθαρός μισθός ενός καθηγητή κυμαίνεται μεταξύ περίπου 1.000 ευρώ (λέκτορας) και 2.000 ευρώ (καθηγητής πρώτης βαθμίδας πριν τη σύνταξη). Το αποτέλεσμα αυτών των μειώσεων είναι, ότι αρκετοί συνάδελφοι σε αρκετές σχολές-τμήματα να έχουν ήδη παραιτηθεί για να στελεχώσουν πανεπιστημιακά ιδρύματα του εξωτερικού, ενώ ταυτόχρονα και αυτό είναι το πιο λυπηρό, να μην θέλουν νέοι Έλληνες επιστήμονες από το εξωτερικό να γυρίσουν πίσω στην Ελλάδα, ούτε καν στις υψηλές βαθμίδες, με αποτέλεσμα να μην ανανεώνεται το επιστημονικό προσωπικό των Ελληνικών ΑΕΙ με χρήσιμους και δημιουργικούς νέους ανθρώπους που έχουν όρεξη για δουλειά και φέρνουν καινοτομικές ιδέες και εμπειρίες. Με δεδομένη λοιπόν αυτήν την κατάσταση, μπορεί κανείς εχέφρων άνθρωπος να πιστεύει ότι εάν περιορισθούν δραστικά οι αμοιβές των διδασκόντων στα ΜΠΣ, σύμφωνα με τα όσα προβλέπει το προτεινόμενο νομοσχέδιο, δεν θα φύγουν προς τα έξω και άλλοι συνάδελφοι που έχουν σημαντικό ερευνητικό έργο και δεν είναι μεγάλης ηλικίας, στη στιγμή που θα αμείβονται με πολλαπλάσιες αμοιβές, με λιγότερο διδακτικό φόρτο εργασίας και έτσι περισσότερο χρόνο για πιο δημιουργικό ερευνητικό έργο; Και φυσικά σε αυτήν την περίπτωση θα πέσει και η ποιότητα στα προπτυχιακά προγράμματα, καθώς λιγότεροι καθηγητές ποσοτικά και ποιοτικά θα μείνουν στη χώρα για να διδάσκουν μια ολοένα διευρυνόμενη μάζα φοιτητών και με λιγότερα μέσα καθώς τα ΜΠΣ χρηματοδοτούν υποδομές που χρησιμοποιούνται και στα προπτυχιακά πρόγράμματα. Είναι όμως αυτό που θέλουμε τελικά για την αναβάθμιση της παιδείας; Υπάρχει ελπίδα έτσι; Καταλήγοντας, λοιπόν θα ήθελα να κλείσω με την άποψη ότι το νομοσχέδιο αυτό κινείται προς την εντελώς λανθασμένη κατεύθυνση με την κατάργηση των διδάκτρων και των αμοιβών των διδασκόντων, και εκτός εάν έχει τη μαγική λύση να χρηματοδοτήσει η πολιτεία τα λειτουργικά έξοδα των ΜΠΣ εντός των οποίων είναι και οι επιπλέον αμοιβές των μελών ΔΕΠ, θα πρέπει να αφήσει τα πανεπιστημιακά ιδρύματα να αναζητούν πόρους από εναλλακτικές πηγές, όπως αυτά κρίνουν, μεταξύ των οποίων είναι και τα δίδακτρα. Φυσικά, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα πρέπει να ελέγχει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για τη διεξαγωγή ποιοτικών ΜΠΣ, ή ότι δεν πρέπει να ελέγχονται οι οικονομικές καταστάσεις τους, ή η βιωσιμότητά τους. Τουναντίον, θα πρέπει να υπάρχει και να εφαρμόζεται ουσιαστική αξιολόγηση και σε αυτό το πεδίο μπορεί να ανευρεθούν καλύτεροι τρόποι ελέγχου που θα έχουν και την υποστήριξη της πλειοψηφίας της πανεπιστημιακής κοινότητας. Εάν το ΥΠΕΠΘ, παρόλ’ αυτά επιμείνει να φέρει προς ψήφιση στη Βουλή το παρόν νομοσχέδιο και να το εφαρμόσει στη συνέχεια ως έχει, η πτώση της ποιότητας της καλής μεταπτυχιακής εκπαίδευσης στη χώρα μας θα είναι γεγονός, με τις συνέπειες που εξήγησα ανωτέρω. Μπορεί να έχει τη δυνατότητα να το κάνει, αλλά ο μεγάλος χαμένος θα είναι η Παιδεία στην Ελλάδα. Εάν μάλιστα, το νομοσχέδιο εφαρμοσθεί άμεσα με αναδρομική ισχύ για τα ΜΠΣ που έχουν ήδη ξεκινήσει τη λειτουργία τους με τα ισχύοντα ΦΕΚ, τα Τμήματα και οι Σχολές κινδυνεύουν να εμπλακούν σε δικαστικούς αγώνες καθώς αυτό σημαίνει πλήρη ανατροπή των προϋπολογισμών τους (εσόδων-εξόδων) με συνέπεια να μην μπορούν να πληρωθούν πολλοί άνθρωποι εκτός από το καθηγητικό προσωπικό (δηλαδή, διοικητικό προσωπικό και γραμματείες), αλλά ούτε και τα Παν/μια να παράσχουν στους φοιτητές τις υποδομές (π.χ. βάσεις δεδομένων) που τους υποσχέθηκαν πριν εγγραφούν. Εάν, γίνει αυτό θα ανοίξουν πληγές στην ανώτατη εκπαίδευση που δύσκολα θα κλείσουν προβλέπω. Θα ήθελα να μην το ζήσουμε αυτό. Υπάρχουν πολλοί τρόποι και αρκετές δυνατότητες για να βρούμε πόρους να βοηθήσουμε άξιους νέους ανθρώπους που θέλουν να κάνουν μεταπτυχιακές σπουδές αλλά δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα. Εν κατακλείδι, εκτιμώ ότι δεν είναι ανάγκη να τα κάνουμε όλα δωρεάν για να τα πληρώσουμε πανάκριβα όλοι μετά, καθώς οι πιο εύπορες κοινωνικές τάξεις όλο και πιο πολύ θα στέλνουν τα παιδιά τους εξαρχής για προπτυχιακές και μεταπτυχιακές σπουδές στο εξωτερικό και το σύστημα στην ουσία θα γίνεται ολοένα και πιο ταξικό, καθώς το Δημόσιο Πανεπιστήμιο θα καταρρέει από την έλλειψη οικονομικών και ανθρώπινων πόρων.