ΣΤΗΡΙΞΗ ΤΗΣ ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΑΣ!!!
Αποδόμηση της αντίθετης επιχειρηματολογίας
Τα επιστημονικά τεκμηριωμένα επιχειρήματα μας είναι τα ακόλουθα:
Αρχικά πολύ συνοπτικά αναφέρουμε ότι :
Οι ΠΕ71 & ΠΕ61 δεν έχουν επάρκεια να διδάξουν στη γενική εκπαίδευση. Αυτός είναι ο λόγος που δεν τους επιτρέπεται η υποβολή αίτησης στους αντίστοιχους πίνακες αναπληρωτών. Παράδειγμα, εγκύκλιος πρόσληψης αναπληρωτών για το σχολικού έτος 2014 -15 (ΑΔΑ:Β3Ξ69-ΣΦΤ , σελ.9,10).
Αντίθετα οι κάτοχοι βασικών τίτλων δάσκαλων και νηπιαγωγών έχουν τη δυνατότητα να διδάξουν στις ΣΜΕΑΕ, (σχολικές μονάδες ειδικής αγωγής και εκπαίδευσης), όταν υπάρχει έλλειψη αναπληρωτών ΕΑΕ, και χωρίς καμία επιπλέον εξειδίκευση, (ΑΔΑ:Β3Ξ69-ΣΦΤ, σελ.9,10), γιατί η ειδική αγωγή είναι κομμάτι της γενικής και όχι κάτι άσχετο από τις σπουδές τους. Συνεπώς ο βασικός τίτλος που αποκτάται από τα παιδαγωγικά τμήματα δημοτικής και προσχολικής εκπαίδευσης είναι ισχυρότερος και επαρκέστερος από οποιαδήποτε κατεύθυνση δάσκαλου ή νηπιαγωγού από τα τμήματα ειδικής αγωγής καθώς εξασφαλίζει στον εκπαιδευτικό κινητικότητα ανάμεσα στην γενική εκπαίδευση και στην προέκτασή της την ειδική . Οι έχοντες βασικούς τίτλους δασκάλων και νηπιαγωγών σε συνδυασμό με την απόκτηση ανώτερων ακαδημαϊκών προσόντων όπως μεταπτυχιακά και διδακτορικά αναδεικνύονται ως κατεξοχήν εξειδικευμένοι και κατάλληλοι να διδάξουν στον χώρο της ειδικής εκπαίδευσης.
Αναλυτικότερα, από την μελέτη των σχετικών ευρωπαϊκών και διεθνών κειμένων προκύπτουν να ακόλουθα συμπεράσματα:
•Η ειδική παιδαγωγική αποτελεί συνέχεια, προέκταση, της γενικής παιδαγωγικής. Συνεπώς, η εξειδικευμένη γνώση σχετικά με την ειδική παιδαγωγική δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζεται με την στενή έννοια, αλλά ως προέκταση της βασικής παιδαγωγικής γνώσης πάνω στην οποία και κτίζεται2.
•Κατά συνέπεια, όπως τονίζεται και στα σύγχρονα Διεθνή και Ευρωπαϊκά κείμενα που παρέχουν κατευθύνσεις και παραδείγματα για την εκπαίδευση των μαθητών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες/αναπηρία, ο ειδικός παιδαγωγός δεν αποτελεί ανεξάρτητη επιστημονική και επαγγελματική οντότητα από τον παιδαγωγό. Αντιθέτως, έμφαση δίνεται στην κατάλληλη εκπαίδευση των γενικών παιδαγωγών προκειμένου να ανταποκριθούν στις ανάγκες όλων των μαθητών τους στα πλαίσια του νέου ενταξιακού/συνεκπαιδευτικού σχολείου, ενώ για τους ειδικούς παιδαγωγούς τονίζεται ότι η εκπαίδευση τους στην ειδική αγωγή αποτελεί επιπλέον προσόν το οποίο θα πρέπει να συμπληρώνει τη βασική τους εκπαίδευση στη γενική αγωγή. Συγκριμένα, σύμφωνα με την Διακήρυξης της Salamanca και του Πλαισίου Δράσεων για την Ειδική Αγωγή της UNESCO (1994), η εξειδίκευση των εκπαιδευτικών στην ειδική εκπαίδευση, η οποία οδηγεί σε επιπλέον προσόντα, θα πρέπει κανονικά να συμπληρώνει την βασική εκπαίδευση και εκπαιδευτική εμπειρία των εκπαιδευτικών στο γενικό σχολείο, είτε με την μορφή ενσωματωμένων στη βασική εκπαίδευση συμπληρωματικών σπουδών είτε με την μορφή συμπληρωματικών σπουδών που έπονται των βασικών, έτσι ώστε να διασφαλίζεται ο συμπληρωματικός της χαρακτήρας και η κινητικότητα.
Επιπλέον, σύμφωνα με την έκθεση της UNESCO στο International Conference on Education με θέμα «Inclusive Education: The way of the future» (UNESCO International Bureau of Education, 2009) ξεχωριστές πορείες αρχικής εκπαίδευσης (ειδική-γενική εκπαίδευση) δεν βοηθούν, αλλά η εξειδίκευση των εκπαιδευτικών πρέπει να κτίζεται πάνω σε μία ήδη υπάρχουσα ευρεία βάση γνώσεων και να έπεται της απόκτησης δεξιοτήτων και εκπαιδευτικής εμπειρίας στο γενικό (mainstream) πλαίσιο.
•Ο ειδικός παιδαγωγός οφείλει να έχει βασική παιδαγωγική εκπαίδευση, επάρκεια για τη γενική τάξη και επιπλέον εξειδίκευση. Το κριτήριο επιλογής εκπαιδευτικών ειδικής αγωγής δεν μπορεί να είναι το βασικό πτυχίο, καθώς το βασικό πτυχίο είναι προσόν προαπαιτούμενο και ως τέτοιο θα πρέπει να είναι ενιαίο για την κάθε βαθμίδα εκπαίδευσης (Πτυχίο Παιδαγωγικού Προσχολικής ή Δημοτικής Εκπαίδευσης). Ο χαρακτηρισμός «εκπαιδευτικός ΕΑΕ» απορρέει από τα συμπληρωματικά, στον προαπαιτούμενο βασικό παιδαγωγικό τίτλο, προσόντα. Συνεπώς, ο εκτοπισμός των εκπαιδευτικών με βασικές παιδαγωγικές σπουδές (που διαθέτουν επάρκεια διδασκαλίας στη γενική τάξη) και μεταπτυχιακά/διδακτορικά στην ειδική αγωγή/σχολική ψυχολογία είναι άτοπος, καθώς οι συγκεκριμένοι εκπαιδευτικοί είναι - σύμφωνα και με τα ευρωπαϊκά δεδομένα- οι πλέον εξειδικευμένοι για να προσφέρουν υπηρεσίες τόσο σε συνεκπαιδευτικές δομές όσο και δομές ειδικής εκπαίδευσης.
•Σύμφωνα με την Διακήρυξη της Salamanca και του Πλαισίου Δράσεων, για την Ειδική Αγωγή της UNESCO, η ειδική αγωγή αποτελεί έναν τομέα της παιδαγωγικής που είναι συνυφασμένος και θα πρέπει να συνδέεται στενά με την έρευνα. Η λέξη έρευνα βέβαια δεν περιορίζεται σε στενό ακαδημαϊκό επίπεδο αλλά αφορά τον σχεδιασμό καινοτόμων παρεμβάσεων και την διεξαγωγή έρευνας-δράσης που εστιάζει στην εφαρμογή και στην αξιολόγηση στρατηγικών και παρεμβάσεων άμεσα συνδεδεμένων με την παιδαγωγική πράξη. Συνεπώς δεξιότητες και γνώσεις που σχετίζονται με την βαθειά κατανόηση και εφαρμογή της ερευνητικής μεθοδολογίας, και οι οποίες αποκτώνται κατεξοχήν μέσα από μεταπτυχιακές/διδακτορικές σπουδές, είναι απαραίτητο εφόδιο του ειδικού παιδαγωγού
προκειμένου
(α) να ανταποκριθεί στην δυναμική φύση του αντικειμένου του και
(β) να μην υποβιβάσει την ποιότητα των υπηρεσιών που παρέχει περιοριζόμενος σε ρόλο εμπειροτέχνη ή τεχνικού της εκπαίδευσης.
Επομένως το επιχείρημα ότι ένα μεταπτυχιακό ή διδακτορικό είναι απλά μια έρευνα και δεν καθιστά τον δάσκαλο η νηπιαγωγό εξειδικευμένο ειδικό εκπαιδευτικό είναι άτοπο.
•Στη συντριπτική πλειοψηφία των Ευρωπαϊκών χωρών δεν υπάρχουν προπτυχιακά
τμήματα εκπαιδευτικών ειδικής αγωγής, αλλά η εξειδίκευση στην ειδική αγωγή επιτυγχάνεται μέσα από συμπληρωματική στο βασικό παιδαγωγικό πτυχίο επιπλέον εκπαίδευση.
•Οι πτυχιούχοι με βασικό τίτλο στην ειδική αγωγή εκ των πραγμάτων δεν είναι ειδικοί
παιδαγωγοί καθώς δεν έχουν την προαπαιτούμενη για εξειδίκευση βασική παιδαγωγική κατάρτιση και επάρκεια για τη γενική αγωγή. Υπενθυμίζεται ότι τα προγράμματα σπουδών των Τμημάτων Ειδικής Αγωγής, δεν έχουν αυξημένη διάρκεια ως προς το βασικό παιδαγωγικό πτυχίο, δεν έχουν ενσωματωμένες τις βασικές γενικές παιδαγωγικές σπουδές και ως εκ τούτου δεν οδηγούν σε επάρκεια διδασκαλίας στη γενική τάξη. Συνεπώς, το βασικό τους πτυχίο και μόνο δεν τους καθιστά εξειδικευμένους παιδαγωγούς.
Όλα τα ανωτέρω πιστοποιούνται και από τις Εκθέσεις εξωτερικής αξιολόγησης των
παιδαγωγικών τμημάτων ειδικής αγωγής των πανεπιστημίων Μακεδονίας και Θεσσαλίας στις οποίες επισημάνονται η έλλειψη παιδαγωγικών και βασικών προαπαιτούμενων μαθημάτων, η έλλειψη ενταξιακής/συνεκπαιδευτικής φιλοσοφίας, η ανεπαρκής πρακτική άσκηση τόσο σε γενικό, όσο και σε ειδικό πλαίσιο.
Ειδικότερα :
Τμήμα ειδικής αγωγής του πανεπιστημίου Θεσσαλίας: Η πρακτική άσκηση και η εμπειρία
μέσα στην τάξη είναι περιορισμένη καθώς αφορά μόνο το 3ο έτος για γενικά σχολεία και το 4ο έτος για ειδικά σχολεία (Εξωτ. Αξιολ. σ. 9). Στο πρόγραμμα σπουδών θα πρέπει να εισαχθεί μία πιο συμπεριληπτική/συνεκπαιδευτική προσέγγιση (Εξωτ. Αξιολ σ.9). Στην έκθεση αφού γίνεται μία σύντομη ανάλυση της φιλοσοφίας της συμπεριληπτικής - συνεκπαιδευτικής προσέγγισης, ως μία διαδικασία που δεν περιορίζεται στην απλή τοποθέτηση των παιδιών που έχουν χαρακτηριστεί ως παιδιά με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες στο γενικό πλαίσιο αλλά ως μία διαδικασία που βασικό σκοπό έχει την δημιουργία ενός σχολείο για όλους, προτείνεται ότι το πρόγραμμα σπουδών του τμήματος ειδικής αγωγής θα πρέπει να δώσει μεγαλύτερη προσοχή σε συγκεκριμένα θεωρητικά και φιλοσοφικά ζητήματα που αφορούν την διαφορετικότητα και το φιλοσοφικό υπόβαθρο της ειδικής αγωγής (Εξωτ. Αξιολ σ.9-10). Σύμφωνα με την ίδια έκθεση τα μαθήματα παιδαγωγικής είναι περιορισμένα, ενώ ανεπαρκή είναι και τα μαθήματα θεατρικής, αισθητικής και μουσικής αγωγής και λογοτεχνίας (Εξωτ. Αξιολ σ.10).
Τμήμα κοινωνικής και εκπαιδευτικής πολιτικής του Πανεπιστημίου Μακεδονίας:
Παρατηρείται απουσία βασικών μαθημάτων από το πρώτο έτος σπουδών που αποτελούν προϋπόθεση για την διδασκαλία εξειδικευμένων μαθημάτων (Εξωτ. Αξιολ σ.6). Βασικά προβλήματα εντοπίζονται στην επιλογή των διδασκόμενων μαθημάτων καθώς και στην επάρκεια και καταλληλότητα της πρακτικής άσκησης των μελλοντικών αποφοίτων των δύο τμημάτων (Εξωτ. Αξιολ σ.6). Επιπλέον, όσον αφορά την καταλληλότητα των διδασκόμενων αντικειμένων, επισημαίνεται ότι η επιλογή των αντικειμένων δίνει την εντύπωση ότι γίνεται με τρόπο που να ανταποκρίνεται στα περιορισμένα ενδιαφέροντα των διδασκόντων παρά στις ανάγκες των τμημάτων (Εξωτ. Αξιολ σ.6).
Επισημαίνεται ότι:
Το τμήμα Εκπαιδευτικής και Κοινωνικής Πολιτικής του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, δεν είναι καν παιδαγωγικό.
Το τμήμα ειδικής αγωγής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας μέσα από κοινό πρόγραμμα σπουδών εκπαιδεύει δασκάλους και νηπιαγωγούς σε αντίθεση με ότι ισχύει στα υπόλοιπα παιδαγωγικά τμήματα της Ελλάδας.
Σύμφωνα με την προτεινόμενη πρακτική από ευρωπαϊκούς και διεθνείς οργανισμούς
προκειμένου να διασφαλιστεί η ποιότητα της παρεχόμενης στους μαθητές εκπαίδευση είναι απαραίτητο να υπάρχουν τεκμηριωμένες ενδείξεις, δηλαδή στοιχεία που να στηρίζονται σε σχετική συστηματική έρευνα, της αποτελεσματικότητας της εκπαίδευσης των εκπαιδευτικών. Δεδομένου ότι σύμφωνα με την σχετική βιβλιογραφία ο διαχωρισμός της αρχικής εκπαίδευσης των εκπαιδευτικών σε γενική και ειδική κατεύθυνση, αντιμετωπίζεται με επιφύλαξη καθώς είναι επιστημονικά παράδοξος και δημιουργεί εμπόδια στην πρόσβαση όλων των μαθητών σε ισότιμες εκπαιδευτικές εμπειρίες, η εξ ορισμού πρόταξη πτυχιούχων με βασικό πτυχίο στην ειδική αγωγή και κατεύθυνση (αντί επάρκειας) νηπιαγωγού ή δασκάλου έναντι νηπιαγωγών και δασκάλων σε μεταπτυχιακό επίπεδο εξειδικευμένων στην ειδική αγωγή θα έπρεπε να στηρίζεται σε αδιάσειστα ερευνητικά ευρήματα για την ποιότητα της παρεχόμενης στους μαθητές με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες/αναπηρία εκπαίδευσης. Τα ερευνητικά αυτά ευρήματα είναι ανύπαρκτα. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι η παρουσία του παιδαγωγικού τμήματος ειδικής αγωγής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας στον πίνακα αναπληρωτών νηπιαγωγών ΕΑΕ μέχρι στιγμής είναι 52 άτομα (χρόνος αποφοίτησης 1998 -2016). Με ποιόν τρόπο τεκμηριώνεται η αποτελεσματικότητα και η σχέση του προγράμματος αυτού του τμήματος με την ποιότητα της παρεχόμενης στους μαθητές εκπαίδευσης, και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό που να επιβάλλεται η πρόταξή των αποφοίτων του έναντι άλλων πιο εκπαιδευμένων και έμπειρων εκπαιδευτικών; Ο αριθμός 52 και μόνο καταδεικνύει σημαντική έλλειψη εμπειρίας από πλευράς του εν λόγω τμήματος έως και υπολειτουργία του. Με ποια λογική οι συνάδελφοι ΠΕ61 θεωρείται ότι πρέπει να προτάσσονται όταν το σύνολο της προσχολικής αγωγής στην ΕΑΕ αναπληρώνεται από νηπιαγωγούς ΠΕ60.50;
Τα παραπάνω συνιστούν ένα προβληματικό πτυχίο που σε καμία περίπτωση δεν ανταποκρίνεται σε αυτό του κατεξοχήν εξειδικευμένου. Παρόλα αυτά προωθείται να προτάσσεται έναντι μεταπτυχιακών και διδακτορικών τίτλων.
Είναι απορίας άξιο πως οι ΠΕ61/71 μπαίνουν σε ενταξιακές δομές (π.χ. τμήματα ένταξης, παράλληλη στήριξη) ακόμη και στα ΚΕΔΔΥ χωρίς μάλιστα να έχουν τα κατάλληλα παιδαγωγικά πτυχία ( βασικό πτυχίο δασκάλου – νηπιαγωγού από τα πανεπιστημιακά παιδαγωγικά τμήματα), προαπαιτούμενα για την αντιμετώπιση των δυσκολιών των μαθητών και τη δημιουργία προγραμμάτων παρέμβασης στα πλαίσια της γενικής τάξης στην οποία καλούνται να υποστηρίξουν /εντάξουν τους μαθητές με ιδιαιτερότητες.
Συχνά αναφέρεται ότι οι απόφοιτοι τμημάτων ειδικής αγωγής εργάζονται χρόνια την ειδική αγωγή και δεν τους δίνεται το δικαίωμα μόνιμου διορισμού στην εκπαίδευση. Το συγκεκριμένο επιχείρημα όχι μόνο δεν τεκμηριώνει την ορθότητα της πρόταξης των συγκεκριμένων αποφοίτων έναντι εξειδικευμένων σε μεταπτυχιακό επίπεδο εκπαιδευτικών (δασκάλων και νηπιαγωγών) αλλά εγείρει σειρά ερωτημάτων σχετικά με την καταλληλότητα των αποφάσεων που τους επέτρεψαν να συγκεντρώσουν προϋπηρεσία εκπαιδευτικού στον ευαίσθητο χώρο της ειδικής αγωγής. Υπενθυμίζουμε ότι μέχρι και το 2008 οι απόφοιτοι των τμημάτων ειδικής αγωγής εργάζονταν σε ειδικές και ενταξιακές δομές χωρίς παιδαγωγική επάρκεια, αν και αυτή ήταν και είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την πρόσληψη σε θέση εκπαιδευτικού τόσο στην πρωτοβάθμια όσο και στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Ακόμη και αν παραβλεφθούν η έλλειψη επιστημονικής στήριξης της αναγνώρισης ενός κλάδου εκπαιδευτικών ειδικής αγωγής που δεν έχουν επάρκεια για την γενική τάξη και η μεθοδολογική ασυμβατότητα της απόφασης αυτής με το ενταξιακό μοντέλο, δεν δικαιολογείται η πρόταξη αποφοίτων χωρίς ουσιαστική παιδαγωγική επάρκεια έναντι απόλυτα εξειδικευμένων σε μεταπτυχιακό επίπεδο εκπαιδευτικών (δασκάλων και νηπιαγωγών). Υπενθυμίζουμε ότι ο νόμος 3699, χωρίς καμία προϋπόθεση, αναγνώρισε αναδρομικά παιδαγωγική επάρκεια σε πτυχιούχους που μέχρι και το 2008 το πρόγραμμα σπουδών που παρακολούθησαν δεν την δικαιολογούσε.
Εν τέλει το πρόβλημα της αδιοριστίας των συγκεκριμένων αποφοίτων είναι άμεση απόρροια της δυσαρμονίας ανάμεσα στην ανάγκη υιοθέτησης ενταξιακής πολιτικής και την ύπαρξη προπτυχιακών τμημάτων ειδικής αγωγής.
Με ποια λογική λοιπόν θεωρείται δίκαιο η ευθύνη για την επίλυση του προβλήματος αυτού να μετακυλήσει σε εκπαιδευτικούς που έχοντας αποκτήσει το βασικό παιδαγωγικό τους πτυχίο επέλεξαν να εξειδικευτούν μέσα από μεταπτυχιακά προγράμματα ειδικής αγωγής/σχολικής ψυχολογίας στην εκπαίδευση μαθητών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες/αναπηρία, ενώ το ίδιο χρονικό διάστημα οι απόφοιτοι των τμημάτων ειδικής αγωγής, είτε δεν είχαν αποφοιτήσει ακόμη, είτε έχοντας μόλις αποφοιτήσει εργάζονταν σε δομές ειδικής αγωγής και συνεκπαίδευσης χωρίς να έχουν παιδαγωγική επάρκεια; Πώς λοιπόν ο ισχυρισμός ότι είναι άδικο ο κάτοχος μεταπτυχιακού με μηδενική προϋπηρεσία να προτάσσεται του αποφοίτου ειδικής αγωγής, δικαιολογεί την πρόταξη του αποφοίτου ειδικής αγωγής χωρίς προϋπηρεσία, ή με προϋπηρεσία που αποκτήθηκε χωρίς παιδαγωγική επάρκεια, έναντι νηπιαγωγού ή δασκάλου κατόχου μεταπτυχιακού τίτλου με προϋπηρεσία ακόμη και μεγαλύτερη των 10 χρόνων;
Ο τρόπος απόκτησης των μεταπτυχιακών τίτλων και η ποιότητά τους έχει αποτελέσει ένα βασικό σημείο της επιχειρηματολογίας των Συλλόγων Αποφοίτων Τμημάτων Ειδικής Αγωγής αλλά και των συντακτών του σχεδίου νόμου. Υπενθυμίζουμε ότι όλα τα μεταπτυχιακά του εξωτερικού περνούν από διαδικασία αναγνώρισης από συγκεκριμένο φορέα ο οποίος εποπτεύεται από το Υπουργείο Παιδείας. Οποιεσδήποτε υποψίες για μεταπτυχιακά που αποκτήθηκαν με αθέμιτες διαδικασίες, και ως εκ τούτου τα προσόντα των κατόχων τους δεν ανταποκρίνονται σε αυτά του επιπέδου του τίτλου σπουδών τους, θα έπρεπε να κινητοποιήσουν μηχανισμούς επίσημης διερεύνησης και τεκμηριωμένης καταγραφής του θέματος, προκειμένου να γίνουν όλες οι απαραίτητες διορθώσεις στα κριτήρια αναγνώρισης των τίτλων σπουδών. Κάθε άλλη αναφορά τέτοιου είδους, δεν είναι επιχείρημα αλλά δυσφήμιση και συκοφαντία.
Σύμφωνα με όλα όσα αναδείξαμε παραπάνω η παρούσα υπουργική απόφαση είναι συνέχεια του ν. 4415/2016 και κινείται στη φιλοσοφία και το επιστημονικό πλαίσιο της ΕΑΕ . Έρχεται να ισορροπήσει τις ομάδες εργαζομένων εκπαιδευτικών στην ΕΑΕ και όχι να εξισώσει επιστημονικούς τίτλους.
Συμβιβαστικά την υποστηρίζουμε διότι θεωρούμε ότι είναι επιστημονικά παράδοξο να εξισώνονται μεταπτυχιακά διδακτορικά με βασικά πτυχία ΕΑΕ. Κλείνοντας διερωτώμεθα, η εμμονή των συναδέλφων ΣΑΤΕΑ να συνεχίσει να ισχύει η υπουργική απόφαση με αριθ. 128005/Δ2/08-08-2014(ΦΕΚ 2217/23.08.2014 Τ.Β’) του κυρίου Α. Λοβέρδου, η οποία δεν στηρίζεται σε ψηφισμένο νόμο αλλά σε σχέδιο νόμου που δεν ψηφίστηκε ποτέ, ποιας ομάδας τα συμφέροντα εξυπηρετεί; Κατά αυτόν τον τρόπο αντιλαμβάνονται οι συνάδελφοι την ισονομία;
Όσο για την διατήρηση των Πανεπιστημιακών τμημάτων τους είναι υπόθεση ακαδημαϊκή και η ακαδημαϊκή κοινότητα θα πρέπει να δώσει λύση. Σε καμία περίπτωση υπαίτιοι για τη λειτουργία των τμημάτων δεν είναι οι αναπληρωτές ΠΕ70.50 & ΠΕ60.50 και όλοι όσοι είχαν κατοχυρώσει επαγγελματικά δικαιώματα στην ΕΑΕ εδώ και χρόνια. Τι θέλουν να πουν οι συνάδελφοι με αυτό; Κάθε φορά που θα γίνεται ένα νέο Πανεπιστημιακό Τμήμα όλοι όσοι έχουν πρωτύτερα κατοχυρώσει επαγγελματικά δικαιώματα θα τα χάνουν;
ΣΤΗΡΙΞΗ ΤΗΣ ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΑΣ!!! Αποδόμηση της αντίθετης επιχειρηματολογίας Τα επιστημονικά τεκμηριωμένα επιχειρήματα μας είναι τα ακόλουθα: Αρχικά πολύ συνοπτικά αναφέρουμε ότι : Οι ΠΕ71 & ΠΕ61 δεν έχουν επάρκεια να διδάξουν στη γενική εκπαίδευση. Αυτός είναι ο λόγος που δεν τους επιτρέπεται η υποβολή αίτησης στους αντίστοιχους πίνακες αναπληρωτών. Παράδειγμα, εγκύκλιος πρόσληψης αναπληρωτών για το σχολικού έτος 2014 -15 (ΑΔΑ:Β3Ξ69-ΣΦΤ , σελ.9,10). Αντίθετα οι κάτοχοι βασικών τίτλων δάσκαλων και νηπιαγωγών έχουν τη δυνατότητα να διδάξουν στις ΣΜΕΑΕ, (σχολικές μονάδες ειδικής αγωγής και εκπαίδευσης), όταν υπάρχει έλλειψη αναπληρωτών ΕΑΕ, και χωρίς καμία επιπλέον εξειδίκευση, (ΑΔΑ:Β3Ξ69-ΣΦΤ, σελ.9,10), γιατί η ειδική αγωγή είναι κομμάτι της γενικής και όχι κάτι άσχετο από τις σπουδές τους. Συνεπώς ο βασικός τίτλος που αποκτάται από τα παιδαγωγικά τμήματα δημοτικής και προσχολικής εκπαίδευσης είναι ισχυρότερος και επαρκέστερος από οποιαδήποτε κατεύθυνση δάσκαλου ή νηπιαγωγού από τα τμήματα ειδικής αγωγής καθώς εξασφαλίζει στον εκπαιδευτικό κινητικότητα ανάμεσα στην γενική εκπαίδευση και στην προέκτασή της την ειδική . Οι έχοντες βασικούς τίτλους δασκάλων και νηπιαγωγών σε συνδυασμό με την απόκτηση ανώτερων ακαδημαϊκών προσόντων όπως μεταπτυχιακά και διδακτορικά αναδεικνύονται ως κατεξοχήν εξειδικευμένοι και κατάλληλοι να διδάξουν στον χώρο της ειδικής εκπαίδευσης. Αναλυτικότερα, από την μελέτη των σχετικών ευρωπαϊκών και διεθνών κειμένων προκύπτουν να ακόλουθα συμπεράσματα: •Η ειδική παιδαγωγική αποτελεί συνέχεια, προέκταση, της γενικής παιδαγωγικής. Συνεπώς, η εξειδικευμένη γνώση σχετικά με την ειδική παιδαγωγική δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζεται με την στενή έννοια, αλλά ως προέκταση της βασικής παιδαγωγικής γνώσης πάνω στην οποία και κτίζεται2. •Κατά συνέπεια, όπως τονίζεται και στα σύγχρονα Διεθνή και Ευρωπαϊκά κείμενα που παρέχουν κατευθύνσεις και παραδείγματα για την εκπαίδευση των μαθητών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες/αναπηρία, ο ειδικός παιδαγωγός δεν αποτελεί ανεξάρτητη επιστημονική και επαγγελματική οντότητα από τον παιδαγωγό. Αντιθέτως, έμφαση δίνεται στην κατάλληλη εκπαίδευση των γενικών παιδαγωγών προκειμένου να ανταποκριθούν στις ανάγκες όλων των μαθητών τους στα πλαίσια του νέου ενταξιακού/συνεκπαιδευτικού σχολείου, ενώ για τους ειδικούς παιδαγωγούς τονίζεται ότι η εκπαίδευση τους στην ειδική αγωγή αποτελεί επιπλέον προσόν το οποίο θα πρέπει να συμπληρώνει τη βασική τους εκπαίδευση στη γενική αγωγή. Συγκριμένα, σύμφωνα με την Διακήρυξης της Salamanca και του Πλαισίου Δράσεων για την Ειδική Αγωγή της UNESCO (1994), η εξειδίκευση των εκπαιδευτικών στην ειδική εκπαίδευση, η οποία οδηγεί σε επιπλέον προσόντα, θα πρέπει κανονικά να συμπληρώνει την βασική εκπαίδευση και εκπαιδευτική εμπειρία των εκπαιδευτικών στο γενικό σχολείο, είτε με την μορφή ενσωματωμένων στη βασική εκπαίδευση συμπληρωματικών σπουδών είτε με την μορφή συμπληρωματικών σπουδών που έπονται των βασικών, έτσι ώστε να διασφαλίζεται ο συμπληρωματικός της χαρακτήρας και η κινητικότητα. Επιπλέον, σύμφωνα με την έκθεση της UNESCO στο International Conference on Education με θέμα «Inclusive Education: The way of the future» (UNESCO International Bureau of Education, 2009) ξεχωριστές πορείες αρχικής εκπαίδευσης (ειδική-γενική εκπαίδευση) δεν βοηθούν, αλλά η εξειδίκευση των εκπαιδευτικών πρέπει να κτίζεται πάνω σε μία ήδη υπάρχουσα ευρεία βάση γνώσεων και να έπεται της απόκτησης δεξιοτήτων και εκπαιδευτικής εμπειρίας στο γενικό (mainstream) πλαίσιο. •Ο ειδικός παιδαγωγός οφείλει να έχει βασική παιδαγωγική εκπαίδευση, επάρκεια για τη γενική τάξη και επιπλέον εξειδίκευση. Το κριτήριο επιλογής εκπαιδευτικών ειδικής αγωγής δεν μπορεί να είναι το βασικό πτυχίο, καθώς το βασικό πτυχίο είναι προσόν προαπαιτούμενο και ως τέτοιο θα πρέπει να είναι ενιαίο για την κάθε βαθμίδα εκπαίδευσης (Πτυχίο Παιδαγωγικού Προσχολικής ή Δημοτικής Εκπαίδευσης). Ο χαρακτηρισμός «εκπαιδευτικός ΕΑΕ» απορρέει από τα συμπληρωματικά, στον προαπαιτούμενο βασικό παιδαγωγικό τίτλο, προσόντα. Συνεπώς, ο εκτοπισμός των εκπαιδευτικών με βασικές παιδαγωγικές σπουδές (που διαθέτουν επάρκεια διδασκαλίας στη γενική τάξη) και μεταπτυχιακά/διδακτορικά στην ειδική αγωγή/σχολική ψυχολογία είναι άτοπος, καθώς οι συγκεκριμένοι εκπαιδευτικοί είναι - σύμφωνα και με τα ευρωπαϊκά δεδομένα- οι πλέον εξειδικευμένοι για να προσφέρουν υπηρεσίες τόσο σε συνεκπαιδευτικές δομές όσο και δομές ειδικής εκπαίδευσης. •Σύμφωνα με την Διακήρυξη της Salamanca και του Πλαισίου Δράσεων, για την Ειδική Αγωγή της UNESCO, η ειδική αγωγή αποτελεί έναν τομέα της παιδαγωγικής που είναι συνυφασμένος και θα πρέπει να συνδέεται στενά με την έρευνα. Η λέξη έρευνα βέβαια δεν περιορίζεται σε στενό ακαδημαϊκό επίπεδο αλλά αφορά τον σχεδιασμό καινοτόμων παρεμβάσεων και την διεξαγωγή έρευνας-δράσης που εστιάζει στην εφαρμογή και στην αξιολόγηση στρατηγικών και παρεμβάσεων άμεσα συνδεδεμένων με την παιδαγωγική πράξη. Συνεπώς δεξιότητες και γνώσεις που σχετίζονται με την βαθειά κατανόηση και εφαρμογή της ερευνητικής μεθοδολογίας, και οι οποίες αποκτώνται κατεξοχήν μέσα από μεταπτυχιακές/διδακτορικές σπουδές, είναι απαραίτητο εφόδιο του ειδικού παιδαγωγού προκειμένου (α) να ανταποκριθεί στην δυναμική φύση του αντικειμένου του και (β) να μην υποβιβάσει την ποιότητα των υπηρεσιών που παρέχει περιοριζόμενος σε ρόλο εμπειροτέχνη ή τεχνικού της εκπαίδευσης. Επομένως το επιχείρημα ότι ένα μεταπτυχιακό ή διδακτορικό είναι απλά μια έρευνα και δεν καθιστά τον δάσκαλο η νηπιαγωγό εξειδικευμένο ειδικό εκπαιδευτικό είναι άτοπο. •Στη συντριπτική πλειοψηφία των Ευρωπαϊκών χωρών δεν υπάρχουν προπτυχιακά τμήματα εκπαιδευτικών ειδικής αγωγής, αλλά η εξειδίκευση στην ειδική αγωγή επιτυγχάνεται μέσα από συμπληρωματική στο βασικό παιδαγωγικό πτυχίο επιπλέον εκπαίδευση. •Οι πτυχιούχοι με βασικό τίτλο στην ειδική αγωγή εκ των πραγμάτων δεν είναι ειδικοί παιδαγωγοί καθώς δεν έχουν την προαπαιτούμενη για εξειδίκευση βασική παιδαγωγική κατάρτιση και επάρκεια για τη γενική αγωγή. Υπενθυμίζεται ότι τα προγράμματα σπουδών των Τμημάτων Ειδικής Αγωγής, δεν έχουν αυξημένη διάρκεια ως προς το βασικό παιδαγωγικό πτυχίο, δεν έχουν ενσωματωμένες τις βασικές γενικές παιδαγωγικές σπουδές και ως εκ τούτου δεν οδηγούν σε επάρκεια διδασκαλίας στη γενική τάξη. Συνεπώς, το βασικό τους πτυχίο και μόνο δεν τους καθιστά εξειδικευμένους παιδαγωγούς. Όλα τα ανωτέρω πιστοποιούνται και από τις Εκθέσεις εξωτερικής αξιολόγησης των παιδαγωγικών τμημάτων ειδικής αγωγής των πανεπιστημίων Μακεδονίας και Θεσσαλίας στις οποίες επισημάνονται η έλλειψη παιδαγωγικών και βασικών προαπαιτούμενων μαθημάτων, η έλλειψη ενταξιακής/συνεκπαιδευτικής φιλοσοφίας, η ανεπαρκής πρακτική άσκηση τόσο σε γενικό, όσο και σε ειδικό πλαίσιο. Ειδικότερα : Τμήμα ειδικής αγωγής του πανεπιστημίου Θεσσαλίας: Η πρακτική άσκηση και η εμπειρία μέσα στην τάξη είναι περιορισμένη καθώς αφορά μόνο το 3ο έτος για γενικά σχολεία και το 4ο έτος για ειδικά σχολεία (Εξωτ. Αξιολ. σ. 9). Στο πρόγραμμα σπουδών θα πρέπει να εισαχθεί μία πιο συμπεριληπτική/συνεκπαιδευτική προσέγγιση (Εξωτ. Αξιολ σ.9). Στην έκθεση αφού γίνεται μία σύντομη ανάλυση της φιλοσοφίας της συμπεριληπτικής - συνεκπαιδευτικής προσέγγισης, ως μία διαδικασία που δεν περιορίζεται στην απλή τοποθέτηση των παιδιών που έχουν χαρακτηριστεί ως παιδιά με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες στο γενικό πλαίσιο αλλά ως μία διαδικασία που βασικό σκοπό έχει την δημιουργία ενός σχολείο για όλους, προτείνεται ότι το πρόγραμμα σπουδών του τμήματος ειδικής αγωγής θα πρέπει να δώσει μεγαλύτερη προσοχή σε συγκεκριμένα θεωρητικά και φιλοσοφικά ζητήματα που αφορούν την διαφορετικότητα και το φιλοσοφικό υπόβαθρο της ειδικής αγωγής (Εξωτ. Αξιολ σ.9-10). Σύμφωνα με την ίδια έκθεση τα μαθήματα παιδαγωγικής είναι περιορισμένα, ενώ ανεπαρκή είναι και τα μαθήματα θεατρικής, αισθητικής και μουσικής αγωγής και λογοτεχνίας (Εξωτ. Αξιολ σ.10). Τμήμα κοινωνικής και εκπαιδευτικής πολιτικής του Πανεπιστημίου Μακεδονίας: Παρατηρείται απουσία βασικών μαθημάτων από το πρώτο έτος σπουδών που αποτελούν προϋπόθεση για την διδασκαλία εξειδικευμένων μαθημάτων (Εξωτ. Αξιολ σ.6). Βασικά προβλήματα εντοπίζονται στην επιλογή των διδασκόμενων μαθημάτων καθώς και στην επάρκεια και καταλληλότητα της πρακτικής άσκησης των μελλοντικών αποφοίτων των δύο τμημάτων (Εξωτ. Αξιολ σ.6). Επιπλέον, όσον αφορά την καταλληλότητα των διδασκόμενων αντικειμένων, επισημαίνεται ότι η επιλογή των αντικειμένων δίνει την εντύπωση ότι γίνεται με τρόπο που να ανταποκρίνεται στα περιορισμένα ενδιαφέροντα των διδασκόντων παρά στις ανάγκες των τμημάτων (Εξωτ. Αξιολ σ.6). Επισημαίνεται ότι: Το τμήμα Εκπαιδευτικής και Κοινωνικής Πολιτικής του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, δεν είναι καν παιδαγωγικό. Το τμήμα ειδικής αγωγής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας μέσα από κοινό πρόγραμμα σπουδών εκπαιδεύει δασκάλους και νηπιαγωγούς σε αντίθεση με ότι ισχύει στα υπόλοιπα παιδαγωγικά τμήματα της Ελλάδας. Σύμφωνα με την προτεινόμενη πρακτική από ευρωπαϊκούς και διεθνείς οργανισμούς προκειμένου να διασφαλιστεί η ποιότητα της παρεχόμενης στους μαθητές εκπαίδευση είναι απαραίτητο να υπάρχουν τεκμηριωμένες ενδείξεις, δηλαδή στοιχεία που να στηρίζονται σε σχετική συστηματική έρευνα, της αποτελεσματικότητας της εκπαίδευσης των εκπαιδευτικών. Δεδομένου ότι σύμφωνα με την σχετική βιβλιογραφία ο διαχωρισμός της αρχικής εκπαίδευσης των εκπαιδευτικών σε γενική και ειδική κατεύθυνση, αντιμετωπίζεται με επιφύλαξη καθώς είναι επιστημονικά παράδοξος και δημιουργεί εμπόδια στην πρόσβαση όλων των μαθητών σε ισότιμες εκπαιδευτικές εμπειρίες, η εξ ορισμού πρόταξη πτυχιούχων με βασικό πτυχίο στην ειδική αγωγή και κατεύθυνση (αντί επάρκειας) νηπιαγωγού ή δασκάλου έναντι νηπιαγωγών και δασκάλων σε μεταπτυχιακό επίπεδο εξειδικευμένων στην ειδική αγωγή θα έπρεπε να στηρίζεται σε αδιάσειστα ερευνητικά ευρήματα για την ποιότητα της παρεχόμενης στους μαθητές με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες/αναπηρία εκπαίδευσης. Τα ερευνητικά αυτά ευρήματα είναι ανύπαρκτα. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι η παρουσία του παιδαγωγικού τμήματος ειδικής αγωγής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας στον πίνακα αναπληρωτών νηπιαγωγών ΕΑΕ μέχρι στιγμής είναι 52 άτομα (χρόνος αποφοίτησης 1998 -2016). Με ποιόν τρόπο τεκμηριώνεται η αποτελεσματικότητα και η σχέση του προγράμματος αυτού του τμήματος με την ποιότητα της παρεχόμενης στους μαθητές εκπαίδευσης, και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό που να επιβάλλεται η πρόταξή των αποφοίτων του έναντι άλλων πιο εκπαιδευμένων και έμπειρων εκπαιδευτικών; Ο αριθμός 52 και μόνο καταδεικνύει σημαντική έλλειψη εμπειρίας από πλευράς του εν λόγω τμήματος έως και υπολειτουργία του. Με ποια λογική οι συνάδελφοι ΠΕ61 θεωρείται ότι πρέπει να προτάσσονται όταν το σύνολο της προσχολικής αγωγής στην ΕΑΕ αναπληρώνεται από νηπιαγωγούς ΠΕ60.50; Τα παραπάνω συνιστούν ένα προβληματικό πτυχίο που σε καμία περίπτωση δεν ανταποκρίνεται σε αυτό του κατεξοχήν εξειδικευμένου. Παρόλα αυτά προωθείται να προτάσσεται έναντι μεταπτυχιακών και διδακτορικών τίτλων. Είναι απορίας άξιο πως οι ΠΕ61/71 μπαίνουν σε ενταξιακές δομές (π.χ. τμήματα ένταξης, παράλληλη στήριξη) ακόμη και στα ΚΕΔΔΥ χωρίς μάλιστα να έχουν τα κατάλληλα παιδαγωγικά πτυχία ( βασικό πτυχίο δασκάλου – νηπιαγωγού από τα πανεπιστημιακά παιδαγωγικά τμήματα), προαπαιτούμενα για την αντιμετώπιση των δυσκολιών των μαθητών και τη δημιουργία προγραμμάτων παρέμβασης στα πλαίσια της γενικής τάξης στην οποία καλούνται να υποστηρίξουν /εντάξουν τους μαθητές με ιδιαιτερότητες. Συχνά αναφέρεται ότι οι απόφοιτοι τμημάτων ειδικής αγωγής εργάζονται χρόνια την ειδική αγωγή και δεν τους δίνεται το δικαίωμα μόνιμου διορισμού στην εκπαίδευση. Το συγκεκριμένο επιχείρημα όχι μόνο δεν τεκμηριώνει την ορθότητα της πρόταξης των συγκεκριμένων αποφοίτων έναντι εξειδικευμένων σε μεταπτυχιακό επίπεδο εκπαιδευτικών (δασκάλων και νηπιαγωγών) αλλά εγείρει σειρά ερωτημάτων σχετικά με την καταλληλότητα των αποφάσεων που τους επέτρεψαν να συγκεντρώσουν προϋπηρεσία εκπαιδευτικού στον ευαίσθητο χώρο της ειδικής αγωγής. Υπενθυμίζουμε ότι μέχρι και το 2008 οι απόφοιτοι των τμημάτων ειδικής αγωγής εργάζονταν σε ειδικές και ενταξιακές δομές χωρίς παιδαγωγική επάρκεια, αν και αυτή ήταν και είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την πρόσληψη σε θέση εκπαιδευτικού τόσο στην πρωτοβάθμια όσο και στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Ακόμη και αν παραβλεφθούν η έλλειψη επιστημονικής στήριξης της αναγνώρισης ενός κλάδου εκπαιδευτικών ειδικής αγωγής που δεν έχουν επάρκεια για την γενική τάξη και η μεθοδολογική ασυμβατότητα της απόφασης αυτής με το ενταξιακό μοντέλο, δεν δικαιολογείται η πρόταξη αποφοίτων χωρίς ουσιαστική παιδαγωγική επάρκεια έναντι απόλυτα εξειδικευμένων σε μεταπτυχιακό επίπεδο εκπαιδευτικών (δασκάλων και νηπιαγωγών). Υπενθυμίζουμε ότι ο νόμος 3699, χωρίς καμία προϋπόθεση, αναγνώρισε αναδρομικά παιδαγωγική επάρκεια σε πτυχιούχους που μέχρι και το 2008 το πρόγραμμα σπουδών που παρακολούθησαν δεν την δικαιολογούσε. Εν τέλει το πρόβλημα της αδιοριστίας των συγκεκριμένων αποφοίτων είναι άμεση απόρροια της δυσαρμονίας ανάμεσα στην ανάγκη υιοθέτησης ενταξιακής πολιτικής και την ύπαρξη προπτυχιακών τμημάτων ειδικής αγωγής. Με ποια λογική λοιπόν θεωρείται δίκαιο η ευθύνη για την επίλυση του προβλήματος αυτού να μετακυλήσει σε εκπαιδευτικούς που έχοντας αποκτήσει το βασικό παιδαγωγικό τους πτυχίο επέλεξαν να εξειδικευτούν μέσα από μεταπτυχιακά προγράμματα ειδικής αγωγής/σχολικής ψυχολογίας στην εκπαίδευση μαθητών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες/αναπηρία, ενώ το ίδιο χρονικό διάστημα οι απόφοιτοι των τμημάτων ειδικής αγωγής, είτε δεν είχαν αποφοιτήσει ακόμη, είτε έχοντας μόλις αποφοιτήσει εργάζονταν σε δομές ειδικής αγωγής και συνεκπαίδευσης χωρίς να έχουν παιδαγωγική επάρκεια; Πώς λοιπόν ο ισχυρισμός ότι είναι άδικο ο κάτοχος μεταπτυχιακού με μηδενική προϋπηρεσία να προτάσσεται του αποφοίτου ειδικής αγωγής, δικαιολογεί την πρόταξη του αποφοίτου ειδικής αγωγής χωρίς προϋπηρεσία, ή με προϋπηρεσία που αποκτήθηκε χωρίς παιδαγωγική επάρκεια, έναντι νηπιαγωγού ή δασκάλου κατόχου μεταπτυχιακού τίτλου με προϋπηρεσία ακόμη και μεγαλύτερη των 10 χρόνων; Ο τρόπος απόκτησης των μεταπτυχιακών τίτλων και η ποιότητά τους έχει αποτελέσει ένα βασικό σημείο της επιχειρηματολογίας των Συλλόγων Αποφοίτων Τμημάτων Ειδικής Αγωγής αλλά και των συντακτών του σχεδίου νόμου. Υπενθυμίζουμε ότι όλα τα μεταπτυχιακά του εξωτερικού περνούν από διαδικασία αναγνώρισης από συγκεκριμένο φορέα ο οποίος εποπτεύεται από το Υπουργείο Παιδείας. Οποιεσδήποτε υποψίες για μεταπτυχιακά που αποκτήθηκαν με αθέμιτες διαδικασίες, και ως εκ τούτου τα προσόντα των κατόχων τους δεν ανταποκρίνονται σε αυτά του επιπέδου του τίτλου σπουδών τους, θα έπρεπε να κινητοποιήσουν μηχανισμούς επίσημης διερεύνησης και τεκμηριωμένης καταγραφής του θέματος, προκειμένου να γίνουν όλες οι απαραίτητες διορθώσεις στα κριτήρια αναγνώρισης των τίτλων σπουδών. Κάθε άλλη αναφορά τέτοιου είδους, δεν είναι επιχείρημα αλλά δυσφήμιση και συκοφαντία. Σύμφωνα με όλα όσα αναδείξαμε παραπάνω η παρούσα υπουργική απόφαση είναι συνέχεια του ν. 4415/2016 και κινείται στη φιλοσοφία και το επιστημονικό πλαίσιο της ΕΑΕ . Έρχεται να ισορροπήσει τις ομάδες εργαζομένων εκπαιδευτικών στην ΕΑΕ και όχι να εξισώσει επιστημονικούς τίτλους. Συμβιβαστικά την υποστηρίζουμε διότι θεωρούμε ότι είναι επιστημονικά παράδοξο να εξισώνονται μεταπτυχιακά διδακτορικά με βασικά πτυχία ΕΑΕ. Κλείνοντας διερωτώμεθα, η εμμονή των συναδέλφων ΣΑΤΕΑ να συνεχίσει να ισχύει η υπουργική απόφαση με αριθ. 128005/Δ2/08-08-2014(ΦΕΚ 2217/23.08.2014 Τ.Β’) του κυρίου Α. Λοβέρδου, η οποία δεν στηρίζεται σε ψηφισμένο νόμο αλλά σε σχέδιο νόμου που δεν ψηφίστηκε ποτέ, ποιας ομάδας τα συμφέροντα εξυπηρετεί; Κατά αυτόν τον τρόπο αντιλαμβάνονται οι συνάδελφοι την ισονομία; Όσο για την διατήρηση των Πανεπιστημιακών τμημάτων τους είναι υπόθεση ακαδημαϊκή και η ακαδημαϊκή κοινότητα θα πρέπει να δώσει λύση. Σε καμία περίπτωση υπαίτιοι για τη λειτουργία των τμημάτων δεν είναι οι αναπληρωτές ΠΕ70.50 & ΠΕ60.50 και όλοι όσοι είχαν κατοχυρώσει επαγγελματικά δικαιώματα στην ΕΑΕ εδώ και χρόνια. Τι θέλουν να πουν οι συνάδελφοι με αυτό; Κάθε φορά που θα γίνεται ένα νέο Πανεπιστημιακό Τμήμα όλοι όσοι έχουν πρωτύτερα κατοχυρώσει επαγγελματικά δικαιώματα θα τα χάνουν;