Μάλλον υπερβολικά ομοιόμορφοι οι κανόνες, για προγράμματα διαφορετικών κλάδων. Π.χ. ο μέγιστος αριθμός κατευθύνσεων πιθανολογώ ότι μπορεί πράγματι να είναι υπέρ τό δέον περιοριστικός σε κάποιες περιπτώσεις.
Επί τής §2στ΄: Τόσο η πανεπιστημιακή, και μάλιστα μεταπτυχιακή, διδασκαλία, όσο και η εκπόνηση διπλωματικής σε άλλη γλώσσα, προϋποθέτουν ευχέρεια χρήσεως τής γλώσσας αυτής που να προσεγγίζει τουλάχιστον, σε ό,τι αφορά τόν επιστημονικό λόγο, τήν ευχέρεια χρήσεως τής μητρικής γλώσσας. Πολύ μικρό ποσοστό τού πληθυσμού μπορεί στήν πραγματικότητα να είναι δίγλωσσο σε τέτοιο επίπεδο. Αντ' αυτού, απαντάται σήμερα συχνά δυστυχώς η φαντασίωση ή προσποίηση πολλών, καθηγητών και φοιτητών, ότι έχουν σχετική επάρκεια. Η δυνατότητα και στή συνέχεια αναγκαιότητα εν τοίς πράγμασι ξενόγλωσσης διδασκαλίας, θα εντείνει σημαντικά αυτό τό φαινόμενο, και θα χειροτερεύσει τήν ουσιαστική ποιότητα τών σπουδών.
Από νομική άποψη φυσικά, οι σχετικές αποφάσεις, σωστές ή λανθασμένες, ανήκουν στό κάθε ίδρυμα.
Επί τής §3α΄: Γιατί πρέπει να καθίσταται αναγκαία η λειτουργία τού προγράμματος; Μάλλον λογικότερο να αρκεί η ύπαρξη τών πόρων και τό μεράκι και η προθυμία αυτών που θεραπεύουν τή σχετική επιστημονική περιοχή. Εφόσον βεβαίως υπάρχει πράγματι επιστημονικό αντικείμενο και ενδιαφερόμενοι να παρακολουθήσουν.
Επί τής §3β΄: Η εξουσιοδότηση αυτή προς τόν υπουργό είναι προβληματική, από τήν άποψη τής συνταγματικής προβλέψεως, πλήρους μάλιστα, αυτοδιοικήσεως. Είναι επίσης προβληματική, από τήν άποψη τών ορίων τής Σ43§2εδ.β΄, εφόσον εννοείται ότι η απόφαση θα θίγει και τά κριτήρια βιωσιμότητας. Θα είναι βεβαίως μία ακόμα τέτοια περίπτωση, μεταξύ τών πολλών και πολύ πιο κραυγαλέων που υπάρχουν ήδη στίς υφιστάμενες διατάξεις νόμου.
Επί τής §5: Στό νομοσχέδιο (και όχι μόνο αυτό στίς μέρες μας) υπάρχει μια τάση καταχρήσεως τής προβλέψεως αποκλειστικών προθεσμιών. Αυτές έχουν πράγματι νόημα, μόνο αν προβλέπεται για κάθε μία τέτοια η ματαίωση τής δυνατότητας παρεμβάσεως τής διοικήσεως, αν η προθεσμία παρέλθει άπρακτη, και η συνέχιση ενδεχομένως τής τυχόν διοικητικής διαδικασίας, χωρίς τήν ενδιάμεση παρέμβαση. Ή έστω αν προβλέπεται σχετικό πειθαρχικό παράπτωμα. Εν προκειμένω, τί θα γίνει αν η κοσμητεία αναπέμψει στή συνέλευση μετά από 40 ημέρες; Ενδεχομένως και χωρίς αιτιολογία; Με τήν παρούσα διατύπωση τουλάχιστον, τού τελευταίου εδαφίου, δεν διαφαίνεται δυνατότητα τής συνελεύσεως σε αυτή τήν περίπτωση να αγνοήσει τήν αναπομπή και να υποβάλει τήν εισήγηση απευθείας στή σύγκλητο.
Επί τής §6: Τά υπό α΄ και β΄ παραβιάζουν επίσης τήν πλήρη αυτοδιοίκηση. Τό υπό γ΄ όχι.
Οξύμωρη βέβαια η όλη κατάσταση, δεδομένης τής συνταγματικής προβλέψεως δωρεάν παιδείας. Κανονικά θα έπρεπε, ή να έχει τροποποιηθεί στό σημείο αυτό η Σ16, ή να γίνεται δεκτό ότι και στά μεταπτυχιακά τά δίδακτρα απαγορεύονται.
Μάλλον υπερβολικά ομοιόμορφοι οι κανόνες, για προγράμματα διαφορετικών κλάδων. Π.χ. ο μέγιστος αριθμός κατευθύνσεων πιθανολογώ ότι μπορεί πράγματι να είναι υπέρ τό δέον περιοριστικός σε κάποιες περιπτώσεις. Επί τής §2στ΄: Τόσο η πανεπιστημιακή, και μάλιστα μεταπτυχιακή, διδασκαλία, όσο και η εκπόνηση διπλωματικής σε άλλη γλώσσα, προϋποθέτουν ευχέρεια χρήσεως τής γλώσσας αυτής που να προσεγγίζει τουλάχιστον, σε ό,τι αφορά τόν επιστημονικό λόγο, τήν ευχέρεια χρήσεως τής μητρικής γλώσσας. Πολύ μικρό ποσοστό τού πληθυσμού μπορεί στήν πραγματικότητα να είναι δίγλωσσο σε τέτοιο επίπεδο. Αντ' αυτού, απαντάται σήμερα συχνά δυστυχώς η φαντασίωση ή προσποίηση πολλών, καθηγητών και φοιτητών, ότι έχουν σχετική επάρκεια. Η δυνατότητα και στή συνέχεια αναγκαιότητα εν τοίς πράγμασι ξενόγλωσσης διδασκαλίας, θα εντείνει σημαντικά αυτό τό φαινόμενο, και θα χειροτερεύσει τήν ουσιαστική ποιότητα τών σπουδών. Από νομική άποψη φυσικά, οι σχετικές αποφάσεις, σωστές ή λανθασμένες, ανήκουν στό κάθε ίδρυμα. Επί τής §3α΄: Γιατί πρέπει να καθίσταται αναγκαία η λειτουργία τού προγράμματος; Μάλλον λογικότερο να αρκεί η ύπαρξη τών πόρων και τό μεράκι και η προθυμία αυτών που θεραπεύουν τή σχετική επιστημονική περιοχή. Εφόσον βεβαίως υπάρχει πράγματι επιστημονικό αντικείμενο και ενδιαφερόμενοι να παρακολουθήσουν. Επί τής §3β΄: Η εξουσιοδότηση αυτή προς τόν υπουργό είναι προβληματική, από τήν άποψη τής συνταγματικής προβλέψεως, πλήρους μάλιστα, αυτοδιοικήσεως. Είναι επίσης προβληματική, από τήν άποψη τών ορίων τής Σ43§2εδ.β΄, εφόσον εννοείται ότι η απόφαση θα θίγει και τά κριτήρια βιωσιμότητας. Θα είναι βεβαίως μία ακόμα τέτοια περίπτωση, μεταξύ τών πολλών και πολύ πιο κραυγαλέων που υπάρχουν ήδη στίς υφιστάμενες διατάξεις νόμου. Επί τής §5: Στό νομοσχέδιο (και όχι μόνο αυτό στίς μέρες μας) υπάρχει μια τάση καταχρήσεως τής προβλέψεως αποκλειστικών προθεσμιών. Αυτές έχουν πράγματι νόημα, μόνο αν προβλέπεται για κάθε μία τέτοια η ματαίωση τής δυνατότητας παρεμβάσεως τής διοικήσεως, αν η προθεσμία παρέλθει άπρακτη, και η συνέχιση ενδεχομένως τής τυχόν διοικητικής διαδικασίας, χωρίς τήν ενδιάμεση παρέμβαση. Ή έστω αν προβλέπεται σχετικό πειθαρχικό παράπτωμα. Εν προκειμένω, τί θα γίνει αν η κοσμητεία αναπέμψει στή συνέλευση μετά από 40 ημέρες; Ενδεχομένως και χωρίς αιτιολογία; Με τήν παρούσα διατύπωση τουλάχιστον, τού τελευταίου εδαφίου, δεν διαφαίνεται δυνατότητα τής συνελεύσεως σε αυτή τήν περίπτωση να αγνοήσει τήν αναπομπή και να υποβάλει τήν εισήγηση απευθείας στή σύγκλητο. Επί τής §6: Τά υπό α΄ και β΄ παραβιάζουν επίσης τήν πλήρη αυτοδιοίκηση. Τό υπό γ΄ όχι. Οξύμωρη βέβαια η όλη κατάσταση, δεδομένης τής συνταγματικής προβλέψεως δωρεάν παιδείας. Κανονικά θα έπρεπε, ή να έχει τροποποιηθεί στό σημείο αυτό η Σ16, ή να γίνεται δεκτό ότι και στά μεταπτυχιακά τά δίδακτρα απαγορεύονται.