1. Αυτονόμηση του Ερευνητικού και Ακαδημαϊκού Ιστού από τον κεντρικό έλεγχο του κράτους. Η αυτονόμηση συνεπάγεται μεγαλύτερη ευελιξία στη χάραξη στρατηγικής και στη λήψη αποφάσεων για την υλοποίησή της. Ταυτόχρονα συνεπάγεται μεγαλύτερη ευθύνη των οργανισμών ΑΕΙ/ΤΕΙ/Ε.Κ. ως προς το αποτέλεσμα αυτής της χρηματοδότησης και σε σχέση με την υλοποίηση της στρατηγικής και λογοδοσία προς την κοινωνία που τα χρηματοδοτεί. Εάν τα ιδρύματα επιθυμούν να σπαταλούν τους πόρους στους στην κάλυψη δαπανών που δεν προάγουν την αριστεία και την αναπτυξιακή προοπτική, τόσο το χειρότερο για τα ιδρύματα και τη διοίκησή τους και τελικά για όλα τα στελέχη τους. Δε θα πρέπει όμως να επιβραβεύονται για αυτό.
2. Η ευθύνη των οργάνων διοίκησης και των μελών των ΑΕΙ/ΤΕΙ/Ε.Κ. για την υλοποίηση της στρατηγικής, την αριστεία των ιδρυμάτων, την ευρωστία, την αποτελεσματικότητα και εν τέλει τη βιωσιμότητά τους, αλλά και για την ανταποδοτικότητα τους προς την κοινωνία είναι καθολική και διαχέεται σε όλες τις βαθμίδες, προφανώς με μεγαλύτερη ευθύνη της διοίκησης. Κάθε στέλεχος/μέλος να αξιολογείται σε σχέση με αυτά τα κριτήρια, ανάλογα με τη θέση και την ευθύνη του, με υψηλότερο το βαθμό ευθύνης για τα όργανα διοίκησης. Το κάθε στέλεχος/μέλος να επιβραβεύεται για την επιτυχία, να υφίσταται όμως και τις συνέπειες όταν οι αποφάσεις και η πρακτική του εκ του αποτελέσματος δεν τεκμηριώνεται ότι προάγουν την αριστεία και ταυτόχρονα την αναπτυξιακή προοπτική των ιδρυμάτων. Οι προσλήψεις καθώς και οι συμβάσεις εργασίας ή έργου δεν είναι απαραίτητο να γίνονται κεντρικά ούτε από το Υπουργείο ούτε μέσω ΑΣΕΠ αλλά τα ιδρύματα και οι ενδιαφερόμενοι επιστημονικοί υπεύθυνοι να φέρουν την ευθύνη εάν αυτές είναι αναποτελεσματικές. Απλούστερες διαδικασίες απαιτούνται, που ελέγχονται περισσότερο εκ του αποτελέσματος και όχι περισσότερη γραφειοκρατία.
3. Τα δημόσια ΑΕΙ/ΤΕΙ/Ε.Κ. οφείλουν να είναι δημόσια από κάθε άποψη. Οι αποφάσεις των οργάνων διοίκησης πρέπει να είναι δημόσια προσβάσιμες (π.χ. μέσω του διαδικτύου). Η παρούσα κατάσταση μπορεί να απαιτεί έως και δικαστική συνδρομή για πρόσβαση στις αποφάσεις αυτών των οργάνων.
4. Τα ΑΕΙ/ΤΕΙ/Ε.Κ. (ιδιαίτερα τα ΑΕΙ/ΤΕΙ) χρηματοδοτούνται από την κοινωνία και τις παραγωγικές δυνάμεις τις χώρας και συνεπώς αυτές θα πρέπει να έχουν λόγο στη διοίκησή τους. Πρυτάνεις, πρυτανικά συμβούλια, πρόεδροι, διευθυντές , διοιηκητικά συμβούλια κ.α. δεν είναι δυνατό να ορίζονται χωρίς να έχουν λόγο οι ζωντανές παραγωγικές δυνάμεις της χώρας. Θα πρέπει να εξασφαλισθεί λοιπόν η συμμετοχή αυτών στα όργανα διοίκησης των ΑΕΙ και να αξιολογούνται με βάση τη στρατηγική και την αποτελεσματικότητα επίτευξης στόχων που σχετίζονται με αυτή.
5. Θα πρέπει να ενδυναμωθεί η διασύνδεση του παραγωγικού ιστού με ΑΕΙ/ΤΕΙ/Ε.Κ.. Αυτό δε γίνεται με ευχολόγια αλλά με απευθείας συμμετοχή του παραγωγικού ιστού στο γίγνεσθαι των ιδρυμάτων. Πέρα από τη συμμετοχή τους σε όργανα διοίκησης, οι παραγωγικοί φορείς θα πρέπει να έχουν λόγο ακόμη και στα γνωστικά / ερευνητικά αντικείμενα που προωθούνται από τα ΑΕΙ/ΤΕΙ/Ε.Κ., ώστε το αποτέλεσμα τις εκπαιδευτικής / ερευνητικής διαδικασίας να είναι περισσότερο ανταποδοτικό προς την κοινωνία. Συγκεκριμένοι τομείς έρευνας και διδασκαλίας θα πρέπει να είναι δυνατό να δημιουργούνται ακόμη και με απευθείας πρωτοβουλία των παραγωγικών φορέων και των επιχειρήσεων. Οι τελευταίοι δεν είναι δυνατό να συμμετέχουν σε τέτοια προσπάθεια εάν δε συμμετέχουν στη διοίκηση και τις αποφάσεις των σχετικών οργάνων και εάν δεν προσβλέπουν σε οφέλη από τα αποτελέσματα. Οι παραγωγικές δυνάμεις της χώρας από την άλλη δεν μπορεί να συμμετέχουν στη διοίκηση αυτών των ιδρυμάτων χωρίς να συμμετέχουν εν μέρει στη χρηματοδότησή τους.
6. Η ερευνητική χρηματοδότηση να συνδέεται ολοένα και περισσότερο με την αξιολόγηση και να επιβραβεύεται η αριστεία και η ανταποδοτικότητα προς το κοινωνικό σύνολο και τις παραγωγικές δυνάμεις. Αποτελεί σπατάλη η επένδυση σημαντικών κεφαλαίων σε δραστηριότητες που δεν έχουν αναπτυξιακή προοπτική. Στο πλαίσιο αυτό να αποθαρρύνονται ολοένα και περισσότερο οι ‘ιδρυματικές προτάσεις’ αποτυχημένων πλαισίων έρευνας και να ενθαρρυνθούν ακόμη περισσότερο οι ανταγωνιστικές προτάσεις, ώστε να εξασφαλίζεται περισσότερο η αριστεία και η ανταποδοτικότητα και να μην εξυπηρετούνται οι σχέσεις εξουσίας που υφίστανται εντός των ιδρυμάτων. Η εξασφάλιση της ανταποδοτικότητας των επενδύσεων θα πρέπει να είναι κεντρικός στόχος – δεν πρέπει να γίνονται υποδομές για τις υποδομές αλλά γιατί εξυπηρετούν συγκεκριμένους στόχους από τους οποίους θα πρέπει να αναμένουν οφέλη και οι παραγωγικοί φορείς και η κοινωνία (και η τοπική). Η συμμετοχή παραγωγικών φορέων σε όποιες τέτοιες επενδύσεις μπορεί να αποτελέσει πρόσθετο κριτήριο, καθώς κανένας ιδιώτης δεν θα σπαταλήσει εύκολα πόρους εάν δεν προσδοκά αποτελέσματα ενώ η πράξη έχει αποδείξει ότι οποιοσδήποτε φορέας του δημοσίου μπορεί ευχαρίστως να σπαταλήσει πόρους.
7. Τα ΑΕΙ/ΤΕΙ/Ε.Κ. θα πρέπει να ενθαρρυνθούν να ‘ανοιχτούν’ προς την κοινωνία και την πραγματικότητα στην οποία ζούμε. Δεν είναι δυνατό σε πολλές άλλες χώρες να είναι δυνατή η παροχή προγραμμάτων σπουδών ή η εκπόνηση διατριβών στην Αγγλική και αυτό να μην είναι δυνατό στην Ελλάδα. Ως πότε θα ανεχόμαστε τη διαρροή ανθρώπινου κεφαλαίου και πόρων προς το εξωτερικό και τη μη δυνατότητα προσέλκυσης ανθρώπινου κεφαλαίου και πόρων από το εξωτερικό ?
8. Στην περίπτωση των Ερευνητικών Κέντρων μπορεί να εξετασθεί είτε η πρόσδεσή τους προς τα ΑΕΙ ή η μεγαλύτερη αυτονόμησή τους από αυτά. Η διοίκησή τους από ενεργά στελέχη ΑΕΙ δεν εξυπηρετεί πάντα στην περίπτωση αυτόνομης λειτουργίας, μπορεί να είναι όμως ιδιαίτερα παραγωγική στην πρώτη περίπτωση. Η διοίκηση θα μπορούσε να ασκείται και από στελέχη που δεν είναι ενεργά σε ΑΕΙ ή ΤΕΙ αλλά έχουν επιτυχημένο έργο διοίκησης Ε&ΤΑ στον ιδιωτικό τομέα. Εάν οι μηχανισμοί διαχείρισης των ερευνητικών έργων (Επιτροπές Ερευνών) ήταν πράγματι αποτελεσματικοί, πολλά ερευνητικά ιδρύματα ενδεχομένως να μην είχαν ιδρυθεί. Εάν δεν δρομολογηθεί η πιο ορθολογική λειτουργία ΑΕΙ/ΤΕΙ είναι προτιμότερη η αυτονόμηση των Ερευνητικών Κέντρων από αυτά. Η όποια ενίσχυση και εξορθολογισμός της λειτουργίας των ΑΕΙ/ΤΕΙ θα απαιτήσει χρόνο και η διασύνδεση των ερευνητικών ιδρυμάτων με τα ΑΕΙ/ΤΕΙ θα πρέπει να λάβει υπόψη και αυτήν την παράμετρο.
9. Θα πρέπει να δίνεται η δυνατότητα στα Ε.Κ. να χορηγούν τίτλους μεταπτυχιακών σπουδών (ερευνητικό MSc, διδακτορικό). Τα στελέχη τους θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να επιβλέπουν MSc και διδακτορικά και όχι να εξαρτώνται πλήρως από μέλη ΔΕΠ για τη συμμετοχή τους στην επίβλεψη ερευνητικών εργασιών. Εναλλακτικά τα Ε.Κ. μπορούν να προσδεθούν σε ΑΕΙ αλλά και τότε θα πρέπει τα στελέχη τους να έχουν τυπικά τις παραπάνω δυνατότητες.
10. Η δυνατότητα ίδρυσης ερευνητικών και πανεπιστημιακών ιδρυμάτων με τη συμμετοχή ιδιωτών θα πρέπει να πάψει να αποτελεί ταμπού. Μια τέτοια προοπτική θα επιτρέψει τον επαναπατρισμό ή την προσέλκυση κεφαλαίων (υλικών, ανθρώπινων) και θα αποτελέσει κίνητρο για τη συνεχή βελτίωση και των δημοσίων ιδρυμάτων. Ο φόβος ότι η ιδιωτική πρωτοβουλία δε θα εξασφαλίζει ποιότητα είναι πλασματικός. Η τελική αξιολόγηση γίνεται και από τον αποδέκτη των υπηρεσιών αυτών των ιδρυμάτων και κανένας γονιός δε θα επιθυμεί να στείλει τα παιδιά του σε ίδρυμα που δεν εξασφαλίζει ποιότητα εκτός και εάν ενδιαφέρεται μόνο για το ‘πτυχίο’. Κανένα πτυχίο που δεν έχει ποιότητα δεν εξασφαλίζει πλεονέκτημα στην παραγωγική βάση της χώρας (ή στο εξωτερικό) αλλά η επιθυμία απόκτησης τίτλου για τον τίτλο σχετίζεται μόνο με την προσδοκία πρόσληψης στο δημόσιο. Η σημερινή πραγματικότητα δείχνει ότι η προσδοκία πρόσληψης στο δημόσιο είναι καταδικασμένη να φθίνει.
11. Η συμμετοχή των φοιτητών στην αξιολόγηση των ΑΕΙ μπορεί να γίνει με τον απλούστερο δυνατό τρόπο: ο φοιτητής να επιλέγει το ίδρυμα στο οποίο θα θέλει να ενταχθεί και με αυτό τον τρόπο να μεταφέρονται αναλογικά και οι πόροι της κρατικής επιχορήγησης προς τα ιδρύματα. Τα ίδια τα ιδρύματα να έχουν την ευθύνη να ορίζουν το ‘κατώφλι’ αποδοχής εισακτέων, λαμβάνοντας υπόψη τις συνέπειες αυτής της επιλογής: στην αριστεία τους, στη δυνατότητά τους να ανταποκριθούν στο έργο τους, στην προσέλκυση πόρων που σχετίζεται με την αποδοχή περισσότερων φοιτητών αλλά και στο κόστος που αυτό συνεπάγεται.
12. Με ένα πλαίσιο λειτουργίας που υποστηρίζει τα παραπάνω θα επιβραβευθούν τα ιδρύματα που κάνουν τις σωστές επιλογές σε ανθρώπινο δυναμικό και στη διαχείριση των πόρων τους και θα καθίστανται ολοένα και λιγότερο βιώσιμα αυτά των οποίων οι επιλογές υπαγορεύονται από εξυπηρέτηση συμφερόντων, πελατειακές ή οικογενειακές σχέσεις και γενικά από κριτήρια μη συμβατά με τους πραγματικούς στόχους, αξίες και στρατηγική τους. Όσο τα στελέχη δεν επιβραβεύονται για τις ορθές αποφάσεις και δεν υφίστανται τις συνέπειες των λανθασμένων αποφάσεων, ποτέ δε θα έχουν πραγματικό κίνητρο για λήψη ορθολογικών αποφάσεων που προάγουν το συμφέρον και τις αξίες των ιδρυμάτων και τελικά της κοινωνίας. Αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο για τα στελέχη που έχουν διοικητική ευθύνη.
1. Αυτονόμηση του Ερευνητικού και Ακαδημαϊκού Ιστού από τον κεντρικό έλεγχο του κράτους. Η αυτονόμηση συνεπάγεται μεγαλύτερη ευελιξία στη χάραξη στρατηγικής και στη λήψη αποφάσεων για την υλοποίησή της. Ταυτόχρονα συνεπάγεται μεγαλύτερη ευθύνη των οργανισμών ΑΕΙ/ΤΕΙ/Ε.Κ. ως προς το αποτέλεσμα αυτής της χρηματοδότησης και σε σχέση με την υλοποίηση της στρατηγικής και λογοδοσία προς την κοινωνία που τα χρηματοδοτεί. Εάν τα ιδρύματα επιθυμούν να σπαταλούν τους πόρους στους στην κάλυψη δαπανών που δεν προάγουν την αριστεία και την αναπτυξιακή προοπτική, τόσο το χειρότερο για τα ιδρύματα και τη διοίκησή τους και τελικά για όλα τα στελέχη τους. Δε θα πρέπει όμως να επιβραβεύονται για αυτό. 2. Η ευθύνη των οργάνων διοίκησης και των μελών των ΑΕΙ/ΤΕΙ/Ε.Κ. για την υλοποίηση της στρατηγικής, την αριστεία των ιδρυμάτων, την ευρωστία, την αποτελεσματικότητα και εν τέλει τη βιωσιμότητά τους, αλλά και για την ανταποδοτικότητα τους προς την κοινωνία είναι καθολική και διαχέεται σε όλες τις βαθμίδες, προφανώς με μεγαλύτερη ευθύνη της διοίκησης. Κάθε στέλεχος/μέλος να αξιολογείται σε σχέση με αυτά τα κριτήρια, ανάλογα με τη θέση και την ευθύνη του, με υψηλότερο το βαθμό ευθύνης για τα όργανα διοίκησης. Το κάθε στέλεχος/μέλος να επιβραβεύεται για την επιτυχία, να υφίσταται όμως και τις συνέπειες όταν οι αποφάσεις και η πρακτική του εκ του αποτελέσματος δεν τεκμηριώνεται ότι προάγουν την αριστεία και ταυτόχρονα την αναπτυξιακή προοπτική των ιδρυμάτων. Οι προσλήψεις καθώς και οι συμβάσεις εργασίας ή έργου δεν είναι απαραίτητο να γίνονται κεντρικά ούτε από το Υπουργείο ούτε μέσω ΑΣΕΠ αλλά τα ιδρύματα και οι ενδιαφερόμενοι επιστημονικοί υπεύθυνοι να φέρουν την ευθύνη εάν αυτές είναι αναποτελεσματικές. Απλούστερες διαδικασίες απαιτούνται, που ελέγχονται περισσότερο εκ του αποτελέσματος και όχι περισσότερη γραφειοκρατία. 3. Τα δημόσια ΑΕΙ/ΤΕΙ/Ε.Κ. οφείλουν να είναι δημόσια από κάθε άποψη. Οι αποφάσεις των οργάνων διοίκησης πρέπει να είναι δημόσια προσβάσιμες (π.χ. μέσω του διαδικτύου). Η παρούσα κατάσταση μπορεί να απαιτεί έως και δικαστική συνδρομή για πρόσβαση στις αποφάσεις αυτών των οργάνων. 4. Τα ΑΕΙ/ΤΕΙ/Ε.Κ. (ιδιαίτερα τα ΑΕΙ/ΤΕΙ) χρηματοδοτούνται από την κοινωνία και τις παραγωγικές δυνάμεις τις χώρας και συνεπώς αυτές θα πρέπει να έχουν λόγο στη διοίκησή τους. Πρυτάνεις, πρυτανικά συμβούλια, πρόεδροι, διευθυντές , διοιηκητικά συμβούλια κ.α. δεν είναι δυνατό να ορίζονται χωρίς να έχουν λόγο οι ζωντανές παραγωγικές δυνάμεις της χώρας. Θα πρέπει να εξασφαλισθεί λοιπόν η συμμετοχή αυτών στα όργανα διοίκησης των ΑΕΙ και να αξιολογούνται με βάση τη στρατηγική και την αποτελεσματικότητα επίτευξης στόχων που σχετίζονται με αυτή. 5. Θα πρέπει να ενδυναμωθεί η διασύνδεση του παραγωγικού ιστού με ΑΕΙ/ΤΕΙ/Ε.Κ.. Αυτό δε γίνεται με ευχολόγια αλλά με απευθείας συμμετοχή του παραγωγικού ιστού στο γίγνεσθαι των ιδρυμάτων. Πέρα από τη συμμετοχή τους σε όργανα διοίκησης, οι παραγωγικοί φορείς θα πρέπει να έχουν λόγο ακόμη και στα γνωστικά / ερευνητικά αντικείμενα που προωθούνται από τα ΑΕΙ/ΤΕΙ/Ε.Κ., ώστε το αποτέλεσμα τις εκπαιδευτικής / ερευνητικής διαδικασίας να είναι περισσότερο ανταποδοτικό προς την κοινωνία. Συγκεκριμένοι τομείς έρευνας και διδασκαλίας θα πρέπει να είναι δυνατό να δημιουργούνται ακόμη και με απευθείας πρωτοβουλία των παραγωγικών φορέων και των επιχειρήσεων. Οι τελευταίοι δεν είναι δυνατό να συμμετέχουν σε τέτοια προσπάθεια εάν δε συμμετέχουν στη διοίκηση και τις αποφάσεις των σχετικών οργάνων και εάν δεν προσβλέπουν σε οφέλη από τα αποτελέσματα. Οι παραγωγικές δυνάμεις της χώρας από την άλλη δεν μπορεί να συμμετέχουν στη διοίκηση αυτών των ιδρυμάτων χωρίς να συμμετέχουν εν μέρει στη χρηματοδότησή τους. 6. Η ερευνητική χρηματοδότηση να συνδέεται ολοένα και περισσότερο με την αξιολόγηση και να επιβραβεύεται η αριστεία και η ανταποδοτικότητα προς το κοινωνικό σύνολο και τις παραγωγικές δυνάμεις. Αποτελεί σπατάλη η επένδυση σημαντικών κεφαλαίων σε δραστηριότητες που δεν έχουν αναπτυξιακή προοπτική. Στο πλαίσιο αυτό να αποθαρρύνονται ολοένα και περισσότερο οι ‘ιδρυματικές προτάσεις’ αποτυχημένων πλαισίων έρευνας και να ενθαρρυνθούν ακόμη περισσότερο οι ανταγωνιστικές προτάσεις, ώστε να εξασφαλίζεται περισσότερο η αριστεία και η ανταποδοτικότητα και να μην εξυπηρετούνται οι σχέσεις εξουσίας που υφίστανται εντός των ιδρυμάτων. Η εξασφάλιση της ανταποδοτικότητας των επενδύσεων θα πρέπει να είναι κεντρικός στόχος – δεν πρέπει να γίνονται υποδομές για τις υποδομές αλλά γιατί εξυπηρετούν συγκεκριμένους στόχους από τους οποίους θα πρέπει να αναμένουν οφέλη και οι παραγωγικοί φορείς και η κοινωνία (και η τοπική). Η συμμετοχή παραγωγικών φορέων σε όποιες τέτοιες επενδύσεις μπορεί να αποτελέσει πρόσθετο κριτήριο, καθώς κανένας ιδιώτης δεν θα σπαταλήσει εύκολα πόρους εάν δεν προσδοκά αποτελέσματα ενώ η πράξη έχει αποδείξει ότι οποιοσδήποτε φορέας του δημοσίου μπορεί ευχαρίστως να σπαταλήσει πόρους. 7. Τα ΑΕΙ/ΤΕΙ/Ε.Κ. θα πρέπει να ενθαρρυνθούν να ‘ανοιχτούν’ προς την κοινωνία και την πραγματικότητα στην οποία ζούμε. Δεν είναι δυνατό σε πολλές άλλες χώρες να είναι δυνατή η παροχή προγραμμάτων σπουδών ή η εκπόνηση διατριβών στην Αγγλική και αυτό να μην είναι δυνατό στην Ελλάδα. Ως πότε θα ανεχόμαστε τη διαρροή ανθρώπινου κεφαλαίου και πόρων προς το εξωτερικό και τη μη δυνατότητα προσέλκυσης ανθρώπινου κεφαλαίου και πόρων από το εξωτερικό ? 8. Στην περίπτωση των Ερευνητικών Κέντρων μπορεί να εξετασθεί είτε η πρόσδεσή τους προς τα ΑΕΙ ή η μεγαλύτερη αυτονόμησή τους από αυτά. Η διοίκησή τους από ενεργά στελέχη ΑΕΙ δεν εξυπηρετεί πάντα στην περίπτωση αυτόνομης λειτουργίας, μπορεί να είναι όμως ιδιαίτερα παραγωγική στην πρώτη περίπτωση. Η διοίκηση θα μπορούσε να ασκείται και από στελέχη που δεν είναι ενεργά σε ΑΕΙ ή ΤΕΙ αλλά έχουν επιτυχημένο έργο διοίκησης Ε&ΤΑ στον ιδιωτικό τομέα. Εάν οι μηχανισμοί διαχείρισης των ερευνητικών έργων (Επιτροπές Ερευνών) ήταν πράγματι αποτελεσματικοί, πολλά ερευνητικά ιδρύματα ενδεχομένως να μην είχαν ιδρυθεί. Εάν δεν δρομολογηθεί η πιο ορθολογική λειτουργία ΑΕΙ/ΤΕΙ είναι προτιμότερη η αυτονόμηση των Ερευνητικών Κέντρων από αυτά. Η όποια ενίσχυση και εξορθολογισμός της λειτουργίας των ΑΕΙ/ΤΕΙ θα απαιτήσει χρόνο και η διασύνδεση των ερευνητικών ιδρυμάτων με τα ΑΕΙ/ΤΕΙ θα πρέπει να λάβει υπόψη και αυτήν την παράμετρο. 9. Θα πρέπει να δίνεται η δυνατότητα στα Ε.Κ. να χορηγούν τίτλους μεταπτυχιακών σπουδών (ερευνητικό MSc, διδακτορικό). Τα στελέχη τους θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να επιβλέπουν MSc και διδακτορικά και όχι να εξαρτώνται πλήρως από μέλη ΔΕΠ για τη συμμετοχή τους στην επίβλεψη ερευνητικών εργασιών. Εναλλακτικά τα Ε.Κ. μπορούν να προσδεθούν σε ΑΕΙ αλλά και τότε θα πρέπει τα στελέχη τους να έχουν τυπικά τις παραπάνω δυνατότητες. 10. Η δυνατότητα ίδρυσης ερευνητικών και πανεπιστημιακών ιδρυμάτων με τη συμμετοχή ιδιωτών θα πρέπει να πάψει να αποτελεί ταμπού. Μια τέτοια προοπτική θα επιτρέψει τον επαναπατρισμό ή την προσέλκυση κεφαλαίων (υλικών, ανθρώπινων) και θα αποτελέσει κίνητρο για τη συνεχή βελτίωση και των δημοσίων ιδρυμάτων. Ο φόβος ότι η ιδιωτική πρωτοβουλία δε θα εξασφαλίζει ποιότητα είναι πλασματικός. Η τελική αξιολόγηση γίνεται και από τον αποδέκτη των υπηρεσιών αυτών των ιδρυμάτων και κανένας γονιός δε θα επιθυμεί να στείλει τα παιδιά του σε ίδρυμα που δεν εξασφαλίζει ποιότητα εκτός και εάν ενδιαφέρεται μόνο για το ‘πτυχίο’. Κανένα πτυχίο που δεν έχει ποιότητα δεν εξασφαλίζει πλεονέκτημα στην παραγωγική βάση της χώρας (ή στο εξωτερικό) αλλά η επιθυμία απόκτησης τίτλου για τον τίτλο σχετίζεται μόνο με την προσδοκία πρόσληψης στο δημόσιο. Η σημερινή πραγματικότητα δείχνει ότι η προσδοκία πρόσληψης στο δημόσιο είναι καταδικασμένη να φθίνει. 11. Η συμμετοχή των φοιτητών στην αξιολόγηση των ΑΕΙ μπορεί να γίνει με τον απλούστερο δυνατό τρόπο: ο φοιτητής να επιλέγει το ίδρυμα στο οποίο θα θέλει να ενταχθεί και με αυτό τον τρόπο να μεταφέρονται αναλογικά και οι πόροι της κρατικής επιχορήγησης προς τα ιδρύματα. Τα ίδια τα ιδρύματα να έχουν την ευθύνη να ορίζουν το ‘κατώφλι’ αποδοχής εισακτέων, λαμβάνοντας υπόψη τις συνέπειες αυτής της επιλογής: στην αριστεία τους, στη δυνατότητά τους να ανταποκριθούν στο έργο τους, στην προσέλκυση πόρων που σχετίζεται με την αποδοχή περισσότερων φοιτητών αλλά και στο κόστος που αυτό συνεπάγεται. 12. Με ένα πλαίσιο λειτουργίας που υποστηρίζει τα παραπάνω θα επιβραβευθούν τα ιδρύματα που κάνουν τις σωστές επιλογές σε ανθρώπινο δυναμικό και στη διαχείριση των πόρων τους και θα καθίστανται ολοένα και λιγότερο βιώσιμα αυτά των οποίων οι επιλογές υπαγορεύονται από εξυπηρέτηση συμφερόντων, πελατειακές ή οικογενειακές σχέσεις και γενικά από κριτήρια μη συμβατά με τους πραγματικούς στόχους, αξίες και στρατηγική τους. Όσο τα στελέχη δεν επιβραβεύονται για τις ορθές αποφάσεις και δεν υφίστανται τις συνέπειες των λανθασμένων αποφάσεων, ποτέ δε θα έχουν πραγματικό κίνητρο για λήψη ορθολογικών αποφάσεων που προάγουν το συμφέρον και τις αξίες των ιδρυμάτων και τελικά της κοινωνίας. Αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο για τα στελέχη που έχουν διοικητική ευθύνη.