Αρχική Αναδιοργάνωση των δομών υποστήριξης της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και άλλες διατάξειςΆρθρο 02 – ΟρισμοίΣχόλιο του χρήστη Γιασεμή Γ. | 25 Μαρτίου 2018, 22:39
Υπουργείο Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Συμφωνώ με τις θέσεις του ΣΑΤΕΑ: Το νομοσχέδιο εισάγει έντονα τη φιλοσοφία της αξιολόγησης- αυτοαξιολόγησης της σχολικής μονάδας και του εκπαιδευτικού έργου. Μέσω της “ανατροφοδοτικής αποτίμησης”, όπως πλέον αποκαλείται, ο σύλλογος διδασκόντων καλείται να λογοδοτεί για το πώς θα διαχειρίζεται συγκεκριμένα προβλήματα που προκύπτουν και σε τι λύσεις θα προβαίνει ο ίδιος, εφαρμόζοντας λογική τύπου μάνατζερ σε εταιρία. Ειδικότερα, σχετικά με την υποστήριξη του συνόλου των μαθητών εντός του γενικού σχολείου, συμπεριλαμβανομένων των μαθητών με αναπηρία ή/ και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, που εισάγεται στο νομοσχέδιο αντλεί τη φιλοσοφία του από το αμερικάνικο σύστημα response to intervention. Σύμφωνα με αυτό οι μαθητές προβλέπεται να υποστηρίζονται εντός του γενικού σχολείου σε τρία επίπεδα (με σταδιακά αυξανόμενη εκπαιδευτική παρέμβαση έως και εξατομίκευση εκπαιδευτικού προγράμματος εκτός τάξης – resource room). Στόχος του συγκεκριμένου συστήματος είναι η διασφάλιση υψηλού επιπέδου εκπαίδευσης προς όφελος όλων των μαθητών ανεξαιρέτως, παράλληλα με διαρκή- τακτική αξιολόγηση για πιθανή παραπομπή σε επόμενο επίπεδο εκπαιδευτικής υποστήριξης. Σε περίπτωση που τα αποτελέσματα της υποστήριξης δεν είναι τα αναμενόμενα, τότε ο μαθητής παραπέμπεται σε εξωτερικό φορέα για αξιολόγηση που θα του διασφαλίζει πρόσβαση σε παροχές ειδικής αγωγής και εκπαίδευσης. Στην περίπτωση, όμως, της ελληνικής πραγματικότητας και δεδομένων των περιορισμών που υφίστανται (έλλειψη δομών, απουσία μόνιμου εκπαιδευτικού προσωπικού κ.ά.), το εν λόγω νομοσχέδιο αντιγράφει μια λογική που απαιτεί πολλούς πόρους (π.χ. εκπαιδευτικό- εποπτικό υλικό) εντός των γενικών σχολείων και εκπαιδευτικό προσωπικό, κατάλληλα εκπαιδευμένο στη διαφοροποιημένη διδασκαλία και σε άλλες μορφές μάθησης, προκειμένου να υποστηρίζονται οι μαθητές εντός της τάξης. Στην Ελλάδα οι εκπαιδευτικοί που υποστηρίζουν τους μαθητές εντός των γενικών σχολείων, σε Τ.Ε. και μέσω της Παράλληλης Στήριξης, είναι στη συντριπτική τους πλειοψηφία αναπληρωτές, ενίοτε χωρίς σπουδές σε ΕΑΕ. Πώς, λοιπόν, καλείται να προωθηθεί η ενταξιακή εκπαίδευση των μαθητών άνευ σταθερού προσωπικού, κατάλληλα εκπαιδευμένου; Η αλλαγή στις ονομασίες των σχολικών συμβούλων και των νέων δομών δε σημαίνει αυτόματα αποϊατρικοποίηση και απομάκρυνση από το μοντέλο του ατομικού ελλείμματος για τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο μαθητής εντός του γενικού σχολείου. Απαιτείται αλλαγή σχολικής κουλτούρας και εκ βάθρων αλλαγές που σχετίζονται τόσο με το ισχύον Αναλυτικό Πρόγραμμα όσο και με την εκπαίδευση των εκπαιδευτικών. Η απουσία γνωμάτευσης από διαγνωστικό φορέα, όπως τα ΚΕΔΔΥ, και η αντικατάστασή της από μια αξιολογική έκθεση, που δεν παραπέμπει στο ιατρικό μοντέλο της αναπηρίας και στην “ετικετοποίηση” του μαθητή, δε θα επιφέρει αυτόματα και αλλαγή σε νοοτροπία της διδασκαλίας (λ.χ. ανάγκη για διαφοροποιημένη διδασκαλία) και διαχείριση των πολλαπλών και διαφορετικών αναγκών των μαθητών. Η ενταξιακή εκπαίδευση μπορεί να υπηρετηθεί και να αποτελέσει αναπόσπαστο στοιχείο της σχολικής πραγματικότητας, εφόσον υπάρχει (και) ένας εκπαιδευτικός – συντονιστής της με σταθερή και μόνιμη θέση εντός του σχολείου. Ρόλος του θα είναι η συστηματική συνεργασία με όλο το το υπόλοιπο εκπαιδευτικό προσωπικό του σχολείου μέσα από το τρίπτυχο: συνσχεδιασμός εκπαιδευτικής παρέμβασης, συνεφαρμογή της και συναξιολόγηση της παρέμβασης. Ο τρόπος και η σειρά βημάτων που προτείνονται στο νομοσχέδιο για την πιο εντατική εκπαιδευτική παρέμβαση και την αιτιολόγηση παραπομπής ενός μαθητή στα ΚΕΣΥ θέτει πολλούς προβληματισμούς για το εάν το βραχυχρόνιο πρόγραμμα παρέμβασης θα σχεδιαστεί, εφαρμοστεί και αξιολογηθεί σωστά και έγκαιρα, προκειμένου να μη χαθεί πολύτιμος χρόνος εις βάρος του μαθητή. Όπως υποστηρίζεται και σε επίπεδο βιβλιογραφίας, η Ειδική Αγωγή και Εκπαίδευση κοστίζει. Κοστίζει, διότι απαιτεί εξειδικευμένες- διακριτές δομές, επιπλέον εποπτικό υλικό, εκπαίδευση – επιμόρφωση προσωπικού για υποστήριξη μαθητών και, εν γένει, αυξημένο προϋπολογισμό για τη στελέχωση και λειτουργία της. Η φοίτηση στο σχολείο της γειτονιάς είναι δικαίωμα κάθε μαθητή αλλά η προώθηση της ενταξιακής εκπαίδευσης, δυστυχώς, σχετίζεται και με την εξοικονόμηση πόρων (δομών και προσωπικού) σύμφωνα και με τις έρευνες ακαδημαϊκών αλλά και την εμπειρία εκπαιδευτικών που την έχουν βιώσει. Η ταυτόχρονη ύπαρξη όλων των δομών γενικής και ειδικής εκπαίδευσης σημαίνει πραγματική υποστήριξη των μαθητών και πρέπει να υπάρχει ευελιξία στη φοίτησή τους.