Αρχική Αναδιοργάνωση των δομών υποστήριξης της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και άλλες διατάξειςΆρθρο 07 – Αποστολή και αρμοδιότητες των Κ.Ε.Σ.Υ.Σχόλιο του χρήστη Antoinette | 26 Μαρτίου 2018, 14:47
Υπουργείο Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Έπειτα από μεγάλο χρονικό διάστημα, κάποιος (ή κάποιοι) που κατά την παρούσα στιγμή βρίσκεται σε θέση λήψης αποφάσεων, είτε κατάφερε να σκεφτεί διαφορετικά είτε έκανε τον κόπο να διαβάσει κάποιες από τις πολύ σοβαρές εκθέσεις πεπραγμένων ορισμένων ΚΕΔΔΥ της χώρας, τα οποία και παραθέτουν σε αυτές ένα τρόπο λειτουργίας εντελώς διαφορετικό από αυτόν που θεσμοθετούσε ο οικείος ιδρυτικός Νόμος. Όπως φαίνεται, έτσι ή άλλως, προχώρησε στη διατύπωση μιας πρότασης που, παρ’ όλα τα διοικητικής σημασίας προβλήματα που εμφανώς παρουσιάζει (όπως συνήθως συμβαίνει στην πραγματικότητα του ελληνικού δημοσίου τομέα), αποτελεί μια σοβαρή απόπειρα αν όχι να γίνει κάτι «καλό», θα λέγαμε, τουλάχιστον, να πάψει να γίνεται το «κακό» του σήμερα. Στις αρχές της δεκαετίας του 2000 (και μάλλον για λόγους επί το πλείστον συντεχνιακούς, ας μας επιτραπεί) ιδρύονται τα ΚΔΑΥ (νυν ΚΕΔΔΥ). Το ιδρυτικό τους κείμενο, «υπακούοντας» σε μια οπτική, ήδη εντελώς παρωχημένη για τα ευρωπαϊκά δρώμενα του 2000, επιλέγει να ιεροποιήσει-καθιερώσει τη διαδικασία της «αξιολόγησης» των μαθητών, και για το λόγο αυτό επιστρατεύει το «άνθος» του επιστημονικού δυναμικού συναφών επαγγελματικών πεδίων, που μάλιστα είχε αρχίσει να παράγεται «μαζικά» πλέον, κατά την εποχή εκείνη, στην χώρα μας. Αν και ο στόχος δημιουργίας τους υπήρξε η αποφυγή της «ιατρικοποίησης» της εκπαίδευσης, μετά πάροδο σχεδόν εικοσαετίας, η εικόνα των ΚΕΔΔΥ της χώρας κάνει σήμερα να ωχριούν ακόμα και τα εξωτερικά ιατρεία των μεγαλύτερων δημόσιων αθηναϊκών νοσοκομείων, και ας με συγχωρήσουν οι κατά πλειοψηφία εξαιρετικοί και άοκνοι ιατροί που προσφέρουν εκεί τις υπηρεσίες τους. Αρκεί κάποιος μάλιστα να είχε παρατηρήσει τους χώρους αναμονής των ΚΕΔΔΥ, ώστε να αντιληφθεί από το ύφος των ταλαίπωρων γονέων ότι, τελικά, αυτό που υποτίθεται ότι έπρεπε να αποφευχθεί, υπήρχε πλέον εγκατεστημένο, παρών και ισχυρό : «τι έχει το παιδί μου (γιατρέ μου…), ήρθα να μου πείτε τι έχει, βλέπω ότι κάτι δεν πάει καλά, εσείς θα βρείτε τι έχει, για να ξέρουμε!». Και βέβαια, το παιδί «έπασχε». Το ΚΕΔΔΥ, παγιδευμένο στην ίδια του τη «σύλληψη», και καταλήγοντας σιγά-σιγά να λειτουργεί άοκνα ως ένα καλο-γρασαρισμένο εργοστάσιο παραγωγής «γνωματεύσεων», «έβρισκε», σίγουρα, τι «έχει» το παιδί. Το έβρισκε με ακρίβεια, με επιστημοσύνη, με αποδείξεις, με στοιχεία «αδιάσειστα», καθότι απόρροια των άτεγκτων αριθμητικών δεδομένων που προέκυπταν από τις διάφορες «τυπικές» και «άτυπες» («ιερές» για όλους, γονείς, εκπαιδευτικούς, και λοιπούς επαγγελματίες) αξιολογήσεις που λάβαιναν χώρα στα γραφεία των ειδικών. Και έτσι όπως το παιδί «έπασχε», άρχισε να εγκαθίσταται αργά αλλά σταθερά μια βεβαιότητα που οδηγούσε όλους εκείνους που κινούνταν γύρω από το παιδί να υιοθετούν ως «μοιραία», φυσικά, την αντίληψη, θέση και στάση ότι «αυτά» τα παιδιά δεν μπορούν εκείνο, «αυτά» τα παιδιά δεν έχουν τη δυνατότητα για το άλλο, «αυτά» τα παιδιά πρέπει μόνον έτσι… «αυτά» τα παιδιά πάσχουν μέσα τους, τι μπορούμε να κάνουμε εμείς για να αλλάξουν… όλοι συμπάσχοντες… και όλοι «προστατευμένοι» πίσω από αυτή τη «λυπηρή» διαπίστωση-γνωμάτευση… Αλλά και (βάσει της προσωπικής μας εμπειρίας) όλοι κατά ένα τρόπο ικανοποιημένοι, από τη στιγμή που ήταν πλέον δυνατό να έχουν στην κατοχή τους, φυλαγμένο με περισσή φροντίδα και επιμέλεια στους κόλπους των σχολικών αρχείων, το «ιερό» αυτό χαρτί της διάγνωσης. Τόσο δε «ιερό», που λάγχανε ακριβώς της ίδιας τύχης με αυτήν του ευαγγελίου στα εικονοστάσια: όλοι το «προσκυνούσαν», ελάχιστοι όμως το έπαιρναν στα χέρια τους για να το διαβάσουν! Τα τεχνικά και διοικητικά προβλήματα της υπερ-Δομής που σχεδιάζεται φαίνεται να είναι πολλά, η λειτουργία τέτοιων υπερ-Δομών είναι πάντα δύσκολη και γι’ αυτό πλέον αποφεύγεται. Όμως, όταν υπάρχουν σοβαρότερα ζητήματα, τα οικονομικά δηλαδή εν προκειμένων, που κατευθύνουν και οριοθετούν σε σημαντικό βαθμό τους άξονες δράσεις μιας νομοθετικής εξουσίας, ορισμένα «προφανή» αποτελούν «πολυτέλειες»… ζούμε σε ένα φτωχό, ίσως και πτωχευμένο, κράτος, πρέπει να το έχουμε υπόψη μας ως όρο της οποιασδήποτε συλλογιστικής θα επιχειρήσουμε. ¨Όχι για να υποταχτούμε, αλλά για να περισώσουμε ρεαλιστικά ό,τι μπορεί να περισωθεί, προκειμένου να λειτουργήσουμε προς όφελος του επιστημονικού πεδίου και του επαγγελματικού αντικειμένου που είναι το δικό μας, ήτοι, προς όφελος του ανθρώπου. Και βέβαια, αν ζητηθεί η γνώμη των ανθρώπων που θα εργάζονται στις υπερ-Δομές αυτές, σίγουρα θα ακουστούν σπουδαίες προτάσεις για τη λύση των περισσότερων από τα ζητήματα αυτά. Όμως, η τραγικότητα της ενοχοποίησης του παιδιού για τα πάθη μιας ολόκληρης κοινωνικο-οικονομικο-πολιτιστικής οργάνωσης, αυτής των τελευταίων 40 χρόνων στη χώρα μας, ήταν ώρα να λήξει. Το εξαιρετικό δυναμικό των ΚΕΔΔΥ, ακολουθώντας τις καλές πρακτικές που είναι ήδη καταγεγραμμένες στις εκθέσεις πεπραγμένων ορισμένων από αυτά, όπως ήδη αναφέραμε αρχικά, είναι ώρα να προαχθεί και να αξιοποιηθεί, ώστε να υποστηριχθούν το τραυματισμένο και στιγματισμένο παιδί, ο αμήχανος και σε σύγχυση γονέας, αλλά και ο αβοήθητος και εγκαταλελειμμένος συχνά δάσκαλος, στο μοναδικό φυσικό χώρο συνάντησης και συνδιαλλαγής τους, δηλαδή το ΣΧΟΛΕΙΟ. Ίσως με τη νέα αυτή πρόταση, να δίνεται μια κάποια ευκαιρία στο ανθρώπινο δυναμικό, που με εντιμότητα επιχειρεί και θα συνεχίσει να επιχειρεί να «θεραπεύει» (υπό την αρχική έννοια της λέξης, ήτοι, αυτήν της φροντίδας με επιμέλεια) το επαγγελματικό του αντικείμενο, μια ευκαιρία να ανοικοδομήσει ένα πλαίσιο λειτουργικής διαπραγμάτευσης των τριών «μερών», μια ευκαιρία να εγκαταλείψει επιτέλους τη δυσλειτουργική, παρωχημένη και ιδιαίτερα καταπονητική για όλους εκείνους που την έχουν «εμπειρευτεί», διαδικασία αξιολόγησης in vitro και, άρα, ίσως μια ευκαιρία να οργανώσει μια δύσκολη αλλά ζωντανή, από τη φύση της, διαδικασία παρέμβασης in vivo.