Υπουργείο Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Το πλαίσιο διαβούλευσης προβλέπει ότι «Σε όλες τις περιπτώσεις αλλαγών σε ζητήματα που αφορούν το προσωπικό, θα προβλεφθούν μεταβατικές διατάξεις για τα υπηρετούντα μέλη, οι οποίες θα εξειδικευτούν στο πλαίσιο της διαβούλευσης». Εν τούτοις, τα σχετικά ζητήματα δεν έχουν μέχρι σήμερα συζητηθεί, ενώ εμφανίζουν ιδιαίτερη σημασία. Δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι η μεταρρύθμιση δεν γίνεται "εν κενώ", ούτε πρόκειται να ιδρυθουν ΑΕΙ εξ αρχής: Ήδη υφίστανται και λειτουργούν ΑΕΙ, ορισμένα από τα οποία με ιστορία άνω των 100 ετών, με χιλιάδες μέλη ΔΕΠ, η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των των οποίων σε ήδη διαμορφωμένες καταστάσεις και στις προοπτικές εξέλιξης που ίσχυαν κατά την εκλογή τους είναι και συνταγματικά κατοχυρωμένη (άρθρο 25 παρ. 1 εδ α' Συντ.). Ως μέλος ΔΕΠ της Νομικής Αθηνών προτείνω τις ακόλουθες μεταβατικές ρυθμίσεις. 1. Εφόσον εν τέλει καταργηθεί, όπως προτείνεται, η βαθμίδα του λέκτορα και δεδομένου ότι, όπως παγίως έχει κριθεί από το ΣτΕ, η κατάργηση βαθμίδας ή βαθμού, δεν συνεπάγεται και κατάργηση της οργανικής θέσης, είναι ευνόητο ότι οι υπηρετούντες ως λέκτορες, οι οποίοι έχουν εκλεγεί στην εισαγωγική βαθμίδα ΔΕΠ, πρέπει να ενταχθούν (αυτοδικαίως ή μετά από κρίση, βλ. αμέσως κατωτέρω) στην νέα εισαγωγική βαθμίδα ΔΕΠ, ήτοι αυτή του Επίκουρου Καθηγητή, και όχι σε θέσεις των νέων «Λεκτόρων», οι οποίες θα έχουν «κυρίως διδακτικά καθήκοντα» και «δεν αποτελούν εξελίξιμη βαθμίδα». Η εκδοχή αυτή δικαιολογείται: (α) Διότι τόσο η προκήρυξη των θέσεων λέκτορα κατά το μέχρι σήμερα ισχύον δίκαιο, όσο και τα αξιούμενα προσόντα, αλλά και εν τέλει τα κριτήρια για την επιλογή από τα εκλεκτορικά σώματα, αφορούσαν στην κατάληψη θέσεων ΔΕΠ, με δυνατότητα εξέλιξης και σε ανώτερες βαθμίδες (άρα προοπτικά μέχρι τη βαθμίδα του Τακτικού Καθηγητή), και όχι βοηθητικού προσωπικού, περιοριζόμενου σε επικουρικά διδακτικά καθήκοντα και χωρίς δυνατότητα περαιτέρω εξέλιξης (όπως οι «λέκτορες», σύμφωνα με τις προτάσεις του ΥΠΔΒΜΘ). Επομένως, τυχόν ένταξη των υπηρετούντων λεκτόρων στην σχεδιαζόμενη νέα κατηγορία «λεκτόρων», που δεν έχουν δυνατότητα εξέλιξης, θα συνιστούσε υποβιβασμό τους, εντελώς αναντίστοιχο με τα απαιτούμενα για την εκλογή τους τυπικά και ουσιαστικά προσόντα. (β) Διότι εάν οι υπηρετούντες λέκτορες υποβιβάζονταν σε θέσεις χωρίς δυνατότητα περαιτέρω εξέλιξης θα οδηγούμαστε στην άτοπη, αλλά και αδικαιολόγητη (και άρα αντισυνταγματική) διάκριση ανάμεσα σε λέκτορες που θα έχουν κριθεί προς εξέλιξη στη βαθμίδα του Επίκουρου Καθηγητή έστω μία μέρα πριν από την ισχύ του νόμου (και για τον λόγο αυτό θα έχουν πλέον δυνατότητα εξέλιξης έως την ανώτερη βαθμίδα), και σε λέκτορες οι οποίοι δεν είχαν προλάβει, για οποιονδήποτε λόγο, να εξελιχθούν σε Επίκουρους Καθηγητές πριν από την ισχύ του νόμου, με αποτέλεσμα, να αποκλείεται, εξαιτίας του συγκεκριμένου, τυχαίου χρονικού σημείου και μόνον, να εξελιχθούν περαιτέρω. Η ένταξη των υπηρετούντων λεκτόρων στη βαθμίδα του Επίκουρου Καθηγητή, μπορεί να επιτευχθεί είτε αυτοδικαίως είτε κατόπιν κρίσεως. Η αυτοδίκαιη ένταξη δικαιολογείται από το γεγονός ότι η ένταξη αυτή δεν θα συνιστά εν τοις πράγμασι «εξέλιξη», αλλά τοποθέτηση και πάλι στην εισαγωγική βαθμίδα ΔΕΠ, η οποία απλώς μετονομάζεται. Επομένως, αφού οι υπηρετούντες λέκτορες έχουν ήδη κριθεί από τα οικεία εκλεκτορικά σώματα ως κατάλληλοι για την ένταξη στην εισαγωγική βαθμίδα ΔΕΠ, παρέλκει νέα κρίση (αφού θα εντάσσονται στην κατώτερη και πάλι βαθμίδα). Η αναγκαία διαφοροποίηση με τους ήδη υπηρετούντες Επίκουρους Καθηγητές μπορεί να επιτευχθεί, εάν προβλεφθεί ότι στον αναγκαίο χρόνο για την κρίση των τελευταίων προς εξέλιξη στη βαθμίδα του Αναπληρωτή Καθηγητή προσμετράται και ο χρόνος που αυτοί είχαν διανύσει ως Λέκτορες και ως Επίκουροι Καθηγητές πριν από την έναρξη ισχύος του νόμου (ενώ στους εντασσόμενους λέκτορες θα ξεκινά, όπως είναι ευνόητο, από την ένταξή τους). Εάν προκριθεί η ένταξη κατόπιν κρίσεως, αυτή θα πρέπει να συνιστά κλειστή διαδικασία (ώστε να πρόκειται πράγματι για «ένταξη» και όχι για εκ νέου εκλογή, με νέους συνυποψηφίους). Θα πρέπει, δηλαδή, να παρέχεται η δυνατότητα κρίσης προς ένταξη από το οικείο Τμήμα εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, ούτε υπερβολικά βραχέος (ώστε, εάν υποτεθεί ότι για την ένταξη θα απαιτούνται πρόσθετα προσόντα, οι υπηρετούντες λέκτορες να προλαβαίνουν να τα αποκτήσουν), ούτε υπερβολικά μακρού (ώστε να παρατείνεται η διατήρηση των λεκτόρων στην αυτή θέση, ενώ τα εκλεγόμενα μετά από αυτούς μέλη ΔΕΠ θα εντάσσονται σε θέσεις Επίκουρων Καθηγητών). 2. Τα μέλη ΔΕΠ θα πρέπει, όπως ισχύει και σήμερα, να δύνανται να εξελιχθούν αυτοτελώς, χωρίς να συνιστά προϋπόθεση η ύπαρξη κενής θέσης ανώτερης βαθμίδας. Το ενδεχόμενο αυτό αντίκειται σε θεμελιώδεις αρχές λειτουργίας των ΑΕΙ διεθνώς, είναι απολύτως άτοπο και δεν πρέπει να υιοθετηθεί, για τους ακόλουθους ιδίως λόγους: (α) Εν πρώτοις, η πρόβλεψη αυτή θα παραβίαζε την (και συνταγματικά κατοχυρωμένη) αρχή της αξιοκρατίας στο χώρο των ΑΕΙ, αφού η εξέλιξη των μελών ΔΕΠ δεν θα εξαρτάτο από τα διδακτικά και ερευνητικά τους προσόντα, αλλά εν τέλει από την ύπαρξη κενής θέσης ανώτερης βαθμίδας. (β) Εφόσον τα μέλη ΔΕΠ της βαθμίδας του Επίκουρου Καθηγητή δεν θα είναι μόνιμα (όπως προβλέπεται στο Κείμενο Διαβούλευσης), θα οδηγηθούμε στο απαράδεκτο αποτέλεσμα να λήγει η θητεία Επίκουρου Καθηγητή και αυτός να αποχωρεί από το ΑΕΙ, χωρίς ουσιαστική κρίση της ικανότητάς του, αλλά εξαιτίας του γεγονότος και μόνον ότι κατά τη λήξη της θητείας του δεν έτυχε να υπάρχει κενή θέση ανώτερης βαθμίδας, στην οποία θα μπορούσε να εξελιχθεί. (γ) Η λύση αυτή θα διαφοροποιούσε ριζικά τη διαδικασία, από εξέλιξη δημόσιων λειτουργών, η οποία προσήκει σε ΑΕΙ, σε προαγωγή προς κάλυψη κενών θέσεων προϊσταμένων, η οποία αρμόζει στην εν στενή εννοία διοίκηση. Στους εν στενή εννοία δημοσίους υπαλλήλους, διακρίνεται από τον Υπαλληλικό Κώδικα η βαθμολογική προαγωγή (για την οποία αρκεί αυτοτελής κρίση του υπαλλήλου) από την κατάληψη θέσης προϊσταμένου (η οποία δεν έχει ως σκοπό την υπηρεσιακή αναβάθμιση του υπαλλήλου, αλλά την κάλυψη κενής οργανικής θέσης ανώτερου βαθμού και για τον λόγο αυτόν προϋποθέτει ακριβώς την κένωση θέσης). Η εξέλιξη όμως των μελών ΔΕΠ, διεθνώς, δεν αντιμετωπίζεται ως προαγωγή: Προτεραιότητα δεν είναι η κάλυψη οργανικών θέσεων ανώτερου βαθμού (αφού τα διδακτικά και ερευνητικά καθήκοντα δεν μεταβάλλονται με την εξέλιξη), ούτε συνιστά η ανώτερη βαθμίδα ΔΕΠ «θέση προϊσταμένου». Στόχος της σχετικής διαδικασίας διεθνώς είναι η αυτοτελής, και ανεξάρτητη από την υπηρεσιακή κατάσταση των άλλων ΔΕΠ, εξέλιξη κάθε μέλους ΔΕΠ, ανάλογα με την αύξηση των τυπικών και ουσιαστικών, διδακτικών και ερευνητικών προσόντων του. (δ) Η πρόβλεψη αυτή θα καθιστούσε εντελώς ανορθολογική την κατανομή των οργανικών θέσεων ανά γνωστικό αντικείμενο και θα προκαλούσε εξαιρετικές δυσλειτουργίες στα ΑΕΙ. Τούτο, διότι ακόμη και ο παλαιός θεσμός της Έδρας (με την περιορισμένη δυνατότητα εξέλιξης), βασιζόταν σε εκ των προτέρων καθορισμό του αριθμού των Εδρών, με κριτήριο τις ανάγκες της έρευνας και της διδασκαλίας. Αντιθέτως, εάν η εξέλιξη μελών ΔΕΠ εξαρτάται εφεξής από την ύπαρξη κενής θέσης ανώτερης βαθμίδας, ο αριθμός μόνιμων οργανικών θέσεων (Αναπληρωτή και Τακτικού Καθηγητή) ανά γνωστικό αντικείμενο, οι οποίες θα κενώνονται και θα πληρούνται διαδοχικά, θα εξαρτάται από το εντελώς τυχαίο γεγονός του πόσα μέλη ΔΕΠ των εν λόγω βαθμίδων καταλήφθηκαν να υπηρετούν στο συγκεκριμένο αντικείμενο κατά την έναρξη ισχύος του νέου νόμου. Για όλους τους ανωτέρω λόγους, επιβάλλεται και υπό το καθεστώς του νέου νόμου, οι Επίκουροι και οι Αναπληρωτές Καθηγητές, μόλις συμπληρώνουν το απαιτούμενο ελάχιστο χρονικό διάστημα να θεμελιώνουν δικαίωμα κρίσης για την εξέλιξή τους στην ανώτερη βαθμίδα, με δυνατότητα, όπως ισχύει σήμερα, να ζητήσουν να προκηρυχθεί η δική τους οργανική θέση σε ανώτερη βαθμίδα. 3. Ανάμεσα στην κρίση προς εκλογή ή εξέλιξη μέλους ΔΕΠ και την έκδοση της σχετικής διοικητικής πράξης μεσολαβεί μεγάλο χρονικό διάστημα (στην περίπτωση της εκλογής υπερβαίνον πλέον τους 18 μήνες), χωρίς η καθυστέρηση αυτή να οφείλεται σε υπαιτιότητα του μέλους ΔΕΠ, το οποίο έχει ολοκληρώσει το μέρος της διαδικασίας που το αφορά, αλλά σε καθυστέρηση του οικείου ΑΕΙ ή του ΥΠΔΒΜΘ. Επομένως, όπως παγίως προβλέπεται στα σχετικά νομοθετήματα, εφόσον έχει ολοκληρωθεί κατά την έναρξη ισχύος του νόμου η διαδικασία εκλογής ή εξέλιξης μέλους ΔΕΠ με τη λήψη απόφασης του οικείου εκλεκτορικού σώματος, το μέλος ΔΕΠ πρέπει να θεωρείται ότι ανήκει, για την εφαρμογή των μεταβατικών διατάξεων, στη βαθμίδα για την οποία εκλέχθηκε, ανεξαρτήτως του χρόνου έκδοσης της διοικητικής πράξης διορισμού ή εξέλιξης.