κ. Υπουργέ,
Εκατοντάδες μέλη Ε.ΔΙ.Π. και Ε.Ε.Π. των ΑΕΙ έχουν ζητήσει ενυπόγραφα από το Υπουργείο τη δυνατότητα ένταξης σε βαθμίδα ΔΕΠ, κατόπιν αίτησης και μετά από αξιολόγηση.
Το έργο της ενοποίησης των ΤΕΙ με τα Πανεπιστήμια είναι σημαντικό και αποτελεί τομή στην ανώτατη εκπαίδευση. Το διαφορετικό θεσμικό τους πλαίσιο, ωστόσο, καθιστά το εγχείρημα δύσκολο, αλλά όχι ακατόρθωτο. Η θέσπιση ενός θεσμικού πλαισίου ενοποίησης θα πρέπει να είναι ρεαλιστική στη βάση ακαδημαϊκών κριτηρίων και να αναπτύσσει στην εφαρμογή του το ακαδημαϊκό και ερευνητικό προφίλ των νέων Τμημάτων που θα δημιουργηθούν στον ενιαίο πανεπιστημιακό χώρο. Στο άρθρο 4, στη λογική της προσαρμογής του προσωπικού των ΤΕΙ στα νέα δεδομένα υπάρχουν διατάξεις που δίνουν κίνητρο εξέλιξης, αλλά κυριαρχεί η αίσθηση της ελαστικότητας των ακαδημαϊκών κριτηρίων.
Για παράδειγμα, στην περίπτωση των καθηγητών εφαρμογών των ΤΕΙ δίνεται η δυνατότητα ένταξης σε θέση «Λέκτορα εφαρμογών» και στη συνέχεια εξέλιξης σε θέση Λέκτορα μετά την απόκτηση διδακτορικού σε έναν χρονικό ορίζοντα 5 ετών. Η διάταξη αυτή είναι στη σωστή κατεύθυνση, καθώς έχει γίνει και παλαιότερα με τους επιστημονικούς συνεργάτες. Ωστόσο, εγείρει σοβαρό ζήτημα άνισης αντιμετώπισης σε σχέση με την κατηγορία ΕΔΙΠ/ΕΕΠ με διδακτορικό. Για παράδειγμα, οι πρόσφατες μετατάξεις σε θέσεις ΕΔΙΠ μετά από αξιολόγηση απαιτούσαν διδακτορικό και τουλάχιστον 2 χρόνια μεταδιδακτορικής έρευνας ή διδασκαλίας σε ΑΕΙ (προσόντα Λέκτορα). Από την άλλη πλευρά, τα ΕΔΙΠ/ΕΕΠ παραμένουν χωρίς προοπτική εξέλιξης μετά την απόσυρση του άρθρου 61 του ν. 4415/2016 που προέβλεπε την ένταξη σε θέση Λέκτορα.
Το παρόν νομοσχέδιο καλώς δίνει κίνητρο εξέλιξης και προόδου στο προσωπικό του ΤΕΙ. Στην ίδια κατεύθυνση είναι και το δίκαιο και διαχρονικό αίτημα των ΕΔΙΠ/ΕΕΠ για ένταξη σε βαθμίδα ΔΕΠ μετά από αίτηση και κρίση. Οι θέσεις των ΕΔΙΠ/ΕΕΠ καλύπτουν πάγιες και διαρκείς διδακτικές και ερευνητικές ανάγκες των Τμημάτων στο γνωστικό αντικείμενο που θεραπεύουν και επομένως είναι ανεξάρτητες από τις νέες θέσεις που προκηρύσσει το ΥΠΕΠΘ.
Επομένως, συμφωνώ με την πρόταση του ΚΜ
Πρόταση
«Όσοι κατά την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού υπηρετούν σε ΑΕΙ ή ΤΕΙ ως Ε.Ε.Π. και Ε.ΔΙ.Π. και πληρούν τις προϋποθέσεις εκλογής στη βαθμίδα του Επίκουρου Καθηγητή σύμφωνα με το άρθρο 14 του ν. 1268/1982 (Α΄ 87), όπως αυτό ίσχυε κατά τη δημοσίευση του ν. 4009/2011 (Α΄ 195) και τροποποιήθηκε με Άρθρο 9 ν.4521/2018 (Α 38), έχουν δικαίωμα να ζητήσουν την ένταξή τους σε μόνιμη οργανική ή προσωποπαγή θέση Επίκουρου Καθηγητή, μετά από κρίση, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις. Οι υποψήφιοι υποβάλλουν αίτηση στη γραμματεία του οικείου ή άλλου Τμήματος με συναφές γνωστικό αντικείμενο, του οικείου ή άλλου Α.Ε.Ι.. Η διαδικασία κρίσης ολοκληρώνεται εντός εξαμήνου από την ημερομηνία της αίτησης. Σε περίπτωση θετικής κρίσης το υπηρεσιακό τους καθεστώς και οι δυνατότητες περαιτέρω εξέλιξης των ενταχθέντων καθορίζονται από τα ισχύοντα για τους υπηρετούντες μόνιμους Επίκουρους Καθηγητές.
Η ένταξη στις οργανικές ή προσωποπαγείς θέσεις μόνιμου Επίκουρου Καθηγητή ολοκληρώνεται με τη δημοσίευση της σχετικής πράξης του Πρύτανη στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Σε περίπτωση αρνητικής κρίσης, ο υποψήφιος διατηρεί τη θέση στην οποία κατείχε, δύναται δε να υποβάλει εκ νέου αίτηση για ένταξη σε οργανική ή προσωποπαγή θέση μόνιμου Επίκουρου Καθηγητή μετά την παρέλευση τουλάχιστον δύο (2) ετών από την προηγούμενη αρνητική κρίση.»
κ. Υπουργέ, Εκατοντάδες μέλη Ε.ΔΙ.Π. και Ε.Ε.Π. των ΑΕΙ έχουν ζητήσει ενυπόγραφα από το Υπουργείο τη δυνατότητα ένταξης σε βαθμίδα ΔΕΠ, κατόπιν αίτησης και μετά από αξιολόγηση. Το έργο της ενοποίησης των ΤΕΙ με τα Πανεπιστήμια είναι σημαντικό και αποτελεί τομή στην ανώτατη εκπαίδευση. Το διαφορετικό θεσμικό τους πλαίσιο, ωστόσο, καθιστά το εγχείρημα δύσκολο, αλλά όχι ακατόρθωτο. Η θέσπιση ενός θεσμικού πλαισίου ενοποίησης θα πρέπει να είναι ρεαλιστική στη βάση ακαδημαϊκών κριτηρίων και να αναπτύσσει στην εφαρμογή του το ακαδημαϊκό και ερευνητικό προφίλ των νέων Τμημάτων που θα δημιουργηθούν στον ενιαίο πανεπιστημιακό χώρο. Στο άρθρο 4, στη λογική της προσαρμογής του προσωπικού των ΤΕΙ στα νέα δεδομένα υπάρχουν διατάξεις που δίνουν κίνητρο εξέλιξης, αλλά κυριαρχεί η αίσθηση της ελαστικότητας των ακαδημαϊκών κριτηρίων. Για παράδειγμα, στην περίπτωση των καθηγητών εφαρμογών των ΤΕΙ δίνεται η δυνατότητα ένταξης σε θέση «Λέκτορα εφαρμογών» και στη συνέχεια εξέλιξης σε θέση Λέκτορα μετά την απόκτηση διδακτορικού σε έναν χρονικό ορίζοντα 5 ετών. Η διάταξη αυτή είναι στη σωστή κατεύθυνση, καθώς έχει γίνει και παλαιότερα με τους επιστημονικούς συνεργάτες. Ωστόσο, εγείρει σοβαρό ζήτημα άνισης αντιμετώπισης σε σχέση με την κατηγορία ΕΔΙΠ/ΕΕΠ με διδακτορικό. Για παράδειγμα, οι πρόσφατες μετατάξεις σε θέσεις ΕΔΙΠ μετά από αξιολόγηση απαιτούσαν διδακτορικό και τουλάχιστον 2 χρόνια μεταδιδακτορικής έρευνας ή διδασκαλίας σε ΑΕΙ (προσόντα Λέκτορα). Από την άλλη πλευρά, τα ΕΔΙΠ/ΕΕΠ παραμένουν χωρίς προοπτική εξέλιξης μετά την απόσυρση του άρθρου 61 του ν. 4415/2016 που προέβλεπε την ένταξη σε θέση Λέκτορα. Το παρόν νομοσχέδιο καλώς δίνει κίνητρο εξέλιξης και προόδου στο προσωπικό του ΤΕΙ. Στην ίδια κατεύθυνση είναι και το δίκαιο και διαχρονικό αίτημα των ΕΔΙΠ/ΕΕΠ για ένταξη σε βαθμίδα ΔΕΠ μετά από αίτηση και κρίση. Οι θέσεις των ΕΔΙΠ/ΕΕΠ καλύπτουν πάγιες και διαρκείς διδακτικές και ερευνητικές ανάγκες των Τμημάτων στο γνωστικό αντικείμενο που θεραπεύουν και επομένως είναι ανεξάρτητες από τις νέες θέσεις που προκηρύσσει το ΥΠΕΠΘ. Επομένως, συμφωνώ με την πρόταση του ΚΜ Πρόταση «Όσοι κατά την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού υπηρετούν σε ΑΕΙ ή ΤΕΙ ως Ε.Ε.Π. και Ε.ΔΙ.Π. και πληρούν τις προϋποθέσεις εκλογής στη βαθμίδα του Επίκουρου Καθηγητή σύμφωνα με το άρθρο 14 του ν. 1268/1982 (Α΄ 87), όπως αυτό ίσχυε κατά τη δημοσίευση του ν. 4009/2011 (Α΄ 195) και τροποποιήθηκε με Άρθρο 9 ν.4521/2018 (Α 38), έχουν δικαίωμα να ζητήσουν την ένταξή τους σε μόνιμη οργανική ή προσωποπαγή θέση Επίκουρου Καθηγητή, μετά από κρίση, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις. Οι υποψήφιοι υποβάλλουν αίτηση στη γραμματεία του οικείου ή άλλου Τμήματος με συναφές γνωστικό αντικείμενο, του οικείου ή άλλου Α.Ε.Ι.. Η διαδικασία κρίσης ολοκληρώνεται εντός εξαμήνου από την ημερομηνία της αίτησης. Σε περίπτωση θετικής κρίσης το υπηρεσιακό τους καθεστώς και οι δυνατότητες περαιτέρω εξέλιξης των ενταχθέντων καθορίζονται από τα ισχύοντα για τους υπηρετούντες μόνιμους Επίκουρους Καθηγητές. Η ένταξη στις οργανικές ή προσωποπαγείς θέσεις μόνιμου Επίκουρου Καθηγητή ολοκληρώνεται με τη δημοσίευση της σχετικής πράξης του Πρύτανη στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Σε περίπτωση αρνητικής κρίσης, ο υποψήφιος διατηρεί τη θέση στην οποία κατείχε, δύναται δε να υποβάλει εκ νέου αίτηση για ένταξη σε οργανική ή προσωποπαγή θέση μόνιμου Επίκουρου Καθηγητή μετά την παρέλευση τουλάχιστον δύο (2) ετών από την προηγούμενη αρνητική κρίση.»