Στο εν λόγω άρθρο προβλέπεται η διαδικασία με την οποία ένας φοιτητής που ολοκληρώνει τις υποχρεώσεις του στο ΤΕΙ μπορεί να επιλέξει να αποφοιτήσει με πανεπιστημιακό τίτλο. Η υποχρέωση που επιβάλλεται στους υφιστάμενους φοιτητές ΤΕΙ, πρώτα να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους και στην συνέχεια να επιλέξουν, εφόσον το επιθυμούν, να παρακολουθήσουν κάποια μαθήματα για να αποφοιτήσουν με πανεπιστημιακό τίτλο επιφέρει σημαντικό εκπαιδευτικό φόρτο στο τμήμα αλλά και μία μεγάλη χρονική καθυστέρηση στους φοιτητές. Με την προτεινόμενη διαδικασία από το ακ. έτος 2019-2020 τα υφιστάμενα τμήματα ΤΕΙ τα οποία θα μετατραπούν σε πανεπιστημιακά θα “τρέχουν" θεωρητικά δύο παράλληλα προγράμματα σπουδών χωρίς ουσιαστικό λόγο. Αυτό θα επιφέρει εκπαιδευτικό φόρτο στο τμήμα το οποίο συνοδεύεται με αύξηση των απαιτήσεων σε εκπαιδευτικό προσωπικό με ότι αυτό συνεπάγεται για το κόστος λειτουργίας του τμήματος / ιδρύματος. Από την άλλη μεριά οι φοιτητές θα είναι υποχρεωμένοι να καθυστερήσουν χρονικά την αποφοίτησή τους προκειμένου να παρακολουθήσουν κάποια θεωρητικά μαθήματα για να αποφοιτήσουν με πανεπιστημιακό τίτλο. Μάλιστα το γεγονός ότι τα μαθήματα θα είναι θεωρητικά θα οδηγήσει, για ευνόητους λόγους τους φοιτητές να παρακολουθούν τα εν λόγω μαθήματα εξ αποστάσεως, το οποίο έχει αρνητικές επιπτώσεις στα επιδιωκόμενα μαθησιακά αποτελέσματα. Επιπρόσθετα οι φοιτητές οι οποίοι έχουν επιτύχει να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους εγκαίρως (εντός των ελάχιστων προβλεπόμενων εξαμήνων) και έχουν εισαχθεί το ακ. έτος 2014-2015, “τιμωρούνται” περισσότερο από τους υπόλοιπους καθώς είναι υποχρεωμένοι να παραμείνουν ανενεργοί για 2 ακ. έτη προκειμένου να αποφοιτήσουν με πανεπιστημιακό τίτλο. Επιπλέον με την υφιστάμενη διάταξη υποχρεώνονται φοιτητές οι οποίοι θα επιλέξουν να αποφοιτήσουν με πανεπιστημιακό τίτλο να εκπονήσουν, την απαιτούμενη από το πρόγραμμα ΤΕΙ, πρακτική άσκηση διάρκειας ενός εξαμήνου ενώ στην ουσία δεν τους χρειάζεται για την αποφοίτησή τους με πανεπιστημιακό τίτλο (εφόσον δεν προβλέπεται στο αντίστοιχο πανεπιστημιακό πρόγραμμα σπουδών). Τα ανωτέρω ζητήματα αναδύονται εντονότερα στις περιπτώσεις εκείνες όπου τα προγράμματα σπουδών μεταξύ των υφιστάμενων τμημάτων ΤΕΙ και των αντίστοιχων επερχόμενων πανεπιστημιακών τμημάτων δεν αναμένεται να έχουν σημαντικές διαφορές. Για την αντιμετώπιση των ανωτέρω ζητημάτων προτείνεται η υιοθέτηση των ακόλουθων διατάξεων:
• Να μην τίθεται ως προϋπόθεση για την αποφοίτηση με πανεπιστημιακό τίτλο η ολοκλήρωση των σπουδών σύμφωνα με το πρόγραμμα σπουδών των τμημάτων ΤΕΙ.
• Τα προγράμματα σπουδών των πανεπιστημιακών τμημάτων τα οποία θα δεχθούν φοιτητές από το ακ. έτος 2019-2020 να έχουν εγκριθεί από τα αρμόδια συλλογικά όργανα εντός του χειμερινού εξαμήνου του ακ. έτους 2018-2019. Παράλληλα να έχουν προσδιορισθεί και οι αντιστοιχίες των μαθημάτων μεταξύ των προγραμμάτων σπουδών ΤΕΙ / πανεπιστημίου, καθώς επίσης και ο απαιτούμενος, ανά περίπτωση, αριθμός μαθημάτων που θα πρέπει να παρακολουθήσουν οι φοιτητές που επιθυμούν να αποφοιτήσουν με πανεπιστημιακό τίτλο.
• Από το εαρινό εξάμηνο του ακ. έτους 2018-2019 να διδάσκονται τα επιπλέον μαθήματα τα οποία απαιτούνται για την λήψη πανεπιστημιακού τίτλου προκειμένου οι φοιτητές να έχουν τη δυνατότητα να τα παρακολουθήσουν. Να ληφθεί μέριμνα ώστε το απαιτούμενο διάστημα παρακολούθησης (εκφρασμένο σε ακ. εξάμηνα) των επιπλέων μαθημάτων, να είναι το μικρότερο δυνατόν.
• Η πραγματοποίηση πρακτικής άσκησης να μην είναι απαιτούμενη στις περιπτώσεις εκείνες όπου οι φοιτητές επιλέγουν να αποφοιτήσουν με πανεπιστημιακό τίτλο, με την προϋπόθεση ότι δεν προβλέπεται και στο πρόγραμμα σπουδών του πανεπιστημίου. Στο εξάμηνο της πρακτικής άσκησης οι φοιτητές να μπορούν να παρακολουθούν τα επιπλέον μαθήματα που θα απαιτούνται για την απόκτηση πανεπιστημιακού τίτλου.
Η ανωτέρω προτεινόμενη διαδικασία συνάδει απόλυτα με αυτή που έχει υιοθετηθεί στο πανεπιστήμιο Δ. Αττικής. Διαφορετική αντιμετώπιση των υφιστάμενων φοιτητών στο ΤΕΙ Ιονίων Νήσων από αυτήν που έχει υιοθετηθεί για τους φοιτητές των ΤΕΙ Αθηνών και Πειραιά αποτελεί διακριτική μεταχείριση με ότι αυτό συνεπάγεται αναφορικά με την νομική βάση της διαφοροποίησης.
Στο εν λόγω άρθρο προβλέπεται η διαδικασία με την οποία ένας φοιτητής που ολοκληρώνει τις υποχρεώσεις του στο ΤΕΙ μπορεί να επιλέξει να αποφοιτήσει με πανεπιστημιακό τίτλο. Η υποχρέωση που επιβάλλεται στους υφιστάμενους φοιτητές ΤΕΙ, πρώτα να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους και στην συνέχεια να επιλέξουν, εφόσον το επιθυμούν, να παρακολουθήσουν κάποια μαθήματα για να αποφοιτήσουν με πανεπιστημιακό τίτλο επιφέρει σημαντικό εκπαιδευτικό φόρτο στο τμήμα αλλά και μία μεγάλη χρονική καθυστέρηση στους φοιτητές. Με την προτεινόμενη διαδικασία από το ακ. έτος 2019-2020 τα υφιστάμενα τμήματα ΤΕΙ τα οποία θα μετατραπούν σε πανεπιστημιακά θα “τρέχουν" θεωρητικά δύο παράλληλα προγράμματα σπουδών χωρίς ουσιαστικό λόγο. Αυτό θα επιφέρει εκπαιδευτικό φόρτο στο τμήμα το οποίο συνοδεύεται με αύξηση των απαιτήσεων σε εκπαιδευτικό προσωπικό με ότι αυτό συνεπάγεται για το κόστος λειτουργίας του τμήματος / ιδρύματος. Από την άλλη μεριά οι φοιτητές θα είναι υποχρεωμένοι να καθυστερήσουν χρονικά την αποφοίτησή τους προκειμένου να παρακολουθήσουν κάποια θεωρητικά μαθήματα για να αποφοιτήσουν με πανεπιστημιακό τίτλο. Μάλιστα το γεγονός ότι τα μαθήματα θα είναι θεωρητικά θα οδηγήσει, για ευνόητους λόγους τους φοιτητές να παρακολουθούν τα εν λόγω μαθήματα εξ αποστάσεως, το οποίο έχει αρνητικές επιπτώσεις στα επιδιωκόμενα μαθησιακά αποτελέσματα. Επιπρόσθετα οι φοιτητές οι οποίοι έχουν επιτύχει να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους εγκαίρως (εντός των ελάχιστων προβλεπόμενων εξαμήνων) και έχουν εισαχθεί το ακ. έτος 2014-2015, “τιμωρούνται” περισσότερο από τους υπόλοιπους καθώς είναι υποχρεωμένοι να παραμείνουν ανενεργοί για 2 ακ. έτη προκειμένου να αποφοιτήσουν με πανεπιστημιακό τίτλο. Επιπλέον με την υφιστάμενη διάταξη υποχρεώνονται φοιτητές οι οποίοι θα επιλέξουν να αποφοιτήσουν με πανεπιστημιακό τίτλο να εκπονήσουν, την απαιτούμενη από το πρόγραμμα ΤΕΙ, πρακτική άσκηση διάρκειας ενός εξαμήνου ενώ στην ουσία δεν τους χρειάζεται για την αποφοίτησή τους με πανεπιστημιακό τίτλο (εφόσον δεν προβλέπεται στο αντίστοιχο πανεπιστημιακό πρόγραμμα σπουδών). Τα ανωτέρω ζητήματα αναδύονται εντονότερα στις περιπτώσεις εκείνες όπου τα προγράμματα σπουδών μεταξύ των υφιστάμενων τμημάτων ΤΕΙ και των αντίστοιχων επερχόμενων πανεπιστημιακών τμημάτων δεν αναμένεται να έχουν σημαντικές διαφορές. Για την αντιμετώπιση των ανωτέρω ζητημάτων προτείνεται η υιοθέτηση των ακόλουθων διατάξεων: • Να μην τίθεται ως προϋπόθεση για την αποφοίτηση με πανεπιστημιακό τίτλο η ολοκλήρωση των σπουδών σύμφωνα με το πρόγραμμα σπουδών των τμημάτων ΤΕΙ. • Τα προγράμματα σπουδών των πανεπιστημιακών τμημάτων τα οποία θα δεχθούν φοιτητές από το ακ. έτος 2019-2020 να έχουν εγκριθεί από τα αρμόδια συλλογικά όργανα εντός του χειμερινού εξαμήνου του ακ. έτους 2018-2019. Παράλληλα να έχουν προσδιορισθεί και οι αντιστοιχίες των μαθημάτων μεταξύ των προγραμμάτων σπουδών ΤΕΙ / πανεπιστημίου, καθώς επίσης και ο απαιτούμενος, ανά περίπτωση, αριθμός μαθημάτων που θα πρέπει να παρακολουθήσουν οι φοιτητές που επιθυμούν να αποφοιτήσουν με πανεπιστημιακό τίτλο. • Από το εαρινό εξάμηνο του ακ. έτους 2018-2019 να διδάσκονται τα επιπλέον μαθήματα τα οποία απαιτούνται για την λήψη πανεπιστημιακού τίτλου προκειμένου οι φοιτητές να έχουν τη δυνατότητα να τα παρακολουθήσουν. Να ληφθεί μέριμνα ώστε το απαιτούμενο διάστημα παρακολούθησης (εκφρασμένο σε ακ. εξάμηνα) των επιπλέων μαθημάτων, να είναι το μικρότερο δυνατόν. • Η πραγματοποίηση πρακτικής άσκησης να μην είναι απαιτούμενη στις περιπτώσεις εκείνες όπου οι φοιτητές επιλέγουν να αποφοιτήσουν με πανεπιστημιακό τίτλο, με την προϋπόθεση ότι δεν προβλέπεται και στο πρόγραμμα σπουδών του πανεπιστημίου. Στο εξάμηνο της πρακτικής άσκησης οι φοιτητές να μπορούν να παρακολουθούν τα επιπλέον μαθήματα που θα απαιτούνται για την απόκτηση πανεπιστημιακού τίτλου. Η ανωτέρω προτεινόμενη διαδικασία συνάδει απόλυτα με αυτή που έχει υιοθετηθεί στο πανεπιστήμιο Δ. Αττικής. Διαφορετική αντιμετώπιση των υφιστάμενων φοιτητών στο ΤΕΙ Ιονίων Νήσων από αυτήν που έχει υιοθετηθεί για τους φοιτητές των ΤΕΙ Αθηνών και Πειραιά αποτελεί διακριτική μεταχείριση με ότι αυτό συνεπάγεται αναφορικά με την νομική βάση της διαφοροποίησης.