• Σχόλιο του χρήστη 'ΧΑΡΤΖΗΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ' | 23 Απριλίου 2020, 18:15

    Μέσα στις πρόσφατα διαμορφωμένες συνθήκες λόγω του COVID-19, που έκαναν ανάγκη τον περιορισμό των μετακινήσεων του πληθυσμού, προβάλλει το πρόβλημα που δημιουργείται από την μετακίνηση και την εσωτερική μετανάστευση πολλών ανθρώπων για λόγους σπουδών ή εργασίας στην εκπαίδευση. Είναι δεδομένη η σημερινή γεωγραφική κατανομή των σχολών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην χώρα μας και είναι δύσκολη και χρονοβόρα η αλλαγή της. Δεν μπορούν να υπάρχουν όλες οι σχολές παντού ώστε όλοι οι φοιτητές να σπουδάζουν σε σχολές κοντά στον τόπο τους και έτσι να περιοριστούν οι μετακινήσεις τους. Επίσης είναι γνωστό και ευνόητο ότι οι βαθμολογίες εισαγωγής διαμορφώνονται από την ζήτηση που έχει η κάθε σχολή. Αυτονόητο είναι ότι η ζήτηση για τις σχολές της Αθήνας είναι μεγαλύτερη, διότι εκτός του ότι οι μισοί περίπου υποψήφιοι φοιτητές ζουν μέσα και κοντά στην Αθήνα, υπάρχουν και πολλοί που δεν ζουν εκεί αλλά ονειρεύονται να σπουδάσουν και να ζήσουν στην πρωτεύουσα. Αυτά, σε συνδυασμό με το ότι στην περιοχή των Αθηνών υπάρχουν πολύ λιγότερες από το ένα τρίτο των θέσεων φοίτησης της Ελλάδος αλλά γεωγραφικά εξυπηρετεί πολύ περισσότερους από τους μισούς Έλληνες, προκαλούν την άνιση κατανομή της ζήτησης σε σχέση με την προσφορά θέσεων για φοίτηση και τις πολύ ψηλές μονάδες εισαγωγής στις σχολές της Αθήνας. Έτσι δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος διότι οι σχολές των Αθηνών, λόγω των υψηλών μορίων εισαγωγής, κάνουν πολύ καλύτερη εντύπωση και προσελκύουν το ενδιαφέρον ακόμη περισσότερων υποψηφίων, αποδυναμώνοντας παράλληλα το ενδιαφέρον τους για τις σχολές άλλων πόλεων που λόγω της μικρότερης ζήτησης έχουν χαμηλότερα μόρια και φαίνονται λιγότερο εντυπωσιακές. Για παράδειγμα, ένας κάτοικος Αθήνας, για να σπουδάσει στην Σχολή Πολιτικών Μηχανικών κοντά στο σπίτι του (στο ΕΜΠ) χρειάσθηκε πέρυσι 16.385 μόρια, ένας κάτοικος Θεσσαλονίκης χρειάσθηκε 14.467 (στο ΑΠΘ) και ένας κάτοικος Ξάνθης 11.992 (στο ΔΠΘ), χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το επίπεδο των σπουδών στην Ξάνθη είναι χαμηλότερο από αυτό της Θεσσαλονίκης και αυτά τα δύο από της Αθήνας. Το αποτέλεσμα αυτής της αναλογικά μικρής προσφοράς θέσεων στην Αθήνα σε σχέση με την ζήτηση είναι το να μεταναστεύουν για σπουδές οι Αθηναίοι στις άλλες μακρινές πόλεις και πολλοί φοιτητές κάτοικοι άλλων περιοχών που είχαν καλύτερες επιδόσεις να μεταναστεύουν στην Αθήνα. Αυτό το φαινόμενο μπορεί να αντιμετωπιστεί εφόσον αποφασιστεί, η πόλη που θα εισαχθεί για σπουδές ο κάθε φοιτητής να εξαρτάται πολύ από την εντοπιότητά του: Από τους υποψηφίους που ενδιαφέρονται π.χ. για τις Σχολές Πολιτικών Μηχανικών, να επιλέγονται αυτοί που έχουν την ψηλότερη βαθμολογία στα γραπτά τους. Το πού (και μόνο αυτό) θα σπουδάσει ο κάθε ένας από αυτούς, να προκύπτει μοριοδοτώντας δραστικά την εντοπιότητα π.χ. με 3.000 μόρια, για τον τόπο μόνιμης (και μακροχρόνιας) κατοικίας ή ίσως τον τόπο που ψηφίζει η οικογένειά τους. Οι υποψήφιοι που μένουν σε περιοχές που δεν υπάρχουν Σχολές Πολιτικών Μηχανικών (για το παράδειγμα) να μοριοδοτούνται με 1.000 μόρια για εισαγωγή στην σχολή που είναι πλησιέστερα στην περιοχή τους. Με αυτό τον τρόπο οι υποψήφιοι, αφού εξασφαλίσουν θέση στην σχολή της επιστήμης που τους ενδιαφέρει σύμφωνα με την βαθμολογία τους στις εξετάσεις, θα σπουδάζουν στον τόπο τους ή όσο γίνεται πλησιέστερα. Πρέπει εδώ να σημειώσουμε ότι για κάποιον φοιτητή που θα αναγκαστεί να φύγει για σπουδές από την περιοχή του επειδή δεν υπάρχει εκεί σχολή της επιστήμης που προτιμά, δεν έχει πολύ μεγάλη σημασία αν θα νοικιάσει σπίτι σε πόλη που απέχει 300 χιλιόμετρα ή σε άλλη που απέχει 400 χιλιόμετρα, διότι το ετήσιο κόστος της διαμονής και σίτισής του είναι συγκριτικά πολύ μεγαλύτερο από το κόστος της μετακίνησής του που είναι η μόνη που επηρεάζεται από την απόσταση. Ίσως μάλιστα μπορούσαν και να επιδοτηθούν οι μετακινήσεις των φοιτητών με κάποιο ποσό που θα εξοικονομείται από την μικρότερη ανάγκη βοήθειας που θα έχουν εκείνοι οι φοιτητές που θα σπουδάζουν κοντά στον τόπο τους. Αν αυτό το εγχείρημα πετύχει θα έχουμε μείωση της μετακίνησης του πληθυσμού για σπουδές με τα ευεργετικά επακόλουθα στην μείωση της διασποράς της λοίμωξης. Επί πλέον αυτού, θα βελτιωθούν οι κοινωνικές, οι οικογενειακές και οικονομικές συνθήκες για τους νέους διότι: α) Τους δίνεται η δυνατότητα να σπουδάσουν και να κάνουν επαφές με κόσμο κοντά στον χώρο που κατοικεί η οικογένειά τους και που σίγουρα θα προτιμούν να ζήσουν και να δραστηριοποιηθούν εκεί επαγγελματικά. β) Θα μείνουν στις ίδιες τις οικογένειές τους τα χρήματα που θα ξόδευαν για τις σπουδές τους (το κόστος για σπουδές με διαμονή σε άλλη πόλη είναι περισσότερο από 40.000 ευρώ) και τελειώνοντας, θα μπορέσουν να τα επενδύσουν παραγωγικά σε κτίσματα, διαφήμιση, εξοπλισμό ή και σε επί πλέον εκπαίδευση ώστε να ξεκινήσουν δυναμικά την επαγγελματική σταδιοδρομία τους. γ) Πολλοί, προκειμένου να αποφύγουν τον κόπο και το κόστος της διετούς προετοιμασίας και τον κίνδυνο να αποκλειστούν από τη σχολή προτίμησης ή να αναγκαστούν να σπουδάσουν σε μακρινή πόλη στην Ελλάδα, επιλέγουν παρόμοιου κόστους σπουδές στο εξωτερικό κι έτσι συχνά παραμένουν, ζουν, εργάζονται και συχνά κάνουν οικογένειες εκεί. δ) Οι οικογένειες των παιδιών που σπουδάζουν, θα διατηρούν τους δεσμούς τους και έχοντας πιο άνετη οικονομικά και πιο ήρεμη ζωή θα μπορούν να βοηθήσουν στις σπουδές, την καθοδήγηση και στο ξεκίνημα της καριέρας των παιδιών τους. Αντί οι σπουδές των παιδιών να είναι για την οικογένειά τους Γολγοθάς που πολλές φορές δεν μπορούν να αντέξουν, θα είναι περίοδος που μπορούν να κάνουν παραγωγικά όνειρα και να τα προετοιμάσουν για την καριέρα τους. Από την άλλη πλευρά βέβαια, στις πόλεις που έχουν σχολές, ίσως προκύψουν κάποια σπίτια που δεν θα νοικιάζονται πλέον σε φοιτητές. Οι ιδιοκτήτες τους, μη έχοντας εξασφαλισμένη την χαμηλών προσδοκιών πελατεία των φοιτητών και προκειμένου να συνεχίσουν να τα νοικιάζουν, θα οδηγηθούν στον εκσυγχρονισμό τους και σε συνεργασία με τους Δήμους θα προσπαθήσουν να κάνουν ελκυστικές τις γειτονιές και τις πόλεις τους με εγκαταστάσεις και δράσεις ώστε, μετά το τέλος της πανδημίας, να προσελκύσουν τουρίστες υψηλότερων απαιτήσεων από την Ελλάδα και το εξωτερικό. Παράλληλα με τους φοιτητές, πρέπει να σκεφτούμε παρόμοια και για τους εργαζόμενους. Πολλοί εκπαιδευτικοί, όλων των βαθμίδων εκπαίδευσης, μόνιμοι ή Αναπληρωτές-Ωρομίσθιοι, με μόνιμη ή προσωρινή τοποθέτηση, είτε μετακινούνται καθημερινά (σε αποστάσεις έως και πάνω από 150 χιλιόμετρα) είτε μένουν σε ξενοδοχεία ή σπίτια άλλων περιοχών, όπου εργάζονται και μετακινούνται εβδομαδιαία για να έχουν επαφή με τους συζύγους και τα παιδιά τους. Και αυτών οι μετακινήσεις μπορούν να περιορισθούν με δραστική μοριοδότηση της παραμονής του κάθε ενός σε περιοχή κοντά στον τόπο της μόνιμης και σταθερής κατοικίας του. Για το σε ποια θέση θα τοποθετηθούν πρέπει να γίνει σημαντικότερο κριτήριο από την προϋπηρεσία τους η εντοπιότητά τους, που πρέπει να επιδοτηθεί με 50 ή 100 μόρια αντί για τα 4 που ισχύει σήμερα. Έτσι, εκτός της μεγάλης συνεισφοράς στη λύση του προβλήματος που αντιμετωπίζουμε σήμερα, σύντομα θα δούμε και ότι οι άνθρωποι αυτοί, αντί να έχουν στραμμένη την προσοχή τους στα προσωπικά-οικογενειακά τους προβλήματα (μεγάλα έξοδα, μεγάλοι χρόνοι μετακινήσεων, μεγάλη απόσταση από την οικογένεια και από τα προβλήματα των παιδιών τους), θα μπορούν να αφοσιωθούν στο εκπαιδευτικό τους έργο γνωρίζοντας ότι το απόγευμα θα βρίσκονται μαζί με την οικογένειά τους. Αυτό θα τους δώσει την δυνατότητα και το κίνητρο να κάνουν οικογένεια και να αποκτούν σταθερή στέγη σε νεότερη ηλικία, με πολύ θετικά μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα αποτελέσματα στην εκπαίδευση και στην κοινωνία μας.